Αρχική » 9. Μαρμαράδες και… γλύπτες

9. Μαρμαράδες και… γλύπτες

από Γιώργος Καραμπελιάς

Γ. Χαλεπάς, η αναπαυομένη,  1931

Σειρά 10 κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την γενιά του ’30 στις εικαστικές τέχνες. Τα κείμενα πρόερχονται από το πρόσφατο βιβλίο του, Από τη μεταβυζαντική ζωγραφική στη γενιά του ’30 – Μια πολιτική ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Ένα γεγονός που αξίζει να σημειώσουμε και παραμένει σχετικά υποτιμημένο είναι πως ένας μεγάλος αριθμός σύγχρονων καλλιτεχνών, και προπαντός γλυπτών, κατάγεται από την Τήνο, και όχι μόνο ο Γιαννούλης Χαλεπάς. Τωόντι, εκτός από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του 19ου αιώνα, τον Γύζη και τον Λύτρα, από το νησί της Παναγίας έλκει την καταγωγή πλειάδα γλυπτών, που στην πλειοψηφία τους κατάγονταν από οικογένειες μαρμαρογλυπτών. Αλλά και αρκετοί κατάγονταν από την Νάξο, όπως ο Γρηγόρης Ζευγώλης, ή την Άνδρο, όπως ο Μιχάλης Τόμπρος. Και αν από την αρχαιότητα ήδη διακρίνονται οι Πάριοι και Νάξιοι γλύπτες, που ζούσαν δίπλα στα μαρμαρογλυφεία της εποχής, στους μεταβυζαντινούς χρόνους, τουλάχιστον, θα διακριθούν οι Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες και ξυλογλύπτες[1]. Και παρότι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως η μακρά φραγκική κατοχή διαδραματίζει κάποιον ρόλο, διότι οι καθολικοί έδιναν βάρος στη γλυπτική διακόσμηση, η πραγματικότητα μάλλον μας διαψεύδει, καθώς τα βασικά κέντρα της μαραμαρογλυπτικής βρίσκονταν σε δύο αποκλειστικά ορθόδοξα χωριά, τον Πύργο και τα Υστέρνια. Άλλωστε, οι μαρμαρογλύπτες –και οι ξυλογλύπτες– της Τήνου θα διατρέχουν από πολύ παλιά όλο τον ορθόδοξο κόσμο, όπως και οι συνοδείες των Ηπειρωτών.

Ο Δημήτριος Φιλιππότης (1839-1919), «ο γλύπτης φιλόσοφος», γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, όπως ο Χαλεπάς και ο Λύτρας. Καταγόμενος από οικογένεια μαρμαρογλυπτών, μαθήτευσε αρχικά κοντά στον πατέρα του Ζαχαρία[2], σε μικρή ηλικία μάλιστα ταξίδεψε μαζί του στο Άγιον Όρος, για την κατασκευή του ναού του Αγίου Παύλου, και εν συνεχεία θα εργαστεί επί πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι το 1855.

Κατά την περίοδο 1858-1862, ο Φιλιππότης θα σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, ενώ θα συνεχίσει να εργάζεται στο μαρμαρογλυφείο των Φυτάληδων, που αποτελούσε ένα είδος δεύτερης σχολής γλυπτικής. Άλλωστε, ο Γεώργιος Φυτάλης ήταν και καθηγητής του στο Σχολείο των Τεχνών. Ο Φιλιππότης θα συνεχίσει τις σπουδές του στη Ρώμη (1864-1870), ως υπότροφος του «Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου», ενώ υπότροφος μαζί του ήταν και ο Νικόλαος Γύζης, που κατευθύνθηκε στο Μόναχο. Μάλιστα, κατά το τέλος των σπουδών του, το 1870, κέρδισε το πρώτο βραβείο στη Γενική Έκθεση της Ρώμης με το γλυπτό του ο Θεριστής. Με αυτό το έργο εισήγαγε τη ρεαλιστική θεματογραφία και απόδοση, με κάποιες τάσεις ρομαντισμού – εγκαινιάζοντας μια σειρά έργων όπως ο Ξυλοθραύστης, που θεωρείται το αριστούργημά του, Το παιδί με κουμπαρά, ο Μικρός ψαράς κ.ά.

Δημήτριος Φιλιππότης, Ο ξυλοθραύστης

Ο Γεώργιος Βιτάλης (1838-1901) γεννήθηκε στο άλλο καλλιτεχνικό χωριό  της Τήνου, τα Υστέρνια, από πατέρα οικοδόμο, εμπειροτέχνη αρχιτέκτονα. Μετά την αποφοίτησή του από το τετρατάξιο γυμνάσιο, θα ακολουθήσει τον πατέρα του στη Σμύρνη για να τον βοηθήσει στις οικοδομικές του εργασίες. Όμως θα φύγει κρυφά για την Αθήνα, όπου θα εργαστεί στο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής των θείων του, ενώ παράλληλα φοιτά στο Πολυτεχνείο, για να συνεχίσει τις σπουδές του (1865-1871) στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1871 επιστρέφει στη Σύρο, όπου ιδρύει εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής, κοσμώντας την Ερμούπολη με πολυάριθμα γλυπτά, ανδριάντες και προτομές.[3].

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) θεωρείται ο σημαντικότερος Έλληνας γλύπτης, με διαστάσεις που υπερακοντίζουν τον ελληνικό ορίζοντα, και αποτελεί το σπάνιο παράδειγμα ενός καλλιτέχνη που θα πραγματοποιήσει ο ίδιος το άλμα από τη Σχολή του Μονάχου στη νέα τέχνη του 20ού αιώνα και θα συναντήσει τον Παρθένη και τον Κόντογλου.

Ο Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου –όπως και ο Λύτρας– όπου  ο πατέρας του είχε μια σημαντική επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής. Κατά την περίοδο 1869-1872 φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών ενώ, από το 1872 έως το 1875, φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1875, μέχρι το 1878, δημιούργησε πολλά έργα, ανάμεσά τους και τρία από τα σημαντικότερα της πρώτης δημιουργικής του περιόδου: τον Σάτυρο που παίζει με τον έρωτα (1877), την περιλάλητη Κοιμωμένη (1878), στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, και το Κεφάλι σατύρου (1878).

Χαλεπάς, Σάτυρος που παίζει με τον έρωτα

Από το 1878 εμφανίζει μια επιδεινούμενη ψυχική ασθένεια και από το 1888 έως το 1902 θα παραμείνει κλεισμένος στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, θα ζήσει στην Τήνο υπό την επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πιθανότατα κατέστρεφε τα έργα του. Μόνο μετά το 1918 και τον θάνατό της (1916) άρχισε και πάλι να εργάζεται στο νησί του. Το ύφος του έχει μεταβληθεί ριζικά: επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και δεν τον ενδιαφέρει η λεπτομερής επεξεργασία[4]. Ο καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Θωμάς Θωμόπουλος που τον επισκέφτηκε το 1923 στην Τήνο, με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, περιγράφει μια συνάντηση, που θα αποδειχτεί καθοριστική για την επανεμφάνιση του Γιαννούλη: «Εκεί στο χωριό του, τον Πύργο… τον βρίσκω μέσα σ’ ένα υπόγειο, σκυμμένο στο σκοτάδι, σαν αλχημιστή, έναν Φάουστ απάνω στα δημιουργήματα της φαντασίας του», ενώ, στην επιστολή του προς τη διεύθυνση της ΣΚΤ, ο Θωμόπουλος σημειώνει: «Φρονώ αδιστάκτως ότι το δαιμόνιον του Τεχνίτου τον οδήγησεν εις την δημιουργίαν αγνής αρχαϊκής τέχνης αντιθέτου όλως προς την γνωστήν αυτού κλασσικήν τεχνοτροπίαν»[5].

 Σαν να τρέχει να προλάβει τον χαμένο χρόνο 40 ολόκληρων χρόνων (1878-1918), κατασκευάζει πυρετωδώς προπλάσματα από πηλό και δουλεύει ταυτόχρονα σε περισσότερες συνθέσεις, αποσπώντας κάποτε πηλό, που δύσκολα έβρισκε, από το ένα έργο για να συμπληρώσει το άλλο. Τα έργα του είναι εμπνευσμένα κατ’ εξοχήν από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, ενώ επιχειρεί μια σύνθεση ορθοδοξίας και αρχαίας Ελλάδας, καθώς υποστήριζε ότι πρόθεσή του ήταν να αποδείξει τους δεσμούς της παλαιάς θρησκείας με την καινούργια.

Στις 24 Αυγούστου 1930, η ανιψιά του Ειρήνη τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του. Ως το τέλος εργαζόταν εντατικά, ελάμβανε παραγγελίες, ενώ προκάλεσε το ενδιαφέρον των καλλιτεχνικών και πνευματικών κύκλων. Το 1935 παρουσίασε την Αναπαυομένη που είχε δημιουργήσει το 1931, σε αντίστιξη με την Κοιμωμένη της πρώτης του περιόδου.

Συνοψίζει ο Γιάννης Μπόλης:

«Η πρώτη περίοδος του Γιαννούλη Χαλεπά που χρονολογείται στη δεκαετία του 1870 είναι σύντομη… Θα ακολουθήσουν σαράντα χρόνια μιας ζωής χαμένης. Θα περιπλανηθεί στους δρόμους της τρέλας, θα γνωρίσει τα σκοτάδια του εγκλεισμού και της απομόνωσης… θα βυθιστεί στη σιωπή, τη μοναξιά και την «ανυπαρξία», για να αναδυθεί ξανά, να παρουσιάσει την αλήθεια του «γυμνή». Απελευθερωμένος πλέον από σχολές και κινήματα, οι νέες δημιουργίες του σ’ ένα ύφος ιδιαίτερο, προσωπικό και αταξινόμητο, συναντούν πρωτοποριακές αναζητήσεις της εποχής του, ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των οπαδών των νεωτερικών καλλιτεχνικών τάσεων στα χρόνια του Μεσοπολέμου και σηματοδοτούν τη ρήξη με το παρελθόν και τη μετάβαση προς έναν ελληνικό μοντερνισμό»[6].

Ο Λάζαρος Σώχος (1862–1911), γεννημένος επίσης στα Υστέρνια, έζησε σε μικρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν στο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής του θείου του. Έφηβος φοιτά στο Σχολείο των Τεχνών και το 1881 γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών των Παρισίων, όπου θα εγκατασταθεί για αρκετά χρόνια – το 1897 θα επιστρέψει στην Ελλάδα για να πολεμήσει με σώμα εθελοντών στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το 1900, στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων, θα λάβει το χρυσό βραβείο για τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, και, δύο χρόνια μετά, το έργο θα χυθεί σε ορείχαλκο σε δύο σώματα, το ένα εκ των οποίων βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου, ενώ το άλλο έξω από την Παλαιά Βουλή, στην  Αθήνα. Το 1901, ύστερα από πρόσκληση της Αρχαιολογικής Εταιρείας, θα αναλάβει τη συγκόλληση γλυπτών στην Ολυμπία, ενώ το 1902 θα του ανατεθεί η αναστήλωση του Λέοντα της Xαιρώνειας.

Αλλά και επιγενέστεροι καλλιτέχνες, όπως ο Λάζαρος Λαμέρας (1923-1984), επίσης από τα Υστέρνια της Τήνου, είχε πατέρα μαρμαρογλύπτη. καταγωγή από την Τήνο είχε και ο ζωγράφος Ιωάννης Γαΐτης (1923-1984). Και βέβαια δεν αναφέρουμε δεκάδες άλλους, λιγότερο γνωστούς, καλλιτέχνες και εκατοντάδες μαρμαρογλύπτες και ξυλογλύπτες που κάνουν την Τήνο κυριολεκτικά νησί των καλλιτεχνών και των γλυπτών.

Πρόκειται για μια μοναδική συνέχεια ανάμεσα στη λαϊκή μαρμαρογλυπτική και ξυλογλυπτική και την έντεχνη γλυπτική –δευτερευόντως και τη ζωγραφική (Γύζης-Λύτρας-Γαΐτης)–, συνέχεια που θα συναντήσουμε σπανιότερα στη ζωγραφική, εκτός από περιπτώσεις όπως ο Κόντογλου ή ο Παπαλουκάς, που θα μαθητεύσουν δίπλα σε αγιογράφους. Και εάν η μετάβαση από τη λαϊκή μαρμαρογλυπτική στη λόγια θα διαμεσολαβηθεί από τον ακαδημαϊσμό των Σχολών, η συνέχεια εντούτοις θα εκφραστεί με συνταρακτικό τρόπο στον Χαλεπά, ιδιαίτερα στα θρησκευτικά του γλυπτά της δεύτερης περιόδου.

Ο Αντώνιος Σώχος και ο Μιχάλης Τόμπρος – η γενιά του ’30 στη γλυπτική

Ανιψιός του Λάζαρου Σώχου, ο Αντώνιος Σώχος (1888-1975) είναι ο τρίτος γλύπτης που γεννήθηκε στο ίδιο χωριό της Τήνου, τα Υστέρνια, το 1888. Ο  προπάππος, ο παππούς και ο πατέρας του ήταν μαρμαράδες και το πρώτο του παιχνίδι ήταν το καλέμι του μαρμαρογλυφείου του πατέρα του. Μετά το γυμνάσιο, φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών και το 1919, με υποτροφία του ελληνικού κράτους, θα σπουδάσει στο Παρίσι, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ, επιστρέφοντας στην Αθήνα, θα  αναλάβει καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, το 1926.

Ο Αντώνιος Σώχος, που υπήρξε αντίπαλος του ακαδημαϊσμού, θα πραγματοποιήσει μια αντικλασικιστική στροφή στη γλυπτική του, στρεφόμενος στην αρχαϊκή τέχνη του 6ου και 7ου αιώνα π.Χ., καθώς και την ακόμα αρχαιότερη κυκλαδική τέχνη. Τελικώς, θα κατευθυνθεί προς τη λαϊκή παράδοση –όντας μυημένος ήδη στη μαρμαρογλυπτική της Τήνου– καθώς και στην τέχνη των ακρόπρωρων και τη λαϊκή ξυλογλυπτική. Ο Σώχος είναι ένας από τους πρώτους γλύπτες που θα συμπορευτούν ιδεολογικά με τους εικαστικούς της γενιάς του ’30 – προτιμήσεις που θα αποτυπώσει και στο βιβλίο του Η λαϊκή τέχνη στη Ντήνο[7]. χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή του στον Δ. Καλλονά, θα  υποστηρίξει πως «άρτιον είναι το έργον που έχει τη σφραγίδα ενός λαού και (εκφράζει) τις ψυχικές ανάγκες του»[8].

Αντώνιος Σώχος, Κεφάλι με φτερά

Ο Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974)[9] ήταν γιος του γεννημένου στο Κόρθι της Άνδρου, επίσης μαρμαροτεχνίτη, Θεόδωρου Τόμπρου. Ο πατέρας του θα ανοίξει δικό του εργαστήριο κατεργασίας μαρμάρων στα Πατήσια, ενώ στο διάστημα 1896 με 1900 θα εργαστεί στην επιμαρμάρωση του Σταδίου και μάλλον εκεί έδωσε και ο νεαρός Μιχάλης την πρώτη σφυριά. Δούλευε συστηματικά κοντά στον πατέρα του, κατασκευάζοντας μαρμάρινα τέμπλα, εικονοστάσια, μνημεία στην Κωνσταντινούπολη και στα μέγαρα των Αθηνών – άλλωστε το εργαστήριο του πατέρα του, όπως διηγείται ο ίδιος, «ήταν ασφυκτικά γεμάτο από γύψινα αντίτυπα γλυπτικών αριστουργημάτων»[10].

Τον Οκτώβριο τον 1903, σε ηλικία μόλις 14 χρόνων, εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών και, τον Ιούνιο του 1909, θα λάβει το πρώτο βραβείο στις διπλωματικές εξετάσεις. Αμέσως μετά, θα στρατευτεί και στους πολέμους 1912-1913, και θα τιμηθεί με δυο μετάλλια «μετά μαχών στα πρόσω»[11].

Το 1914 φτάνει για πρώτη φορά στη γαλλική πρωτεύουσα, αλλά θα επιστρέψει σύντομα στην Ελλάδα εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ το 1920 θα βρεθεί και πάλι στο Παρίσι, για να αντιγράψει και να χυτεύσει σε χαλκό τη Νίκη του Παιωνίου, κατ’ εντολήν του Βενιζέλου. Όμως, από το 1925 έως το 1928,θα εγκατασταθεί μονιμότερα στο Παρίσι. Τότε θα γνωρίσει τον Μπρακ και τον Πικάσο και θα σχετιστεί με τους ‘Έλληνες του Παρισιού, τον Κριστιάν Ζερβός, τον Στρατή Ελευθεριάδη (Τériade), τον Δημήτρη Γαλάνη, τον Γιάννη Κεφαλληνό, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γουναρόπουλο, τον Απάρτη, αλλά και τον Κώστα Ουράνη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιώργο Κατσίμπαλη. Πολλοί από αυτούς θα χρηματίσουν εξάλλου συνεργάτες στο καλλιτεχνικό περιοδικό 20ός Αιώνας, που θα εκδώσει στην Αθήνα το 1933-1934. Στα συνολικά έξι τεύχη του περιοδικού, περιλαμβάνονταν πρωτότυπα κείμενα από διακεκριμένους ‘Έλληνες και Γάλλους διανοούμενους, όπως ο Λε Κορμπυζιέ, ο Ζερβός,  o Φερνάν Λεζέ, o Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, αποτελώντας το ιδεολογικό όργανο των καλλιτεχνών της γενιάς του 30, πριν εκδοθεί το Τρίτο Μάτι[12].

«Ο Τόμπρος… ξεφεύγει από την “ανδριαντοποιίαˮ για να  γίνει ο πρώτος χρονικά στην Ελλάδα “γλύπτης” με την πλήρη σημασία της λέξης, ο πρώτος δημιουργός έργων που δεν προορίζονταν να απαθανατίσουν πρόσωπα αγαπητά ή ήρωες πεθαμένους και άγνωστους στρατιώτες»[13]. Σύμφωνα δε με τον Δημήτρη Παυλόπουλο, κατά την περίοδο 1929-1937, στο έργο του διακρίνεται ένας αρχαϊσμός, έκδηλος στην επιμονή για την ανθρώπινη μορφή απογυμνωμένη από κάθε περιττό στοιχείο, ενώ είναι περισσότερες και οι κυβιστικές αναφορές[14].

Τόμπρος Μιχάλης (1889 – 1974), Το φιλί, 1933, Μπρούντζος, 40 x 15 x 12 εκ.


[1] Στ. Λυδάκης, Η νεοελληνική γλυπτική: Ιστορία,τυπολογία, Μέλισσα, Αθήνα 2011, σσ. 14-20.

[2] «Όλα τα αγόρια της οικογένειας επί τέσσερις γενιές», εκτός από δύο εξαιρέσεις, «μυούνται από μικρά στα μυστικά της εμπειρικής μαρμαρογλυπτικής, ασκούν το πατρικό επάγγελμα… Και οι επόμενες γενιές όμως… δεν παύουν να εμπλουτίζουν την οικογενειακή παράδοση με εμπειρικούς μαρμαρογλύπτες, αλλά και καλλιτέχνες-γλύπτες». Ευθυμία Μαυρομιχάλη, «Ο γλύπτης Δημήτριος Φιλιππότης και η εποχή του», ΔΔ, ΑΠΘ, 1999, σ. 29.

[3] Βλ. Γιάννης Καιροφύλας, Γεώργιος Βιτάλης: Ο γλύπτης με τα μεγάλα οράματα, Φιλιππότης, Αθήνα1995. Τ. Γιαννουδάκη, «Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλ. Σούτζου», ό.π. σσ. 294-295.

[4] Σύμφωνα με τον Μαρίνο Καλλιγά, πρόκειται για προπλάσματα και όχι για τελειωμένα έργα, Μ. Καλλιγάς, Γιαννούλης Χαλεπάς: Η ζωή και το έργο του, ΕΜΤΕ, Αθήνα 1972, σσ. 22-23.

[5] Γιάννης Μπόλης, Γιαννούλης Χαλεπάς, Alter Ego, Αθήνα 2009, σ. 68. 

[6] Γ. Μπόλης, Γιαννούλης Χαλεπάς, ό.π., σ. 9.

[7] Αντώνιος Σώχος, Η λαϊκή τέχνη στη Ντήνο, Αθήνα 1961.        

[8] Δ. Καλλονάς, Σύγχρονοι έλληνες ζωγράφοι και γλύπτες, Αθήνα 1944, σ. 112. πρβλ. Στ. Λυδάκης, Η νεοελληνική γλυπτική, ό.π., σσ. 146-147.

[9] Κυρ. Κουτσομάλλης, Μιχάλης Τόμπρος,ΙΒΕΓ, Αθήνα 2006.

[10] Στέλιος Αρτεμάκης (συνέντευξη), «Μιχάλης Τόμπρος: 80 χρόνια ζωής και 60 χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας», εφ. Ελεύθερος Κόσμος, 25.11.1969, σ. 5. βλ. Δ. Παυλόπουλος,  «Ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974)», ΔΔ, 1996, σσ. 26-27.

[11] Δ. Παυλόπουλος, «Ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος», ό.π.,σσ. 26-27.       

[12] Βλ. Νίκος Zίας, «Tα περιοδικά των εικαστικών τεχνών (Δοκίμιο βιβλιογρα­φικής  έρευνας-Αθηναϊκός Τύπος 1900-1962)», Νέα Εστία, 845, 15 Σεπτεμβρίου 1962, σ. 1357.

[13] Αλ. Ξύδης, Προτάσεις για την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης,  ό.π., σ. 201.    

[14] Δ. Παυλόπουλος, «Ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος», ό.π., σ. 66.                          

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ