Αρχική » Λάκης Προγκίδης: “Υπό την παπαδιαμαντικήν δρυν”

Λάκης Προγκίδης: “Υπό την παπαδιαμαντικήν δρυν”

από Άρδην - Ρήξη

Του Σπύρου Κουτούλη από την Ρήξη φ. 144

Ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο ο Παπαδιαμάντης μας δίνει την λύση: «Η παράδοση δεν είναι κρησφύγετο. Είναι το βασίλειο της ελευθερίας μπροστά στη σκλαβιά της εξέλιξης, στην οποία υποκύπτουμε πια εθελούσια έως και μετά χαράς»…

Για όσους συγκινούνται από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, όσοι θεωρούν ότι το έργο του είναι ό,τι το πιο σημαντικό έχει γραφτεί στη γλώσσα μας, το δοκίμιο του Λάκη Προγκίδη μας παρέχει έναν δρόμο, έναν τρόπο για να κατανοήσουμε όχι μόνο την αισθητική αξία του, αλλά και τις σημασίες που έχει σήμερα. Δεν είναι το πρώτο δοκίμιο του Λάκη Προγκίδη με θέμα τον αγαπημένο Σκιαθίτη. Έχουν προηγηθεί άλλα, που όμως έχουν μια ευρύτερη σκόπευση, αφού αναφέρονται σε συγγραφείς όπως ο Βοκκάκιος και ο Ραμπελαί, παρότι ο Παπαδιαμάντης είναι μια σταθερή αναφορά του. Ο Προγκίδης είχε μια σκληρή και οδυνηρή εμπειρία, αφού νέος, συνελήφθη από τη δικτατορία ως μέλος του «Ρήγα Φεραίου». Στο Παρίσι που κατέφυγε, συμμετείχε στον κύκλο του Κ. Καστοριάδη και, κατά κάποιον τρόπο, υπήρξε μαθητής του.
Όμως οι εμπειρίες του με το έργο Α. Παπαδιαμάντη τον συνοδεύουν από μικρό. Ως πρόσκοπος του Βόλου, ένα καλοκαίρι στη Σκιάθο, σε ένα υποβλητικό περιβάλλον ακούει και διαβάζει τη βασιλική δρύ. Στη συνέχεια, στα δεσμωτήρια της δικτατορίας, θα ζητήσει να διαβάσει Α. Παπαδιαμάντη ένας συγκρατούμενος. Έτσι θα τον ξαναθυμηθεί. Θα διαβάσει το Καμίνι, τη Σταχομαζώχτρα, το Μυρολόγι της φώκιας και όλο το υπόλοιπο έργο. Το διάστημα εκείνο θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για πολλούς λόγους: «Βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν κόσμο ο οποίος, ενώ διατεινόταν ότι ήταν ο γνήσιος προστάτης της ελληνοχριστιανοσύνης, στην ουσία δεν ήταν παρά ο νεκροθάφτης της» (σελ. 62). Εκεί θα διαπιστώσει τον αμφίσημο χαρακτήρα της παράδοσής μας: «Την κοίταζα από τη μεριά της χούντας: πτώμα. Την κοίταζα από τη μεριά του κυρ Αλέξανδρου: άνθιζε, ευδοκιμούσε» (σελ. 129). Αλλά, και για να επιστρέψει στον θεωρητικό της λογοτεχνίας, συμπεραίνει: «Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι το μυθιστόρημα το «έφερε» στην Ελλάδα ο Παπαδιαμάντης’»(σελ. 134). Και θα συμπληρώσει παρακάτω: «Όταν αισθανθείς με τόση ενάργεια όση ο Λορεντζάτος το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του 20ού αιώνα, τότε ο Παπαδιαμάντης μετουσιώνεται σε υπέρλαμπρο φάρο, φιλόξενο λιμάνι, ακλόνητη ελπίδα» (σελ. 138). Ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο, ο Παπαδιαμάντης μας δίνει τη λύση: «Η παράδοση δεν είναι κρησφύγετο. Είναι το βασίλειο της ελευθερίας μπροστά στη σκλαβιά της εξέλιξης στην οποία υποκύπτουμε πια εθελούσια, έως και μετά χαράς» (σελ. 155). Ο Λ. Προγκίδης, με έναν τρόπο που θυμίζει κάποιες σκέψεις του Χάιντεγκερ, γράφει: «Ο σημερινός άνθρωπος κινδυνεύει από οντολογική αμνησία. Εν μέσω μιας αδιανόητης μέχρι την ψηφιακή εποχή μας πληθώρας γνώσεων και πληροφοριών σχετικά με το παρελθόν, ο άνθρωπος τείνει να χάσει τη μνήμη του εαυτού του. Δεν θυμάται πια ότι υπήρξε δημιουργός αξιών. Η πρόοδος είναι ο νεκροθάφτης της δημιουργίας. Γιατί δημιουργία ίσον συν-δημιουργία» (σελ. 184).
Το επόμενο βήμα του είναι να συνδεθεί ο ίδιος με αυτή την παράδοση: «Ο καθένας μας πάνω σε τούτη τη γη είναι γέννημα και θρέμμα ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Εγώ είμαι του ελληνικού. Είμαι ένα απειροελάχιστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ή του ελληνικού έθνους. Ή του ελληνικού λαού. Ή της ελληνικής οικουμένης. Ή της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης. Οι λέξεις δεν έχουν εδώ και τόση σημασία. Μπορώ να χρησιμοποιώ όποια θέλω ελεύθερα, προκειμένου να δηλώσω τη συλλογική ύπαρξη η οποία με υπερκαθορίζει. Κι ας βυσσοδομούν εκατέρωθεν εθνομηδενιστές και εθνοκάπηλοι. Κι ας εξανίστανται με την αφέλειά μου οι μεταμοντέρνοι πανεπιστημιακοί κομισάριοι, οι οποίοι βάφτισαν, τάχα μου δήθεν επί το επιστημονικότερον, την ανθρώπινη ιστορία «αφήγηση». Λες και η ιστορία βγαίνει από το κεφάλι μας και όχι το κεφάλι μας από την ιστορία» (σελ. 195).
Ο Λ. Προγκιδης θα ασχοληθεί με τη συνέχεια του ελληνισμού και θα καταλήξει: «Κατά κάποιον τρόπο είμαστε και παραμένουμε πάντα ο λαός που έκανε τον Όμηρο σχολείο του» (σελ. 252). Μάλιστα θα ισχυριστεί ότι ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός πετυχαίνουν μια καλή αλλοίωση, ακριβώς γιατί η σχέση ανάμεσά τους είναι αδελφική (σελ. 263). Ίσως το κορυφαίο επίτευγμα του Παπαδιαμάντη είναι πως στο έργο του «ενσαρκώνεται κατά τον πληρέστερο και πλέον θαυμαστό τρόπο ο ανθρωπολογικός πολιτισμικός τύπος γύρω από τον οποίο αρθρώθηκε και καρποφόρησε ο ελληνικός πολιτισμός, τόσο ο αρχαίος όσο και ελληνοχριστιανικός» (σελ. 321). Βεβαίως το μεγάλο στοίχημα που έχουμε να κερδίσουμε είναι η αναγνώριση της παγκοσμιότητας του Παπαδιαμάντη: «Αν δεν έχουμε πειστεί βαθιά μέσα μας ότι ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος για τον κάθε άνθρωπο του έρμου πλανήτη μας, τότε θα πάψει κάποτε να είναι μεγάλος και για τον τόπο μας» (σελ. 331). Πρόκειται για εγχείρημα φιλόδοξο, αλλά έχει όλες τις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ