του Κ. Χαραλαμπίδη
ΤΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ η πατρίδα μου
Το έβαλε στα πόδια
(είχε προηγηθεί των στρατιωτών της
η τακτική φυγή –ούτε για δείγμα
δεν έμεινε κανείς, πενήντα έστω
λεπροί αποφασισμένοι).
Και στρατοπέδευσε ο καταχτητής
Τριγύρω από την πόλη. Που να φανταστεί
Πως άθικτο του αφήκανε τραπέζι
(φύγανε όλοι, γάτοι και ποντίκια-
κανένας δε στοχάστηκε να δέσει
από το σπάγκο έστω κάτι επισφαλές).
Σε τρεις ημέρες μπήκε μέσα με προφύλαξη.
Εδώ σημειώνω την ιστορία του πολιτοφύλακα. Αντρέα, του παντοπώλη. Κι επειδή γειτόνευε με των γονιών μου το σπίτι, του τηλεφώνησα την τρίτη μέρα του περικυκλώματος. Δεν το περίμενα να σήκωνε κανένας το τηλέφωνο –στην τύχη δοκίμασα, γιατί όταν είσαι πια χαμένος, απελπισμένος, ελπίζεις από πουθενά. Το πήρε κι ούτε μου είπε το γνωστό «πήρατε λάθος αριθμό, εμείς δεν έχουμε τηλέφωνο». Αλλά «οι γονείς σου φύγαν με τους άλλους. Μείναμε λιγοστοί πολιτοφύλακες. Οι Τούρκοι δεν ξεμύτισαν, τι λέτε τώρα! Πηγαίνουμε στην Αγορά για τα φθαρτά. Για μένα δηλαδή τα παίρνω. Που να τα πουλήσω;». Αυτό μπορεί το τηλεφώνημά μου να ήταν το τελευταίο που γίνηκε στην πόλη πριν να πατηθεί.
Της ιστορίας συνέχεια. Ο Αντρέας, όταν οι Τούρκοι μπήκαν για καλά, κατάφυγε στο σπίτι μιας κατάκοιτης γριάς, που δεν πρόλαβαν τα παιδιά της να την πάρουνε μαζί με τις αποσκευές τους. Δεν ξέρουμε αν αυτή συμβόλιζε την πόλη- ο χρόνος θα το δείξει. Και μη λυπάσαι, μάνα, της έλεγε ο Αντρέας. Τώρα έχεις εμένα για παιδί σου. Είμαι κι εγώ κυνηγημένος, αποφασισμένος να ζήσω κλέβοντας τα βράδια από το μαγαζί μου τρόφιμα και για τους δυο μας. Και να’ θελα να φύγω, πια δεν το μπορώ. Γύρω γύρω Τούρκοι μενεξέδες και στη μέση εγώ κι εσύ.
Πέρασαν μέρες και μεγάλες νύχτες. Οι Τούρκοι ψάχνοντας ζύγωσαν τη γριά. Ο Αντρέας κρυμμένος βγήκε στη στεριά, δεινοπαθώντας χάθηκε μες στο σκοτάδι, πίσω του σέρνοντας γαβγίσματα και μπαταριές. Χάρη στα γένια του που σμίγανε με το χορτάρι, τα χέρια του που μοιάζαν με ξερόκλαρα, μπόρεσε και ξεγλίστρησε από μια γωνιά. Φτάνει στο πρώτο ύψωμα των Πανελλήνων, ρωτάει, μαθαίνει, τρέχει, βρίσκει τη γυναίκα του σ’ ένα προσφυγικό καταυλισμό. Μπαίνει μες στη σκηνή, τη βλέπει να κοιμάται. Ξαπλώνει πλάι της ο σκοτωμένος από εξάντληση. Τρεις κόρες του, τρεις μοίρες σ’ ύπνο βυθισμένες. Κάποια στιγμή απ’ όνειρο κακό η γυναίκα του πετιέται. Βλέπει τον ξένο δίπλα της, ουρλιάζει. Ποιος είναι αυτός που θέλησε ν’ ατιμάσει; Παίρνει σανίδα τον χτυπά, οι κόρες ξεσηκώνονται. Μαζεύεται σκόνη πολλή, λαός και παιδομάνι. Εκείνος γονατίζει. Είμαι ο άντρας σου. Είμαι ο Αντρέας της οδού Ιλαρίωνος. Επάγγελμα μπακάλης, όχι, δεν απόθανα. Εκείνη τον φιλά και τον σκεπάζει. Δάκρυα βροχή στα γένια τα φρυγμένα. Οι θυγατέρες του τον θυμιατίζουν. Παιδιά πετάνε ροδοπέταλα και ρύζι. Παπάς εκεί τους ψέλνει «ους ο Θεός…»
Τέλος της ιστορίας κι επαναφορά
Στη δεύτερη και θλιβερή φορά: Πατρίς εν εξορία
Ψηφίζει εκείνους που τη δέσαν στη σκλαβιά.
Η Μνήμη δεν έχει παιδιά, είναι γυναίκα στείρα.
Της αρετής ο άντρας, της τέχνης εραστής
Μονάχα αυτά που βλέπει συλλογάται.
Ανοίγοντας παρένθεση λέμε και τούτο: Ξέρουμε, που θα πάμε πίσω, αυτά θα χρησιμέψουν σαν παλιός ρυθμός,. Κάποιος θα πρέπει να τα πει. Ένας μεγάλος ευεργέτης-δωρητής θα πρέπει να τα περισώσει. Πάνω σ’ αυτά θα στηριχτούμε αργότερα να φτιάξουμε ιστορία. Ότι απ’ εδώ θα ξεκινήσει το καινούργιο. Τότε θ’ ανεγερθεί κι ένα μνημείο σ’ όσα χαμένα διατρέχουν την πεδιάδα. Μνημείο συμπαγές από χαλκό κι από τσιμέντο – να στολίζει αυτή την πόλη.
Μάης 1981.