Η εκατόμβη στο Μπαγκλαντές και τα άπλυτα των πολυεθνικών ρουχισμού
Του Βιτζέι Πρασάντ από τη Ρήξη φ. 93
Την Τετάρτη 24 Απριλίου, μια μέρα αφότου οι αρχές είχαν ζητήσει από τους ιδιοκτήτες του να εκκενώσουν το εργοστάσιο υφαντουργίας το οποίο απασχολούσε σχεδόν τρεις χιλιάδες εργάτες, το κτήριο κατέρρευσε. Το κτήριο Ράνα Πλάζα, που βρισκόταν στο προάστιο της Ντάκας, Σαβάρ, παρήγαγε ρούχα για τη βιομηχανία ένδυσης που εκτείνεται από τα βαμβακοχώραφα της Νοτίου Ασίας και, μέσω των εργατών του Μπαγκλαντές και των γαζωτικών μηχανών τους, φτάνει στα καταστήματα της Δύσης. Εδώ ράβονταν ρούχα για διάφορες ακριβές φίρμες, όπως και ρούχα που προορίζονταν για τα σατανικά ράφια των Γουόλ Μαρτ. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, τα σωστικά συνεργεία έχουν διασώσει δύο χιλιάδες ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι πάνω από 300 είναι νεκροί, με προοπτική ο αριθμός τους να αυξηθεί κι άλλο. Αξίζει να αναφερθεί πως ο αριθμός των νεκρών στη φωτιά του εργοστασίου υποκαμίσων Τράιανγκλ, στη Νέα Υόρκη το 1911, ήταν 146. Αυτό σημαίνει ότι, ήδη, ο αριθμός των νεκρών στο Μπαγκλαντές είναι διπλάσιος απ’ αυτόν της Νέας Υόρκης. Ας σημειωθεί ότι το νέο «ατύχημα» συνέβη μόλις 5 μήνες μετά την πυρκαγιά στο υφαντουργείο του Μπαγκλαντές Ταζρίν, στις 25/11/2012, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 120 εργάτες.
τα χαλάσματα του κτηρίου Ράνα Πλάζα που έχασαν τη ζωή τους πάνω από 300 εργάτες
Η λίστα ατυχημάτων στο Μπαγκλαντές είναι μεγάλη και γεμάτη πόνο. Τον Απρίλιο του 2005 κατέρρευσε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας στο Σαβάρ, οδηγώντας στο θάνατο 75 ανθρώπους. Το Φεβρουάριο του 2006 άλλο ένα εργοστάσιο κατέρρευσε στην Ντάκα, σκοτώνοντας 18 εργάτες. Τον Ιούνιο του 2010 κατέρρευσε ένα ακόμη κτήριο, στο οποίο στεγαζόταν εργαστήριο ραφής ενδυμάτων, με αποτέλεσμα 25 νεκρούς.
Αυτά είναι τα «εργοστάσια» της παγκοσμιοποίησης του 21ου αιώνα. Κακοφτιαγμένα κτήρια, για μια παραγωγική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από πολύωρες εργάσιμες ημέρες, γαζωτικές μηχανές τρίτης τάξεως και εργαζόμενους οι ζωές των οποίων είναι έρμαια των επιταγών των προθεσμιών παράδοσης της παραγωγής. Γράφοντας για τις συνθήκες εργασίας των εργοστασίων στην Αγγλία τον 19ο αιώνα, ο Μαρξ σημείωνε ότι «στην τυφλή, ακόρεστή του όρεξη, στην πείνα του για επιπλέον εργασία, το κεφάλαιο δεν παραβαίνει μόνο τα ηθικά, αλλά και τα σωματικά όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται τον χρόνο για ανάπτυξη και υγιή συντήρηση του σώματος. Κλέβει τον χρόνο που απαιτείται για καθαρό αέρα και ήλιο… Το μόνο και αποκλειστικό του ενδιαφέρον είναι το μέγιστο της εργατικής ενέργειας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα στην εργάσιμη ημέρα. Ο σκοπός αυτός πετυχαίνεται με τη μείωση της διάρκειας ζωής των εργατών, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάποιος άπληστος αγρότης υπερεκμεταλλεύεται το έδαφος, στερώντας του τη γονιμότητά του» (Το Κεφάλαιο, κεφ. 10).
Τα εν λόγω εργοστάσια του Μπαγκλαντές αποτελούν μέρος ενός παγκοσμιοποιημένου τοπίου που προσομοιάζει με το τοπίο των εργοστασίων κατά μήκος των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού και μ’ αυτό της Αϊτής, της Σρι Λάνκας και άλλων χωρών που άνοιξαν τις πόρτες τους στο νέο καθεστώς μεταποίησης και εμπορίου της βιομηχανίας ένδυσης, από το 1990 και μετά. Διάφορα υποτελή καθεστώτα χωρών που είτε δεν είχαν την πατριωτική θέληση να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των πολιτών τους είτε δεν έδιναν δεκάρα για τη μακροπρόθεσμη εξασθένιση του κοινωνικού ιστού των χωρών τους, έσπευσαν να αγκαλιάσουν την παραγωγή ενδυμάτων. Όμως, οι πολυεθνικές εταιρείες ένδυσης δεν ενδιαφέρονταν πια για επενδύσεις σε εργοστάσια. Λειτουργούσαν, πλέον, μέσω υπεργολάβων, στους οποίους άφηναν ισχνά περιθώρια κέρδους κι έτσι τους ωθούσαν να λειτουργούν τα εργοστάσιά τους σαν φυλακές και τους εργαζομένους τους ως ημιφυλακισμένους. Ταυτόχρονα, το καθεστώς υπεργολαβίας επέτρεψε στις μεγάλες φίρμες να αρνούνται κάθε ευθύνη για το τι συνέβαινε στα μικρά εργοστάσια στα οποία ράβονταν τα ρούχα τους. Έτσι, οι πολυεθνικές είχαν τη δυνατότητα και να παράγουν τα προϊόντα τους με ελάχιστο κόστος, αλλά και να έχουν τη συνείδησή τους ήσυχη, καθώς ο ιδρώτας και το αίμα των εργατών δεν βάρυνε αυτές, αλλά τους υπεργολάβους στις τριτοκοσμικές χώρες. Το ίδιο καθεστώς επέτρεψε στους καταναλωτές της Δύσης να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες προϊόντων, συχνά με πλαστικό χρήμα και ολοένα μεγαλύτερα χρέη στις τράπεζες, χωρίς ιδιαίτερη έγνοια για τον τρόπο παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων. Επιπλέον, μπορεί να υπήρξαν κάποιες εκστρατείες εναντίον της τάδε ή της δείνα φίρμας, ως εκτόνωση του φιλελεύθερου αισθήματος μιας μερίδας δυτικών καταναλωτών, αλλά δεν υπήρξε συνολική εκτίμηση του τρόπου που η αλυσίδα παραγωγής προϊόντων τύπου Γουόλ Μαρτ καθιερώθηκε ως κανονική επιχειρηματική πρακτική στη Δύση και οι αντιδράσεις υπήρξαν περιορισμένες.
Σε αντίθεση με τους καταναλωτές στη Δύση, οι εργάτες στο Μπαγκλαντές αντέδρασαν δυναμικά. Τον Ιούνιο του 2012, χιλιάδες εργαζόμενοι στη βιομηχανική ζώνη Ασούλια, έξω από την Ντάκα, απαίτησαν υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Για μέρες οι εργαζόμενοι έκλεισαν πάνω από 300 εργοστάσια και διέκοψαν την κυκλοφορία στον οδικό άξονα Ντάκα-Ταγκάλι, στο Ναρασινγκαπούρ. Οι εργάτες πληρώνονται από 3000 τάκα (35$) ως 5500 τάκα (70$) το μήνα και απαίτησαν μηνιαίες αυξήσεις της τάξης των 1500 τάκα (19$) και 2000 τάκα (25$) αντίστοιχα. Η κυβέρνηση έστειλε τρεις χιλιάδες αστυνομικούς στην περιοχή για να επιβάλουν την τάξη και ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε, αόριστα, πως θα εξετάσει το αίτημα των εργαζομένων. Ορίστηκε και μια 3μελής επιτροπή για να εξετάσει το θέμα, αλλά τίποτε ουσιαστικό δεν βγήκε από την υπόθεση.
Έχοντας γνώση της ματαιότητας των διαπραγματεύσεων με μια κυβέρνηση πλήρως υποταγμένη στις λογικές των πολυεθνικών ένδυσης, στην Ντάκα ξέσπασαν βίαιες ταραχές, καθώς άρχισαν να καταφθάνουν νέα από την κατάρρευση του κτηρίου Ράνα Πλάζα. Οι εργάτες απέκλεισαν τη βιομηχανική περιοχή της Ντάκας, φτιάχνοντας οδοφράγματα και αναποδογυρίζοντας αυτοκίνητα. Ταυτόχρονα, η αναισθησία της Ένωσης Κατασκευαστών Ενδυμάτων του Μπαγκλαντές (BGMEA) ρίχνει λάδι στη φωτιά της αγανάκτησης των εργαζομένων. Μετά τις διαδηλώσεις του Ιούνη, ο πρόεδρος της Ένωσης Κατασκευαστών Ενδυμάτων, Σιαφιούλ Ισλάμ Μοχιουντίν, κατηγόρησε ευθέως τους απεργούς εργάτες για εμπλοκή τους σε «κάποιου είδους συνομωσία», και δήλωσε ότι «δεν υπάρχει λογική στην αύξηση των μισθών των εργατών στην ένδυση». Αυτή τη φορά, ο νέος πρόεδρος της BGMEA, Ατικούλ Ισλάμ, υποστήριξε πως το πρόβλημα δεν είναι οι θάνατοι των εργατών ή οι άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονται, αλλά η αποδιοργάνωση της παραγωγής και οι απεργίες. Αυτές οι απεργίες, συνέχισε, αποτελούν «ένα ακόμη χτύπημα κάτω από τη ζώνη στον τομέα της ένδυσης». Μετά τις παραπάνω δηλώσεις, δεν είναι παράξενο που οι απεργοί έχουν τόσο λίγη εμπιστοσύνη στους υπεργολάβους και την κυβέρνηση.
Κάθε προσπάθεια να μετριαστεί η εκμετάλλευση των εργαζομένων έχει προσκρούσει στην έντονη κυβερνητική αντίδραση, η οποία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και την ακραία μέθοδο της δολοφονίας για να «ειρηνεύσει» τις βιομηχανικές περιοχές. Επιπλέον, οτιδήποτε δίκαιο υπάρχει στην εργατική νομοθεσία του Μπαγκλαντές, ουσιαστικά χάνει την αξία του, καθώς υποσκάπτεται από την ελλειπή επιβολή του νόμου από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας της χώρας. Υπάρχουν μόνο 18 επιθεωρητές εργασίας, υπεύθυνοι για περίπου 100 χιλιάδες εργοστάσια στην περιοχή της Ντάκας, εκεί όπου βρίσκονται και τα περισσότερα εργοστάσια ένδυσης. Ακόμη κι αν καταγραφεί κάποια παράβαση, τα πρόστιμα είναι τόσο χαμηλά, που οι ιδιοκτήτες προτιμούν να τα πληρώσουν παρά να αλλάξουν κάτι στη λειτουργία τους. Κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία σωματείων από τους εργαζομένους αντιμετωπίζεται από την εργοδοσία με άγρια καταστολή και ματαιώνεται επί τόπου. Φαίνεται πως οι εργοδότες προτιμούν τα αναρχικά ξεσπάσματα βίας από τη σταθερή ενίσχυση του εργατικού συνδικαλισμού. Στην πραγματικότητα, οι ταραχές έκαναν την κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα Ειδικό Επιτελείο Αντιμετώπισης Κρίσεων και ένα Σώμα Βιομηχανικής Αστυνομίας, με αποστολή όχι να καταγράφουν τις παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά να κατασκοπεύουν τους οργανωτές των εργατικών κινητοποιήσεων. Το 2012, πράκτορες απήγαγαν τον Αμινούλ Ισλάμ, έναν από τους κύριους ακτιβιστές εργάτες του Κέντρου Εργατικής Αλληλεγγύης του Μπαγκλαντές. Το πτώμα του βρέθηκε μερικές μέρες αργότερα, με εμφανή τα σημάδια βασανισμού του.
Στο μεταξύ, στη Δύση η εμμονή στη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με τους πολέμους κατά της τρομοκρατίας και το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, εμποδίζει κάθε ειλικρινή ενδοσκόπηση για το μοντέλο ζωής που βασίζεται στον, στηριγμένο στο χρέος, άκρατο καταναλωτισμό, εις βάρος των εργαζομένων στο Μπαγκλαντές και αλλού. Αυτοί που πέθαναν στο κτήριο Ράνα αποτελούν τα θύματα όχι μόνο της παρανομίας των ντόπιων υπεργολάβων της βιομηχανίας ένδυσης, αλλά και της παγκοσμιοποίησης του 21ου αιώνα.