Ο κύβος ερρίφθη λοιπόν, και οι συνεχείς αναπηδήσεις του στην απρόβλεπτη σε ορμή και διάρκεια πορεία του, παρουσιάζουν κάθε φορά και διαφορετικό αριθμό, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την αγωνία των παικτών για το τελικό αποτέλεσμα στο οποίο ο καθένας έχει ποντάρει πάρα πολλά για να χάσει.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, δύο μήνες πριν, τον Οκτώβριο, όταν η Τουρκία άρχισε να απειλεί ακόμα και με πόλεμο την Συρία, απαιτώντας την εκδίωξη από το έδαφός της των βάσεων που διέθετε εκεί το ΡΚΚ και του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν προσωπικά. Αυτό που κανείς δεν αναρωτήθηκε, είναι γιατί η Τουρκία τη συγκεκριμένη στιγμή, προχώρησε σε μια τέτοια κίνηση, απειλώντας ακόμα και με πόλεμο. Η κατάσταση δεν ήταν δραματικά διαφορετική από αυτή που ήταν και πριν τρία χρόνια ακόμα. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι ούτε η ίδια τουρκική κυβέρνηση ήξερε και μάλιστα έδινε την εντύπωση ότι συρόταν στην όλη κατάσταση, αν κρίνει κανείς από τις αμήχανες απαντήσεις των υπουργών στις ερωτήσεις των τούρκων δημοσιογράφων που τους ρωτούσαν και οι ίδιοι απορημένοι για την χρονική επιλογή. Ακόμα πιο περίεργη είναι η ίδια η υπαναχώρηση της Συρίας. Καμία χώρα, αν δεν θέλει να δει το κύρος της διεθνώς καταρρακωμένο, δεν υπαναχωρεί σε τόσο απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα και χωρίς καμία διαμαρτυρία προς τη διεθνή κοινότητα, αποδεχόμενη το τελεσίγραφο άλλης χώρας που την έχει απειλήσει με εισβολή. «Τα νερά έπνιξαν τον Άπο», ήταν τίτλος άρθρου απογευματινής εφημερίδας, το οποίο συνηγορούσε στις αιτιάσεις που εμφανίστηκαν στις ελληνικές εφημερίδες ότι η Συρία ως αντάλλαγμα, υπέγραψε με την Τουρκία συμφωνία για τα νερά του Ευφράτη. Κάτι τέτοιο όμως στερείται βάσης. Μια τέτοια συμφωνία υπήρξε στο παρελθόν και καταπατήθηκε ή ερμηνευόταν κάθε φορά από τη Τουρκία κατά το δοκούν, για να χρησιμοποιήσουμε μια διπλωματικότερη έκφραση. Η Συρία εκδιώκοντας το ΡΚΚ από το έδαφός της θα έχανε και το τελευταίο της χαρτί πίεσης απέναντι στην Τουρκία, η οποία μπορεί να βρει κάλλιστα άλλες δικαιολογίες (π.χ., υποστήριξη της Συρίας προς τους Άραβες της Αλεξανδρέττας) για να αθετήσει και τη νέα συμφωνία (αν υποθέσουμε ότι αυτή έγινε).
Οι ανώνυμες (!) δηλώσεις, κατά τη διάρκεια της κρίσης, Αμερικανού αξιωματούχου προκαλούν κατάπληξη: «Η Τουρκία σε 24 ώρες μπορεί να βρίσκεται στην Δαμασκό». Χώρια ότι ένας τέτοιος πόλεμος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αποτελεί βόμβα μεγατόνων που μπορεί να εμπλέξει όλες τις δυνάμεις της περιοχής με απρόβλεπτες συνέπειες, η Αμερική ξέρει πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο, η εισβολή ξένου κράτους σε άλλο, θα αντιμετώπιζε τη γενική κατακραυγή της συνέλευσης του ΟΗΕ ενώ αυτομάτως, χώρες όπως η Ρωσία, ακόμα και η Γαλλία, φιλικά προσκείμενες προς την Συρία, θα μπορούσαν να ζητήσουν σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας και άμεση λήψη μέτρων (και στρατιωτικών ακόμα) κατά της Τουρκίας.
Οι αινιγματικές αυτές δηλώσεις αποκτούν το νόημά τους με την άφιξη του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν στην αιώνια πόλη. Οι πανηγυρισμοί της Τουρκίας γρήγορα μετατράπηκαν σε ανησυχία πρώτα και σε οργή έπειτα. Η άρνηση της ιταλικής κυβέρνησης να εκδιώξει τον Οτζαλάν, η έλευση χιλιάδων Κούρδων στην αιώνια πόλη και οι απεργίες πείνας σε ολόκληρη την Ευρώπη, ανέδειξαν αυτομάτως τον Αμπντουλλάχ Οτζαλάν ως τον φυσικό ηγέτη του κουρδικού λαού και ως τον μόνο φερέγγυο συνομιλητή σε πιθανές συνομιλίες για εξεύρεση λύσης στο κουρδικό, η διεθνοποίηση του οποίου μέσα από την καρδιά της Ευρώπης έκανε πολλούς Τούρκους αξιωματούχους να παρακαλούν να επιστρέψει ο Οτζαλάν στη Συρία.
Το κλειδί στην όλη υπόθεση είναι η πραγματική, και όχι φαινομενική όπως πολλοί πιστεύουν, αντίθεση του τουρκικού κεμαλικού κατεστημένου και της Αμερικής. Το σύνθημα το είχε δώσει ο Κλίντον εδώ και πολύ καιρό. Η κλιντονική παγκοσμιοποίηση της «νέας αριστεράς» άρχισε να σαρώνει σ’ όλη την Ευρώπη δημιουργώντας κλώνους όπως Μπλαιρ, Πρόντι, Ζοσπέν. Το τελευταίο προπύργιο που έπεσε ήταν η Γερμανία. Το διεθνοποιημένο κεφάλαιο δεν αναγνωρίζει έθνη και επειδή ακριβώς δεν αναγνωρίζει έθνη δεν αναγνωρίζει, απαλείφοντας τις, και τοπικές εθνικές συγκρούσεις καθώς αυτές δημιουργώντας εστίες έντασης αντιστέκονται στην κίνησή του. Ο Μπλαιρ ανέβηκε στην εξουσία υποσχόμενος σχετική αυτονομία Σκοτίας και Ουαλίας και πάνω απ’ όλα λύση στο Βορειο-ιρλανδικό, πράγματα τα οποία τήρησε. Ήταν αδύνατον για την Αμερική να δεχτεί μια Τουρκία, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή για τον 21ο αιώνα, με άλυτο το κουρδικό ζήτημα, τουλάχιστον όσον αφορά τα ζητήματα γλωσσικών και πολιτιστικών ελευθεριών. Τα Mac Donald’s που άνοιξαν στο Ντιγιαρμπακίρ πριν ένα-δύο χρόνια, λίγο ενδιαφέρονται αν οι πελάτες τους κάνουν τις παραγγελίες τους στα κουρδικά ή τα τουρκικά, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της επιχείρησης, κάτι βέβαια αδύνατο αν η πόλη και η γύρω περιοχή έχουν μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Η διάσταση αυτή εμφανίστηκε και στο εσωτερικό της Τουρκίας όπου η Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων (TUSIAD) με επανειλημμένες ανακοινώσεις της καλούσε για πολιτική επίλυση του «νοτιοανατολικού» ζητήματος και χορήγηση πολιτιστικών ελευθεριών στους Κούρδους. Ήταν φανερή πλέον η ρήξη της «φιλελεύθερης» και φιλοαμερικανικής μερίδας του τουρκικού κατεστημένου με τους «κρατικιστές» γραφειοκράτες κεμαλιστές.
Κάτι τέτοιο ισχύει και για το Νότιο Κουρδιστάν (Β. Ιράκ). Τα πετρέλαια της κουρδικής περιοχής δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για παραγνώριση των Κούρδων. Ο Ετζεβίτ, σε κατάσταση πανικού ύστερα από την συνάντηση των δύο Κούρδων ηγετών Μπαρζανί και Ταλαμπανί με την αμερικανίδα υπουργό εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, δήλωνε: «Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ την ίδρυση κουρδικού κράτους στο Ιράκ». Οι Αμερικανοί λοιπόν, είναι φανερό ότι επιδιώκουν πολιτική λύση στο κουρδικό, κάτι που έρχεται σε απευθείας σύγκρουση με το γερασμένο πλέον δεινόσαυρο του κεμαλικού καθεστώτος, μια λύση βέβαια που κάθε άλλο παρά έχει σχέση με τα όνειρα του κουρδικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ένα κουρδικό κρατικό μόρφωμα-αμερικανικό χαλιφάτο στο Β. Ιράκ και περιορισμένη πολιτιστική αυτονομία για τα ανατολικά της Τουρκίας, να το σχέδιο των Αμερικανών. Γι’ αυτό άλλωστε πολέμησαν και οι ίδιοι λυσσασμένα το ΡΚΚ, συνεπικουρώντας αμέριστα την Τουρκία στον αγώνα της αυτόν. Όταν το ΡΚΚ είχε πλέον αποδυναμωθεί στρατιωτικά τόσο, ώστε να μην μπορεί να προβεί σε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις, περιοριζόμενο ουσιαστικά σε κατάσταση άμυνας (επαναλαμβάνω: αποδυναμωθεί και σε καμία περίπτωση διαλυθεί, όπως γράφουν ακόμα και εδώ στην Ελλάδα βλακωδώς ορισμένοι – 20.000 αντάρτες στα βουνά κάθε άλλο παρά διάλυση είναι), ο δρόμος χώριζε πλέον για τις ΗΠΑ και την Τουρκία.
Το σκηνικό ετοιμάστηκε με πλήρη δεξιοτεχνία. Η Τουρκία, έχοντας την πλήρη στήριξη των Αμερικανών (αγνοώντας βέβαια τον τελικό σκοπό τους), άρχισε να πιέζει την Συρία να εκδιώξει τον Οτζαλάν. Οι Σύριοι, με άλλα ανταλλάγματα βέβαια από αυτά που γράφτηκαν στις εφημερίδες (κατά τη γνώμη του γράφοντος τα υψίπεδα του Γκολάν και η ειρηνευτική διαδικασία Ισραήλ-Συρίας πρόκειται σύντομα να επανέλθουν ξανά στο προσκήνιο από τους Αμερικάνους), υποχώρησαν. Ο Οτζαλάν μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι υπερδυνάμεων, σκέφτηκε και πήρε κατά τη γνώμη του την καλύτερη απόφαση για την συνέχιση του αγώνα του. Βασικά δεν του είχαν αφήσει και πολλές επιλογές. Η πρώτη, διαφυγή στο Κουρδιστάν ή σε μία «τριτοκοσμική» χώρα (Λιβύη, Αρμενία κ.λ.π.), κάτι που θα είχε νόημα αν το ΡΚΚ ήταν δυνατό στρατιωτικά τόσο ώστε να μπορεί να επιβάλει λύση με τη δύναμη των όπλων. Η δεύτερη, διαφυγή σε χώρες με «φιλικό» κλίμα, χώρες όπου ούτως ή άλλως είχε λάβει πρόσκληση από τα κοινοβούλιά τους, όπως η Ελλάδα και η Ρωσία, όπου θα είχε την άνεση να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του τόσο σε επίπεδο διπλωματικό όσο και στρατιωτικό. Η ελληνική κυβέρνηση, από ευθυνοφοβία βέβαια (για να χρησιμοποιήσουμε μια ήπια έκφραση) και όχι λόγω ιδιαίτερης ευφυίας, αρνήθηκε να του παραχωρήσει άσυλο, στέλνοντάς τον στην Ρωσία. Σε αντίθετη περίπτωση και το κουρδικό θα εκφυλιζόταν σε μια ελληνοτουρκική διαμάχη και ο Οτζαλάν θα βρισκόταν όμηρος μιας κυβέρνησης που σε καμία περίπτωση δεν θέλει να έρθει σε τροχιά σύγκρουσης με την γείτονα. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε βέβαια να του επιτρέψει να μείνει στην Ελλάδα και να αναλάβει πρωτοβουλία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για χορήγηση ασύλου και εξεύρεση πολιτικής λύσης, αλλά τουλάχιστον είχε την ειλικρίνεια να μην κοροϊδέψει τον Κούρδο ηγέτη και πάνω απ’ όλα τον εαυτό της. Ένα τηλεφώνημα του Κλίντον στον Πριμακόφ και η απειλή για σταμάτημα της οικονομικής βοήθειας ήταν αρκετά για να πάρει ύστερα από λίγες μέρες το αεροπλάνο ο Οτζαλάν για την Ιταλία, την ευρωπαϊκή χώρα με τη μεγαλύτερη πολιτική συμπάθεια προς το κουρδικό (η ανάμνηση των Ιταλών βουλευτών που ανέμιζαν σημαίες του ΡΚΚ στο ιταλικό Κοινοβούλιο, κατά την έλευση του Ντεμιρέλ εκεί, είναι σίγουρα μια από τις σκηνές τις έντονα χαραγμένες στη μνήμη του Τούρκου προέδρου).
«Αισθάνομαι σαν τον Άγιο Παύλο που έφτασε ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι στην Ρώμη», έγραψε σε επιστολή του ο Οτζαλάν προς τον Πάπα όταν βρισκόταν πια στην αιώνια πόλη, και δεν είχε άδικο. Ήταν ένα μακρύ ταξίδι απίστευτο σε δυσκολίες και όπου οι συνθήκες άλλαζαν από ώρα σε ώρα, με το οποίο και παρά τα παιχνίδια υπερδυνάμεων, μυστικών υπηρεσιών και κυβερνήσεων, ο Κούρδος ηγέτης πέτυχε τελικά αυτό που ήθελε: μετέτρεψε την στρατιωτική αδυναμία σε πολιτική νίκη. Το κουρδικό καταλαμβάνει πλέον τη θέση του στη διεθνή πολιτική σκηνή και οι προοπτικές πολιτικής επίλυσης του ζητήματος φαίνονται για πρώτη φορά στον ορίζοντα. Ανεξάρτητα από τι επεδίωκαν οι Αμερικανοί, ο Οτζαλάν κατάφερε τελικά να πετύχει το μέγιστο όφελος μέσα από την όλη κατάσταση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι αν δεν ήταν ο πραγματικά ηρωικός ένοπλος αγώνας των Κούρδων μαχητών του ΡΚΚ εδώ και 14 χρόνια στα βουνά του Κουρδιστάν, ένας αγώνας που ξύπνησε τον κουρδικό λαό από την λήθη και τον έφερε ξανά στο προσκήνιο αντί για τον τάφο της Ιστορίας, δεν θα συζητούσαμε καν για «πολιτική λύση» του ζητήματος και υποστήριξή της, προς ίδιον όφελος βέβαια, από την Ευρώπη και την Αμερική, γιατί απλούστατα δεν θα υφίστατο καν ζήτημα.
Χαρακτηριστική ως προς την κόντρα Τουρκίας-Αμερικής είναι η αντίδραση της τελευταίας μετά την άφιξη Οτζαλάν στην Ρώμη. «Σκληρό» ανακοινωθέν του State Department που να ζητάει την έκδοση του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν στην Τουρκία, εκδόθηκε ύστερα από αρκετές μέρες, όταν η Τουρκία γκρίνιαξε για την «χλιαρή» στάση της ως προς το ζήτημα, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι οι εφημερίδες Ουάσινγκτον Ποστ και Λος Άντζελες Τάιμς, φερέφωνα του αμερικανικού κατεστημένου, με άρθρα στην κύρια σελίδα τους ζήτησαν την μη έκδοση του καθώς και άμεση πολιτική επίλυση του κουρδικού. Στην Τουρκία, όταν κατάλαβαν τι είχε γίνει, τραβούσαν τα μαλλιά τους, αλλά ήταν πια αργά. Φανερά καταβεβλημένος, ο Ισμαήλ Τζεμ, ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών, την επομένη κιόλας από την άφιξη του Άπο στην Ρώμη, δήλωνε τα εξής σε συνέντευξη Τύπου προς τους Τούρκους δημοσιογράφους: «Δεν νομίζω ότι πρόκειται για σχέδιο, δηλ. ότι ξαφνικά κάποιοι πίεσαν τη Συρία να διώξει τον Οτζαλάν». Βγάλτε το «δεν» και θα καταλάβετε τι ακριβώς νόμιζε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αλλά δεν μπορούσε να το πει.
Το ζήτημα είναι τι θα γίνει από ’δω και πέρα. Η Ιταλία προφανώς δεν πρόκειται να εκδώσει τον Οτζαλάν στην Τουρκία κάτι που το κατέστησε σαφές ο ίδιος ο Ντ΄ Αλέμα, από την άλλη όμως εμφανίζεται απρόθυμη να του χορηγήσει και άσυλο. Η Γερμανία αρνήθηκε να ζητήσει την έκδοσή του καθώς δεν ήθελε να δει το έδαφός της να μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, με αντιπάλους το μισό εκατομμύριο Κούρδους και τα 2 εκατομμύρια Τούρκους που ζουν εκεί σήμερα. Οι τελευταίες εκτιμήσεις διίστανται για το αν η Ιταλία θα επιχειρήσει να «ξεφορτωθεί» τον «προβληματικό» επισκέπτή της σε μια «τριτοκοσμική» χώρα, τύπου Λιβύης ή Βόρειας Κορέας, κάτι που θα σημάνει και το πολιτικό «θάψιμο» του κουρδικού ή θα προσπαθήσει και σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες να συστήσει ένα «ειδικό» δικαστήριο στο οποίο θα παραπεμφθεί ο Οτζαλάν. Ο τελευταίος φαίνεται να προτιμά το δεύτερο και δεν έχει άδικο. Ένα τέτοιο δικαστήριο θα μπορούσε να γίνει το βήμα όπου θα ακουστούν τα εγκλήματα της Τουρκίας έναντι του κουρδικού λαού. Κανένα δικαστήριο στην Ευρώπη δεν μπορεί να καταδικάσει τον Οτζαλάν, όταν απέξω θα βρίσκονται χιλιάδες Κούρδοι απ’ όλη την Ευρώπη. Η κατηγορηματική απόρριψη από τουρκικής πλευράς ενός τέτοιου ενδεχόμενου, αποδεικνύει τους κινδύνους που εμπεριέχει γι’ αυτήν μια τέτοια προοπτική. Όσο για την Αμερική, ήδη από τις πρώτες μέρες, έδειξε να συμφωνεί, αν όχι να προωθεί μια τέτοια ιδέα. «Ο Οτζαλάν πρέπει να δικαστεί», ήταν αυτό που επαναλάμβανε ο Τζέιμς Ρούμπιν, εκπροσώπος του State Department. «Θα θέλαμε κάτι τέτοιο να γίνει στην Τουρκία», πρόσθετε, αλλά ουδείς είδε κάποιον αντιπρόσωπο της αμερικανικής κυβέρνησης να συναντιέται με τον Ιταλούς επισήμους ζητώντας τους κάτι τέτοιο.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι για παίκτες με γερά νεύρα. Από κάτω, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται σίγουρα η Τουρκία, και συγκεκριμένα το αρτηριοσκληρωτικό εκείνο τμήμα του καθεστώτος που επιμένει σε μια εθνικιστική πολιτική καταστολής και βίας των οιωνδήποτε πολιτιστικών ελευθεριών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης και το τεράστιο τμήμα του κρατικού μηχανισμού, από την αστυνομία και το στρατό μέχρι την κυβέρνηση, το οποίο έχει οργανωθεί με καθαρά μαφιόζικα πρότυπα και το οποίο δεν θέλει σε καμία περίπτωση να τελειώσει ο πόλεμος στο Κουρδιστάν, καθώς έχει εξαρτήσει από αυτόν την ίδια του την ύπαρξη και τα αμύθητα κέρδη του. Η Αμερική, τέλος, προωθεί για την περιοχή τη μόνη λύση που συμφέρει και τα κεφάλαιά της. Παροχή πολιτιστικών ελευθεριών με αντάλλαγμα την ομαλοποίηση της κατάστασης στην περιοχή και τη μετέπειτα άγρια οικονομική εκμετάλλευση των τεράστιων πλουτοπαραγωγικών πηγών που διαθέτει. Ο πρόεδρος του ΡΚΚ, σωστά διαβλέποντας την κατάσταση, είχε πει τα εξής πριν μερικά χρόνια: «Όταν πρόκειται να σε εκμεταλλευτούν δεν τους νοιάζει αν είσαι κόκκινο πρόβατο, πράσινο ή μπλε… Θα σου αφήσουν τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις, αλλά μέχρι εκεί». Το ζήτημα είναι το εξής: μπορεί να αναστρέψει ο Οτζαλάν τα σχέδια της Αμερικής προς το πραγματικό όφελος του κουρδικού λαού; Θα έχει την πλήρη υποστήριξη, της μαχόμενης στα βουνά του Κουρδιστάν, στρατιωτικής ηγεσίας στο περίπλοκο διπλωματικό παιχνίδι που πρόκειται να ακολουθήσει με τις όποιες παραχωρήσεις και συμβιβασμούς; Ένα είναι σίγουρο, ότι μαζί του αυτή τη στιγμή, ζει και αναπνέει ολόκληρος ο κουρδικός λαός.
Υ.Γ.: Όπως είναι γνωστό την Ιστορία την γράφουν οι ήρωες και οι γίγαντες. Την αναλύουν ή προσπαθούν να την αναλύσουν οι γραφιάδες. Αυτά.