του Γ. Καραμπελιά
H σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν αποτέλεσε προφανώς μια νίκη για το τουρκικό φασιστικό καθεστώς, για τους Αμερικανούς και τους Ισραηλινούς συμμάχους τους. Πρόκειται όμως για μια νίκη πύρρεια, η οποία είναι αμφίβολο αν θα λειτούργησει ακόμα και βραχυπρόθεσμα. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, θα επιτείνει τόσο τις αντιθέσεις ανάμεσα στους “συμμάχους” της επαίσχυντης επιχείρησης του Ναϊρόμπι όσο και θα επιταχύνει την διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης του κουρδικού λαού. Έτσι, αυτό που έμοιαζε έως τώρα ως το αδιέξοδο του κουρδικού εθνικού κινήματος, μεταβάλλεται σταδιακά και σε αδιέξοδο των ίδιων των αντιπάλων του κουρδικού λαού.
Το “αδιέξοδο” του κουρδικού κινήματος είναι συνέπεια της τριχοτόμησης του κουρδικού λαού ανάμεσα στα τρία ισχυρότερα και επεκτατικότερα κράτη της περιοχής, την Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ -για να μην αναφέρουμε αυτούς που ζουν στη Συρία και τις χώρες που προήλθαν από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης- μη μπορώντας έτσι να βρουν κανένα μόνιμο στήριγμα στον απελευθερωτικό τους αγώνα, ο οποίος είναι υποχρεωτικά τριχοτομημένος. Πράγματι, οι Κούρδοι του κάθε κράτους διεξήγαγαν μέχρι σήμερα μόνοι τους τον αγώνα στο δικό τους κράτος, όχι μόνο γιατί η φεουδαλική και πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας τους πολυδιασπούσε, όσο και -κυρίως- γιατί, αν προχωρούσαν σε ένα ενοποιημένο εθνικό κίνημα, θα αντιμετώπιζαν ταυτόχρονα και τους τρεις κυριάρχους τους.
Μια ιστορία εξεγέρσεων
Ο κουρδικός λαός εμφανίζεται στην ιστορία από πολύ παλιά, από τότε που τα ινδοευρωπαϊκά φύλα θα μεταναστεύσουν στην περιοχή και θα διαμορφωθεί η κουρδική γλώσσα -περίπου την ίδια περίοδο με την άφιξη στην Ελλάδα των ελληνικών φύλων. Η γλώσσα τους ανήκει στον ιρανικό κλάδο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Οι Κούρδοι, οι οποίοι ήταν περισσότερο γνωστοί ως Μήδοι, θα εξισλαμισθούν και μάλιστα, εξαιτίας του ανταγωνισμού με τους Ιρανούς, θα αποδεχθούν το σουνιτικό δόγμα και θα συνεργαστούν σε μια πρώτη περίοδο με τους Άραβες και τους Οθωμανούς. Ο μεγάλος ηγέτης του Ισλάμ, ο Σαλαδίνος, που νίκησε τους Σταυροφόρους, ήταν Κούρδος. Οι Οθωμανοί, για να προσεταιριστούν τους Κούρδους, θα παραχωρήσουν εκτεταμένη αυτονομία στα κουρδικά πριγκηπάτα, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Όμως, από τις αρχές του 19ου αιώνα και τις απαρχές “μεταρρύθμισης” της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ελευθερίες των Κούρδων σταδιακά καταργούνται κι ένα κύμα εξεγέρσεων απλώνεται σε όλο τον 19ο αιώνα.
Στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά, οι Κούρδοι φεουδάρχες συμμαχούν με τους Νεότουρκους και τον Κεμάλ ο οποίος τους υπόσχεται ότι το νέο κράτος θα είναι ένα “κράτος Κούρδων και Τούρκων”. Στην συμμαχία αυτή συμβάλλει και το γεγονός ότι η Κοινωνία των Εθνών παραχώρησε μεγάλο μέλος κουρδικών εδαφών στο υπό δημιουργία μεγάλο Αρμενικό κράτος. Όμως, μετά τον εξανδραποδισμό των χριστιανικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους και τον Κεμάλ, το νέο κράτος θα διακηρύξει πως “στην Τουρκία υπάρχουν μόνο Τούρκοι” και οι Κούρδοι τίθενται υπό διωγμόν. Αυτό το γεγονός θα προκαλέσει μια σειρά μεγάλων εξεγέρσεων που θα διαρκέσουν από το 1925 έως το 1938 και θα πνιγούν στο αίμα.
Μετά την καταστολή του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία, το κουρδικό κίνημα θα έχει ως επίκεντρο, μέχρι την δεκαετία του 1980, τους Κούρδους του Ιράκ και του Ιράν. Όμως ένα ακόμα βήμα έγινε με την εμφάνιση του ένοπλου αντάρτικου στο τουρκικό Κουρδιστάν, όπου ζει πάνω από το μισό του κουρδικού λαού. Σήμερα λοιπόν, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, υπάρχουν κουρδικά κινήματα και στις τρεις πλευρές των συνόρων. Πρόκειται για ένα στοιχείο τεράστιας σημασίας, που εν σπέρματι εμπεριέχει την δυνατότητα ενοποίησης του κουρδικού εθνικού κινήματος.
Σε ό,τι αφορά την τύχη των Κούρδων του Ιράκ, ενώ είναι γνωστό πως η Τουρκία εποφθαλμιά τα πετρέλαια του Κιρκούκ και της Μοσούλης, από την άλλη πλευρά φοβάται ιδιαίτερα μια πιθανή ενσωμάτωσή τους στο τουρκικό κράτος. Πρόκειται για ένα άλυτο δίλημμα για τις άρχουσες τάξεις της Τουρκίας: πώς να πάρουν τα πετρέλαια, σε περίπτωση διαμελισμού του Ιράκ, χωρίς ταυτόχρονα να ισχυροποιήσουν τους Κούρδους!
Ο αγώνας στοτουρκικό Κουρδιστάν
Είναι βέβαια προφανές πως η βασική αιτία για την αναφαινόμενη μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής στο Κουρδικό βρίσκεται στο γεγονός ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κούρδων της Τουρκίας έχει ριζώσει και γίνεται όλο και πιο απειλητικός για τα τουρκικά συμφέροντα.
Το τουρκικό κράτος είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει τους Κούρδους όλο και περισσότερο σαν έναν κατεχόμενο λαό που έχει φτάσει στα πρόθυρα της ανοικτής εξέγερσης. Γι’ αυτό και το τουρκικό κράτος εγκαινιάζει μια νέα πολιτική που, παράλληλα με την καταστολή και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, όπως οι εισβολές στο Ιράκ, θα μεταχειρίζεται και πολιτικά, οικονομικά και δημογραφικά όπλα για την αντιμετώπιση του κουρδικού κινήματος.
Η χρησιμοποίηση των εκτοπίσεων μεγάλης κλίμακας, έτσι ώστε να διασπαρούν οι Κούρδοι σε μια ευρύτερη περιοχή, η προώθηση των φραγμάτων στον Τίγρη και τον Ευφράτη, ώστε να δημιουργηθούν κοινωνικά στρώματα ευνοϊκά προς την τουρκική εξουσία, ιδιαίτερα στον αγροτικό πληθυσμό και, τέλος, η προσπάθεια προσεταιρισμού των Κούρδων σουνιτών μέσω των Ισλαμικών κομμάτων, αποτελούν στοιχεία της ίδιας στρατηγικής, παράλληλα με τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και την τακτική της καμμένης γης.
Πρόκειται όμως για μια στρατηγική που μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη μπορεί να έχει και που είναι δυνατό να μεταβληθεί σε μπούμερανγκ. Η στρατηγική της οικονομικής ανάπτυξης, ενισχύοντας τα μικροαστικά στρώματα στην ύπαιθρο και αποσυνθέτοντας τις φεουδαλικές σχέσεις και τις φυλές, μπορεί να αποτελέσει το έδαφος για την παραπέρα ενίσχυση της ενότητας των Κούρδων! Η διασπορά και η μετακίνηση πληθυσμών, όταν πρόκειται για πληθυσμούς μεγάλους, όπως ο κουρδικός, μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση της διαφοροποίησης από τους τουρκικούς πληθυσμούς, κλπ. κλπ. Όσο για τη χρησιμοποίηση του “ισλαμικού όπλου”, που χρησιμοποίησαν οι στρατηγοί στην δεκαετία του 1980, παρ’ όλο που φάνηκε να επιτυγχάνει (στις πόλεις του Κουρδιστάν το Κόμμα της Ευημερίας πήρε το υψηλότερο ποσοστό ψήφων), δημιούργησε νέες αντιθέσεις -που πρόσφατα αναδείχθηκαν- μεταξύ του κεμαλισμού και του ισλαμισμού. Και μπροστά στον κίνδυνο να μεταβληθεί το ισλαμικό κίνημα σε όχημα έκφρασης των Κούρδων, κατά ένα μεγάλο μέρος οδήγησε εν τέλει και στην καταστολή του ίδιου του ισλαμισμού!
Είναι πλέον εμφανές ότι δεν υπάρχει τρόπος εξαφάνισης ενός ολόκληρου λαού που διεκδικεί το δικαίωμα στην ύπαρξη και την ταυτότητά του. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει για το κεμαλικό κατεστημένο της Τουρκίας και η σύλληψη του Οτσαλάν θα επιταχύνει τις εξελίξεις.
Η γένεση ενός έθνους
Η “έξοδος” του Οτσαλάν στην Ευρώπη και η σύλληψή του, επιταχύνουν δραματικά την διαμόρφωση του Κουρδικού έθνους, τόσο με την διεθνοποίηση που προκάλεσε όσο και με την όξυνση της διαφοροποίησης Κούρδων και Τούρκων σε μοριακό και σε συλλογικό επίπεδο. Και δεν είναι μόνο οι διεθνείς κινητοποιήσεις των Κούρδων από το Σίδνεϋ έως την Οττάβα που καταδεικνύουν αυτήν την νέα συνειδητοποίηση, δεν είναι μόνο οι διαδηλώσεις των Κούρδων της Τουρκία, αλλά a contrario και οι εκφράσεις σωβινισμού των Τούρκων που διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα σε Κούρδους και Τούρκους, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. Γιατί, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέχρι πρόσφατα η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των Κούρδων της Τουρκίας δεν ήταν ούτε καθολική, ούτε ενιαία. Χιλιάδες αξιωματούχοι, ακόμα και υπουργοί είναι κουρδικής καταγωγής. Το κύμα λοιπόν της αντιπαράθεσης που προκάλεσε η υπόθεση Οτσαλάν επιτείνει την εθνική διαφοροποίηση.
Η σύλληψη του Οτσαλάν αποτελεί πραγματικό μπούμερανγκ για το τουρκικό κατεστημένο. Ακόμα και αν βραχυπρόθεσμα κατορθώσει να ελέγξει τις εξελίξεις -πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο- δεν θα βγει κερδισμένο από τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλει τον Οτσαλάν, τον οποίο μετέβαλε σε εθνικό ηγέτη όλων των Κούρδων.
Η διαφοροποίηση αμερικανικών, τουρκικών και ευρωπαϊκών επιδιώξεων
Πράγματι, ενώ η σύλληψη του Οτσαλάν πραγματοποιήθηκε με τις συντονισμένες ενέργειες Αμερικανών, Ισραηλινών και Τούρκων, τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα των Αμερικανών και των Τούρκων δεν συμβαδίζουν και τα δύο μέρη αποκλίνουν ως προς το νόημα και την χρησιμότητα αυτής της σύλληψης. Για τους Τούρκους, αυτή η σύλληψη θα σημάνει την “εξάλειψη” της κουρδικής υποθήκης,ενώ για τους Αμερικάνους την σταδιακή προώθηση των “δικών τους” πειθήνιων Κούρδων, κατ’ αρχήν στο Ιράκ- των Ταλαμπανί και Μπαρζανί- και αργότερα και στο Ιράν, αλλά προοπτικώς και στην ίδια την Τουρκία, με άμεσο στόχο την απόσπαση των πετρελαίων της Μοσούλης από το Ιράκ, και μεσο-μακροπρόθεσμα την χρησιμοποίηση του κουρδικού προβλήματος για τον έλεγχο των κυβερνήσεων της περιοχής. Κατά συνέπεια οι “ανεξέλεγκτοι” Οτσαλάν και PKK θα έπρεπε να εκλείψουν ώστε να μπορεί να προωθηθεί αυτό το σχέδιο και να μην αντιταχθεί επίμονα και η ίδια η Τουρκία. Ο Οτσαλάν αποτελεί το “δώρο” των Αμερικάνων στους Τούρκους ώστε να αποδεχθούν την δημιουργία ενός κουρδικού Μπατουστάν στο Ιράκ. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι εάν τελικώς οι δημιουργίες των Μπατουστάν θα μπορέσουν να εμποδίσουν την απελευθέρωση ενός λαού 35 εκατομμυρίων ή εάν το κουρδικό έθνος έχει ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα της συγκρότησής του και είναι θέμα χρόνου απλώς η μετατροπή των Μπατουστάν σε εθνικές εστίες. Στη δεύτερη περίπτωση η σύλληψη του Οτσαλάν θα αποτελέσει ένα μεγάλο σταθμό στην απελευθερωτική πορεία του κουρδικού έθνους, ως αφετηρία διεθνοποίησης, τουλάχιστον στα πλαίσια της Ευρώπης, του κουρδικού ζητήματος. Γιατί, βέβαια, ο αυξανόμενος αριθμός Κούρδων που ζουν στην Ευρώπη, η απαρχή γένεσης ενός κινήματος αλληλεγγύης προς τον κουρδικό λαό στη Δυτική Ευρώπη, καθώς και η επιταχυνόμενη ταύτιση τουρκικών και αμερικανικών συμφερόντων στην Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, δημιουργούν τους όρους για μια διαφοροποίηση ευρωπαϊκών και τουρκο-αμερικανικών συμφερόντων, δειλή και υπονομευόμενη από τους Εγγλέζους, αλλά πραγματική και προοπτικά εντονότερη.