Αρχική » το 4ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ

το 4ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ

από admin
Συγγραφέας: Γιώργος Ρακκάς
Άρδην τ. 59
Εδώ στην Ελλάδα, μετά την Ολυμπιάδα του 2004, έχουμε ένα πρόβλημα με τους απολογισμούς των διεθνών οργανώσεων που αναλαμβάνουμε. Τους αποφεύγουμε ως ο διάολος το λιβάνι. Είναι το κλασικό σύνδρομο του μεταπράτη που έχει επενδύσει υπερβολικά και αρνείται να κάνει ταμείο, μήπως δει τις προσδοκίες του να διαψεύδονται. Τούτο, λοιπόν, το σύνδρομο έχει γίνει εθνικόν σπορ. Έτσι, αν και η ομφαλοσκόπηση είναι ένα άλλο πανάρχαιον έθιμο της φυλής, τώρα τελευταία εμείς επιμένουμε να κοιτάμε τριγύρω του αφαλού, αρνούμενοι να κοιτάξουμε μέσα. Ίσως  γιατί ξέρουμε: το κενό είναι εκεί.
Σε μία άλλη εκδοχή, τα παραπάνω συνέβησαν και στην περίπτωση του 4ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ. Οι διοργανωτές μίλησαν: συμμετοχή ικανοποιητική, πολυάριθμες διεθνείς αντιπροσωπείες, εκατοντάδες συναντήσεις, μαζική πορεία. Θρίαμβος.
Είναι όντως έτσι; Στα πλαίσια της «εναλλακτικής λογικής» που διακατέχει το πνεύμα των κοινωνικών φόρουμ, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία εκδοχή των πραγμάτων πλησιέστερη στην πραγματικότητα.
Τα κύρια θέματα που θα μας απασχολήσουν είναι δύο. Αφ’ ενός, η κατεύθυνση που έχει πάρει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, και ο ρόλος του μέσα στο παγκόσμιο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Πιο συγκεκριμένα, το πώς αυτός ο δρόμος επηρέασε τη φετινή διοργάνωση. Αφ’ ετέρου, οι εκφραστές αυτού του κινήματος στην Ελλάδα και η σχέση τους με τη χώρα και τα προβλήματά της. Γιατί μας απασχολούν αυτά; Διότι θεωρούμε πως, σήμερα, αυτά στέκονται εμπόδιο στην «τοπικοποίηση της αντίστασης», δηλαδή στην ανάπτυξη των εναλλακτικών αντιπαγκοσμιοποιητικών δυνάμεων στον τόπο μας. Και όταν λέμε εναλλακτικές αντιπαγκοσμιοποιητικές δυνάμεις, εννοούμε εκείνες που επιθυμούν να ενισχύσουν «την κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» και που κινούνται πέραν των παραδοσιακών αγκυλώσεων της υπαρκτής αριστεράς και των παραδεδομένων αγκυλωτών οραμάτων της άκρας δεξιάς· από τη σκοπιά των αρχών της εθνικής χειραφέτησης, της κοινωνικής ισότητας, της οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ
Το Ε.Κ.Φ ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 2002 στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Έλκει, βέβαια, την καταγωγή του από τις διαδηλώσεις της Γένοβας, το καλοκαίρι του 2001. Φιλοδοξία του είναι να εκφράσει την ευρωπαϊκή εκδοχή του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Ήδη, από τη ληξιαρχική πράξη γένεσης του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, μία σημαντικά διαφορά φάνηκε να διακρίνει την ευρωπαϊκή πτέρυγα του κινήματος απ’ όλες τις υπόλοιπες. Στην Ευρώπη, το «παλιό», δηλαδή οι δυνάμεις της δημοκρατικής (ευρωκομμουνισμός) και της ριζοσπαστικής αριστεράς (τροτσκιστές, εργατιστές κ.λ.π.), που επιβίωσαν του «τέλους των ιδεολογιών», είχαν ιδιαίτερο βάρος στους κόλπους του κινήματος. Πλάι στην πολιτική ιδιαιτερότητα, και μάλιστα σε στενή σχέση μαζί της, υπήρχαν διαφορές τόσο στην κοινωνική όσο και στην πολιτισμική σύνθεση του ευρωπαϊκού κινήματος.
Όταν λέμε ευρωπαϊκό αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στη βάση του κινήματος, που είναι κατ’ εξοχήν νεολαιίστικη, και την οργανωμένη του έκφραση όπου μιλάμε κυρίως για ένα κίνημα των αριστερών, λευκών μεσοστρωμάτων, ή της «εργατικής αριστοκρατίας», υψηλού για τα παγκόσμια δεδομένα μορφωτικού επιπέδου, με ιδιαίτερη προσήλωση στις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ήδη, όμως, οι προσδιορισμοί που το χαρακτηρίζουν λένε πολλά. Μιλάμε για ένα κίνημα σε δυτικές, υπερκαταναλωτικές κοινωνίες. Κατ’ αρχάς, στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποίησης όπου η Δύση έχει μεταβάλει σε κάτεργο τον υπόλοιπο πλανήτη για την παραγωγή των φθηνών καταναλωτικών της προϊόντων, αυτό σημαίνει πολλά. Σημαίνει κατ’ αρχήν πως το «κοινωνικό-πολιτισμικό του Είναι» θέτει ισχυρά όρια στη συνείδησή του να κατανοήσει επαρκώς και να παλέψει ενάντια στον εχθρό: την ίδια την παγκοσμιοποίηση.
Τούτο φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από δύο θέσεις που κυριαρχούν στο Ευρωπαϊκό Κίνημα. Αφ’ ενός, πρόκειται για την περιώνυμη «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση» την οποία εγείρουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές οργανώσεις ως απάντηση στην «καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση». Αφ’ ετέρου, είναι η αδυναμία κατανόησης του μεταναστευτικού ζητήματος και της σημασίας του, τόσο για τις χώρες προέλευσης όσο και για τις χώρες υποδοχής.

Η εναλλακτική παγκοσμιοποίηση: άλλαξε ο Μανωλιός;
Η λογική της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης είναι απλή: «δεν είναι δυνατόν ένα προοδευτικό διεθνιστικό κίνημα να αρνείται την παγκοσμιοποίηση στη ρίζα της. Αντικειμενικά, το ξεπέρασμα των εθνικών συνόρων είναι θετικό. Αρνητικός είναι ο καπιταλισμός και η εκμετάλλευση. Γι’ αυτόν τον λόγο εναντιωνόμαστε στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση στο όνομα μίας άλλης, δίκαιης, οικολογικής, «σοσιαλιστικής» παγκοσμιοποίησης. Η «παγκοσμιοποίηση των λαών», επομένως, εναντίον της «παγκοσμιοποίησης των πολυεθνικών.» Και εδώ σταματάει για τους περισσότερους η αναζήτηση των εναλλακτικών λύσεων έναντι της παγκοσμιοποίησης.
Από εκεί και πέρα βασιλεύει η κενή συνθηματολογία, δηλαδή το χάος. Στα πιεστικά ερωτήματα για το ποιόν ενός εναλλακτικού οικονομικού και πολιτικού μοντέλου, ενός εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης και ενός εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης συνήθως απαντάει η σιωπή. Παρομοίως, κομμάτια του ευρωπαϊκού κινήματος που ασχολούνται κατ’ εξοχήν με αυτά τα ζητήματα, όπως αυτό που εκφράζει ο Ζοζέ Μποβέ και ο Σέρζ Λατούς στη Γαλλία, δεν καταλαμβάνουν μέσα στο Φόρουμ τον χώρο που αναλογεί στη βαρύτητα και τη σημασία των προτάσεων που έχουν επεξεργαστεί.
Εάν η κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης στηριζόταν σε ρητορικά τεχνάσματα, τότε αυτή η σοφιστεία θα ήταν η καλύτερη δυνατή απάντηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε ενάντιά της. Δυστυχώς, όμως, η παγκοσμιοποίηση είναι κάτι συγκεκριμένο. Αυτό που υπερβαίνει τα σύνορα είναι το διεθνές εμπόριο, η διεθνοποίηση της παραγωγής, η παγκοσμιοποίηση της ισχύος της αμερικανικής υπερδύναμης, η καθολική κυριαρχία των ομοιόμορφων καταναλωτικών προτύπων, η παγκόσμια δικτατορία του βουλιμικού μοντέλου ανάπτυξης κ.ο.κ. Το διεθνές εμπόριο σημαίνει άνισες ανταλλαγές, λαούς παραγωγούς και λαούς καταναλωτές. Η διεθνοποίηση της παραγωγής σημαίνει λαούς εργάτες και λαούς ιδιοκτήτες. Η παγκοσμιοποίηση της αμερικανικής ισχύος σημαίνει λαούς θύτες και λαούς θύματα. Η καθολική κυριαρχία των καταναλωτικών προτύπων εγκαθιδρύει τη νέα παγκόσμια θρησκεία του βασιλιά-προϊόντος που επιβάλλεται διαλύοντας κάθε έννοια διαφορετικότητας. Η πλανητική δικτατορία του βουλιμικού μοντέλου ανάπτυξης, πάλι, είναι η μόνη που παγκοσμιοποιεί. Αυτό που ξεπερνάει, όμως, τα σύνορα είναι το ρίσκο μίας ανεπανόρθωτης οικολογικής καταστροφής.
Είναι όντως λυπηρό, αλλά αυτά είναι τα υλικά με τα οποία έχει κατασκευαστεί το «παγκόσμιο χωριό» των ημερών μας. Υπ’ αυτήν την έννοια, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι αντικειμενικά θετικό. Κάθε άλλο, μάλιστα. Ισοδυναμεί με το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού πριν την οικολογική, την ανθρωπολογική και την κοινωνική κατάρρευση του πλανήτη. Γι’ αυτό το λόγο, η παγκοσμιοποίηση διεθνοποιεί, όχι τις δημιουργικές δυνάμεις της ανθρωπότητας αλλά την ανασφάλεια, τη φτώχεια, την κρίση, τους πολέμους, τα αδιέξοδα.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, επομένως, η έννοια της «καλής παγκοσμιοποίησης» εντάσσεται στην κατηγορία των σύντομων ανέκδοτων της νέας εποχής, όπως λέμε «ανθρωπιστικός πόλεμος», «νεοφιλελευθερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» ή «οικολογικός καπιταλισμός».
Πέρα όμως από τη φάρσα, η λογική της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» αφήνει τη δυνατότητα παρέμβασης στο εσωτερικό του κινήματος των ποικιλώνυμων ρεφορμιστικών τάσεων της ίδιας της παγκοσμιοποίησης. Εκείνων των Μ.Κ.Ο., των πολιτικών κομμάτων εξουσίας και των συνδικάτων που τα ακολουθούν που, για ποικίλους λόγους ταξικής σύνθεσης, ισχύος και προνομιακής συμμετοχής στο παρόν μοντέλο, προσπαθούν να μας πείσουν ότι η κρίση είναι «διαρθρωτική», ότι αφορά τις δευτερεύουσες πτυχές του συστήματος και όχι την παγκόσμια φύση των εξουσιαστικών πολιτικο-οικονομικών του μηχανισμών. Επάνω σ’ αυτό το ρητορικό τέχνασμα πατούν και οι ΜΚΟ που χρηματοδοτεί ο Σόρος αλλά και οι διάφορες «Κάριτας» για να συμμετέχουν στα Φόρουμ και να εξαπολύσουν τη δική τους προπαγάνδα που, ασφαλώς, αποτελεί την ιδεολογική έκφραση των γεωπολιτικών σχεδίων της Νέας Τάξης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως, η συνηγορία υπέρ μίας «άλλης παγκοσμιοποίησης» καταλήγει στο αντίθετό της – στη διάσωση ιδεολογημάτων και μηχανισμών που αποσκοπούν στην επιβίωση αυτής της παγκοσμιοποίησης με άλλο πρόσωπο.
Το μεταναστευτικό
Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι ίσως το πιο πολύπλοκο ζήτημα που θέτει η παγκοσμιοποίηση σε όλο τον πλανήτη. Ο βαθμός της δυσκολίας του, φαίνεται εξ άλλου από την επιφανειακότητα με την οποία το αντιμετωπίζουν όλες οι δυνάμεις του πολιτικού φάσματος: είναι τόσο δύσκολο που όλοι θέλουν να το ξορκίσουν με συνθήματα. Οι μεν λένε: «πετάξτε τους έξω», λες και πρόκειται για παράσιτα. Οι δε φωνάζουν: «ελευθερία στη μετακίνηση», δίχως ν’ αναλογίζονται αν η μετανάστευση, την οποία προκαλεί η παγκοσμιοποίηση με την καταλεηλάτηση των φτωχών χωρών:
Α) Σημαίνει πόνο και εξαθλίωση για τον πρόσφυγα και κατά συνέπεια είναι μία αποτρόπαια συνθήκη για τον οποιονδήποτε·
Β) Εκτονώνει τις κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό των χωρών προέλευσης έτσι ώστε να καθίσταται βιώσιμη η εκμετάλλευσή τους από τις δυτικές πολυεθνικές·
Γ) Χρησιμεύει για να συγκροτεί το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, το οποίο χρησιμοποιεί συστηματικά το μεγάλο κεφάλαιο προκειμένου να αλώσει τις κατακτήσεις των εργατών και να διαλύει τα εργατικά κινήματα·
Δ) Αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται οι δουλοκτητικές σχέσεις εκμετάλλευσης στον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου η κάστα των λογιών – λογιών μελαμψών «βαρβάρων» εργάζεται νυχθημερόν για την ευημερία των λευκών Ευρωπαίων καταναλωτών.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Δύση είναι απλό: Το μεγάλο κεφάλαιο εκμεταλλεύεται συστηματικά τους μετανάστες για λογαριασμό του, «κοινωνικοποιώντας» το κόστος αυτής της εκμετάλλευσης. Οι ελίτ πραγματοποιούν υπερκέρδη πάνω στη μαύρη εργασία των μεταναστών και τα κατώτερα στρώματα πληρώνουν έμμεσα αντιμετωπίζοντας την πτώση των μισθών και τις συνέπειες από τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής (εγκληματικότητα, γκέτο και ανασφάλεια).
Το αίτημα της «ελευθερίας της μετακίνησης» σε αυτές τις συνθήκες καταντά να σημαίνει απελευθέρωση της δουλοκτησίας, ενώ, συν τοις άλλοις, αφήνει προνομιακό χώρο στην άκρα δεξιά να παρεμβαίνει στα κατώτερα λαϊκά στρώματα εξαπλώνοντας τα ξενοφοβικά της αιτήματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αριστερά χάνει κάθε λαϊκό έρεισμα και αναδύεται η λαϊκή άκρα δεξιά, ενώ προσφέρεται ανέλπιστα στο μεγάλο κεφάλαιο και ένα άλλοθι για να προωθήσει περαιτέρω αυτόν τον μηχανισμό.
Το ευρωπαϊκό κίνημα επιμένει, δυστυχώς, στη λογική της ελευθερίας της μετακίνησης – αντί να επικεντρώνει στην ισότιμη ένταξη των υπαρχόντων μεταναστών αλλά ταυτόχρονα στην ανάπτυξη των χωρών προέλευσής τους, όπως τονίζει και ο Νόαμ Τσόμσκυ. Τα επιχειρήματα αυτού του κινήματος, πέρα από έναν αφηρημένο ανθρωπισμό, δυστυχώς αδυνατούν να ξεφύγουν από το μεταίχμιο αυτής της δουλοκτητικής λογικής. Γι’ αυτό υποστηρίζουν πως, λογουχάρη, οι μετανάστες είναι «χρήσιμοι» γιατί «δουλεύουν περισσότερο», «συνεισφέρουν στο ασφαλιστικό», «επιλύουν το δημογραφικό» κ.ο.κ. Σ’ αυτά τα πλαίσια, βέβαια, ο αφηρημένος ανθρωπισμός καταντά φιλανθρωπία: θυμίζει εκείνο το σύνθημα του Μάη του ’68 που έλεγε «τα πρόβατα ξεσηκώθηκαν, διεκδικούν καλύτερες συνθήκες σφαγής», με τη διαφορά ότι, σ’ αυτή την εκδοχή, αυτοί που ξεσηκώνονται δεν είναι καν τα ίδια τα «πρόβατα»!
Η φιλανθρωπική φύση των αιτημάτων ξεδιπλώνεται ξεκάθαρα όταν το ίδιο το μεταναστευτικό ζήτημα εκφράζεται μέσω αιτημάτων πολιτιστικής αυτοδιάθεσης ή όταν εκδηλώνεται η αλληλεγγύη στα κινήματα αντίστασης της πατρίδας τους. Όταν, λογουχάρη, οι μουσουλμάνοι μετανάστες βάζουν ζήτημα μαντίλας ή εκφράζουν την υποστήριξή τους στην ισλαμική αντίσταση στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη και αλλού, τότε η αμέριστη συμπαράσταση δίνει τη θέση της σε μια σιωπηρή αποστροφή ή –στη χειρότερη περίπτωση– σε ευρωκεντρικές καταγγελίες για την περιφρόνηση της «κοσμικότητας» και των «καθολικών δυτικών αξιών».
Το αποτέλεσμα της επίδρασης αυτών των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ ξεδιπλώνεται στις ανακοινώσεις των περίφημων «συνελεύσεων των κινημάτων», της μαζικής διαδικασίας που κλείνει τις εργασίες κάθε συνάντησης του Φόρουμ.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ας δούμε πως «είδε» η φετινή συνέλευση τον λυσσαλέο πόλεμο που έχουν εξαπολύσει οι Η.Π.Α. έναντι του αραβικού κόσμου: «Συντηρητικές δυνάμεις, σε Βορρά και Νότο, ενθαρρύνουν τον «πόλεμο των πολιτισμών» που στοχεύει στη διαίρεση των καταπιεσμένων λαών, που με τη σειρά της προκαλεί απαράδεκτη βία, βαρβαρότητα και επιπλέον επιθέσεις στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των μεταναστών και των μειονοτήτων». Αδιαμφισβήτητα, πρόκειται για μία –τουλάχιστον– μεσοβέζικη τοποθέτηση έναντι του αμερικανο-σιωνιστικού φασισμού ο οποίος, δια πυρός και σιδήρου, αγωνίζεται να επιβάλει τη θέλησή του στη Μέση Ανατολή, εξισώνοντας «συντηρητικές δυνάμεις σε Βορρά και Νότο».
Αν συγκρίνουμε τώρα αυτήν την ανακοίνωση με τις δηλώσεις του Ούγκο Τσάβες ή του Έβο Μοράλες γι’ αυτό το ζήτημα, θα βρεθούμε μπροστά στο εξής παράδοξο: ηγέτες και πρωθυπουργοί κατά τα άλλα «αστικών» κυβερνήσεων και καθεστώτων να εκδηλώνονται επί της ουσίας περισσότερο ριζοσπαστικά από διακηρύξεις συνελεύ­σεων που υποτίθεται ότι εκφράζουν «ριζοσπαστικά κινήματα βάσης»!
Εν τέλει δε, οι ουσιαστικότερες συναντήσεις στα πλαίσια του Φόρουμ της Αθήνας ήταν εκείνες όπου τέθηκαν ζητήματα που αφορούσαν στην Παλαιστίνη, το Ιράν, το Ιράκ κ.λπ. ή εθνικά ζητήματα όπως των Βάσκων –  ενώ απουσίαζαν, σχεδόν παντελώς, συζητήσεις για εναλλακτικές λύσεις στην παγκοσμιοποίηση.

Πόσο ελληνικό ήταν το Κοινωνικό Φόρουμ του Ελληνικού;  
Εξ αρχής, λοιπόν, βλέπουμε πως το ίδιο το κλίμα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ εμπόδιζε να εκφραστεί σε όλη του την έκταση το πνεύμα της διεθνούς αντίστασης που διατρέχει τη Λατινική Αμερική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Ας πάμε τώρα στο έτερο ζήτημα, αυτό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ελληνικών οργανώσεων που ανέλαβαν τη διοργάνωση.
Το ζήτημα που τίθεται είναι κλασικό και έχουμε επανέλθει χιλιάδες φορές μέσα από τις στήλες αυτού του περιοδικού. Είναι γνωστά τα χαρακτηριστικά του χώρου που λέγεται «Συνασπισμός», όπως γνωστή είναι και η αδυναμία ή η άρνηση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς να τα υπερβεί. Το σημαντικότερο από αυτά αφορά την εμμονή του σε έναν αφηρημένο κοσμοπολιτισμό ο οποίος, ανεξαρτήτως προθέσεων, καταλήγει να λειτουργεί όπως το ιδεολόγημα της «καλής παγκοσμιοποίησης».
Για τη συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του «αριστερού κοσμοπολιτισμού» στη χώρα μας, ο κοσμοπολιτισμός είναι ταυτόχρονα αίτημα και πραγματικότητα. Μιλάμε για κοινωνικές ομάδες οι οποίες, ήδη, σκέφτονται και ζουν κοσμοπολίτικα όντας σταθερά προσηλωμένες πολιτιστικά και πολιτικά στην Ευρώπη.
Εδώ είναι Μπαλκάνια, όμως, όπως έλεγε και ο ποιητής. Εδώ, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται μέσα από περίεργες ατραπούς. Όλες οι παράμετροι που προωθεί (σχέδιο Ανάν, πολυκερματισμός των Βαλκανίων κ.λ.π.) συγκλίνουν σε ένα σχέδιο που θέλει ολόκληρη τη Χερσόνησο του Αίμου να μεταβληθεί σε έναν αδιαμόρφωτο πολυπολιτισμικό χυλό, ο οποίος θα τελεί υπό αμερικανο-τουρκική ηγεμονία. Στα πλαίσια αυτού του σχεδίου, βλέπουν και τον εαυτό τους οι ελληνικές ελίτ, οι οποίες έχουν αποσυνδέσει τις τύχες τους από εκείνες του ελληνικού κράτους και ποντάρουν στη συνδιαχείριση αυτού του χυλού με τους Τούρκους στρατηγούς και επιχειρηματίες (λέγε με ελληνοτουρκική φιλία).
Σε αυτήν την πραγματικότητα, ο «αριστερός κοσμοπολιτισμός» είναι τουλάχιστον ανεδαφικός. Η λιγότερο αρνητική συνέπεια που επιφέρει είναι η απουσία εντοπιότητας των πολιτικών δυνάμεων που τον υιοθετούν. Η χειρότερη είναι η ακούσια ή εκούσια σύμπλευση με τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Δυστυχώς, σ’ αυτό το Φόρουμ εκδηλώθηκε –μεταξύ άλλων– όλη γκάμα των αρνητικών συνεπειών: η απουσία της εντοπιότητας των δυνάμεων έθεσε για άλλη μια φορά το ζήτημα των σχέσεων του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ με την ελληνική κοινωνία και τα προβλήματά της· ταυτόχρονα, στα σεμινάρια εκείνα που αφορούσαν τα ελληνοτουρκικά και τα Βαλκάνια, αίσθηση έκανε η παρουσία διανοουμένων που συνεργάζονται πλέον ανοικτά με Μ.Κ.Ο που χρηματοδοτούνται από τις Η.Π.Α. και τον Σόρος, όπως η Χριστίνα Κουλούρη του CDRSEE, στο τιμόνι του οποίου βρίσκονται σημαντικά στελέχη του αμερικανικού κατεστημένου όπως είναι ο Σήφτερ και ο Νίμιτς…
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους…
Μετά απ’ όλα αυτά, διασώθηκε εν τέλει η διοργάνωση του Φόρουμ; Μπόρεσε να εκφράσει, μέσα στον κυκεώνα των αδυναμιών, ειλικρινείς αντιπαγκοσμιοποιητικές τοποθετήσεις; Και σε ποιο βαθμό; Και αν όχι, πως θα μπορούσαν αυτές να εκφραστούν;
Μία απάντηση έδωσε η ίδια η διαδήλωση του Φόρουμ, η οποία σε μεγάλο βαθμό ξεπέρασε από μόνη της τις αδυναμίες της διοργάνωσης. Και αυτό συνέβη γιατί, μέσα από την καθολική αντίθεση στον πιθανό πόλεμο κατά του Ιράν, αποκαταστάθηκε, έστω και στιγμιαία, ο συνδετικός κρίκος Φόρουμ και κοινωνίας. Εκεί, αν και όχι στον βαθμό που υποστηρίζουν οι διοργανωτές, οι δυνάμεις του Φόρουμ όντως πέτυχαν να εκφράσουν ένα αίτημα ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής.
Από εκεί και πέρα, φοβόμαστε πως απαιτείται ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός της οπτικής γωνίας μέσα από την οποία το Ευρωπαϊκό και το Ελληνικό Φόρουμ προσεγγίζουν την πραγματικότητα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ πρέπει να διδαχθεί από τα παραδείγματα της Λατινικής Αμερικής αλλά και της Ινδίας. Οι κατευθύνσεις του πρέπει ν’ αφορούν περισσότερο την αναζήτηση ενός άλλου μοντέλου κοινωνίας. Πρέπει, επιτέλους, να συζητήσουμε για συνεταιρισμούς, κοινοτιστικές μορφές άμεσης δημοκρατίας, για μια οικολογική λογική που συμφιλιώνει άνθρωπο και φύση, για την απο-ανάπτυξη, για κοινωνικά πρότυπα που υπερβαίνουν τη δικτατορία των εμπορευμάτων και θέτουν στο προσκήνιο αξίες αλληλεγγύης, συνεργασίας, συναισθηματικής και πνευματικής ανάπτυξης του ατόμου ενάντια στον κενό υλιστικό ατομικισμό, για ενίσχυση των εθνικών ταυτοτήτων και όχι αποδυνάμωσή τους κ.λπ.
Το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ πρέπει επιτέλους να κατανοήσει πως η ανάπτυξη εναλλακτικών αντιπαγκοσμιοποιητικών δυνάμεων δεν περνάει μέσα από τη μηχανική αναπαραγωγή των γενικόλογων διακηρύξεων του ευρωπαϊκού κινήματος αλλά από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση στα συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται εδώ. Τα ερωτήματα που ακολουθούν θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν σ’ αυτήν την κατεύθυνση:
*Υπάρχει ή όχι τουρκική νεο-οθωμανική ηγεμονική τάση στα Βαλκάνια υπό τις ευλογίες των Αμερικανών;
*Είναι ο αθηναϊκός υδροκεφαλισμός ένα μείζον πρόβλημα της χώρας; Αν ναι, τι προκρίνουμε για την άρση των περιφερειακών ανισοτήτων;
*Σπαράσσεται ή όχι η χώρα μας από την αποβιομηχάνιση; Τι κάνουμε απέναντί της; Ενισχύουμε περισσότερο τις παρασιτικές δραστηριότητες (όπως είναι ο τουρισμός) ή επεξεργαζόμαστε ένα σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας που θ’ ανακουφίσει το βάρος της ανεργίας και των ελλειμμάτων δίνοντάς μας ταυτόχρονα τη δυνατότητα για περισσότερη αυτονομία στο οικονομικό επίπεδο;
*Στα πλαίσια της υφέρπουσας παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, πως απαντάμε στο ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας;
*Έχει βυθιστεί η χώρα μας στο τέλμα της πολιτιστικής παρακμής; Πως απαντάμε στη διάλυση των συλλογικών ταυτοτήτων από την καταναλωτική ομοιομορφία; Πως διασώζουμε την ιδιοπροσωπία μας από την επέλαση του καταναλωτικού πολιτιστικού χυλού που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, και πως δημιουργούμε νέα πολιτιστικά προτάγματα που να εκφράζουν τη σύνδεση του εγχώριου με το οικουμενικό;
*Υπάρχει κρίση ηθικών προτύπων στην ελληνική κοινωνία; Βασιλεύει ο αμοραλισμός, ο άκρατος ατομικισμός και το βόλεμα; Πως θ’ ανασυστήσουμε τις αξίες της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας και της συνεργασίας σ’ αυτό το τοπίο;

Αναφορικά, τέλος, με τον  «αριστερό κοσμοπολιτισμό», το ζήτημα έχει τεθεί: Ή θα υψώσουμε έναν άλλο πύργο ατίθασο στον κοσμοπολιτισμό της παγκοσμιοποίησης ή θα γονατίσουμε όπως αυτός ο «δραπέτης». Κι αυτός ο άλλος πύργος χτίζεται σταδιακά με την ενότητα των βαλκανικών, των μεσανατολικών και των λατινοαμερικανικών λαών που, «διεθνοποιώντας την αντίσταση», λένε όχι από τη σκοπιά τους στο όλον της Νέας Τάξης Πραγμάτων – δηλαδή στα επιμέρους σχέδιά της, προκρίνοντας ό,τι αυτή καταπιέζει: το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών, την ισότητα και την ελευθερία. Εξ άλλου, τούτο είναι το περιεχόμενο του πραγματικού διεθνισμού:  η συνάντηση των αντιστασιακών εθνικών και περιφερειακών συλλογικών υποκείμενων με σκοπό την ανατροπή της παγκοσμιοποίησης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ