Η αμερικανο-εβραϊκή κοινότητα
Μια ανάλυση του 1982 που παρουσίαζε τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς, όπως ανέφερε το περιοδικό Forbes, αποκαλύπτει ότι 16 από τους πλουσιότερους 40 είναι Εβραίοι (40%) ενώ αντιπροσωπεύουν και το 23% του συνόλου. Έχουν δε προωθηθεί στις υψηλές θέσεις του τραπεζικού και επιχειρηματικού κόσμου. Το 1986, οι Εβραίοι παρότι αποτελούν λιγότερο από το 3% του συνολικού πληθυσμού, αποτελούσαν το 7,4% μεταξύ των ανώτερων διευθυντικών στελεχών στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και το 13% των διευθυντικών στελεχών με ηλικία κάτω των σαράντα ετών. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν για λογαριασμό μια Μελέτης για την Αμερικανική Ελίτ σε δέκα μεγάλους τομείς, το 1971-1972, κατεδείκνυε ότι οι Εβραίοι αποτελούσαν πάνω από το 11% του συνολικού αριθμού. Καμιά άλλη εθνική ομάδα δεν έχει να επιδείξει κάτι ανάλογο.
Μια ανάλυση για αυτούς που συμπεριλήφθησαν στο Who’s Who στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του ’70 αποκάλυψε ότι πάνω από το 8% ήσαν Εβραίοι, έναντι 2% το 1944-45. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 οι Εβραίοι υπεραντιπροσωπεύονται στο Who’s Who, συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη εθνική ομάδα, εξαιρουμένης της αγγλικής, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1970 βρέθηκαν να προηγούνται κατά πολύ και από αυτούς που έχουν αγγλική καταγωγή. Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι Εβραίοι κατέχουν ένα ποσοστό που ξεπερνά το 50% ανάμεσα στους διακόσιους κορυφαίους διανοούμενους, το 40% των βραβευμένων με Νόμπελ στις επιστήμες και στην οικονομία, το 20% των καθηγητών στα σημαντικότερα πανεπιστήμια, το 21% των υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών, το 40% των εταίρων στις μεγαλύτερες νομικές εταιρείες της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον, το 26% των δημοσιογράφων, των εκδοτών και των διευθυντών στους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους και στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το 59% των παραγωγών, συγγραφέων και σκηνοθετών των 50 μεγαλύτερων υπερ-παραγωγών του κινηματογράφου από το 1965 έως το 1982, και το 58% των σκηνοθετών, συγγραφέων και παραγωγών σε δύο ή περισσότερες τηλεοπτικές σειρές υψηλής ακροαματικότητας.
Αυτά τα στοιχεία σκιαγραφούν μια δραματική εικόνα σχετικά με τη θέση των Εβραίων στο αμερικανικό “χωνευτήρι”, όχι μόνο σε επίπεδο πλούτου αλλά ακόμη βαθύτερα, από την άποψη της αποδοχής και της ολοκλήρωσης στην οικονομική ηγεσία. Η δυσαναλογία είναι περισσότερο εκπληκτική όταν οι επιτυχημένοι Εβραίοι συγκρίνονται με άλλους που έχουν το ίδιο μορφωτικό επίπεδο (περίπου δύο φορές περισσότεροι Εβραίοι από μη Εβραίους αναλογικά εγγράφονται στην ανώτερη εκπαίδευση). Αλλά οι ψυχροί αριθμοί πιστοποιούν την έλλειψη εμποδίων προς τον χώρο της αγοράς και της εκπαίδευσης και σηματοδοτούν τη νέα ολοκλήρωση των Εβραίων.
Τα μεγάλα Πανεπιστήμια είναι οι χρυσές πύλες που οδηγούν στην οικονομική επιτυχία. Λιγότερο από έναν αιώνα πριν, οι Εβραίοι ήταν αυστηρά περιορισμένοι από ποσοστώσεις που επέτρεπαν την εισδοχή σε αυτά τα λαμπρά ιδρύματα ως φοιτητές ή καθηγητές. Στις αρχές του 1990, το 87% των νεαρών Εβραίων της κολεγιακής ηλικίας εισέρχονταν στην ανώτερη εκπαίδευση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού είναι 40%.
* Απόσπασμα από το βιβλίο των Seymour Martin Lipset και Earl Raab, Jews and the New American Scene, Harvard University Press, Κέμπριτζ, 1995. Ο Λίπσετ, εξέχων μέλος της Αμερικανο-εβραϊκής κοινότητας, είναι καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο George Mason University, στο Ίδρυμα Χούβερ του Stanford University, και στο Ινστιτούτο Wilstein για την Jewish Policy Research. Ο καθ. Ράαμπ χρημάτισε επί τριάντα πέντε χρόνια Εκτελεστικός Διευθυντής στο Συμβούλιο Δημοσίων Σχέσεων της Εβραϊκής Κοινότητας του Σαν Φραντσίσκο και διευθύνει το Ινστιτούτο Περλμιούτερ για την Προώθηση του Εβραϊσμού στο Πανεπιστήμιο του Brandeis.
Μετάφραση: Βαγγέλης Πατσός