Η κατακόρυφη πτώση της Παγκόσμιας Τουριστικής Κίνησης που θα πλήξει άμεσα τη χώρα μας με εμφανή τα αποτελέσματα μετά το τέλος του καλοκαιριού. Μερικά χαρακτηριστικά συμβάντα μπορούν να προσδιορίσουν την υπάρχουσα ύφεση του τομέα: Τον Οκτώβριο, το Club Mediterranιe αναγκάστηκε να κλείσει 15 χωριά διακοπών στην Καραϊβική, στην Κεντρική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στην Ευρώπη και στην Ασία. Στην Κόστα Ρίκα, τα μέχρι τώρα στοιχεία αναφέρουν μείωση των κρατήσεων κατά 30% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας υπολογίζει ότι τουλάχιστον 9 εκ. υπάλληλοι ξενοδοχείων, σε σύνολο 200 εκ. παγκόσμια, θα χάσουν τις δουλειές τους. Η κρίση θα επηρεάσει επίσης πολλές χώρες που έχουν πολύ χαλαρό κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας οδηγώντας σε ύφεση την εθνική οικονομία. Τέλος, ενώ οι υπολογισμοί πριν το χτύπημα της 11ης του Σεπτέμβρη ανέφεραν αύξηση του τομέα κατά 7,4%, σήμερα αναφέρουν ποσοστό της τάξεως του 1,5 –2%.
Τα πολύ υψηλά κόστη που πρόκειται να διατεθούν για τα Ολυμπιακά έργα και τα συναφή έργα υποδομής για την Ολυμπιάδα. Ποσά που θα ανέλθουν σύμφωνα με τους τελευταίους κυβερνητικούς υπολογισμούς στα 3 τρις και που είναι πιθανόν να καλυφθούν με νέο δάνειο ή άντληση πόρων από τις κοινωνικές και περιφερειακές δαπάνες που είναι και οι πλέον ελαστικές του προϋπολογισμού .
Έναντι της ζοφερής προοπτικής που διαγράφεται για τα εισοδήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, η Κυβέρνηση αντιτάσσει τη σταθερότητα και την ανάπτυξη που συναρτάται με την εισαγωγή του Νέου Ευρωπαϊκού Νομίσματος (Ευρώ) και την προφύλαξη της Εθνικής μας Οικονομίας από την Παγκόσμια Ύφεση. Είναι όμως έτσι;
Πρώτα απ’ όλα, το νέο νόμισμα θα προκαλέσει μια επιπλέον πίεση στους καταναλωτές, δεδομένων των αυξήσεων των τιμών στη διαδικασία στρογγυλοποίησης. Επιπλέον, το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων για την προσαρμογή στο νέο νόμισμα (ταμειακές μηχανές, κατάρτιση προσωπικού, λογιστές, νέα ταξίμετρα κλπ) είναι προφανές πως θα μετακυλιστεί στις τιμές των προϊόντων και θα επιβαρύνει τον καταναλωτή. Η αύξηση αυτή είναι πιθανό να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις σε όλες τις χώρες της ευρω-ζώνης.
Είναι προφανές πως το νέο νόμισμα έχει καταρχήν πολιτικό χαρακτήρα και εκ των υστέρων οικονομικό, εκφράζοντας τη διαδικασία της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους του οποίου η οικονομική πολιτική θα ασκείται πια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Η διαδικασία αυτή έχει προφανείς πολιτικές διαστάσεις και αποτελεί καίριο πλήγμα στη Δημοκρατία και στην Εθνική αυτοδιάθεση όπως αυτές κατοχυρώθηκαν από τη Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση. Το δικαίωμα αυτό καταστρατηγείται αφού η οικονομική πολιτική μετατίθεται πια στους μη εκλεγμένους Τραπεζίτες της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Η κοινωνική πρόνοια, λοιπόν, δεν θα αποτελεί προτεραιότητα βάσει των εθνικών και περιφερειακών αναγκών αλλά ένα επιπλέον πρόγραμμα, στο περιθώριο της εισοδηματικής πολιτικής, που θα καθορίζεται σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το Εθνικό Νόμισμα, μέχρι τώρα, έδινε τη δυνατότητα στις Κυβερνήσεις να επηρεάζουν ή να ελέγχουν το ποσοστό του επιτοκίου τους καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία. Τα επιτόκια αποτελούν την εθνική τιμή του νομίσματος βάσει της οποίας καθορίζεται η πώληση και η αγορά του εθνικού νομίσματος και έτσι προσδιορίζεται το ποσοστό των διαθέσιμων χρημάτων για επενδύσεις και κατανάλωση. Τα μεγέθη αυτά καθορίζουν τις βασικές παραμέτρους της αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής κάθε κράτους.
Η συναλλαγματική ισοτιμία καθορίζει την τιμή του εθνικού νομίσματος για τους πολίτες των άλλων εθνών-κρατών. Προσδιορίζει τους όρους και την ποσότητα των εμπορικών συναλλαγών της κάθε χώρας με τους εμπορικούς συνεταίρους της. Η παγιοποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα των εμπορικών συναλλαγών της κάθε χώρας με τις υπόλοιπες. Ο μη σωστός προσδιορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας έχει άμεσες επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και μπορεί να οδηγήσει σε μικρή οικονομική ανάπτυξη, ανεργία και μετανάστευση.
Η έλλειψη της βαλβίδας ασφάλειας των επιτοκίων και της συναλλαγματικής ισοτιμίας οδηγεί τη χώρα στο να γίνει πιο επιρρεπής σε οικονομικές κρίσεις, όπως ενεργειακές κρίσεις, πολεμικές συγκρούσεις κλπ.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να αναφερθεί στην αναπροσαρμογή της εισοδηματικής πολιτικής (με μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογικής πολιτικής) για την υποστήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ή την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όμως κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης βάσει του οποίου θα επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα στις χώρες που το δημοσιονομικό τους έλλειμμα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.
Φαίνεται πως η εφαρμογή του κοινού νομίσματος και ο καθορισμός μιας ενιαίας οικονομικής πολιτικής από την Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις διαφορετικές ανάγκες των κρατών και των περιοχών της Ε.Ε., την δεδομένη ιστορική στιγμή. Για παράδειγμα, η Γερμανία και η Γαλλία βρίσκονται σήμερα σε φάση οικονομικής ύφεσης και χρειάζονται μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων για να τονώσουν την οικονομία τους. Αντίθετα η Ιρλανδία, που παρουσιάζει υψηλή οικονομική ανάπτυξη, χρειάζεται πολιτική υψηλών επιτοκίων για να εμποδίσει την αύξηση του πληθωρισμού.
Είναι προφανές πως η εφαρμογή του Κοινού Νομίσματος θα οδηγήσει σε μια πιο συγκεντροποιημένη οικονομία στο πλαίσιο της οποίας το κεφάλαιο θα μετακινείται συνεχώς προς τις περιοχές που βρίσκει τη μεγαλύτερη κερδοφορία. Αυτό σημαίνει πως οι εργαζόμενοι θα πρέπει να βρίσκονται σε μια αντίστοιχη διαδικασία κίνησης προς τη φορά του κεφαλαίου για να μην αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες της ύφεσης –την ανεργία και την φτώχια. Έτσι πολλές περιφέρειες θα παραμείνουν στάσιμες ή θα οδηγηθούν σε μαρασμό.
Δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο να διατηρηθεί μια Νομισματική Ένωση ενώ δεν είναι συνδεδεμένη με ένα έθνος. Μέχρι σήμερα οι Νομισματικές Eνώσεις ήταν και Οικονομικές Eνώσεις. Μέσω της φορολογίας και των δημόσιων επενδύσεων γινόταν προσπάθεια περιορισμού των χωροταξικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Έτσι οι φτωχότερες περιοχές μιας χώρας πλήρωναν λιγότερο αναλογικά φόρο ή τους παρέχονταν υψηλότερα επενδυτικά κίνητρα προκειμένου να αντιμετωπίσουν την υστέρησή τους. Κατ’ αντιστοιχία, ανάλογη πολιτική εφαρμοζόταν και για τις κοινωνικές ομάδες. Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση όμως δεν είναι οικονομική ένωση. Η φορολογία και οι κοινωνικές δαπάνες παραμένουν σε εθνικό επίπεδο. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός στις Βρυξέλλες ούτως ώστε οι πλούσιες χώρες να πληρώσουν για να στηρίξουν τις φτωχότερες και να μπορέσουν αυτές να κρατήσουν σταθερά τα επιτόκιά τους και τη συναλλαγματική τους ισοτιμία. Είναι προφανές πως, ελλείψει ενός τέτοιου μηχανισμού, οι φτωχότερες χώρες θα επιχειρούν την σταθερότητά τους μέσω των περικοπών των μισθών, με την μείωση των κοινωνικών δαπανών και την περικοπή δαπανών για την προστασία της Φύσης.
Το επιχείρημα ότι η εφαρμογή του κοινού νομίσματος θα μειώσει τις εθνικές εντάσεις και θα εδραιώσει την ειρήνη στην ευρω-ζώνη δεν ευσταθεί. Χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία, η Τσεχοσλοβακία και η Ρωσία είχαν κοινό νόμισμα, αυτό όμως δεν εμπόδισε τις εθνικές και εθνοτικές συγκρούσεις και τη διάλυση των εθνικών οντοτήτων. Η εθνική ταυτότητα δεν υποκαθίσταται από την οικονομική διάσταση αλλά, αντίθετα, τονώνεται σε συνθήκες οικονομικής και υλιστικής κυριαρχίας με όξυνση των ανισοτήτων. Η έλλειψη εξισορροπητικών μηχανισμών μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών και περιοχών, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, θα οξύνει τις εντάσεις και τις αποσχίσεις περιοχών στη βάση της κοινής κουλτούρας και της ιδιαιτερότητας.
Είναι σαφές επίσης πως ούτε η χωροταξική μεγέθυνση της διάθεσης ενός νομίσματος συνδέεται με τη μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας. Η Ευρώπη δεν θα γίνει πιο πλούσια ως ενωμένη χωρική ενότητα απ’ όσο ήταν τα μεμονωμένα έθνη της. Το μέγεθος δεν έχει να κάνει με την οικονομική ευρωστία. Πολλά άλλωστε μικρά σε μέγεθος έθνη, όπως η Νορβηγία, η Ελβετία, η Σιγκαπούρη, είναι πιο πλούσια από τα μεγαλύτερα σε έκταση, π.χ. Βραζιλία.
Το ευρώ θα είναι το νόμισμα που θα καταστρατηγήσει την εθνική άμυνα στην παγκοσμιοποίηση. Το Άρθρο 56 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης απαγορεύει τον οποιοδήποτε έλεγχο του πολυεθνικού κεφαλαίου και τον περιορισμό της μετακίνησής του, είτε μέσα στην Ε.Ε είτε μεταξύ Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Άρα η εφαρμογή του κοινού Νομίσματος θα είναι ένα ακόμα βήμα προς την Παγκοσμιοποίηση των Πολυεθνικών Εταιριών και την απορρύθμιση των αγορών που αποτελούν την βασική αιτία της όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Είναι λοιπόν κατανοητό πως θα πρέπει, όσοι ακόμα αναφερόμαστε στην έννοια της δημοκρατίας, να διαφοροποιηθούμε απ’ αυτό το εν εξελίξει σχέδιο υποστηρίζοντας εκείνους τους λαούς, όπως τους Δανούς, τους Σουηδούς, τους Ιρλανδούς και τους Άγγλους, που αρνούνται να υποκύψουν στις πιέσεις για την υπαγωγή τους στη φεντεραλιστική Ευρώπη χάνοντας κάθε έννοια εθνικής και περιφερειακής συγκρότησης.