Η κυβερνητική ρητορεία καταρρέει εν μέσω ενός γενικευμένου αδιεξόδου
Του Σταύρου Χριστακόπουλου, διευθυντή της εφημερίδας ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ
Καθώς η επικοινωνιακή φούσκα περί πολιτικής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης Σαμαρά και Βενιζέλου με την ηγεσία της ευρωζώνης σκάει με κρότο, η συγκυβέρνηση απομένει όλο και πιο μόνη, παγιδευμένη στους ανόητους ψευδοπαλικαρισμούς της, χωρίς αξιοπιστία στο εξωτερικό και ίχνος κύρους στο εσωτερικό.
Η παροιμιώδης ανικανότητά της να διαχειριστεί την ουσιαστική έλλειψη πίεσης εκ μέρους της τρόικας τους τελευταίους μήνες και η αγωνία της να προσφύγει σε κινήσεις απελπισίας, για να διασκεδάσει την έλλειψη πολιτικής αυτονομίας έναντι των δανειστών, αποτελούν αδιάψευστο δείγμα γραφής για το μέλλον της.
Από τις πολλές διαψεύσεις των φθηνών κόλπων που επιστράτευσε αυτή την εποχή η κυβέρνηση –περισσότερο και από τα ηχηρά αδειάσματα που επιφύλαξαν στον ίδιο τον Σαμαρά η Λαγκάρντ και η Μέρκελ– μία μπορεί να χαρακτηριστεί κομβική και να ανησυχήσει σοβαρά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Ο λόγος αφορά τη διάψευση των διαδοχικών εξαγγελιών περί κουρέματος του χρέους, περί κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού από τα «υπόλοιπα» του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Στήριξης για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, περί κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού της τριετίας 2014-2016 με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκτός από νέο δανεισμό.
Πλήθος Ευρωπαίων παραγόντων επικύρωσαν, σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τόνο, ότι η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού μετά τη λήξη της τρέχουσας δανειοδοτικής συμφωνίας θα γίνει με νέο δάνειο, το οποίο, όπως και τα προηγούμενα, θα συνοδεύεται με νέο πρόγραμμα «προσαρμογής» (αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «μνημόνιο»).
Στην πραγματικότητα οι Ευρωπαίοι λένε κάτι αυτονόητο εκ μέρους τους: ότι κάθε δανεισμός θα συνοδεύεται από μια σειρά υποχρεώσεις, οι οποίες πηγάζουν από την εκάστοτε δανειακή σύμβαση.
Παράλληλα, όμως, ανασύρθηκε μια ακόμη «λεπτομέρεια», την οποία πολλοί στην Ελλάδα συστηματικά ξεχνούν –ή, ακριβέστερα, επιδιώκουν να την ξεχνά ο βασανισμένος ελληνικός λαός.
Η «λεπτομέρεια» αυτή αφορά το καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης, το οποίο θα συνεχίσει να ισχύει, είτε με «μνημόνια» είτε χωρίς αυτά, για κάθε χώρα της ευρωζώνης που έχει δανειστεί από αυτή μέχρι να αποπληρώσει το 75% του χρέους της.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο
Επιπλέον, σκοπίμως παρακάμπτεται μια ακόμη παράμετρος, η οποία έχει αποτυπωθεί επισήμως ως απόφαση της Ε.Ε. Πρόκειται για το περίφημο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το οποίο η Ελλάδα όχι μόνο το έχει συνυπογράψει, αλλά έχει δεσμευθεί πολιτικά ότι θα το εντάξει στο σύνταγμά της στην επόμενη αναθεώρηση.
Το εν λόγω σύμφωνο δεν είναι τίποτε άλλο από την υιοθέτηση του περίφημου «Χρυσού Κανόνα». Το σύμφωνο (το οποίο είναι νομικά δεσμευτικό για τις χώρες της ευρωζώνης και το οποίο μόνο η Βρετανία και η Τσεχία έχουν απορρίψει ανάμεσα στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε.) προβλέπει, μεταξύ άλλων, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τη δημιουργία αυτόματων διορθωτικών μηχανισμών.
Εφεξής οι χώρες που δεν έχουν επικυρώσει το σύμφωνο δεν θα μπορούν να ζητήσουν κεφάλαια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM), οι χώρες των οποίων το χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ καλούνται να το μειώνουν κατά 5% ετησίως… Τέλος, οι χώρες με ελλείμματα που υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ θα αντιμετωπίζουν αυτόματα κυρώσεις.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών θεσμικών παραμέτρων περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τους όρους συμμετοχής της Ελλάδας –και όλων των άλλων χωρών– στην ευρωζώνη και την Ε.Ε.
Τέσσερα ερωτήματα
•Το πρώτο ερώτημα στην ελληνική περίπτωση είναι πώς μια χώρα με χρέος στο 170% του ΑΕΠ της, με πτώση του εθνικού εισοδήματος 25% τα χρόνια της κρίσης, μπορεί να μειώνει τα χρέη της ώστε να ανακάμψει.
• Το δεύτερο ερώτημα είναι πώς αυτό μπορεί να συμβεί εν όσω η ευρωζώνη έχει ξεκαθαρίσει ότι η επόμενη λύση για το χρέος θα αφορά τη μείωση επιτοκίων και την επιμήκυνση της αποπληρωμής του, με τη διατήρηση του ονομαστικού μεγέθους του σε βάθος δεκαετιών.
• Το τρίτο ερώτημα είναι πώς, εφόσον το Δημόσιο αποστερείται των πόρων και των μέσων χάραξης αναπτυξιακής πολιτικής, με διαλυμένα πανεπιστήμια, πενιχρό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, διαρκώς συρρικνούμενη παραγωγική βάση, τις παραγωγικές ηλικίες άνεργες ή σε μετανάστευση, χωρίς σχέδιο ανασυγκρότησης, με τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος από τους δανειστές, μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη –και όχι για εμβάθυνση της αποικιοποίησής της υπό τις αλυσίδες του χρέους.
• Το τέταρτο ερώτημα είναι πώς και πότε, σε ένα τέτοιο ασφυκτικό πλαίσιο, θα υπάρξει η δυνατότητα αυτόνομης χάραξης οικονομικής πολιτικής.
Σε αυτά τα ερωτήματα το πολιτικό σύστημα αποφεύγει να τοποθετηθεί, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διαθέτει επαρκείς απαντήσεις.
«Μνημόνια» παντού
Όμως το πλαίσιο αυτό δεν δεσμεύει μόνο τη νυν, αλλά και την επόμενη κυβέρνηση και – πολύ φοβούμαι – πολλές ακόμη «επόμενες».
Όσο για την τάση της ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, θεωρώ ότι την έχει περιγράψει πέραν πάσης αμφιβολίας ο νεαρός, φιλόδοξος, γερμανόφιλος και εξόφθαλμα κυνικός Ολλανδός επικεφαλής του Γιούρογκρουπ Γερούν Ντέισελμπλουμ, ο οποίος ζήτησε ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση του Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Συγκεκριμένα, πρότεινε την επιβολή ενός είδους «μνημονίου» σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Για να μη μείνει καμιά αμφιβολία, μάλιστα, χρησιμοποίησε το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία έχει εκνευρίσει τα μάλα το Βερολίνο με την απροθυμία της να υιοθετήσει τα σκληρά μέτρα που της «προτείνονται».
Πολιτικό αδιέξοδο
Παρά τα κραυγαλέα δεδομένα, η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται γύρω από σκυλοκαυγάδες της συμφοράς. Οι υποτιθέμενες απαντήσεις περιορίζονται σε ασαφείς επικλήσεις, από όλους τους πρωταγωνιστές του πολιτικού παιγνίου, μιας απροσδιόριστης «συμμαχίας των χωρών του Νότου».
• Σαν ο ευρωπαϊκός Νότος να αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο χωρών και συμφερόντων.
• Σαν να μη διαχωρίζονται οι χώρες αυτές δανείστριες και σε οφειλέτριες στο πλαίσιο των ευρωμηχανισμών.
• Σαν να μην έχουν ναυαγήσει όλες οι –κατά πλειονότητα προσχηματικές και χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό– προηγούμενες απόπειρες μεγαλύτερων από την Ελλάδα κρατών του Νότου.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι το ελληνικό πολιτικό αδιέξοδο θα συνεχιστεί.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι από τη μια πλευρά (κυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) έχουμε απόλυτη πρόσδεση στο γερμανικό άρμα και από την άλλη (ΣΥΡΙΖΑ και το σύνολο του αντιμνημονιακού μετώπου) μια γενικόλογη και χωρίς εξειδίκευση επαγγελία κατάργησης των «μνημονίων».
Καθώς όμως η παράμετρος «μνημόνιο», όπως την έχουμε συνηθίσει, σε λίγο θα αποτελεί –είτε επισήμως είτε ανεπισήμως– μια πανευρωπαϊκή πραγματικότητα, είναι προφανές ότι η χώρα μας και το πολιτικό σύστημα πρέπει επιτέλους να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Η αντίθεση «μνημόνιο» – «αντιμνημόνιο», έτσι όπως την έχουμε ζήσει έως σήμερα, δεν έχει πια να αποδώσει απολύτως τίποτε.
Η αντίθεση αυτή έχει διαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό της επόμενης μέρας, έχει προδιαγράψει τη μοίρα των δυνάμεων που κατάντησαν τη χώρα αποικία χρέους και, τέλος, έχει οδηγήσει στην κατάρρευση το παραγωγικό και διοικητικό μοντέλο. Ωστόσο, αδυνατεί να περιγράψει μια βάσιμη ελπίδα για το μέλλον.
Το κεντρικό ερώτημα από εδώ και πέρα είναι τι είδους χώρα θέλουμε – και καλύπτει όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής μας. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά όποιος κάνει το πρώτο βήμα θα κερδίσει το μέλλον.