1,2K
Ο φιλόσοφος Ζαν-Κλωντ Μισεά είναι ήδη γνωστός από το βιβλίο του Η εκπαίδευση της αμάθειας. Το βιβλίο του, Το Αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ, κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2002. Απορρίπτοντας το δόγμα της «Προόδου», με το οποίο ταυτίστηκε η Αριστερά (στη Δύση κυρίως) και καταδεικνύοντας ότι αυτό αποτελεί πρωτίστως κληρονομιά του Διαφωτισμού, αποκαλύπτει την κοινή φιλοσοφική μήτρα Αριστεράς –που στη σκέψη του δεν ταυτίζεται με το σοσιαλιστικό κίνημα και τον Μαρξ– και φιλελευθερισμού.
Χριστίνα Σταματοπούλου
Χριστίνα Σταματοπούλου
Από τον Πρόλογο του βιβλίου
Η καθημερινή προπαγάνδα που προβάλλεται στις τηλε-οθόνες του σύγχρονου κόσμου στηρίζεται μονότονα σε δύο ιδέες-κλειδιά, που πολύ δύσκολα μπορούν να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Αφ’ ενός, όπως πάντα εν καιρώ πολέμου, τα νικηφόρα ανακοινωθέντα διαδέχονται το ένα το άλλο με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Οι θαυμαστές πρόοδοι της σύγχρονης τεχνολογίας, διακηρύσσει το Υπουργείο Αλήθειας, επέτρεψαν, για πρώτη φορά στην Ιστορία, να δημιουργηθεί η υλική βάση ενός Φωτεινού Μέλλοντος και της επερχόμενης Βασιλείας του. Πράγματι, αυτό το Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός (το οποίο χρωστάμε προφανώς στο επιχειρηματικό και καινοτόμο πνεύμα που χαρακτηρίζει την ασύγκριτη φιλελεύθερη κοινωνία μας) δεν ευαγγελίζεται απλώς μια εποχή απεριόριστης αφθονίας και πλούτου. Όπως μας υπενθυμίζει, κάθε στιγμή, αυτή η εξυμνητική προπαγάνδα, προσφέρει παράλληλα στους σύγχρονους ανθρώπους έναν πρωτοφανή έλεγχο πάνω στις συνθήκες ύπαρξής τους, έλεγχο που θα ήταν πολύ δύσκολο να διανοηθούν σοβαρά όσοι είχαν την ατυχία να ζουν σε παλαιότερες εποχές. Από τη βιομηχανική παραγωγή του οποιουδήποτε προϊόντος μέχρι τους απεριόριστους ορίζοντες που ανοίγουν «οι νέες τεχνολογίες της πληροφόρησης και της επικοινωνίας», όντως, τα πρακτικά μέσα, που μπορούν να αλλάξουν τη ζωή και να την κάνουν ευτυχισμένη για όλους, συσσωρεύονται σε βαθμό και με ταχύτητα που δεν είχαν γνωρίσει οι παλαιότερες κοινωνίες. Με μια λέξη, φαίνεται πως αγγίξαμε επιτέλους εκείνο το σημείο της ιστορίας (που αποτελεί ταυτόχρονα και το τέλος της) όπου ο,τιδήποτε ονειρεύτηκε η ανθρωπότητα ή το έχει ήδη πραγματοποιήσει κάποια «Σόνυ», ή ετοιμάζεται να το κάνει.
Ωστόσο, όταν φτάνουμε στα σοβαρά ζητήματα –όταν, δηλαδή, ο Λαός, ευλόγως γοητευμένος από τόσο αισιόδοξα κηρύγματα, θέτει, όχι λιγότερο εύλογα, το ερώτημα της πραγματικής ωφέλειας που θα μπορούσε να αποκομίσει προσωπικά από όλες αυτές τις απίστευτες προόδους– τότε, ο τόνος του Υπουργείου Αλήθειας γίνεται, αιφνιδίως, πιο αυστηρός, και η ενθουσιώδης ρητορική του Ουγκώ αντικαθίσταται από τις παγερές εκφράσεις του Μάλθους. Διότι η αψεγάδιαστη σοφία των οικονομολόγων –μας διαβεβαιώνουν τώρα– είναι σε θέση να αποδείξει, με τρόπο που δεν σηκώνει συζήτηση, ότι η σύγχρονη ανθρωπότητα έφαγε πια τα ψωμιά της, ότι οι ευτυχισμένες ημέρες βρίσκονται κιόλας πίσω μας και πως θα πρέπει να το χωνέψουμε ότι, μέχρι τώρα, ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας. Την ώρα που αναγγέλλονται αναπόδραστες θύελλες (όπως, για παράδειγμα, αυτά τα καταστροφικά ποσοστά γεννήσεων –άλλοτε υπερβολικά υψηλά και άλλοτε υπερβολικά χαμηλά), ακόμα και οι μετριοπαθέστερες διεκδικήσεις παίρνουν τη μορφή μιας, ανεπίτρεπτης στο εξής, πολυτέλειας· η απλή απαίτηση για μια απασχόληση σχετικά σταθερή, σε στοιχειωδώς ανθρώπινο περιβάλλον, για ένα σχετικά αξιοπρεπές εισόδημα, για προστασία των γηρατειών, για στοιχειώδη δωρεάν περίθαλψη, ή, ακόμα και για κάποιες παραλίες για τις αναγκαίες διακοπές– όλα αυτά, διακηρύσσουν τώρα, αποτελούν πλέον απαράδεκτα καπρίτσια, αφού αντίκεινται στους νόμους της Οικονομίας. Όπως συνοψίζει ο Κλωντ Μπεμπεάρ (Claude Bιbear), ο παλιός διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Axa1, με την ωμή ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει όσους είναι γεννημένοι για να διοικούν τους ομοίους τους, αυτή η εκπληκτική συσσώρευση υλικής και τεχνολογικής προόδου δεν μπορεί παρά να έχει μία και μόνο συνέπεια για τον πολύ κόσμο: «είναι προφανές ότι θα πρέπει να δουλεύει κανείς περισσότερο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα»2.
Τελικά, αν καταλαβαίνουμε σωστά, η επίσημη προπαγάνδα έχει αναλάβει να μας πείσει πως, όσο η ανθρωπότητα, χάρη στην προμηθεϊκή τεχνολογία της και το ακατάβλητο καινοτόμο πνεύμα της, αυξάνει τις δυνατότητές της να εξοικονομεί τον ανθρώπινο κόπο και να μεταβάλλει τη ροή των πραγμάτων, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αποδέχεται καρτερικά πως ο έλεγχος του ιστορικού της πεπρωμένου δεν της ανήκει πια· και πως, κατά συνέπεια, το ίδιο το εύρος των μέσων που διαθέτει σήμερα εξηγεί και την πενιχρότητα των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων στα οποία μπορεί να ελπίζει.
Δεν χρειάζεται, υποθέτω, να είναι κανείς ιδιαίτερα φοβικός ή δύσθυμος για να συμπεράνει ότι ένα κοινωνικό σύστημα που απαιτεί τέτοιες παραμυθίες, για να νομιμοποιήσει τους πραγματικούς τρόπους λειτουργίας του, είναι, από τις ίδιες τις αρχές που το διέπουν, άδικο και αναποτελεσματικό· και ότι απαιτεί, ως εκ τούτου, μια ριζική κριτική, δηλαδή, σύμφωνα με την ετυμολογία, μια κριτική που αναλύει το λάθος στη ρίζα του και το αντιμετωπίζει αναλόγως.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όλο το πρόβλημα έγκειται στο να κατανοήσουμε με ποιον μυστηριώδη τρόπο, ένα εμφανώς ελάχιστα ορθολογικό σύστημα κατορθώνει, με το πέρασμα των χρόνων, να απλώνει τη σκιά του σε ολόκληρο τον πλανήτη, χωρίς να συναντά σοβαρή αντίσταση από εκείνους των οποίων αποσταθεροποιεί την ύπαρξη και ακρωτηριάζει τη δύναμη για ζωή· με άλλα λόγια, χωρίς να γεννάει μια συλλογική αντίσταση ανάλογη με τις ζημιές που προκαλούν οι πραγματικές του επιπτώσεις. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να διατυπωθεί και διαφορετικά. Εδώ και έναν αιώνα, όλοι, τόσο οι αντίπαλοι όσο και οι οπαδοί της, συμφωνούν στο να υποδηλώνουν με τον όρο Αριστερά το ευρύτατο πολιτικό και ιδεολογικό κίνημα που αντιπαρατίθεται επίσημα στο καπιταλιστικό σύστημα και τις επιπτώσεις του. Πώς, λοιπόν, γίνεται και ένα ιστορικό κίνημα τέτοιων διαστάσεων (και του οποίου οι ιδέες έχουν γίνει κυρίαρχες στον σύγχρονο πολιτισμό) δεν μπόρεσε, ποτέ μέχρι τώρα, να έρθει πρακτικά σε ρήξη με την καπιταλιστική οργάνωση της ζωής, υποκαθιστώντας την με μια κοινωνία αληθινά ανθρώπινη, δηλαδή ελεύθερη, εξισωτική και αξιοπρεπή;
Ένα τέτοιο ερώτημα, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι εντελώς καινοφανές. Το 1936, ολοκληρώνοντας την έρευνά του στους εργάτες του Γουήγκαν Πάιαρ (Wigan Pier), ο Τζωρτζ ΄Οργουελ το έθετε ήδη με τους εξής όρους:
Είναι γεγονός ότι ο σοσιαλισμός χάνει έδαφος εκεί ακριβώς που όφειλε να κερδίζει. Με τόσα επιχειρήματα υπέρ του –γιατί κάθε άδειο στομάχι είναι ένα επιχείρημα υπέρ του σοσιαλισμού– η ιδέα του σοσιαλισμού είναι λιγότερο αποδεκτή σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν. Στις μέρες μας, ο μέσος σκεπτόμενος άνθρωπος όχι μόνο δεν είναι σοσιαλιστής αλλά είναι ενεργά εχθρικός απέναντι στον σοσιαλισμό. Αυτό οφείλεται πρωτίστως σε μια λανθασμένη προπαγάνδα. Αυτό σημαίνει πως ο σοσιαλισμός, στην εκδοχή που μας παρουσιάζεται σήμερα, έχει κάτι το εγγενώς δυσάρεστο3.
Ο Όργουελ συνοψίζει ως εξής αυτή τη «λανθασμένη προπαγάνδα»:
Ο τύπος των ανθρώπων που σήμερα είναι ο πιο πρόσφορος να αποδεχτεί τον σοσιαλισμό είναι ταυτόχρονα εκείνος που αντιμετωπίζει με ενθουσιασμό τη μηχανική πρόοδο, σαν τέτοια. Και αυτό είναι τόσο αλήθεια που οι σοσιαλιστές, συνήθως, είναι ανίκανοι να καταλάβουν πως υπάρχει και η αντίθετη άποψη. Γενικώς, το πιο πειστικό επιχείρημα που έρχεται στο μυαλό τους είναι το να υποστηρίζουν πως η σημερινή μηχανοποίηση του κόσμου δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτήν που μας ετοιμάζει ο σοσιαλισμός. Εκεί που έχουμε ένα αεροπλάνο, θα αποκτήσουμε πενήντα! Όλη η εργασία που τώρα κάνουμε με τα χέρια, τότε θα γίνεται από τις μηχανές. Ό,τι είναι σήμερα φτιαγμένο από δέρμα, ξύλο ή πέτρα, θα αποτελείται από πλαστικό, γυαλί ή ατσάλι. Δεν θα υπάρχει πια αταξία, δεν θα υπάρχουν ατέλειες, έρημοι, άγρια ζώα, βλαβερά φυτά, αρρώστιες, φτώχια, πόνος και ούτω καθ’ εξής. Ο σοσιαλιστικός κόσμος είναι πάνω απ’ όλα ένας κόσμος τακτοποιημένος και αποτελεσματικός. Αλλά ακριβώς αυτό το όραμα ενός μέλλοντος που φαντάζει σαν τον αστραφτερό κόσμο του Ουέλς, αυτό ακριβώς αρνούνται τα πιο ευαίσθητα πνεύματα. Σημειώστε, δε, ότι αυτή η αντίληψη της «προόδου», όπως την αντιλαμβάνονται τα γεμάτα στομάχια, δεν ανήκει στη σοσιαλιστική θεωρία. Έφτασε όμως να γίνει πιστευτό ότι όντως ανήκει, πράγμα που είχε σαν συνέπεια ο βαθύτερος συντηρητισμός των ανθρώπων κάθε λογής να στραφεί πολύ εύκολα εναντίον του σοσιαλισμού.
Το μικρό δοκίμιο που ακολουθεί δεν έχει άλλο σκοπό παρά να αναπτύξει όσο πιο μεθοδικά γίνεται αυτές τις παρατηρήσεις του Όργουελ. Ωστόσο, δεν ταυτίζομαι μαζί του σε δύο σημαντικά ζητήματα. Αφ’ ενός, όπως θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω, και όπως και ο ίδιος ο Όργουελ αναγνωρίζει στο τέλος του κειμένου, η λατρεία της Προόδου και της Νεωτερικότητας, που βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε αριστερής προπαγάνδας, είναι βαθύτατα ξένη προς τις αρχέγονες εκδοχές του Σοσιαλισμού, έτσι όπως διαμορφώθηκαν στη Γαλλία και την Αγγλία, στις αρχές του 19ου αιώνα. Αφ’ ετέρου, και αυτό είναι μια πολύ πιο σοβαρή κριτική, είναι αδύνατο πια να εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι αυτή η αντίληψη οφείλεται απλώς σε μια «λανθασμένη προπαγάνδα», την οποία θα μπορούσε, ένα Κόμμα της Αριστεράς (ή, πολύ περισσότερο, της Άκρας Αριστεράς), να εγκαταλείψει ή να τροποποιήσει κατά το δοκούν, ανάλογα, για παράδειγμα, με τις διακυμάνσεις της εκλογικής πελατείας του. Αντίθετα, πιστεύω πως ο μονότονος εκθειασμός της «Προόδου» και του «Εκσυγχρονισμού» ανήκει στον πιο σκληρό πυρήνα του φιλοσοφικού προτάγματος της όποιας Αριστεράς, πρόταγμα που δεν θα μπορούσε να απαρνηθεί, έστω και εν μέρει, χωρίς να απαρνηθεί καθ’ ολοκληρίαν τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι εύκολο να κατανοήσουμε τα αίτια αυτού του φαινομένου. Από τις ιστορικές απαρχές της, η Αριστερά παρουσιαζόταν πάντα, και δικαίως, ως ο μοναδικός νόμιμος κληρονόμος του Διαφωτισμού· δηλαδή, για να μείνουμε στους πιο κλασικούς ορισμούς, ως το Κόμμα της Κίνησης (σταθερά αντίθετο σε όλα τα κόμματα της Τάξης) και ο φυσικός χώρος συσπείρωσης όλων των «δυνάμεων της Προόδου» και όλων των οπαδών της «Αλλαγής». Και με αυτή την ιδιότητα, προφανώς, μπόρεσε, στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, να καθοδηγήσει, ή να καρπωθεί, αναρίθμητους αγώνες χειραφέτησης, δικαιολογημένους αλλά και απαραίτητους, ενάντια στις διάφορες δυνάμεις του Παλαιού Καθεστώτος (με την Εκκλησία και τη μεγάλη γαιοκτησία στην πρώτη γραμμή) καθώς και ενάντια στα απαράδεκτα προνόμια και προκαταλήψεις, επάνω στα οποία στήριζαν την κυριαρχία τους αυτές οι παραδοσιακές δυνάμεις.
Το ζήτημα είναι ότι, στην ιστορία των ιδεών, μία αντίληψη συνεπάγεται, σχεδόν πάντοτε, την ανάδυση μιας άλλης, εντελώς διαφορετικής: έτσι, οι άνθρωποι βρίσκονται συνήθως αντιμέτωποι με συνέπειες που δεν είχαν καν διανοηθεί, ενώ υπερασπίζονταν τις προϋποθέσεις τους με τον πιο ένθερμο ζήλο. Αντιμετωπίζοντας υπ’ αυτό το πρίσμα τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, δηλαδή την πνευματική αφετηρία της Νεωτερικότητάς μας, οδηγήθηκα σταδιακά στην εξής υπόθεση: κατά την αντίληψή μου, δεν υπάρχει παρά μονάχα μία δυνατότητα να αναπτυχθεί με τρόπο απόλυτα συνεπή το αμφίσημο αξιωματικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού: και αυτή είναι ο φιλελεύθερος ατομικισμός. Και η πιο ριζική και πιο λογική πολιτική έκφραση του τελευταίου βρίσκεται στην αφήγηση της πολιτικής Οικονομίας, την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή της οποίας αντιπροσωπεύει ο Πλούτος των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. Με άλλα λόγια, αυτό που, ακόμα και στις μέρες μας, ονομάζουμε Αριστερά αντλεί από την ίδια, ακριβώς, φιλοσοφική πηγή με τον σύγχρονο φιλελευθερισμό – (και, άλλωστε, δεν θα ήταν καθόλου παράλογο να υποστηρίξει κανείς ότι ο Τυργκό και ο Άνταμ Σμιθ ήταν, ήδη, στην εποχή τους, άνθρωποι της Αριστεράς). Η ύπαρξη, ακριβώς, αυτής της αρχέγονης μήτρας, κοινής στη σκέψη της Αριστεράς και στον Φιλελευθερισμό του Διαφωτισμού, εξηγεί, κατά την άποψή μου, τις αιτίες που οδήγησαν την πρώτη στο να επικυρώνει επί της ουσίας το πνεύμα του δεύτερου, παρόλο που συχνά (τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα) επιθυμεί να τον τροποποιεί (ή να τον ρυθμίζει) στην μία ή την άλλη λεπτομέρεια. Οι αιτίες αυτές, λοιπόν, δεν συναρτώνται με την ιδιαίτερη ψυχολογία της πλειοψηφίας των ηγετών αυτού του κινήματος (τη χαρακτηριστική αγάπη τους για την εξουσία και τη ροπή προς την προδοσία, που αυτή συνεπάγεται). Είναι θεμελιωδώς «οντολογικές», συνδέονται δηλαδή με την ίδια τη φύση της Αριστεράς. Ιδωμένη από αυτή τη σκοπιά, η ιδέα ενός «αντικαπιταλισμού» της Αριστεράς (ή της Άκρας Αριστεράς) θα φάνταζε το ίδιο απίθανη όπως και η ιδέα μιας ανανέωσης ή «επανίδρυσης» του καθολικισμού που θα αγνοούσε τη θεία φύση του Χριστού ή την αθανασία της ψυχής. Κατά συνέπεια, οι ίδιες οι απαιτήσεις ενός ουσιαστικού αγώνα ενάντια στη φιλελεύθερη ουτοπία, και την ενισχυόμενη ταξική κοινωνία που αναπόφευκτα γεννάει (και μ’ αυτό εννοώ έναν τύπο κοινωνίας όπου ο αναίσχυντος πλούτος και η εξουσία των μεν έχουν σαν μείζονα προϋπόθεση την εκμετάλλευση και την περιφρόνηση των δε), καθιστούν, επί του παρόντος, πολιτικά αναγκαία μια ριζική ρήξη με το ιδεολογικό φαντασιακό της Αριστεράς. Κατανοώ απολύτως ότι η ιδέα μιας τέτοιας ρήξης θέτει σε πολλούς σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, διότι η Αριστερά, από τον 19ο αιώνα, λειτούργησε κυρίως σαν μια θρησκεία υποκατάστασης (η θρησκεία της «Προόδου»)· και ξέρουμε καλά πως πρώτιστη λειτουργία όλων των θρησκειών είναι να προσφέρουν στους πιστούς τους μια ταυτότητα, και να τους εξασφαλίζουν την ειρήνη με τον εαυτό τους. Μάλιστα, δεν δυσκολεύομαι να φανταστώ πως πολλοί αναγνώστες θα θεωρήσουν αυτήν την απόπειρα –να αντιπαραθέσω ριζικά το φιλοσοφικό πρόταγμα του αρχέγονου Σοσιαλισμού στα διάφορα προγράμματα της υπαρκτής Αριστεράς και Άκρας Αριστεράς– ως μία ανώφελη παραδοξολογία, αν όχι μια παράλογη και επικίνδυνη πρόκληση, που σκοπό έχει να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα όλων των εχθρών του ανθρωπίνου γένους. Αντίθετα, εγώ εκτιμώ ότι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι ο μόνος που δίνει μια λογική εξήγηση στον κύκλο των αλλεπάλληλων ιστορικών αποτυχιών και ηττών που σφράγισαν τον αιώνα που μας πέρασε· αποτυχίες και ήττες, οι αιτίες των οποίων παραμένουν σκοτεινές για πολλούς, σε αυτή την αλλόκοτη εποχή μας. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί τη μοναδική, σχεδόν, δυνατότητα που μας απομένει, και που δεν έχει ακόμα διερευνηθεί, αν θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε την ανθρωπότητα να βγει, όσο είναι ακόμα καιρός, από το αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ.
………………………………………..
1. Axa: Πολυεθνική εταιρεία, γαλλικών συμφερόντων, που δραστηριοποιείται στον ασφαλιστικό και τραπεζιτικό τομέα (σ.τ.μ.).
2. Journal du Dimanche, 12 Μαΐου 2002.
3. The road to the Wigan Pier, Penguin books, 1989, σ. 159. (Ελλην. έκδ., Στις φάμπρικες του Γουήγκαν Πάιαρ, Ελεύθερος Τύπος, 1979).