του Θ. Στοφορόπουλου, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001
Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη ζωή και το θάνατο του Τσε Γκεβάρα έδωσε αφορμή σε συζητήσεις σχετικά με τις ιδέες του. Έτσι, στο τεύχος του Νοεμβρίου 1998, η Μαρξιστική Επιθεώρηση, που εκδίδεται στο Λονδίνο με τον υπότιτλο «μηνιαίο διεθνές περιοδικό τροτσκισμού», δημοσιεύεται κριτική του Τζιμ Γκράχαμ για τη βιογραφία του Τσε από τον Τζον Λη Άντερσον Qon Lee Anderson, Che Guevara: A Revolutionary Life, Bantam Press).
Αφού επισημάνει ότι το βιβλίο αυτό είναι μάλλον το πληρέστερο που έχει γραφεί για τον Αργεντινό επαναστάτη, ο Γκράχαμ παρατηρεί ότι δεν αποτελεί όμως μαρξιστική ανάλυση άξια του βιογραφούμενου.
Κατά τη βιβλιοκρισία, ο Αντερσον δεν τονίζει το λανθασμένο χαρακτήρα των θεωριών του Τσε σχετικά με τη φύση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε ημι-αποικιοκρατούμενες χώρες κατά την ιμπεριαλιστική εποχή. Ο Γκράχαμ (προφανώς και το περιοδικό) θεωρεί ότι το σφάλμα του Γκεβάρα συνίσταται στην απόρριψη του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης και στην εντύπωση ότι μία μικρή ομάδα αφοσιωμένων ανταρτών θα μπορούσε να καταλάβει την εξουσία αφού θα έπειθε τους χωρικούς να επαναστατήσουν.
Την άποψη αυτή ο κριτικός αποκαλεί μικροαστική. Έτσι χαρακτηρίζει και την ηγετική ομάδα του Φιντέλ Κάστρο, προσάπτοντάς της ότι δεν κατέστρεψε τον προεπαναστατικό κρατικό μηχανισμό στην Κούβα, ότι τον κράτησε γραφειοκρατικά ανεξάρτητο από τα όποια όργανα εξουσίας των εργατών και ότι ασπάσθηκε τελικά την ιδεολογία του σοβιετικού σταλινισμού, υιοθετώντας και αντιτροτσκιστικές θέσεις.
Ο Γκράχαμ ονομάζει «αστούς εθνικιστές» τον Κάστρο, τον Γκεβάρα αλλά και τον Μπεν Μπελλά. Και βρίσκει την ευκαιρία να προσθέσει πως το ζήτημα της Κούβας και της επανάστασής της συνετέλεσε αποφασιστικά στη διάσπαση του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος, όταν το αμερικανικό τμήμα της Διεθνούς Επιτροπής της Τετάρτης Διεθνούς (ICFI) «παραβίασε τις αρχές του και ενώθηκε με τους εκτελεστές του τροτσκισμού, τους οπαδούς του Μιχάλη Πάμπλο στη Γαλλία».
Τις επικρίσεις αυτές συμπληρώνουν οι ισχυρισμοί ότι, κατά τη δεκαετία του ’50, οι Παμπλιστές «είχαν αποστατήσει από τον τροτσκισμό, υποστηρίζοντας πως ο σταλινισμός είχε τη δυνατότητα να αυτομεταρρυθμισθεί υπό την πίεση των γεγονότων» και ότι, με αφορμή τις εξελίξεις στην Κούβα, ο Πάμπλο και οι σύντροφοι του δέχτηκαν με ενθουσιασμό τις ιδέες του Τσε και διατύπωσαν την εκτίμηση ότι είχε πλέον αποδειχθεί πως την ηγεσία της σοσιαλιστικής επανάστασης μπορούσαν να αναλάβουν «αστοί εθνικιστές» και ότι, συνεπώς, δεν υπήρχε ανάγκη δημιουργίας τροτσκιστικών επαναστατικών κομμάτων. Ο Γκράχαμ γράφει πως οι αποτυχίες του Τσε στο Κονγκό και τη Βολιβία και το τραγικό του τέλος οφείλονται στη λανθασμένη αυτή θεωρία, «που θαύμασαν οι Παμπλιστές».
Τα μεταφέρουμε αυτά όχι βέβαια για να τα συνοδεύσουμε από κάποια υπεράσπιση του Μιχάλη Ράπτη. Δεν την έχει ανάγκη. Θελήσαμε όμως να δώσουμε ένα παράδειγμα του ενδιαφέροντος που η σκέψη και η δράση του Πάμπλο εξακολουθούν να προκαλούν διεθνώς, ενώ η πατρίδα του, όπου έφερε και κατέθεσε τα συμπεράσματα της ιστορικής διαδρομής του, μοιάζει να τον ξεχνά.
Το ΑΡΔΗΝ είχε την τιμή να μετάσχει ο Μιχάλης Ράπτης στην πρώτη συντακτική του επιτροπή. Στο παρόν αφιέρωμα κατά τη συμπλήρωση δύο ετών από το θάνατο του μεγάλου αγωνιστή και στοχαστή αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό Convoy ένα σημαντικό κείμενο του για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό.
Θέμος Χ. Στοφορόπουλος