του Τ. Χατζηαναστασίου, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
Τι γυρεύει ένας φιλόλογος σε μία σχολή μέσης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης (TEE); Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να διδάξει τα Νέα Ελληνικά του σχολείου σε παιδιά που βασικά δεν ενδιαφέρονται για τα φιλολογικά μαθήματα; Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα προσπαθήσουμε να θέσουμε το πρόβλημα και να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις για την αντιμετώπιση του.
Η γλώσσα των μαθητών της TEE
Η γλώσσα των μαθητών στα σχολεία αυτά έχει όλα τα γνωρίσματα της γλώσσας της νεολαίας των λαϊκών τάξεων, δηλαδή των χαμηλής μόρφωσης μικρομεσαίων στρωμάτων, των χαμηλόμισθων εργαζομένων, των εργατών και των αγροτών: α) έχει περιορισμένο λεξιλόγιο, β) στηρίζεται στη συχνή επανάληψη στερεότυπων εκφράσεων, π.χ. “ξεκόλλα!”, “τα είδα όλα”, “γάμησε τα” κτλ., γ) ευδοκιμούν οι βωμολοχίες, δ) επικρατεί η παρατακτική σύνδεση σύντομων συνήθως προτάσεων ε) ο μακροπερίοδος λόγος σπανίζει, στ) παρατηρούνται συχνά ασυνταξίες και σολοικισμοί όπως και η λανθασμένη χρήση λέξεων ή εκφράσεων που ανήκουν είτε στη λόγια γλώσσα, είτε στην επίσημη γλώσσα του σχολείου, του στρατού κτλ. Για παράδειγμα, συνηθισμένο είναι το φαινόμενο της λανθασμένης χρήσης της ονομαστικής του ουδετέρου των τριτοκλίτων επιθέτων σε -ης (γεν. -ους), π.χ. “το ευπαθή προϊόν” ενώ στην Κρήτη ακούγεται συχνά η γενική επιθέτου κάποιας κυρίας σε -ης, π.χ. της κας Πετράκης! Το κύριο, όμως, χαρακτηριστικό αυτής της γλώσσας είναι ο προφορικός της χαρακτήρας.
Η γλώσσα του σχολείου
Το πρόβλημα λοιπόν ξεκινά από το γεγονός ότι η γλωσσική διδασκαλία στο σχολείο στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο γραπτό λόγο. Πέρα από αυτό, η γλώσσα του σχολείου αγνοεί κατ’ αρχήν τα τοπικά ιδιώματα και τις διαλέκτους, π.χ. στη Μακεδονία οι φιλόλογοι συχνά διορθώνουν τα “με είπες” και “τον είπα” των μαθητών. Κατά δεύτερο λόγο η γλώσσα που διδάσκεται-ακριβέστερα “μεταδίδεται”- στο σχολείο δεν είναι οικεία στους μαθητές καθώς δεν είναι η φυσική απλή γλώσσα της καθημερινής ζωής αλλά μία μάλλον τεχνητή γλώσσα των δήθεν μορφωμένων, με πολλές λόγιες εκφράσεις, εξεζητημένες λέξεις κτλ. Πώς να εξηγήσεις, για παράδειγμα, στο παιδί του βενζινάδικου που φοιτά στην TEE τη διαφορά ανάμεσα στην “ελλιπή” και την “ανεπαρκή” φοίτηση; Του αρκεί να ξέρει πως στην πρώτη περίπτωση “παραπέμπεται” = μένει σε κάποια μαθήματα για τον Σεπτέμβριο ενώ στη δεύτερη “απορρίπτεται” = μένει στην ίδια τάξη. Ένα τρίτο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό πρόβλημα δημιουργείται εξαιτίας των αναλυτικών προγραμμάτων. Τα αναλυτικά προγράμματα για τη γλωσσική διδασκαλία στην Τ.Ε.Ε., παρ’ όλο που γράφτηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και περιλαμβάνουν σύγχρονα κείμενα, απέχουν πολύ από το να ικανοποιούν τις ανάγκες των μαθητών. Για παράδειγμα, στο βιβλίο των Νέων Ελληνικών του Β’ Κύκλου της Τ.Ε.Ε. διδάσκονται θεωρητικά γλωσσικά ζητήματα με ελάχιστη έως μηδαμινή πρακτική χρησιμότητα, όπως οι τρόποι πειθούς, η επαγωγική και η παραγωγική μέθοδος, ο δοκιμιακός λόγος κ.ά. Έτσι, τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται ιδιαίτερα στα Νέα
Ελληνικά καθώς απαιτείται από αυτα να μάθουν ουσιαστικά έναν καινούργιο γλωσσικό κώδικα που τους είναι σε μεγάλο βαθμό ξένος και συχνά έχει μόνο θεωρητικό χαρακτήρα (όπως π.χ. το να μάθουν τους τρόπους ανάπτυξης παραγράφων). Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος για τον οποίο τα παιδιά της TEE έχουν ιδιαίτερα χαμηλούς βαθμούς στα φιλολογικά μαθήματα αλλά και, πέρα από αυτό, εμφανίζουν χαρακτηριστικά λειτουργικού αναλφαβητισμού. Για παράδειγμα, η ανορθογραφία αγγίζει σχεδόν το 100% των μαθητών. Πέρα από αυτό, συναντάει κανείς τόσα λάθη στη διατύπωση που συχνά δεν γίνεται κατανοητό το τι θέλουν να πουν οι μαθητές. Και μιλάμε για μαθητές που υποτίθεται ότι έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία (sic) την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση.
Η συνήθης πρακτική μέσα στην τάξη
Η πιο συνηθισμένη αντιμετώπιση του προβλήματος από τους φιλολόγους στην TEE είναι να περιορίζουν τη διδασκαλία τους στους τρεις-τέσσερις μαθητές που έχουν ήδη κατακτήσε ένα γλωσσικό κώδικα που ικανοποιει στοιχειωδώς τις απαιτήσεις του σχολείου με υποφερτή ορθογραφία, επιμέλεια όσον αφορά την εκπλήρωση των σχολικών υποχρεώσεων τους και καθημερινή συμμετοχή στα προφορικά. Τους υπόλοιπους μαθητές που φυσικά βαριούνται μέσα στην τάξη, αφού αυτό που γίνεται εκεί δεν τους αφορά, οι φιλόλογοι απλώς τους ανέχονται και είτε τους τιμωρούν με χαμηλούς βαθμούς για την “κακή” τους διαγωγή, είτε προσποιούνται ότι τους αγνοούν. Με λίγα λόγια τους παρατάνε “στην ησυχία τους”. Αυτό, βέβαια, συνιστά απλώς κοροϊδία και από τις δυο μεριές: από τη μια ο καθηγητής υποτίθεται πως διδάσκει αφού περιορίζει τη διδασκαλία του σ’ αυτούς που ούτως ή άλλως δεν τον έχουν ανάγκη και από την άλλη οι αδύναμοι μαθητές πιστεύουν πως κοροϊδεύουν τον καθηγητή μη συμμετέχοντας και πως η “λούφα” αυτή είναι υπέρ τους. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; το αποτέλεσμα είναι κατ’ αρχήν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών της TEE όχι μόνο δεν ωφελείται από τη γλωσσική διδασκαλία αλλά τη θεωρεί μία πληκτική διαδικασία και γι’ αυτό αντιδρά αρνητικά.
Μια διαφορετική στάση
Παρά τις πραγματικές δυσκολίες και τις αρνητικές συνθήκες που υπάρχουν στην TEE, θα μπορούσαμε να δώσουμε κάτι διαφορετικό στα παιδιά αυτά.
Πρώτα πρώτα δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε κατά γράμμα το αναλυτικό πρόγραμμα! Η αλήθεια είναι ότι ουδείς μέχρι τώρα έχει ενδιαφερθεί για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στην TEE. Αρα δεν έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τον ασφυκτικό έλεγχο του Υπουργείου σε ό, τι αφορά την κάλυψη της ύλης, τον καθορισμένο τύπο γραπτών εξετάσεων κτλ. Αυτό μας παρέχει την ελευθερία να αναλάβουμε πρωτοβουλίες και να κάνουμε πράγματα που να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες και στα ενδιαφέροντα των παιδιών. Την τάξη μας εμείς τη γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα. Επομένως είμαστε σε θέση, από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες, με τα κατάλληλα διαγνωστικά τεστ που μπορούν να έχουν τη μορφή κουίζ, παιχνιδιών κτλ., να διαπιστώσουμε τα προβλήματα και τις ελλείψεις.
Υπάρχουν ωστόσο κάποιες σταθερές που ισχύουν για όλα τα τεχνικά σχολεία. Με βάση αυτές μπορούμε να καθορίσουμε τους σκοπούς της γλωσσικής διδασκαλίας: θέλουμε να βελτιωθεί και το γράψιμο και η ομιλία των μαθητών μας γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, αναπαράγεται η κοινωνική ανισότητα που στην εποχή μας στηρίζεται περισσότερο στη γνώση και λιγότερο στην κατοχή πλούτου.
θέλουμε να διευρύνουμε τους ορίζοντες και να μάθουμε τα παιδιά να χρησιμοποιούν το μυαλό τους για να κρίνουν, να αμφισβητούν, να προτείνουν λύσεις για τα ζητήματα που τους απασχολούν.
θέλουμε, τέλος, να αναπτύξουν ευαισθησίες και ενδιαφέροντα και να εκτιμούν την ποιότητα στη ζωή, την τέχνη, τη λογοτεχνία, την παράδοση, την επαφή με τη φύση.
Επομένως, η διδασκαλία μας κινείται σε πολλαπλό επίπεδο: από τις ασκήσεις ορθογραφίας μέχρι τις συζητήσεις για την ανεργία και τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Σε κάθε περίπτωση όμως προετοιμαζόμαστε από τα πριν με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουμε τους μαθητές μας να συμμετέχουν όσο γίνεται περισσότερο. Ετοιμάζουμε ασκήσεις και τις κατάλληλες ερωτήσεις, εξασφαλίζουμε τα κατάλληλα οπτικοακουστικά μέσα, μπορούμε ακόμη να οργανώσουμε μικρές εκπαιδευτικές επισκέψεις. Δημιουργούμε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις έτσι ώστε οι μαθητές μας να μπορούν να διατυπώνουν σωστά τη γνώμη τους, να γράφουν μικρά κείμενα μέσα στην τάξη, να απασχολούνται ατομικά ή ομαδικά την ώρα του μαθήματος με μία μικρή εργασία. Γνωρίζοντας ότι η πλειοψηφία των μαθητών της TEE δεν διαβάζει στο σπίτι, φροντίζουμε όλη η δουλειά, ει δυνατόν, να γίνεται την ώρα του μαθήματος.
Μ’ αυτή την έννοια, δεν έχει νόημα να “πούμε εμείς το μάθημα”. Εμείς το μάθημα το ξέρουμε, το θέμα είναι να το μάθουν κι οι μαθητές. Και οι μαθητές θα το μάθουν μόνο όταν το σκεφτούν, όταν γράψουν, όταν δοκιμάσουν να λύσουν ασκήσεις, όταν, μ’ άλλα λόγια, δουλέψουν πάνω στη νέα γνώση. Μιλάμε λοιπόν για τη διερευνητική ή τη μέθοδο “επίλυσης προβλήματος”. Εννοείται ότι επιλέγουμε θέματα που ξεκινούν από την άμεση εμπειρία των μαθητών, π.χ. στους μηχανολόγους μπορούμε να βάλουμε να γράψουν μία άσκηση με το εξής θέμα: “Εργάζεσαι σε συνεργείο επισκευής δικύκλων. Εξήγησε σε πελάτη τη βλάβη του οχήματος του και συμβούλευσέ τον ούτως ώστε να αποφεύγει στο εξής παρόμοιες βλάβες”.
Αποδεχόμαστε επίσης το γεγονός ότι οι μαθητές μας χρησιμοποιούν κατ’ εξοχήν -και αυτό θα κάνουν και στην υπόλοιπη ζωή τους- τον προφορικό λόγο. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τα όσα προβλέπει το αναλυτικό πρόγραμμα, οι μαθητές αυτοί μάλλον στην υπόλοιπη ζωή τους δεν πρόκειται να ασχοληθούν με το… γραπτό δοκίμιο. Αντίθετα, τους χρειάζεται να μπορούν να επικοινωνούν γραπτά με φίλους τους αλλά και με διάφορες υπηρεσίες, άρα να συμπληρώνουν έντυπα, να υποβάλλουν αιτήσεις, να γράφουν μηνύματα στο κινητό(!), να γράψουν ένα βιογραφικό σημείωμα κτλ. Άρα προσαρμόζουμε κι εμείς τη διδασκαλία μας σε αυτά τα δεδομένα.
Όσον αφορά τον προφορικό λόγο θα πρέπει: α) να συνηθίσουμε κι εμείς αλλά και οι μαθητές την ιδέα ότι μιλάμε με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικό περιβάλλον ή/και σε διαφορετικούς ανθρώπους. Άρα πρέπει να γνωρίζουμε πώς μιλάμε στην αίθουσα διδασκαλίας, στο προαύλιο, στον δρόμο, στο γραφείο του διευθυντή ή του εργοδότη μας, στον προϊστάμενο, στους γονείς μας κτλ. Μπορούμε
να φτιάξουμε σχετικές άσκησε,; να μοιάζουν με δραματοποίηση— διαλόγων και να τα δουλέψουμε μέοα στην τάξη. β) Πρέπει, ακόμη να απαλλαγούμε από τη δήθεν ορθή αντίληψη που θεωρεί ότι οι γλώσσες όλων των κοινωνικών ομάδων είναι εξίσου σημαντικές και πρέπει να τις αποδεχόμαστε ή και να τις καλλιεργούμε. Στα σχολεία αυτό πρακτικά θα σήμαινε να λένε ολοι την ώρα: “μαλάκα” και “άντε · γ) Από την άλλη μεριά, όπως έχει ήδη γίνει κατανοητο ότι θελουμε ν’ απαλλαγούμε από την προληψη ότι μοναδική “σωστή” γλώσσα είναι αυτή του σχολείου, δ) Επιχειρούμε, τέλος, να αναδείξουμε την καθημερινή γλώσσα σε όλο της τον πλούτο και σε όλες της την πολυμορφία.
Εν κατακλείδι, το ζήτημα γλωσσικής διδασκαλίας στην TEE παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον από την άποψη ότι αποτελεί μία προκληση για τον φιλόλογο να αναπτύξει εκείνες τις μεθόδους που θα του επιτρέψουν να γίνει και ο ίδιος και οι μαθητές του γλωσσικά, πνευματικό και ψυχικά πλουσιότεροι.
* Ο Τάσος Χατζηαναστασίου είναι φιλόλογος στο 2° Τ.Ε.Ε. Χανίων και εξέδωσε πρόσφατα το βιβλίο Το άλλο σχολείο στις Εναλλακτικές Εκδόσεις