από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Αυτό που μπορούν να προσφέρουν οι διανοούμενοι στις λεγόμενες εξελιγμένες κοινωνίες, των κριτικών και των επιθετικών μη εξαιρουμένων, είναι διακόσμηση, διασκέδαση, υλικό για τον ελεύθερο χρόνο, “καλύπτοντας” μέσα μαζικής επικοινωνίας και άδειους τοίχους και εξυπηρετώντας την εξέλιξη των πραγμάτων, όπως έχουν.
Μαξ Χορκχάιμερ, “Η κοινωνική εξέλιξη των διανοουμένων”,
Νοtizen, 1961-1962
Η υπαγωγή ενός τμήματος των διανοουμένων σε δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς και η άμεση πρόσβασή τους, σε επαγγελματική βάση, στους μηχανισμούς χειραγώγησης και εξουσίας ήταν προϋπόθεση και αποτέλεσμα συνάμα των διαδικασιών ενσωμάτωσης και αφομοίωσης στην “υπό διαχείριση (νεοελληνική) κοινωνία”. Η περιγραφή και ερμηνεία αυτής της διαδικασίας, όπως διατυπώθηκε επιγραμματικά, τριάντα εφτά χρόνια πριν, από τον Μ. Χορκχάιμερ, γίνεται –πέραν της πιστότητας που τη χαρακτηρίζει– επικίνδυνα επίκαιρη όσο η ριζοσπαστική αριστερά αδυνατεί να συγκρουστεί, πολιτικά και ιδεολογικά, με τους διανοούμενους της εξουσίας. [ ]
Η μεταπολίτευση σηματοδότησε, πέραν των αναγκαίων αλλαγών σε πολιτειακό και πολιτικό επίπεδο, μία τομή στις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες της Ελλάδας του τελευταίου τετάρτου του 20ού αιώνα: την ανάδειξη των διανοουμένων σε κοινωνική κατηγορία, με όρους σχετικής αυτονομίας, η οποία κλήθηκε να καλύψει –με τις ανάλογες υλικές και κοινωνικές απολαβές– τις ανάγκες του συστήματος σ’ ό,τι αφορά τη διαχείριση του “κόσμου των ιδεών” και του “πολιτιστικού κεφαλαίου” (Π. Μπουρντιέ).
Μια σειρά “ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης” άρχισαν σταδιακά να στελεχώνουν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, με την ανοχή ή την προτροπή των μέχρι πρότινος διωκτών τους. Με αφετηρία το υπουργείο Πολιτισμού, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, και σταδιακή επέκταση στον δημόσιο τομέα και τα ευαγή ιδρύματα, τα οποία είχαν βγει ιδεολογικά και ηθικά τραυματισμένα από τις κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις της “επταετίας”, ένα μέρος της διανόησης, με αριστερές καταβολές και ευρωπαϊκούς τίτλους σπουδών, εμφανιζόταν στο προσκήνιο, ικανοποιώντας την επιθυμία της εκ των υστέρων δικαίωσης των αγώνων, με τη –φρούδα– προσδοκία μιας προοδευτικής κατεύθυνσης στον χώρο της παιδείας και του πολιτισμού, δηλαδή σε ζητήματα διαχείρισης της εκπαίδευσης και της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Η “νέα γενιά των διανοουμένων” διαφοροποιήθηκε, δραστικά και ανέκκλητα, από τη (συντηρητική) προηγούμενη ως προς την πολιτική ένταξη και τις ιδεολογικές καταβολές, καθώς και ως προς την ικανότητα, την έκταση και την ένταση διείσδυσης στον χώρο του εποικοδομήματος, σε μία πρόσφορη περίοδο αναδιατάξεων και ανασυγκροτήσεων της νεοελληνικής κοινωνίας, προβάλλοντας αρχικά στοιχεία “αριστερής, προοδευτικής παράδοσης”, τα οποία λειτούργησαν ως διαπιστευτήρια τόσο στους αποδέκτες όσο και στους “διαχειριστές της εξουσίας”, όπου πρωτίστως στόχευαν.
H επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας
Το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, τέθηκε ουσιαστικά σε κίνηση μια “λειτουργία ενσωμάτωσης” και εξουδετερώθηκαν οι τελευταίες αναστολές. Η ίδρυση του υφυπουργείου Νέας Γενιάς, η στελέχωση της κρατικής τηλεόρασης, σε μονοπωλιακό επικοινωνιακό καθεστώς, το “άνοιγμα” του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα μέχρι πρότινος αποκλεισμένα λόγω “πολιτικών φρονημάτων” μεσοστρώματα επικύρωσαν, παράλληλα με την κοινωνική ανέλιξη μικροαστικών αστικών τμημάτων, τη διαδικασία ένταξης μεγάλου τμήματος των διανοουμένων στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, σε νομικό, πολιτικό, συνδικαλιστικό, πολιτιστικό και επικοινωνιακό (ΜΜΕ) επίπεδο, με βασικό γνώμονα την “προοδευτικότητα”, δηλαδή την αντίθεση προς τις μέχρι πρότινος αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης που χαρακτήριζαν το μετεμφυλιακό κράτος.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των χωρών του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, παράλληλα με τις νέες κοινωνικές διεργασίες στη μεταπολιτευτική νεοελληνική κοινωνία [ ] η “αριστερή διανόηση” έγινε ισότιμος εταίρος, συνομιλητής, συνδιαχειριστής και σύμβουλος του αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος, το οποίο (εξ)υπηρέτησε και εξακολουθεί να υποστηρίζει με θαυμαστή συνέπεια και ευελιξία ως προς τους νέους στόχους που θέτει: την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση, όπως την προβάλλει ένα τμήμα της άρχουσας τάξης, προσανατολισμένο στον ψευδεπίγραφο εκσυγχρονισμό.
Η διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων με την πολιτική και τον πολιτισμό, με την παράλληλη δημιουργία υποδομής για τη διαχείριση του “πολιτιστικού κεφαλαίου” (π.χ. Μέγαρο Μουσικής, Ε.ΚΕ.ΒΙ., υπό διάλυση Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, υπό ίδρυση Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Στοά του Βιβλίου κ.ά.) και με στόχο τη βελτίωση των όρων εμπορευματοποίησης του “πολιτιστικού προϊόντος”, επέβαλε την πλήρη ένταξη αυτού του τμήματος της μεταπολιτευτικής διανόησης, με συνακόλουθες αντιπαροχές για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του προς τους “πολιτικούς διαχειριστές της κοινωνίας”. Οι διανοούμενοι αυτοί, προερχόμενοι από όλο το φάσμα της αριστεράς, κάλυψαν με τον επαρκέστερο τρόπο το κενό που άφησε –αν μιλήσουμε με τους παρωχημένους όρους της συμμετοχής σε κινήματα μεσοπολεμικού τύπου– η τραυματισμένη από το συντηρητισμό και τη σύμπλευση με το στρατιωτικό καθεστώς “παραδοσιακή διανόηση”, η οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε πλέον να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές στο χώρο του εποικοδομήματος. Η διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας, ως επακόλουθο των δομικών αλλαγών που επήλθαν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η “επικοινωνιακή έκρηξη” της δεκαετίας του ’90, καθώς και ο διοικητικός εκσυγχρονισμός των ΑΕΙ, με την παράλληλη εισροή κοινοτικών κεφαλαίων, διαμόρφωσαν νέους όρους στην “αγορά εργασίας”, όπου οι “αριστεροί διανοούμενοι” επιβλήθηκαν με προνομιακές συνθήκες και από θέση ισχύος. Η “εκσυγχρονιστική εκδοχή” στηρίχτηκε πρωτίστως σε εκείνο το τμήμα της διανόησης που έλκει την καταγωγή του από την αριστερά, όπως διαμορφώθηκε υπό το βάρος των διασπάσεων, και που υποδέχτηκε ανεπιφύλακτα και απροσχημάτιστα την έλευση του Ηγεμόνα “ως λυτρωθήναι των δεινών ευχαριστήρια”, στιγματίζοντας παράλληλα, με όρους συντεχνίας, τους αντιπάλους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η πολεμική εις βάρος του Π. Κονδύλη) και οριοθετώντας την ιδεολογική διαπάλη με έναν κατεξοχήν εργαλειοποιημένο Λόγο. [ ]
Αντί σχολίου
Το κείμενο γράφτηκε πριν από τη δημοσίευση της διακήρυξης των “127 πανεπιστημιακών και διανοουμένων της ευρύτερης αριστεράς” (Αυγή, 3.3), που αποτελεί ένα χρήσιμο πρωτογενές υλικό για την περαιτέρω διερεύνηση του φαινομένου. Αντί περαιτέρω σχολιασμού, παραθέτουμε, με τις αναγκαίες αλλαγές, το απόσπασμα από τις Νεκρές ψυχές του Ν. Γκόγκολ, “αφιερωμένο εξαιρετικά” στη “διανόηση της εξουσίας”: “Εκτελούσε τόσο θαυμάσια τα καθήκοντα της αποστολής [της], ώστε δεν ήξερε κανείς αν αυτ[ή] ήταν φτιαγμέν[η] για το επάγγελμα ή το επάγγελμα για κείν[ην]”.
7.3.1999