από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Το γένος ήταν ο παλιός όρος, ο οποίος χρησιμοποιείτο σε μια μεγάλη ιστορική περίοδο, για το έθνος. Αυτό που οι δυτικοί εκφράζουν ακόμα και σήμερα με τον όρο nation (γένος). Σε μας, ακριβώς γιατί υπήρξε η αντίθεση και η διαφορά ανάμεσα σε ένα πολύ μικρότερο έθνος-κράτος και έναν ευρύτερο ελληνισμό, εμφανίστηκε, τουλάχιστον από το 1828 έως το 1922, ένας διαφορισμός μεταξύ έθνους και γένους. Δηλαδή, είχαμε ένα γένος ευρύτερο και ένα έθνος-κράτος πολύ μικρότερο, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο που η Ελλάδα, ως κράτος, περιλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και ορισμένα από τα νησιά του Αιγαίου.
Αυτή η αντίθεση έθνους και γένους, σε ό,τι αφορά το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού, παίρνει τέλος το 1922. Έμειναν βέβαια ακόμα μερικά υπολείμματα, δηλαδή η Κύπρος, η Β. Ήπειρος, κάποια τμήματα στην Πόλη, στη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τη Ν. Ρωσία, τα οποία διατηρήθηκαν για καιρό. Όμως πλέον, από ένα γένος ευρύτερο που κατοικούσε πάντα και στις δύο όχθες του Αιγαίου, έχει απομείνει ένα ελληνικό κράτος και το οιονεί κράτος της Κύπρου. Το Αιγαίο μεταβλήθηκε από επίκεντρο του ελληνισμού σε σύνορό του.
Η αλλαγή αυτή η οποία προσλαμβάνει δραματικές διαστάσεις το 1922 έχει ανυπολόγιστη ιστορική σημασία καθώς βάζει τέλος σε μια διαδρομή 3.000-4.000 χρόνων κατά την οποία οι Έλληνες εγκαταστημένοι και στις δύο πλευρές του Αιγαίου διέθεταν πάντοτε και τους δύο πόλους αναφοράς.
Από το ’22 και μετά έχουμε, εκόντες ή άκοντες, ένα λίγο-πολύ σύγχρονο έθνος-κράτος. Και αυτό έγινε με ακρωτηριασμό, δηλαδή με βία. Πρόκειται για κάτι που ισχύει για όλα τα Βαλκάνια εν μέρει, καθώς από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων κομματιάζονται οι παλιές εθνότητες, έθνη και λαοί και στριμώχνονται σε όρια έθνους-κράτους. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ φέτος ετοιμάζεται να αναδυθεί, έστω και πρόσκαιρα, στο προσκήνιο ένα νέο έθνος-κράτος: το Κόσοβο. Είναι μια προκρούστεια διαδικασία για τον χώρο μας, κατά την οποία η έννοια του έθνους-κράτους, εισαγόμενη από τη Δύση, διαλύει ένα ευρύτερο μόρφωμα όπου, μέσα από μια ιστορική διαδρομή μερικών χιλιάδων χρόνων (από τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι πρόσφατα) ανάμεικτοι πληθυσμοί συγκροτούσαν ευρύτερες ενότητες, που διέφεραν από το παραδοσιακό έθνος-κράτος της Δύσης.
Επομένως από τους Βαλκανικούς πολέμους, και ιδιαίτερα από το 1922 και μετά –τουλάχιστον μέχρι το 1981/1989–, ζήσαμε πλέον σε συνθήκες έθνους-κράτους. Αυτή υπήρξε μια νέα ιστορική περίοδος, παρ’ ότι σπανίως επιμένουμε στη σημασία της. Συνήθως, όταν αναφερόμαστε στο ελληνικό κράτος, ξεκινάμε από το 1821, ξεχνώντας ότι στην περίοδο 1821-1922 συνεχίζονται οι εθνικο-απελευθερωτικοί αγώνες σε όλο τον υπόλοιπο ελληνισμό: Κρήτη, Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία κ.λπ. Στην πραγματικότητα λοιπόν, το νέο ελληνικό έθνος-κράτος εκκινά το ’22, διότι τότε παύουν οριστικά οι καθοριστικοί δεσμοί με τον ευρύτερο ελληνισμό, ο οποίος πλέον εκλείπει, ή καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας από την άποψη του μεγέθους, έναντι του ελλαδικού κράτους.
Η περίοδος από το 1700 έως το 1922 χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως η περίοδος της Νεοελληνικής Αναγέννησης (με σταθμό το 1821) καθώς, από το 1700, τη συνθήκη του Κάρλοβιτς και μετά, ο ελληνισμός, ο οποίος βρισκόταν σε μια κάθετη πτώση για πέντε αιώνες από το 1204, εισέρχεται σε μια διαδικασία αναγέννησης που συνεχίζεται έως το 1922. Μέχρι τότε επιχειρεί να ενσωματώσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε πολιτισμικά, είτε οικονομικά, είτε μέσα από την επέκταση του ελλαδικού κράτους, έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζούσε και δραστηριοποιούνταν από την αρχαιότητα. Αυτό το εγχείρημα αποτυγχάνει, και με την διεύρυνση της διαδικασίας εθνογένεσης των σύγχρονων εθνών-κρατών στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία, απέμεινε ένα κομμάτι και μόνο, που συγκροτεί τον ελλαδικό χώρο.
Εισήλθαμε λοιπόν σε μια νέα περίοδο της ελληνικής ιστορίας που περιλαμβάνει δύο φάσεις, τελικά αρκετά σύντομες, τη συγκρότηση ενός νεοελληνικού έθνους-κράτους, από το 1922 έως το 1981-89, και τη δεύτερη, με έναρξη το 1981 ή ίσως το 1989. Σε αυτή, που εξακολουθούμε να διανύουμε, οι δυνάμεις της αποσύνθεσης του έθνους-κράτους σε μια εποχή ένταξης σε υπερεθνικούς οργανισμούς, προς στιγμήν –ελπίζουμε– κυριάρχησαν πάνω σε εκείνες που υποστηρίζουν, όπως και το Άρδην, πως «για να ξεπεράσουμε το έθνος-κράτος μας πρέπει να το υπερασπίσουμε».
Στην Ελλάδα υπήρξαν δυο γενιές μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή που δοκίμασαν να κατανοήσουν τη νέα πραγματικότητα και, ει δυνατόν, να συνεχίσουν στις νέες συνθήκες, συρρίκνωσης του γένους στο έθνος-κράτος, την ελληνική αναγέννηση.
Η γενιά του ’30 δοκίμασε, τουλάχιστον στον χώρο του πολιτισμού και της τέχνης, να γεφυρώσει το σύγχρονο και το διεθνές με το παραδοσιακό και εγχώριο, δηλαδή να ξαναπιάσει την Αναγέννηση μιας εγχώριας νεωτερικότητας, η οποία είχε διακοπεί. Δεν είναι τυχαίο το εγχείρημα του Τσαρούχη ή του Σεφέρη που ξαναγύρισαν στον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη, δηλαδή στη γηγενή λαϊκή παράδοση. Σιγά-σιγά, μέσω αυτών, αναβαθμίστηκε η Βυζαντινή ζωγραφική και όλα τα στοιχεία που μέχρι τότε θεωρούνταν παρακατιανά στη νεώτερη ελληνική τέχνη.
Όμως, αυτή η προσπάθεια, αγκάλιασε και άλλους τομείς και είχε αρχίζει να ωριμάζει, ανακόπηκε βίαια. Η γενιά του ’40, που θα ήταν ο συνεχιστής του εγχειρήματος, χάθηκε μ’ έναν ακόμα εμφύλιο. Διακρίνουμε πολύ καθαρά τις δυνατότητες που υπήρχαν σ’ αυτή τη γενιά από το γεγονός ότι πολύ σημαντικές φυσιογνωμίες στο επίπεδο των γραμμάτων, κυρίως, χάθηκαν στη δίνη των πολέμων και των εμφυλίων, ενώ από όσους επέζησαν πολλοί μετανάστευσαν στην Ευρώπη. Ουσιαστικά, επειδή ήταν σχεδόν αδύνατο να ζήσουν και να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα από το ’40 έως το ’60, εξορίστηκαν και έπαψαν να λειτουργούν σαν μια εσωτερική μαγιά στην ελληνική κοινωνία. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς θεώρησαν ότι είχαν πάψει να είναι και Νεοέλληνες.
Η επόμενη γενιά που για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο δοκιμάζει να ξαναβάλει τη συζήτηση στην αφετηρία της είναι αυτή του ’60. Στη δεκαετία του ’60, μια εποχή όπου και παγκόσμιως παρατηρούνται εξελίξεις στην πολιτική και πνευματική κατάσταση –το κίνημα του ’68, Κούβα, Βιετνάμ– εμφανίζεται μια ολόκληρη γενιά με εκπροσώπους σε όλα τα πεδία. Μια γενιά που επιχειρεί να ξαναπιάσει το χαμένο νήμα της συζήτησης για τη σχέση μοντερνικότητας και παράδοσης, ανατρέχοντας όλο και πιο βαθιά στη σύγχρονη παράδοσή μας, στις βυζαντινές της ρίζες. Αν η γενιά του ’30 ανέτρεξε στην τουρκοκρατία και την επανάσταση του ’21, η γενιά του ’60 θα πάει πιο πέρα, από τον Γρηγόριο τον Παλαμά μέχρι τον Ερωτόκριτο, για να ξαναβρεί το χαμένο νήμα.
Από το ’22 μέχρι το ’40 και πάλι από το ’50 έως το ’74, η Ελλάδα έχει την αυταπάτη ίσως ότι μπορεί να οικοδομήσει μια κοινωνία με επίκεντρο τις εσωτερικές αντιθέσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα εξωτερικά ζητήματα της περιοχής έχουν υποχωρήσει. Η Τουρκία δεν έχει ακόμα μεγάλες δυνάμεις καθώς μόλις έχει αρχίσει τη συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, ενώ ο ψυχρός πόλεμος έχει παγιώσει τα σύνορα στην περιοχή και έχει επιβάλει μια ισορροπία στα Βαλκάνια. Διανύουμε λοιπόν ένα μεσοβασίλειο, ιδιαίτερα από το 1945 έως το 1974 όπου ως κύρια ζητήματα εμφανίζονται οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις.
Από το 1974 και μετά, με την Κύπρο, περνάμε σε μια περίοδο τριάντα χρόνων κρίσης που αφορά κατ’ εξοχήν τον τρόπο ένταξής μας στη διεθνή κοινότητα. Αυτό που δεν είχαμε αναγνωρίσει ήταν πως η απώλεια της Βόρειας Κύπρου και η ήττα της Ελλάδας στην Κύπρο σηματοδοτούσε μια νέα περίοδο που η Ελλάδα, αντί να γίνεται ισχυρή, όπως ακούγαμε τα τελευταία χρόνια, μεταβαλλόταν και πάλι σε μια δύναμη μειωμένης κυριαρχίας, όχι πλέον και μόνον έναντι των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, πράγμα το οποίο εξ άλλου ίσχυε σε όλη την ιστορική διαδρομή του ελληνικού κράτους, αλλά έναντι του τουρκικού κράτους. Το τουρκικό κράτος μεταβάλλεται σταδιακώς στον επικυρίαρχο της περιοχής, τη μεγάλη περιφερειακή δύναμη, σε συμμαχία με τους Αμερικανούς.
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει αποσπάσματα των Ευαγ. Παπανούτσου, Νίκου Σβορώνου και Κ. Μοσκώφ. Από μια σειρά συζητήσεων που οργανώθηκαν στα γραφεία του Άρδην παραθέτουμε τις δύο τελευταίες εισηγήσεις1, εκείνες που αφορούν τη συγκρότηση του σύγχρονου ελληνισμού, καθώς και δύο κέιμενα που σχετίζονται ευρύτερα με το υπό πραγμάτευση ζήτημα, των Γιώργου Καρμπελιά και Μανώλη Εγγλέζου.
- Την ηχοληψία των συζητήσεων έκανε ο Άκης Ασπρογέρακας για λογαριασμό του ατελιέ «Ασπάλαξ».