Αρχική » Το καλάζνικωφ στο ελληνικό Φαρ Ουέστ

Το καλάζνικωφ στο ελληνικό Φαρ Ουέστ

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Σχίζα, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009

Δημήτρη Κωστόπουλου: Ο Νταβέλης στο Σικάγο. Το γουέστερν της ανάπτυξης, εκδόσεις «Ευώνυμος»

Α υτό το έργο με τα καλάσνικωφ να σκορπούν τον θάνατο στους ανθρώπους της νύχτας, το είδαμε παλιότερα και το ξαναείδαμε πριν λίγες ημέρες, με την εκτέλεση του επιχειρηματία Λαζαρίδη . «Ανήκομεν εις την άγριαν δύσιν», θα μπορούσε να πει κανείς πλέον, στρεβλώνοντας ένα παλιό «γνωμικό» του Καραμανλή του πρεσβύτερου. Κάποιοι θα μπορούσαν να μιλήσουν για την απόσταση που έχει διανυθεί από την «ειδυλλιακή» ζωή με τις ακλείδωτες πόρτες των σπιτιών στα αθηναϊκά περίχωρα, έως το σημερινό βασίλειο των μπράβων και των σεκιουριτάδων. Θα μπορούσαν ακόμη να επικαλεστούν κάποιο παλιό κινηματογραφικό στιγμιότυπο, με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να αποδοκιμάζει το «εισαγόμενο» αμερικανοπρεπές ήθος δια της ιδιαζούσης προφοράς του «Α μ έ ρ ι κ α ν μ π α α α α ρ», συνταιριάζοντας χωροφυλακίστικο στόμφο και εξεζητημένο τονισμό προπολεμικού γυμνασιάρχη.
Η ευφυής αποστροφή του Παπαγιαννόπουλου συμπύκνωνε το πνεύμα μιας συντηρητικής και παλαιομοδίτικης χώρας, που ενδόμυχα καμάρωνε για το ήθος της.
Που τελικά έτρεφε την κνίτικη αντίληψη ότι ο «αμερικάνικος τρόπος ζωής» δεν θα μπορούσε και δεν έπρεπε να περάσει… Όμως ο εκσυγχρονισμός του εγχώριου εγκλήματος, τις τελευταίες δεκαετίες, έδειξε ότι η Ελλάδα είναι ικανή για επιδόσεις εφάμιλλες των αμερικανικών. Και ο Δημήτρης Κωστόπουλος, σεσημασμένος γραφιάς ποιοτικών κειμένων και δράστης ενός καταπληκτικού βιβλίου όπως Τα Βαλκάνια, η οικογεωγραφία της οργής (Εκδόσεις Στοχαστής), κλήθηκε να αποδείξει ότι το κακόν δεν είναι αμιγές καλού. Ότι τα «ξενόφερτα» ήθη, εκτός από το έγκλημα, μπορούν να συνεπάγονται και συναρπαστικές αφηγήσεις όπως οι δικές του: Αποστασιοποιημένες από τις αβαθείς συμβατικές αναφορές και στοχαστικές, ώστε να φωτίζουν τη σχέση του «υπο-κόσμου» με τον «καθώς πρέπει» κόσμο.
ΑΥΤΟΦΥΕΣ ΚΑΚΟ
Φυσικά, ο Κωστόπουλος αντικρούει την άποψη περί εισαγόμενου κακού! Και φυσικά αντιπαρατίθεται στην απλοϊκή αντίληψη που ήθελε την παλιά Ελλάδα εγκληματολογικώς αθώα, απέχουσα έτη φωτός από το Σικάγο, το παρ’ ημίν θεωρουμένο ως «Μέκκα» του οργανωμένου εγκλήματος. Οι διαχρονικές αποδείξεις που κομίζει είναι πραγματικά πειστικές. Λόγου χάρη, καταδύεται στον 19ο αιώνα για να τσιτάρει την εφημερίδα «Αθηνά» του 1855, που διαπιστώνει για λογαριασμό του νεοσύστατου κράτους ότι «είμεθα υποτελείς φόρου εις τους ληστάς ως πάλαι ποτέ οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου εις τους πειρατάς». Τσιτάρει τη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας, Κλάρεντον, το 1870, με αφορμή την υπόθεση της απαγωγής των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων, που κατέληξε στη σφαγή του Δήλεσι: «Η Ελλάς είναι εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών»… Κι ακόμη, αναφέρει τη δήλωση ενός δικαστικού του Μεσολογγίου, κοντά στο τέλος του αμερικανικού εμφυλίου: «Αλλαχού ο ληστής είναι αποτρόπαιος εις την κοινωνίαν, ενταύθα ουδείς ληστής άνευ προστάτου…»
Ο συγγραφέας εκθέτει τη «διαπλοκή» του λόγου περί εγκλήματος (εγκληματολογία) με τη φιλοσοφία και τη τέχνη, όμως σε αντίθεση με διάφορα, δυσκόλως καταπόσιμα βιβλία, το κείμενό του διανθίζεται με στοιχεία διεγερτικά και πληξιο-απωθητικά. Στις γραμμές του, άλλοτε ενσωματώνει χαριτωμένα θέματα από το αστυνομικό δελτίο, άλλοτε εκθέτει ανατριχιαστικές καταστάσεις που «μιλάνε» για το ήθος παλιότερων εποχών… Για την πρώτη περίπτωση, υπάρχει η αναφορά του υπαστυνόμου Ι. Πετράκη, στα τέλη του 19ου αιώνα, περί της καταδίωξης μιας συμμορίας και το ιδιόμορφο «μολών (συ)λαβέ» που του απευθύνει αυτή: «Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά την λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε, “σταθήτε ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας” και απαντησάντων “κλάστε μας τα αρχίδια”, απέδρασαν». Για τη δεύτερη περίπτωση ο Κωστόπουλος θυμίζει ένα ταξίδι του δικτάτορα Πάγκαλου στην Κατερίνη με ειδική αμαξοστοιχία, στις 21 Σεπτεμβρίου 1925, για να δει πρόσωπο με πρόσωπο το ληστή Φώτη Γιαγκούλα και δύο συντρόφους του. Για την ακρίβεια, τα πρόσωπα των ληστών έχουν αποχωρισθεί από το σώμα τους και έχουν παλουκωθεί στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού, προς γνώση και συμμόρφωση…
ΕΝΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ «ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ»
Μέσα από τις γραμμές του Κωστόπουλου βιώνει κανείς την τεράστια απόσταση που διανύθηκε από το ποινικό σύστημα της πρώτης βιομηχανικής περιόδου, με τις 200 περίπου αιτίες επιβολής της θανατικής καταδίκης (Αγγλία) και τις δημόσιες εκτελέσεις, έως τη σημερινή κατάσταση των ήπιων ή και ανύπαρκτων (!) ποινών για διάφορα αδικήματα. Υπάρχουν αναφορές σε εγκληματικά σενάρια που θα άξιζαν μερικά όσκαρ – όπως φερ’ ειπείν η περίφημη ληστεία μιας τράπεζας του μεσοπολέμου από τον Ντίλιγκερ, που έπεισε αρχικά τους υπαλλήλους ότι επρόκειτο περί γυρίσματος φιλμ (!) μέχρι να τους ζητήσει στα σοβαρά το περιεχόμενο των ταμείων… Η έμφαση όμως του βιβλίου αποδίδεται στη σημερινή εγκληματική τάξη πραγμάτων και ιδιαίτερα στους μεγαλοπαράγοντές της: Οι οποίοι σύμφωνα με μια ευφυή γνωμάτευση, «πρέπει να έχουν τον ύπνο του λαγού και το άγχος του γιάπη».
Ο Κωστόπουλος χρησιμοποιεί αστυνομικά δελτία, μαρτυρίες, ρεπορτάζ εφημερίδων και πλούσια βιβλιογραφία, για να δείξει το ελληνικό γουέστερν που υπήρξε παράλληλα με το αμερικάνικο, έστω και αν δεν διέθετε καουμπόυδες, εξάσφαιρα κολτ και σκηνοθέτες περιωπής. Η «αστικοποίηση» του εγκλήματος, η αλλαγή της χωροταξίας του, από τις ορεινές περιοχές στις πόλεις, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1930 και εδώ, προκάλεσε μια πρόσκαιρη ύφεση, που μάλλον συνέβαλε στην εθνική αυταπάτη περί της «φτωχής πλην έντιμης χώρας». Όμως, η μεταμοντέρνα περίοδος του καλπάζοντος καταναλωτισμού έσπευσε να καλύψει το κενό. Ο Θεόδωρος Βερνάρδος, ληστής τραπεζών και αδελφός της Ανίτας Βερνάρδου (περί της οποίας ο Ζαμπέτας δήλωνε ότι «σπάζει γλόμπους» – εννοώντας ότι κάνει μπαμ!) πρωτοεμφανίζεται τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και αυτοσυστήνεται ως αντιστασιακός(!), όμως η συνέχεια θα είναι πιο ζόρικη. Έρχονται πλέον οι συμμορίες της νύχτας, οι προστάτες κέντρων και καταστημάτων, οι πωλητές πρέζας και «λευκής σαρκός» – που ενίοτε είναι αφρικανικής προέλευσης. Έρχονται οι συμμορίες των Γρηγοράκων, ο κομψευόμενος Θέμης Καλαποθαράκος, που θα πυροβολήσει 18 φορές τους δολοφόνους του – ούτε ο Μπαρτ Λάνκαστερ να ήτανε σε γουέστερν φιλμ! Έρχεται ακόμη το εμπόριο όπλων σε χωρικούς θύλακες, όπως αυτός των Ζωνιανών, περί των οποίων αναφέρεται ο Κωστόπουλος σε ανύποπτο χρόνο: «Στην Κρήτη υπάρχει και ο μικροπωλητής με το όνομα ‘σφαιράς’. Είναι αυτός που, σε μεγάλες κοινωνικές εκδηλώσεις, πηγαίνει με το αυτοκίνητο-κλούβα, πουλάει σφαίρες και ενοικιάζει όπλα σε όσους θέλουν να πυροβολήσουν»….
Το έργο του Κωστόπουλου περιλαμβάνει αναφορές στη διεθνή εγκληματικότητα, στους «βίους παράλληλους» των μαφιόζων, στις πραγματικές και κάποτε εικονικές κυρώσεις εναντίον τους, ακόμη και στον υπάρχοντα «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ληστευθέντων» – αγνώστων λοιπών στοιχείων και αιτημάτων. Ο αποδεικτικός του λόγος πείθει για κάτι περισσότερο από την ικανότητα του λήσταρχου Νταβέλη να ανταποκριθεί στις προδιαγραφές του αμερικανικού υποκόσμου: Πείθει δηλαδή ότι ο αμερικάνικος υπόκοσμος θα μπορούσε κάλλιστα να δελεασθεί από τις «μπάζες» των σημερινών δικών μας παρανόμων, από τις σχέσεις τους με παρα-αστυνομικά και δικαστικά κυκλώματα, με μποντιμπιλντάδες, χαρτοπαικτικές λέσχες και άλλα ευαγή ιδρύματα. Πείθει ότι ο Ντον Κορλεόνε, ή κάποιοι άλλοι εκπρόσωποι της μικρής Ιταλίας εντός της μεγάλης Αμερικής, θα μπορούσαν να προσελκυσθούν στο Μπουρνάζι ή στη Γλυφάδα, αναποδογυρίζοντας τον τίτλο του Κωστόπουλου….
Αυτό το βιβλίο προσφέρει αφετηρίες για την κατάδυση στα άδυτα της εγκληματικής προσωπικότητας, για την ανάλυση της βουλημικής της σχέσης με το χρήμα, την εξουσία, την επιβολή. Δείχνει τη ρευστότητα των σχέσεων στον χώρο του συστηματικού υποκόσμου, τις λυκο-φιλίες ανθρώπων, την προδοσία που ενεδρεύει παντού, τον φόβο που κανοναρχεί τους πάντες. Και όλα αυτά με έναν τρόπο εξαιρετικά πρωτότυπο έως συναρπαστικό…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ