Αρχική » Οι νεοελληνικές κοινότητες

Οι νεοελληνικές κοινότητες

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Δανιηλίδη, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004

Αφετηρία και αμεσο κέντρο για τη δράση του Νεοελληνισμού, αληθινή αυτού κυψέλη, ήσαν οι Κοινότητες. Καμιά έρευνα ιστορικοκριτική δεν έχει ως τώρα καθορίσει θετικά την προ-έλευσή τους.

Μερικοί νομικοί και ιστορικοί, θερμοί πατριώτες από τους παλαιοτέρους, τις θέλανε σώνει και καλά να κατάγουνται από την αρχαία πόλη σαν ένα είδος συνέχειας ή εξέλιξης αυτής. Άλλοι, εξίσου παλαιοί, ή και νεότεροι, που ερευνούν τα ζητήματα πιο πολύ από τη νομική τους άποψη, τις θεωρούν πολιτικό και διοικητικό γέννημα των αιώνων της δουλείας προσαρμοσμένο στην οθωμανική κυριαρχία και το εκκλησιαστικό κράτος. Μια τρίτη αντίληψη, η κοινωνιολογική, που η δημιουργική πνοή ολίγων νέων προσπαθεί να την απαλλάξει από τις γενικότητες του πατριωτισμού και τις στενότητες του πολιτικού ή νομικού ιστορισμού και που ξεκινά από την αγάπη της ζωντανής πραγματικότητας, εξηγεί την κοινότητα γεωοικονομικά, ως μια μορφή φυσική αγροτοαστικών συνεταιρισμών εργασίας ή παραγωγής. Ωστόσο κι αυτή δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί σε μια μελέτη συστηματική και άρτια.

Πάντως και οι τρεις αντιλήψεις, όσο κι αν δείχνουν μια μονάχα ορισμένη πλευρά του προβλήματος, στο σύνολο τους είναι αρκετά διαφωτιστικές. Τα δεδομένα τους, συμπληρούμε-να ολοένα, μας επιτρέπουν, αν όχι μια εικόνα συνθετική, τουλάχιστον μερικές παρατηρήσεις, που προάγουν το θέμα μας.

Είναι μια διαπίστωση ιστορική, πως στην Ελληνική Μεσόγειο, τουλάχιστον από τη βυζαντινή περίοδο και δώθε, δεν εξέλειπε ποτές ολότελα ο θεσμός της κοινοτικής αυτονομίας.

Παράλληλα προς την προϊούσα ενίσχυση των φυγοκέντρων τάσεων, που χαρακτηρίζουν τους τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, βάδιζε και η ανάπτυξη των κοινοτήτων. ακόμα και όταν άρχισαν να παρακμάζουν οι πόλεις και η αστική οικονομία.

Η εξέλιξη αυτή δεν εσταμάτησε ούτε επί των Βυζαντινών. Παρά το συγκεντρωτικό της πνεύμα, η βυζαντινή γραφειοκρατία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μέσα στο πλαίσιο της κα-λοοργανωμένης υπαλληλικής της ιεραρχίας τους τοπικούς παράγοντες των περιφερειών.

Έτσι βλέπουμε το Βυζάντιο κατά το δεύτερο ήμισυ του Ε’ αιώνα να παραχωρεί αυτονομία και σε αγροτικές κοινότητες και να την ανέχεται όπου υπήρχε από πριν. Στις αρχές του ΣΤ αιώνα έχουμε στην Πάτρα κοινοτάρχες, και κοινότητες, που αμύνονται γενναία κατά της επιδρομής των Σλάβων της Πελοποννήσου και των συμμάχων τους, των Σαρακηνών. Και η άμυνα τούτη είναι χαρακτηριστική και γι’ άλλες κοινότητες. Η Αρμένικη Δυναστεία (867-1057), η γνωστή με τ’ όνομα Μακεδονική, γιατί ο ιδρυτής της καταγότανε από τους Αρμένηδες της Μακεδονίας, συνεπής προς στο πνεύμα του ανατολίτικου δεσποτισμού, που επέβαλε στο Βυζάντιο, ακολούθησε συνειδητά μια πολιτική αντικοινοτική.

Ο Λέων ο Σοφός (886-911) με τις Νεαρές του 45 και 47 προσπάθησε να εκμηδενίσει και τα τελευταία λείψανα των κοινοτικών ελευθεριών, που είχαν απομείνει από την εποχή των Ρωμαίων, δίχως όμως αποτέλεσμα θετικό. Η προσπάθειά του ναυάγησε μπροστά στην επίμονη αντίδραση των κοινοτήτων, που στασιάσανε πολλές φορές, για να διεκδικήσουν τις ελευθερίες τους.

Περί τα τέλη του Θ’ αιώνα παρατηρούμε κάποια ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού, και στις αρχές του Ι αιώνα, επί των ημερών αυτού του ιδίου Λέοντος, συναντούμε γενικά βουλευτές και ελεύθερη εκλογή κοινοτικών υπαλλήλων. Επανειλημμένα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα επικυρώνουν τα προνόμια της Μονεμβασίας. Μια Νεαρά του Ρωμανού (922) αναφέρει τη μητροκωμία ως πρωτεύουσα κοινότητας με ξεχωριστά προνόμια. Άλλη Νεαρά του Κωνσταντίνοι του Δ’ Πορφυρογέννητου (947), αναγνώριζε. ομάδα χωρίων, μ’ άλλα λόγια την αγροτική κοινότητα, ως νομικό πρόσωπο. Η διοικητική ανεπάρκεια της κεντρικής εξουσίας, που παρέλυε ολοένα και πιο πολύ, δημιούργησε από το νομικό τούτο πρόσωπο το γνωστό και στην Ελληνιστική Ανατολή καταναγκαστικό όργανο της κρατικής φορολογικής πολιτικής, ένα είδος φορολογικής και διοικητικής μονάδας. Στον Γ αιώνα υπάρχουν φορολογικές κοινότητες, που καθεμιά της, ως μονάδα, ήταν απέναντι του Δημοσίου υπεύθυνη για την καταβολή των φόρων όλων των μελών της.

Δεν ξέρουμε θετικά, αν οι φορολογικές αυτές μονάδες, που επιβαλλότανε άνωθεν, ανταποκρινότανε σε μια ορισμένη περίοδο της αγροτικής πολιτικής του Βυζαντίου, βασιζότανε πάντα και σε ανάλογη κοινοτική μορφή εργασίας και παραγωγής. Πάντως μπορούμε να το υποθέσουμε αυτό με κάποια βεβαιότητα γιο μερικές αγροτικές κοινότητες του Γ αιώνα. Είναι όμως ανάγκη να τονίσουμε ξανά, πως η σχετική έρευνα δεν είναι ακόμη αρκετά προχωρημένη, για να μας επιτρέπει μιαν ανεπιφύλαχτη συνθετική γνώμη. Ενδεικτική για την κοινοτική πρόοδο των αστικών κέντρων είναι η γνωστή ιστορία της κοινότητας Θεσσαλονίκης κατά το. ΙΔ’ αιώνα.

Η Φραγκοκρατία αφήκε σχεδόν άθιχτο το καθεστώς αυτό των κοινοτήτων, και κατ’ αρχήν το αναγνώριζε, όπου το συναντούσε.

Η Τουρκοκρατία όχι μόνο το αναγνώρισε μα και το διαιώνισε. Μπορούμε να πούμε, πως υπήρξε ένας σημαντικός συντελεστής για την περαιτέρω ανάπτυξη και καινούρια διαμόρφωση του κοινοτισμού.

***

Όπως στην Εκκλησία βρήκαν ένα πολύτιμο Instrumentum Regni, έτσι και στην Κοινότητα δεν αργήσανε ν’ ανακαλύψουν οι Οθωμανοί ένα χρήσιμο διοικητικό πυρήνα.

Οι υπόδουλοι Έλληνες ζούσανε μέσα στην καινούρια απέραντη αυτοκρατορία ξεχωρισμένοι από τους Οθωμανούς, σαν ξένοι μέσα σε ξένους. Είχαν βέβαια το εξίσου απέραντο Εκκλησιαστικό τους Κράτος, που τους συγκρατούσε, τους προστάτευε και τους διοικούσε, μα η πραγματική, χεροπιαστή δική τους Πολιτεία ήταν άλλη, αυτή που τη ζούσαν κάθε μέρα και σε κάθε περίσταση, η Κοινότητα τους. Αυτή τους κυβερνούσε, αυτή κανόνιζε τις διαφορές τους και φρόντιζε για τα άμεσα συμφέροντά τους, που ήσαν φυσικά πρώτ’ απ’ όλα τα τοπικά.

Οι Οθωμανοί, δίχως σοβαρή διοικητική παράδοση, και απορροφημένοι από τους συνεχείς πολέμους, δεν μπορούσαν να σκεφθούν, ή δεν πρόφθαναν, να οργανώσουν την απαραίτητη για μια τόσο μεγάλη αυτοκρατορία διοικητική μηχανή. Είχαν λοιπόν κάθε λόγο όχι μόνο να μη θίξουν την κοινοτική οργάνωση, που βρήκαν, μα και να την ενισχύσουν. Ικανότερο και πιο δοκιμασμένο όργανο για τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων των υποτελών τους δεν μπορούσαν να φαντασθούν.

Η κοινότητα ως φορολογική μονάδα ήταν, θαρρείς, φτιασμένη γι’ αυτούς.

Οι Οθωμανοί στην αρχή δεν ήξεραν παρά μόνο τους άμεσους φόρους. Ακολουθώντας ένα σύστημα γνωστό και στο Βυζάντιο της παρακμής και πολύ συνηθισμένο στην Ανατολή, καθορίζανε για κάθε περιφέρεια ομαδικά ένα ποσό και κάνανε την Κοινότητα ολόκληρη ως νομικό πρόσωπο υπεύθυνη για την καταβολή αυτού. Η Κοινότητα πάλι είχε την υποχρέωση να μοιράσει αυτό το ποσό μεταξύ ίων μελών της, σύμφωνα με τη φορολογική αντοχή του καθένα, και να το εισπράξει στον καιρό του. Ανάλογη ταχτική τηρούσανε οι Οθωμανοί μια εποχή και όταν βρισκότανε στην ανάγκη να επιβάλουν σ’ ένα Ραγιά μια οιαδήποτε ποινή και προ πάντων χρηματική. Κάνανε ολόκληρη την κοινότητα υπεύθυνη για ό,τι έπρεπε να επιβαρύνει μονάχα ένα από τα μέλη της.

Με τέτοιες συνθήκες ήσαν όλα τα μέλη αλληλέγγυα απέναντι των Οθωμανών. Το ένας για όλους, όλοι για έναν ήτανε μέσα στην Κοινότητα όχι μόνο αρετή και ιδανικό, όπου έπρεπε να τείνει αυθόρμητα ο καθένας, μα προπάντων μια σκληρή ανάγκη, που επιβαλλότανε απ’ έξω. 0 απολυταρχισμός της οθωμανικής εξουσίας, η ελαστικότητα του Δικαίου της και οι αυθαιρεσίες των οργάνων της δίνανε στις σχέσεις αυτές το χαρακτήρα μιας κοινής κι αιώνιας των ραγιάδων ενοχής και οφειλής, απάνω κάτω σαν εκείνη του γένους των αρνιών στο λύκο του παραμυθιού. Έτσι, όχι μόνον η φτώχεια και η κακία του ενός αντανακλούσε πάνω στους άλλους, μα κι αυτός ο πλούτος του, η αρετή και η Ομορφιά του, εφόσον προκαλούσανε το φθόνο και την επιβουλή των Οθωμανών, δεν έπαυαν να θεωρούνται κοινή συμφορά για όλους.

Ολοφάνερο πόσον αυτοί οι δεσμοί της καταναγκαστικής αλληλεγγύης έχουν συντελέσει στην ανάπτυξη του κοινοτισμού. Μολαταύτα δεν ήσαν ούτε ο μόνος, ούτε ο προσδιοριστικός παράγων στην εξέλιξη των κοινοτήτων.

***

Εκείνο που έχει διαπλάσει την κοινότητα ήτανε κυρίως η δράση της η πολιτική στην ευρύτερη έννοια, που η ελληνική σκέψη δίνει απ’ τα πιο παλιά χρόνια σε ό,τι ονομάζει πολιτικό.

Οι κοινοτικές λειτουργίες δεν περιοριζότανε στην είσπραξη των κρατικών φόρων και την εκτέλεση των κρατικών διαταγών, ή την αντιπροσωπεία της κεντρικής εξουσίας. Ήσαν πολύ ευρύτερες.

Οι Προεστοί, Δημογέροντες, Επίτροποι, Κοτζαμπάσηδες, ή όπως αλλοιώς λεγότανε οι κοινοτικοί άρχοντες, είχαν μέσα στο κοινοτικό πλαίσιο το δικαίωμα να νομοθετούν, να επιβάλλουν φόρους και αγγαρίες, να συνάπτουν δάνεια, να συντάσσουν και να εκτελούν τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Είχαν δικαιοδοσία διοικητική (δημοσία ασφάλεια, αγροφυλακή) και δικαστική (αστική και ποινική, εφόσον ο δημότης θεωρούσε αρνησιπατρία κάθε αναφορά σε δικαστήρια εξωκοινοτικά ή οθωμανικά). Φρόντιζαν για τη θρησκεία και την εκπαίδευση και για τη διατήρηση των σχετικών ιδρυμάτων (εκκλησιές, κοινοτικά σχολειά, διδασκαλεία, βιβλιοθήκες, εκτέλεση και συντήρηση δημοσίων έργων, κοινοτική και διακοινοτική οδοποιία, αρδευτικά έργα, ξενώνες κ.λπ., και για τη Δημόσια υγεία, γιατροί (κοινοτικά φαρμακεία, κοινοτικοί λουτρώνες κ.ά.) Διευθύνανε τόσο την κοινωνική πρόνοια όσο και τις διάφορες κοινοτικές επιχειρήσεις, όπου υπήρχαν. Διοργανώνανε εμπορικές πανηγύρεις, διαχειριζότανε την κοινοτική περιουσία κ.ά., κ.ά. Μ’ ένα λόγο είχαν αληθινή εξουσία και, το χαρακτηριστικό, παίρνανε την εξουσία τούτη, τουλάχιστο σε μερικές κοινότητες, όχι από το κράτος ή την εκκλησία, μα κατ’ ευθείαν απ’ της ίδιας της Κοινότητας τα μέλη, που τους εκλέγανε σε γενική συνέλευση και τους ζητούσανε στο τέλος κάθε χρόνου απολογισμό της θητείας τους.

Υπήρχαν κοινότητες, όπου το δικαίωμα της εκλογής ήταν λίγο ή πολύ περιορισμένο, άλλες πάλι όπου έλειπε ολότελα και οι προεστοί διοριζότανε άνωθεν από τους Οθωμανούς ή επιβαλλότανε μόνοι τους με τον πλούτο και τη δύναμή τους. Πάντως ο κοινοτισμός ήτανε υπόθεση όχι των ξένων μα των αυτοχθόνων, που είτε ως εκλέγοντες και εκλεγόμενοι, είτε ως επιβαλλόμενοι, ήσαν κατ’ αρχήν οι αποκλειστικοί φορείς της τοπικής εξουσίας και της πολιτικής ευθύνης, ήσαν οι ελέγχοντες και ελεγχόμενοι, οι κυριότεροι ρυθμιστές των κοινοτικών υποθέσεων.

Ο αυτοχθονισμός αυτός, που έχει τηρηθεί σχεδόν πάντα και που στένευε τον κοινοτικόν ορίζοντα υπερβολικά, ήταν ένας λόγος παραπάνω για να μένει η κοινοτική αυτοδιοίκηση ριζωμένη βαθιά μέσα στο έδαφος της μικρής πατρίδας.

0 κοινοτισμός είναι παράδοση παλιά, μπορεί, όπως είπαμε και στην αρχή του κεφαλαίου, να είναι παλαιότερος και του Βυζαντίου. Μπορεί ορισμένα του στοιχεία να προέρχουνται από την κλασική αρχαιότητα και να έχουν διασωθεί εδώ και εκεί. Και όμως θα φυτοζωούσε και θα χανότανε σαν ιδέα γενική έξω τόπου και χρόνου, ή σαν θεσμός νεκρός, αν δεν έσμιγε με την τοπική πραγματικότητα διαφοροποιούμενος από τη μια γωνιά στην άλλη, μια που βρισκότανε μέσα στη μικρή Ελλάδα των μεγάλων γεωοικονομικών αντιθέσεων.

Έτσι ο κοινοτισμός, που βλάστησε αυθόρμητα ανά το Πανελλήνιο, παρουσιάζει την ποικιλία ζωής, εντοπισμένης σε διάφορες μικροεστίες αυτόνομες και σκόρπιες. Η έλλειψη μέσων συγκοινωνίας και ο προσωπικός κι ανεπίδεκτος ενιαίας λογικής πολιτικός χαρακτήρας, τόσο της κεντρικής εξουσίας όσο και των επαρχιακών της οργάνων, ήτανε φυσικό να εντείνει την ποικιλία.

***

Από τον πολύ ενδιαφέροντα πλούτο των κοινοτικών παραλλαγών δεν μπορούμε ν’ αναφέρουμε εδώ παρά ελάχιστα, ό,τι πάνω κάτω μας βοηθά να καθορίσουμε καλύτερα τη φύση της κοινότητας και τη σημασία της ως παράγοντα στην εξέλιξη του έθνους. Και πάλι θα περιορισθούμε στην εποχή προ του Εικοσιένα, που γνώρισε αληθινή κοινοτική άνθηση. Υπήρχαν κοινότητες σε επαρχίες ελληνικές κι άλλες σκόρπιες σαν νησίδες μέσα σε περιφέρειες κατοικούμενες από πληθυσμούς αλλοεθνείς κι αλλόθρησκους. Κοινότητες του Εσωτερικού και του Εξωτερικού, στις χώρες της Μεσογείου και μακριά στη Διασπορά, λ. χ. Οδησσό, στη Βιέννη ή στην Τεργέστη. Κοινότητες ηπειρωτικές και νησιώτικες, ορεινές και πεδινές, γεωργικές και κτηνοτροφικές, όπως και βιομηχανικές ή εμποροναυτικές, σε πόλεις ή σε χωριά. Επίσης κοινότητες ξεχωριστές και κοινότητες ενωμένες σε ομάδες ή και πραγματικές ομοσπονδίες, όπως λ.χ. τα Μαδεμοχώρια στη Χαλκιδική και το Σούλι στην Ήπειρο.

Όσον αφορά την οικονομική οργάνωση, υπήρχαν κοινότητες με ατομική εργασία και παραγωγή κι άλλες με ομαδική και συνεταιρική, όπως λ.χ. στα περίφημα Αμπελάκια της Θεσσαλίας ή στις Κυδωνιές1, στην Αργυρούπολη (Γκιουμουσχανέ) και Νικόπολη (Καρά-Χισάρ) της Μικρασίας.

Ξεχώριζαν ακόμα κοινότητες μόνον αγροτικές ή αστικές, όπως και μικτές σαν της Κέρκυρας.

Μοιραία ήταν και η ποικιλία από άποψη πολιτειακή και κοινωνική. Συναντούσε κανείς κοινότητες καθαρά δημοκρατικές, όπως στα Ψαρά, αριστοκρατικές ή ολιγαρχικές δημοκρατικές, όπως σε μερικές από τις Κυκλάδες ή τα Επτάνησα, και φεουδαρχικές στρατιωτικές, όπως λ.χ. στη Μάνη, στο Σούλι, ή στα Σφακιά. Επίσης κοινότητες πλουτοκρατικές ή πατριαρχικές.

Τέτοιες οι κοινότητες μας δεν μπορούν να υπάγουνται στην κατηγορία των μεσαιωνικών πόλεων ή communes της δυτικής Ευρώπης. Δεν ήσαν πάντα, όπως εκείνες, απόρροια μιας εξελιγμένης αστικής οικονομίας, δεν εγεννήθηκαν αποκλειστικά ως κέντρο του εμπορίου και της βιομηχανίας, ή ως έδρα των διοικητικών αρχών. Μπορούσανε να εξελιχθούν και σε τούτο και σε κείνο, αλλά υστερογενώς. Αρχικά όμως είχαν χαρακτηριστικά πολλά, που θυμί-ζανε την αρχαία πόλη ή την αρχαία αποικία και λίγο το εβραίικο γκέτο. Ακόμα κι ένα χωριό με πρωτόγονη γεωργική παραγωγή μπορούσε ν’ αποτελεί μια κοινότητα.

***

Η νεοελληνική κοινότητα ήταν μια οργάνωση ομοεθνών και ομόδοξων, ένας σύνδεσμος προπαντός πολιτικός. Ως άμεση νεοελληνική πολιτεία αποτελούσε για τους Νεοέλληνες επί ολόκληρους αιώνες τη μόνη πηγαία, και ανώτερη μορφή πολιτικής ζωής, το μόνο έδαφος για τη φυσική ανάπτυξη της πρώτης ιεραρχίας προσώπων και αξιών.

Η διοίκησή της ήταν πολλές φορές ολιγαρχική ή αυταρχική, σε μερικές μάλιστα περιφέρειες είχε καταντήσει τιμάρι ενός δεσπότη ή μιας οικογένειας. Και όμως ποτέ δεν είχε εκφυλισθεί σε βαθμό που να εκμηδενίζει το άτομο, τον πολίτη, ως παράγοντα της πολιτικής. Έμεινε πάντα εκτεθειμένη στον έλεγχο και το φθόνο, στις επιθέσεις και στις επιβουλές, πολλές φορές μάλιστα και στις επαναστάσεις τούτων ή εκείνων, από τα μέλη της κοινότητας. Η απολυταρχία των Οθωμανών δεν ανεχότανε, δεν επέτρεπε ούτε την ανασύσταση των παλαιών βυζαντινών φεουδαρχιών, που είχαν εξοντωθεί με την Αλωση, ούτε τη δημιουργία καινούργιων. Είχε βέβαια τους ευνοούμενους της, μα τους άλλαζε συχνά και δεν τους έδινε ποτέ το κύρος μόνιμης εξουσίας, όπως θα το αναπτύξουμε παρακάτω. Η ισοπεδωτική τούτη επενέργεια του οθωμανικού απολυταρχισμού δυνάμωνε τη θέση του ατόμου στους ενδοκομματικούς αγώνες, υπέθαλπε κάθε είδος οχλοκρατίας ή αυταρχίας και διατηρούσε μια πολιτική κίνηση υπερεντατική, δυσανάλογη με τη στενότητα των κοινοτικών συνόρων και τη μικρότητα των κοινοτικών συμφερόντων. Και μολαταύτα ήταν ένας συντελεστής για την εξέλιξη του Κοινοτισμού.

Γιατί άφηνε την κοινότητα ως τον αποκλειστικό άμεσο στίβο, για τη φυσική πάλη των αξιών, ως το μόνο έδαφος για την αβίαστη δημιουργία, ανάπτυξη κι επιβολή κάποιας ιεραρχίας. Τύποι αντιπροσωπευτικοί από την άποψη τούτη είναι όχι μόνον οι κοτζαμπάσηδες μα και οι κλέφτες.

Οι ενδοκομματικοί αγώνες δεν ευνοούσανε μονάχα τις αδυναμίες του νεοελληνικού χαρακτήρα. Ικανοί να παρασύρουν τα πάντα και τους πάντες στην αυτοκαταστροφή, διατηρούσαν άγρυπνο το αίσθημα του κοινού κινδύνου και της κοινής σωτηρίας, και διαμορφώνανε την κοινότητα σε πρωτοκύταρο κρατικό, αναγκασμένο να στέκει υπεράνω ατόμων και ομάδων, και αν ακόμα στηριζότανε πάνω τους, να εναρμονίζει τις αξιώσεις αυτών με τα κοινά συμφέροντα, μ’ άλλα λόγια τις ελευθερίες τους, με κάποια ανώτερη ηθική αναγκαιότητα, και να εξυπηρετεί την ιδέα του συνόλου. Έτσι ωριμάσανε στο μικρό κοινοτικό περιβόλι κοντά στ’ άλλα και οι πιο εύχυμοι και ωραίοι καρποί της νεοελληνικής αλληλεγγύης και ομαδικής ενέργειας.

Ο οικονομικός παράγων, που μπορούσε να δώσει στις ενδοκοινοτικές σχέσεις έναν τύπο πιο ξεκαθαρισμένο, μια εξέλιξη πιο ομαλή, δεν ήταν κι αυτός ελεύθερος. Μπορούσε βέβαια να κινείται κάπως άνετα, μα μονάχα κάτω από την ταφόπετρα του οθωμανικού απολυταρχισμού.

Λευτεριά είχαν οι Έλληνες σχετική, μέσα στα στενά σύνορα της κοινότητας. Κάθε τους αυθόρμητο ξετύλιγμα οικονομικό ή κοινωνικό ήταν καταδικασμένο να σταματήσει μόλις άγγιζε την ταφόπετρα. Πλούσιοι ή φτωχοί, δυνατοί ή αδύνατοι, όλοι τους έπρεπε να έχουν πάντα στο νου πως ήσαν σκλάβοι.

Σε περιφέρειες μιχτές, τούς ήταν απαγορευμένο να βάφουν τα σπίτια τους με χρώματα που τα προτιμούσαν οι Οθωμανοί, ή να τα χτίζουν με πέτρες λείες. Δεν τους επιτρεπότανε να φορούν παρά μόνο ρούχα και παπούτσια σκούρα ή μαύρα, ποτέ κόκκινα. Καβάλα σε άλογο, που κόστιζε περισσότερα των τεσσάρων δουκάτων, ήταν ασυγχώρητο σκάνδαλο και επιτρεπότανε σαν εξαίρεση μόνο στο Δεσπότη και χαριστικά κατόπιν άδειας στο γιατρό.

Έξω από την εκκλησιά, το σπίτι και τις απρόσιτες στους Οθωμανούς ελληνικές συνοικίες έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικοί και να παρουσιάζουνται πάντα σαν φτωχοί, άθλιοι κι ανεπιθύμητοι και να κρύβουν από τα επίβουλα μάτια των τυράννων τον πλούτο τους, τα νιάτα τους, την ομορφιά τους.

Οι κοινοτικές εκκλησίες, αν δεν ήσαν προνομιούχες, δεν μπορούσαν να έχουν καμπάνες, που με τον ήχο τους ερεθίζανε την ακοή των πιστών του Αλλάχ. Καινούργιες εκκλησιές δεν εχτιζότανε στο σημείο όπου διασταυρωνότανε οι οπτικές ακτίνες, που ενώνανε δύο τζαμιά. Αναφέρεται πως, σε μερικές κοινότητες στο εσωτερικό της Μικρασίας, δεν επιτρεπότανε καμιά κηδεία και κανένα βάφτισμα δίχως άδεια της οθωμανικής αρχής, άδεια περίεργη, συνταγμένη σ’ ένα ύφος πολύ εξευτελιστικό για τους υπόδουλους. Ετσι ήταν φυσικό μέσα στην κοινότητα ν’ αναπτύσεται πιο πηγαία και πιο έντονα, ως αξίωση άμεση της ζωής, η ανάγκη της λευτεριάς και η θέληση που μπόρεσε ν’ ανατινάξει την ταφόπετρα.

Ήταν φυσικό εκεί για πρώτη φορά ν’ ακουσθεί το παράπονο: “Μάνα μ’ εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης και να’ μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους”.

Η κοινότητα ήταν και αδελφότητα για όλα της τα μέλη, σύμβολο κοινών πεπρωμένων.

Εξόν από τη Μάνη και μερικές άλλες, καμιά κοινότητα δεν είχε φρούρια. Μιαν Ακρόπο- λη δεν μπορούσαν πια ούτε να φαντάζουνται οι υπόδουλοι. Και όμως και η τελευταία απόκεντρη μικρασιατική κοινότητα, που χανότανε ανάμεσα σε συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ήταν ένα φρούριο. Πουθενά δεν είχαν οι Έλληνες τόσην ασφάλεια όσην εκεί μέσα. Πουθενά δεν μπορούσαν ν’ αμύνουνται με τόση βεβαιότητα όσο στην κοινότητα τους. Τα κοινοτικά σύνορα ήσαν ανοιχτά και μολαταύτα όχι τόσον ευκολοπρόσιτα στους Οθωμανούς. Σε όχι λίγες κοινότητες ήσαν αναγκασμένοι οι Οθωμανοί εισπράκτορες να μπαίνουν οπλισμένοι και με πολλές προφυλάξεις. Αναφέρονται κοινότητες, όπου δεν επατούσε ποδάρι Τούρκου. Η οπλοφορία ήταν απαγορευμένη, και όμως δεν έλειπαν από καμιά κοινότητα τα κρυμμένα όπλα. Μια παλιά παράδοση είχε καθιερώσει τους γιορτάσιμους τουφεκισμούς σαν μια διαδήλωση, ή σαν ένα πατριωτικό καθήκον, και δεν ήσαν λίγοι οι νέοι και οι γέροι, που κάθε Λαμπρή, παρά τις επίσημες απαγορεύσεις, φιλοτιμούντανε να μην καθυστερούν στην εκπλήρωση του καθήκοντος τούτου.

Η κοινότητα ήταν, όπως είπαμε, ένας σύνδεσμος όχι μόνο των ομοεθνών, αλλά και των ομόδοξων. Όπως και το αρχαίο άστυ, όχι μόνο κράτος εν κράτει αλλά και Εκκλησία, είχε τον ξεχωριστό της προστάτη Άγιο, το δικό της τοπικό θεό, και γύρω από αυτόν συγκέντρωνε τα μέλη της, όπως τους πιστούς μιας κοινής λατρείας. Η οργανική ένωση των δυο τούτων στοιχείων, του αστικού-πολιτικού και του εκκλησιαστικού-θρησκευτικού, που έχει συντελεσθεί μέσα στο πρωτοκύτταρο της εθνικής ζωής, αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα στη ζύμωση, που έχει εθνικοποιήσει την Εκκλησία.

Ενδεικτική και η φυσιογνωμία του κοινοτικού παπά. Ριζωμένος μέσα στο κοινοτικό έδαφος ο παπάς, αχώριστος από τα μέλη της αδελφότητας, ζούσε μαζί τους τη χαρά και τη λύπη, ήταν παρών στο χορό και στο γλέντι, στις αποκριές και στη μασκαράτα. Δεν έλειπε ούτε από τον πόλεμο και την ληστεία. Βαθύτατα λαϊκός, αν και ιερωμένος, ήταν η ζωντανή διάψευση του πνεύματος και των τύπων κάθε ανατολίτικης ορθοδοξίας.

Αντίθετα προς τη Μεγάλη Εκκλησία, που κατ’ αρχήν είχε την αληθινή της πατρίδα εν ουρανοίς, η μικρά Εκκλησία, που εταυτίζετο με την κοινότητα, ήταν η ίδια η πατρίδα. Η πρώτη για να μένει πιστή στην κυριότερή της αποστολή, δεν είχε την υποχρέωση ν’ αρνείται τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και να μην παραδέχεται την παραλληλία των συμφερόντων της οθωμανικής κυριαρχίας και του εκκλησιαστικού κράτους. Η δεύτερη για τον ίδιο λόγο έπρεπε να είναι ουσιαστικά η άρνηση της κυριαρχίας τούτης μέσα στο στενό κοινοτικό πλαίσιο. Είχε την προέλευσή της από κάτω και θα έπαυε να υφίσταται, αν έπαυε να εμμένει στην άρνηση, μ’ άλλα λόγια αν έπαυε να στηρίζεται στην άλλη κυριαρχία, τη λαϊκή.

Εκείνη είχε καθήκον απέναντι του θεού και του Σουλτάνου ν’ αφοπλίζει το χέρι, που τούτη ήταν υποχρεωμένη να το εξοπλίζει. Γι’ αυτό θ’ αναγκαζότανε η πρώτη, και παρά τη θέλησή της ακόμα, να αφορίσει την επανάσταση ενώ η άλλη να τρέφει στους κόλπους της αντάρτες κι επαναστάτες2.

***

Η κοινότητα έδρασε και ως εστία πολιτισμού.

Όχι γιατί μπόρεσε να διατηρήσει τις μορφές μιας αρχαίας πνευματικής κληρονομιάς. Τίποτε δεν της ήταν τόσο ξένο όσο η λογία παράδοση της βυζαντινής Εκκλησίας. Στους μακρούς, ζοφερούς αιώνες της δουλείας, είχε ξεμάθει πολλές φορές κι αυτήν ακόμη τη γραφή κι ανάγνωση. Όποιος ήξερε τότε να γράφει ήταν φαινόμενο και κουβαλούσε μαζί του το καλαμάρι του, σημάδι τρανό της εξαιρετικής του σοφίας, αναφέρει ξένος παρατηρητής.

Εκείνο που διατηρούσε η κοινότητα, ήταν προπάντων το πνεύμα ενός οικείου πολιτισμού, η φωτεινή αυτοσυνείδηση κι όχι τα λείψανα της αναιμικής σοφίας των Βυζαντινών. Ήταν η ζωντανή γλώσσα ενός νεαρού λαού, που αγωνιζότανε να τραβήξει μπρος, κι όχι η τεχνητή γραφομένη θλιβερών λογίων, αρρωστημένων ή γερασμένων πνευματικά, που δυσκολευότανε πια να ζήσουν αυθόρμητα. Το αντίθετο ενός κουρασμένου εγκεφαλισμού, ήταν η έμφυτη σε κάθε άνθρωπο κι όχι μόνο στον απόγονο ικανότητα να αισθάνεται φυσικά και να σκέφτεται λεύθερα.

Η κοινότητα δεν υπήρξε μουσείο παλιών αξιών, μα έδαφος που παράγει καινούργιες. Τα δημοτικά τραγούδια και η άλλη λαϊκή τέχνη, από την αρχιτεκτονική ενός αρχοντικού σπιτιού, ενός φτωχού έπιπλου δίχως αξιώσεις, είναι εκδηλώσεις ζωής κοινοτικής ή διακοινοτικής κι έχουν τη σημασία τους, όχι γιατί περιέχουν στοιχεία αρχαϊκά, μα γιατί αποτελούνε την ανώτερη αυθόρμητη έκφραση της πραγματικής ζωής των ανθρώπων ορισμένου τόπου και χρόνου και μπορούν, γι’ αυτόν ίσα ίσα το λόγο, να μιλούν κι έξω τόπου και χρόνου, παντού όπου υπάρχει πηγαίο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο γενικά.

Όσο για τ’ αρχαϊκά στοιχεία, είτε βυζαντινά είτε και παλαιότερα ελληνικά, που φυσικά θα υπάρχουν μαζί μ’ άλλα στη λαϊκή τέχνη, δεν έχουν σχέση με τις επιφανειακές αρχαϊστικές προσπάθειες απ’ έξω, είναι ζωντανά, δηλαδή μετουσιωμένα μέσα στο καινούριο από την ίδια τη ζωή, που δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε δίχως το νόμο της συνέχειας του χθεσινού μέσα στ’ αυριανό.

Έτσι και η πίστη στην αρχαία καταγωγή της φυλής, ήταν μέσα στην Κοινότητα πηγαία, ριζωμένη στον κοινοτικό αυτοχθονισμό κι όχι συνέπεια της αρχαιομανίας, που είχε κυριέψει σε ορισμένες εποχές τις ιθύνουσες τάξεις. Ήταν η χαρακτηριστική, σε κάθε νεαρό λαό, αυτοσυνείδηση της αιωνιότητας του, μια ηθική δύναμη, ζωντανή και δημιουργική. Γι’ αυτό και η εκπολιτιστική και εξελληνιστική της επίδραση επί των αλλογλώσσων και αλλοφύλων, που η ιστορική εξέλιξη τους έφερε και τους εγκατέστησε στις ελληνικές χώρες.

***

Αλλά ο πολιτικός αυτός μικρόκοσμος ήταν τοπικός και ζούσε απομονωμένα.

Οι κοινότητες, σκόρπιες και διαφοροποιημένες από τις γεωοικονομικές αντιθέσεις των ελληνικών χωρών, ήσαν από γενικότερη άποψη πυρήνες ζωντανοί, μα κι ασύνταχτοι. Κι έτσι ευνοήσανε υπερβολικά την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού ατομικισμού και τοπικισμού των Νεοελλήνων. Εξαίρεση μπορούσαν να κάνουν μερικές κοινοτικές ομοσπονδίες και ξεχωριστά η Πελοπόννησος, που ήταν περισσότερο ενωμένη και διατηρούσε και δική της πρεσβεία στην Πόλη, μα και τούτες είχαν χαρακτήρα προπαντός τοπικό. Το παρδαλό πλήθος των μικρών, εφήμερων ή κληρονομικών ολιγαρχιών, που είχαν αναπτυχθεί κι εξελιχθεί μέσα στα κοινοτικά σύνορα, ήταν οργανικά ακατάλληλο κι ανίκανο ν’ αντιμετωπίσει και να εξυπηρετήσει συμφέροντα διακοινοτικά και πολύ λιγότερο πανελλήνια. Εκείνο που έλειπε από τις κοινότητες ήταν η αμφικτυονία η πανελλήνια, ή το μεγάλο ενιαίο κράτος.

Και την αποστολή τούτη ανάλαβε η Εκκλησία, που διατηρούσε μαζί με το δεσποτισμό της Ανατολής και κάτι από την κρατική παράδοση της Ρώμης. Με την οργάνωσή της, που σαν ένα δίκτυο τεράστιο περιέσφιγγε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ένωνε τις κοινότητες όλες σ’ ένα στέρεο σύνολο και γένηκε φορέας κι ενσαρκωτής της ιδέας ενός ενιαίου πανελλήνιου κράτους.

Εννοείται πως μια τέτοια ένωση δεν ήταν οργανική. Η υποταγή των κοινοτήτων στο εκκλησιαστικό κράτος έμεινεν εξωτερική, σταμάτησε μπροστά στη δικαιοδοσία της κοινοτικής αυτονομίας. Και τέτοια όμως η ένωση τούτη, μπόρεσε ν’ αποτελέσει το αντίρροπο κατά του φαινομένου, που το ονομάσαμε εξελληνισμό και εξεθνισμο της Εκκλησίας.

Το εκκλησιαστικό κράτος έκανε δύσκολη την ομαλή εσωτερική ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού. Γιατί δεν μπορούσε να ευνοήσει και πολύ λιγότερο ν’ ακολουθήσει παντού το λαϊκό ή δημοκρατικό πνεύμα, που είναι η βάση του κοινοτισμού, κι αναγκάσθηκε εξωθούμενη από τη φύση των πραγμάτων να το πολεμήσει, όπως πολέμησε ως επαναστατική και κάθε πνευματική αφύπνιση, που φανερώθηκε μέσα στις κοινότητες. Ήταν ανάγκη εσωτερική του εκκλησιαστικού κράτους να επιβάλει στις κοινότητες ως αποκλειστικό μορφωτικό ιδανικό το ανατολίτικο απολυταρχικό πνεύμα του Βυζαντίου και να ευνοήσει μεροληπτικά την εξουσία εκείνων των κοινοτικών ολιγαρχιών, που στηριζότανε περισσότερο στην εύνοια των Οθωμανών παρά, στην εμπιστοσύνη των μελών της κοινότητας. Μόνον η κληρονομικότητα των κοινοτικών ολιγαρχιών και ο εκφεουδαλισμός των κοινοτήτων αποτελούσαν εγγύηση για την παγίωση του κύρους του εκκλησιαστικού κράτους μέσα στην κοινότητα. Μα η κληρονομικότητα τούτη, ακόμα κι εκεί που ήταν απόρροια οικονομικών ή άλλων αυτόνομων φαινομένων, γινότανε αδύνατη αν δεν την ευνοούσε και την καθιέρωνε η οθωμανική εξουσία. Κι απ’ εδώ προερχότανε άλλη παραλληλία ή ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ των κοινοτικών ολιγαρχιών, του εκκλησιαστικού κράτους και της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Εκκλησία γινότανε φορέας και κήρυκας νομιμοφροσύνης απέναντι των Οθωμανών ακόμα και μέσα στην κοινότητα, που ήταν ουσιαστικά άρνηση της ξένης κυριαρχίας. Έτσι έχει συντελέσει όχι λίγο στην ανάλογη αλλοίωση των κοινοτικών πολιτειών.

Και τέτοιος ο εκκλησιαστικός συγκεντρωτισμός έχει επιδράσει πολύ μορφωτικά επί των Νεοελλήνων, πού ήσαν θεό-φτωχοί σε ζωντανές παραστάσεις Κράτους. Υπήρξε ο συντελεστής στη δημιουργία, διάδοση κι επιβολή της ιδέας ενός ενιαίου νεοελληνικού κράτους. Γενηκε όμως και πρόξενος επιπλοκών με ανυπολόγιστες συνέπειες.

*

Η Εκκλησία, προσκολλημένη στο χριστιανικό ιδανικό του Μεσαίωνα, δεν μπόρεσε ποτέ να χειραφετηθεί ολότελα από την παράδοση και τις μορφές του ανεθνικού ορθόδοξου κράτους του Βυζαντίου και δημιούργησε μια σύγχυση που δεν επέτρεψε την ομαλή γεωγραφική διατύπωση κι εδαφική διαμόρφωση ενός εθνικού Κράτους βασισμένου αποκλειστικά στη νεοελληνική πραγματικότητα.

Ίσαμε τα τελευταία χρόνια μείνανε το εκκλησιαστικό κράτος και το νεοελληνικό κρατικό ιδανικό, κι από άποψη γεωγραφική, αξεχώριστα δεμένα το ένα με τ’ άλλο. Η Μεγάλη Ιδέα, ως σύμβολο του αγώνα για την απελευθέρωση κι ένωση όλων των υποδούλων ο’ ένα κράτος, δεν ήταν μόνο φυσική απόρροια του εθνικού κινήματος, όπως το επόθησε και το έζησε η γενεά του Γεμιστού και το έχει διαπλάσει η οικονομική και πνευματική εξέλιξη από τον ΙΖ’ αιώνα και δώθε, μα και ανάγκη επιταχτική της γεωοικονομίας των νεοελληνικών χωρών. Και όμως η διατύπωση αυτής, η γεωγραφική, ήταν προπαντός έργο της Εκκλησίας, και τα σύνορα της Εκκλησίας ξαπλωνότανε πέρα από την Ελληνική Μεσόγειο κι αγκαλιάζανε χώρες που αποτελούσαν το άμεσο περιβάλλον της ζωής ξένων εθνών.

Το έδαφος του εκκλησιαστικού κράτους δεν εταυτίζετο με το έδαφος του εθνικού. 0 ιμπεριαλισμός του πρώτου αξιούσε μια εξάπλωση δυσανάλογη με τις ανάγκες ακόμα και του πιο αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού του δευτέρου. Ανεθνικός εκείνος από καταγωγή, μπορούσε να προχωρεί αδιαφορώντας για τον εξελληνισμό των περιφερειών, όπου εξουσίαζε, ενώ, εθνικός αυτός, ένιωθε πως αργά ή γρήγορα θα κινδυνέψει, αν τον ακολουθούσε σε περιφέρειες που θα του ήταν αδύνατο να τις αφομοιώσει εθνικά κι όπου θα καταντούσε μια μέρα απλή Διασπορά.

Οι πολυμέτωποι κι ατελείωτοι αγώνες της Εκκλησίας, για να παρεμποδίσει τη δημιουργία Εθνικών Εκκλησιών μέσα στην περιοχή του δικού της κράτους, εθεωρήθηκαν σχεδόν πάντα εθνικοί ελληνικοί κι έχουν διεξαχθεί όλοι δίχως εξαίρεση με θυσία εθνικών δυνάμεων. Και όμως δεν ήταν για το Έθνος το ίδιο, αν οι αγώνες αυτοί, δικαιολογημένοι πάντα από τις οργανικές ανάγκες της Εκκλησίας, στρεφότανε εναντίον των Εξαρχικών3 που επιβουλευότανε στη Μακεδονία και στη Θράκη άμεσα εθνικά συμφέροντα, ή εναντίον των Αραβοφώνων στην Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, που κείνται έξω της εθνικής ζώνης και αποτελούν από άποψη εθνική μονάχα ιστορικές και πολύ σπάνια σύγχρονες εστίες διασποράς.

Να γιατί και το μπέρδεμα στα συμφέροντα Εκκλησίας και Έθνους κι ο περίπλοκος γεμάτος αντιθέσεις χαρακτήρας των σχετικών ζητημάτων. Να γιατί το χάος κι η σύγχυση, που έφερε στη διατύπωση εθνικών ιδανικών και διεκδικήσεων η ανεθνική παράδοση. Να γιατί οι εξαιρετικές δυσκολίες, που έχει συναντήσει το νεοελληνικό εθνικό κράτος στη διαμόρφωση και παγίωσή του.

Οχι μόνο πνευματικά, μα και πολιτικά, μεγάλωσε και εξελίχθηκε το έθνος περιορισμένο μέσα στις φόρμες του εκκλησιαστικού κράτους. Κι αυτό είναι το φαινόμενο που ονομάζουμε εκθεοκρατισμό κι εξανατολισμό του έθνους και που, μαζί με το αντίρροπο του, τον εξελληνισμό και εξεθνισμό της Εκκλησίας κάνουν τον Νεολληνισμό να ταλαντεύεται ολόκληρους αιώνες τώρα μεταξύ δύο κόσμων και να μετέχει λίγο πολύ και των δύο, ανίκανος ακόμη να δημουργήσει ομαλά δικό του ενιαίο πολιτισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στα τουρκικά Αϊβαλί (Ayalik=κυδώνι) (Σ.τ.ε)

2 . Νομίζω ότι στο σημείο αυτό ο Δανιηλίδης δίνει μια εξήγηση της στάσεως που ετήρησε ο μαρτυρικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ (1745-1821), μολονότι μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, απέναντι στην Επανάσταση που οργάνωσε η Εταιρεία στη Μολδοβλαχία (Σ.τ.ε)

3 – Οι Βούλγαροι πολλά χρόνια πριν ιδρυθεί το κράτος τους (1908), είχαν αποσχισθεί εκκλησιαστικά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (το οποίο το 1872 τους κήρυξε σχισματικούς) και τοποθέτησαν αρχικά στην Πόλη Έξαρχο. Αργότερα ίδρυσαν δικό τους Πατριαρχείο. Το 1872 επίσης το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατεδίκασε τον εθνοφυλετισμό. (Σ.τ.ε.)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ