Αρχική » Φοβία ή Φιλαλήθεια

Φοβία ή Φιλαλήθεια

από Άρδην - Ρήξη

του π. Γ. Μεταλληνού, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000

1. Τον Ιούνιο του 1999 ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ μέσω του καρδιναλίου Cassidy, ενημέρωσε (και) τον αρχιεπίσκοπο μας κ. Χριστόδουλο, ότι θέλει να επισκεφτεί (και) την Ελλάδα, στα πλαίσια ενός ευρύτερου προσκυνηματικού ταξιδιού του στους ιερούς τόπους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Το παπικό γράμμα προκάλεσε εντύπωση, διότι όποιος γνωρίζει να αποκωδικοποιεί τα κείμενα του Βατικανού μπορεί να κατανοήσει τους απώτερους στόχους του. Γι’ αυτό και αμέσως άρχισε ο δημόσιος σχολιασμός του στα διάφορα μέσα ενημέρωσης. Την 1 η Σεπτεμβρίου 1999 είχα την τιμή να συμμετάσχω σε μια τηλεοπτική συζήτηση με συντονίστρια την καταξιωμένη δημοσιογράφο κα. Λιάνα Κανέλήη (εκπομπή “θανάσιμα αμαρτήματα”, στην TV SEVEN). Η συζήτηση είχε κατά τούτο ενδιαφέρον, διότι έδωσε τη δυνατότητα για μια ειλικρινή και υπεύθυνη τοποθέτηση όλων στο ερώτημα, ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις από μια επίσημη υποδοχή του Πάπα στην Ελλάδα. Ο υπογραφόμενος ταυτίστηκε σ’ αυτό με το Άγιο Όρος και ένα κείμενο 853 προσωπικοτήτων του εκκλησιαστικο-θεολογικού μας κόσμου, που διαχωρίζουν την έλευση του Πάπα στην Ελλάδα ως απλού προσκυνητή, από την επίσημη (δηλαδή ως πατριάρχη) αποδοχή του από την Ελλαδική Εκκλησία. Για την πρώτη ουδείς λόγος γίνεται, για τη δεύτερη όμως ανακύπτουν τεράστια προβλήματα, τα οποία απορρέουν από την ταυτότητα και ουσία του Παπισμού.

Βέβαια, η «εκκοσμίκευση», κυρίως στο χώρο της διανόησης και του πολιτικού κόσμου, έχει προχωρήσει τόσο πολύ, που θεώρησα εντελώς φυσική την απορία ενός διακεκριμένου πολιτικού μας την επόμενη ημέρα: «Γιατί πειράζει να υποδεχθούμε ως Πάπα τον… Πάπα;». Γνωρίζοντας από την επαγγελματική μου ενασχόληση, ότι λείπουν τα κριτήρια για την κατανόηση ενός αυτονόητου για τον μακαρίτη στρατηγό Μακρυγιάννη, κατέφυγα στο νόμο της αναλογίας και του απάντησα με άλλο ερώτημα, κινούμενο στο χώρο των δικών του ευαισθησιών (είναι ακραιφνής δημοκράτης): «θα μπορούσατε- του είπα- να υποδεχτείτε με βασιλικές τιμές τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο;». Σ’ αυτό το αυτονόητο η άρνηση ήταν αυθόρμητη. Συνέχισα λοιπόν: «την ευαισθησία που έχετε εσείς στο πολιτικό πρόβλημα που σας έθεσα, έχουμε και εμείς στο εκκλησιαστικό-πολιτικό πρόβλημα που λέγεται Πάπας». Η ευαισθησία δε αυτή δεν εντοπίζεται σε ιστορικά προβλήματα στις σχέσεις μας με τον Παπικό θρόνο, αυτό είναι κάτι δευτερεύον, αλλά στην ίδια την ουσία του Παπισμού, που παρά τις συνεχείς επιφανειακές ανανοηματοδοτήσεις και παρερμηνείες της εποχής μας, δένεται όλο και περισσότερο με τη μεσαιωνική ταυτότητα.

2. Στην τουρκοκρατία συντάχθηκαν διάφορα έργα με τον τίτλο «τι εστί πάπας», εντοπίζοντας την αλλοτρίωση της δυτικής χριστιανοσύνης, βασικά και κύρια στον παπικό θεσμό. Η περί πάπα μεσαιωνική φραγγοτευτονική αντίληψη συνιστά την μεγαλύτερη νόθευση της χριστιανοσύνης και την πηγή της περαιτέρω διαστρέβλωσης του χριστιανισμού στην δύση, που εισβάλει αιώνες τώρα, μέσω της δυτικοποίησής μας και στην “καθ’ ημάς ανατολή”. Στον παπισμό, γράφει εύστοχα ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς {Ορθοδοξία και Δύση στην νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1996\3, σ.44),«έχουμε μία ριζική αλλοτρίωση του ίδιου του πυρήνα της εκκλησιαστικής αλήθειας, ένα διαφορετικό ‘χριστιανισμό’ στους αντίποδες του ευαγγελικού τρόπου ζωής και σωτηρίας του ανθρώπου». Αυτό είχε επισημάνει ήδη ο μεγάλος Ντοστογιέφσκι: «ο ρωμαϊκός καθολικισμός δεν είναι πια χριστιανισμός. .. ο καθολικισμός είναι πίστη μη χριστιανική…»(στο ιδιο, σ.69/ 70). 0 ίδιος ο κ. Γιανναράς μας έδωσε και ένα αλλο βιβλίο, απο τα καλύτερα του, που δείχνει την ιστορική πορεία της δυτικής εκκοσμίκευσης. Είναι το «Αλήθεια και Ενότητα της Εκκλησίας» (1978).

Ο Πάπας είναι διφυής και δισυπόστατος θεσμός, πολιτικός και εκκλησιαστικοθρησκευτικός. Είναι, πρώτα, βασιλιάς του παπικού κράτους της Ρώμης (παλαιότερα) και σήμερα του κράτους του Βατικανού (από το 1929). Η επίσημη τιτλοφορία του είναι “Souverain du Vatican”. Ονομάσθηκε “Imperator Hotius Mundi” (αυτοκράτορας όλου του κόσμου), αλλά και σήμερα είναι βασιλιάς, έχει πρωθυπουργό, υπουργούς, πρέσβεις, (τους «νουντσίους»). Η πολιτειακή ιδιότητα του Πάπα, μαζί με τον θεσμό της κληρονομικής βασιλείας, είναι το θλιβερότερο κατάλοιπο της φραγγοτευτονικής ρατσιστικής φεουδαρχίας της εποχής μας, που επαίρεται αναισχύντως για την πρόοδο της κα. την είσοδο στην τρίτη χιλιετία! 0 παπισμός είναι πραγματική θεοκρατία με αντίστοιχο το πολιτειακό σύστημα του σιιτικού Ισλάμ. Στο ίδιο προσωπο συγκεντρώνεται πολιτική κα. «εκκλησιαστική» εξουσία. Η εκκλησία του Χριστού, που την συνεχίζει παρά τις ατέλειες των ανθρώπων. η πατερική ορθοδοξία, κάνει διάκριση πολιτειακής και πνευματικής- διακονικής εξουσίας, διακρίνοντας συναμα τους φορείς των και κατανοώντας την «θεοκρατία» ως θεοκεντρικότητα και συγκεντρωτικότητα. Ως πολιτειακή κορυφή ο Πάπας, μέσα απο μακρά διαλεκτική διαδικασία στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, σφετερίστηκε τη\ αυτοκρατορική εξουσία, συνιστώντας το σημαντικότερο έρεισμα της απολυταρχίας και δικτατορίας.

Ο πολιτειακός- βασιλικός χαρακτήρας του Πάπα ενισχύεται κα. εδραιώνεται στην «εκκλησιαστική-1-διότητά του. Το πρωτείο (παγκοσμίου) εξουσίας και το αλάθητο του Παπα τον καθιστούν αυτό, που με τόση ειλικρίνεια περιέγραψε παραπάνω ο Ντοστογιέφσκι. Η κατανόηση του Παπα ως «βικάριου» (αντιπροσώπου

του Χριστού στην γη είναι η ουσιαστικότερη αναίρεση του χριστιανισμού. Η κρατική υπόσταση βαίνει παράλληλα. και σε άμεση συνάρτηση και με την θρησκευτική. Πάπας σημαίνει καί τα δύο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο Πάπας μόνο από την μία ιδιότητα του, διότι και οι δύο ιδιότητες του συνυπάρχουν και συνενεργούν.

3.            Η επίσημη, συνεπώς, υποδοχή του Πάπα, – όχι ως απλού προσκυνητή. αλλά ως Πάπα- από μία Ορθόδοξη εκκλησία ή πολιτεία, που ομολογεί τον σύνδεσμο της με την Ορθοδοξία, συνιστά επίσημη αναγνώριση του Παπισμού. Ό,τι ακριβώς θα σήμαινε και η επίσημη υποδοχή του τέως βασιλιά υπό την βασιλική ιδιότητά του και αυτή η αναγνώριση είναι κάτι, που συνεχώς επιζητείται από το Βατικανό, όπως γνωρίζουν όσοι έχουν εμπλακεί στον οικουμενικό διάλογο. Γι’ αυτό και σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» ο Αρχιεπίσκοπος των εν Ελλάδι καθολικών (Αύγουστος 1999) δήλωσε καθαρά ότι μόνο ως «Πάπας» είναι δυνατό να γίνει δεκτός ο Πάπας στην Ελλάδα.

Μήπως αυτό δεν συνέβη πρόσφατα στην Ρουμανία; Η χώρα αυτή όπως και η Γεωργία αναγκάστηκε, μετά από πολλές πιέσεις (που και στην δική μας χώρα ασκούνται), να υποδεχτεί τον πάπα επίσημα, παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις. Αλλά και στην εποχή μας έχουν αναβιώσει οι ενωτικές τάσεις των βυζαντινών πολιτικών, με την αναμονή πολιτικής βοήθειας εκ μέρους του Βατικανού (έμμεση αναγνώριση της πολιτικής του εξουσίας). Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι ορθόδοξες χώρες, που εναποθέτουν την ελπίδα της επίλυσης των εθνικών προβλημάτων τους στον Πάπα. Το βυζαντινό προηγούμενο έχει ξεχαστεί, δυστυχώς, ακόμα και σε εμάς τους Έλληνες. Η Σερβία που το θυμάται καλά αμείφθηκε με το ειδεχθές έγκλημα εις βάρος της από την υπερδύναμη και τους συνοδοιπόρους της, μεταξύ των οποίων και το Βατικανό.

4.            Ακριβώς η μερίδα των διανοουμένων και πολιτικών μας, που υπολογίζει στην οποιαδήποτε υποστήριξη του Βατικανού επιμένει εντελώς ανιστόρητα να αγνοεί, ότι το Βατικανό παραμένει η μεγαλύτερη ανθελληνική δύναμη και προπαγάνδα στον κόσμο. Η δουλική δε στάση απέναντι του όχι μόνο δεν το εξευμενίζει, αλλά το εξαγριώνει ακόμα περισσότερο. Μετά την καθολική εκφράγγευση (11ος αιώνας) ισχύει για το παπικό κράτος, πολύ περισσότερο, αυτό που ο Μ. Βασίλειος έγραψε για τους Πάπες του 4ου αιώνα: «τα υπερήφανα ήθη αυτών, θεραπευόμενα, υπεροπτικότερα γίνεσθαι πέφυκε». Όσο περισσότερο, δηλαδή, τους καλοπιάνεις τόσο αποθρασσύνονται. Εδώ, ακριβώς, ελέγχεται ως άστοχη και ανέρειστη η ουνιτίζουσα συμπεριφορά των φιλε-νωτικών μας…

Η γαλλική εφημερίδα «Univers», όργανο της Ρώμης, χαρακτηρίζει το 1868, ατύχημα τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την απελευθέρωση της Ελλάδος, γράφοντας: «Τότε μόνο θα έχουμε αφορμή να ευχόμαστε την πτώση της Τουρκίας, εάν αντ’ αυτής ιδρυόταν στην ανατολή ένα καθολικό κράτος» (Σ. Βουτυρά, Η παπική μοναρχία και η Ορθόδοξος Εκκλησία, 1902, σ. 52 ε.). Όταν δε κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο φάνηκε κάποια δυνατότητα να ξαναπάρει το Οικουμενικό Πατριαρχείο την Αγία Σοφία, το Βατικανό δήλωνε ότι προτιμούσε «να βλέπει την ημισέληνον επί της Αγίας Σοφίας παρά τον Ελληνικόν Σταυρόν»! Και κατά την μικρασιατική καταστροφή το Βατικανό έστελνε συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στον Κεμάλ Ατατούρκ (Σεπτ. 1922) (Χρυσ. Παπαδοπούλου, Φύσις και χαρακτήρ της Ουνίας, 1928,σ.45).

Η έρευνα των διαφόρων Κρατικών Αρχείων θα φανερώσει πολλά ανάλογα στοιχεία και για την εποχή μας («Μακεδονικό», «Γιουγκοσλαβικό», «Κυπριακό» κλπ.). Η ανθελληνική πολιτική του Βατικανού συνεχίζεται. Εκθέσεις ελληνικής αγιογραφίας (ζωγραφικής) παρουσιάζονταν τα προηγούμενα χρόνια στο Βατικανό ως «μακεδονική» τέχνη, δηλαδή σκοπιανή. Η διασύνδεση του Βατικανού με την σχισματική «Μακεδόνικη» εκκλησία των Σκοπίων είναι γνωστή. Η ανάμειξη του Βατικανού, εξάλλου, στις πολιτικές εξελίξεις της Βαλκανικής και ιδιαίτερα της Γιουγκοσλαβίας από το 1941 ως σήμερα είναι αδιάψευστη. Και δεν είναι μόνο η Βαλκανική ή οι απαγγιστρωθείσες από την εξουσία της Σοβιετίας ανατολικές χώρες, που υποφέρουν από την παπική παρέμβαση. Διότι η παπική δραστηριότητα αναπτύσσεται και σε πολλές άλλες περιοχές του κόσμου. Καθολικοί δημοσιογράφοι και θεολόγοι μιλούν για «ουσιαστική ευθύνη» της Καθολικής Εκκλησίας στις σφαγές εκατοντάδων χιλιάδων αθώων στη Ρουάντα (δήλωση του δομινικανού θεολόγου Μπερναντέν Μουζούγκου). 0α πήγαινε μακριά το κείμενο, αν μιλούσαμε και για τη συμμετοχή του καρδιναλίου Στέπινατς (πρόσφατα «παρασημοφορήθηκε» από το Βατικανό με την αγιοποίηση του!) στο στυγερό έγκλημα της δολοφονίας εκατοντάδων χιλιάδων Ορθοδόξων στην Κροατία (1941-1945).

5. Τι να πει κανείς για την επιμελέστατα συντηρούμενη, παρά και τις ενδοκαθολικές ακόμη αντιρρήσεις, Ουνία, την επιτυχέστερη πολιορκητική μηχανή του Παπισμού. Από τον 13ο αιώνα ως ιδέα και από τον 15ο ως πράξη αρχίζει ο ιταμός ρόλος της Ουνίας, ως ενδιάμεσου σώματος μεταξύ Παπισμού και Ορθοδοξίας. Οι Ουνίτες διακρατούν εξωτερικά (έθιμα, λατρεία, εμφάνιση κληρικών) τη σχέση τους με την Ορθοδοξία, αποδέχονται όμως τα παπικά δόγματα (πρωτείο, αλάθητο κλπ), αποδεικνύοντας έτσι ότι τα παπικά δόγματα είναι το απόλυτο κέντρο του Παπισμού. Οι άλλες διαφορές με την ορθόδοξη πατερικό-τητα («φιλιόκβε», μαριολογικά δόγματα κλπ) δεν είναι δύσκολο να θεραπευτούν. Χωρίς όμως «παπικό θεσμό» δεν μπορεί να υπάρξει Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία». Οι Ουνίτες, κυρίως στην πάντοτε εμπερίστατη Μέση Ανατολή και στη χειμαζόμενη σήμερα Ανατολική Ευρώπη, ενεργούν ως γενίτσαροι του Παπισμού, με τον φανατισμό κάθε μορφής γενιτσαρισμού, κατά των Ορθοδόξων, έχοντας την ψευδαίσθηση, λόγω των ανατολικών εθίμων τους, ότι δεν απομακρύνονται από την εκκλησιαστική παράδοσή τους!

Η χρησιμότητα της Ουνίας για τον Παπισμό φαίνεται από το γεγονός, ότι παρά το ότι ο μεγάλος ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Yves Congar αποκάλεσε την Ουνία «καρικατούρα και σαφή αντίθεση κατά της ενώσεως» και παρά το ότι στο Freising (Μόναχο, 1990) είχαν ληφθεί από κοινού στη μικτή επιτροπή του ορθόδοξο-ρωμαιοκαθολικού διαλόγου σημαντικές αποφάσεις για τον αρνητικό ρόλο της Ουνίας, στη νέα συνάντηση το 1993 στο Μπελεμέντ του Λιβάνου ένα κείμενο, που δεν απεδέχθησαν οι σημαντικότερες ορθόδοξες Εκκλησίες, επέβαλε τη μέθοδο της Ουνίας ως μοντέλο ενώσεως. Το Βατικανό δεν απομακρύνεται από τη θέση που διατύπωσε ο γνωστός θεολόγος του Raymond Janin, ότι η Ουνία είναι «ευκολότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος υποταγής στον Πάπα». Ο Παπισμός, δυστυχώς παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις του, δεν αλλάζει. Παραμένει παγκόσμιο κέντρο εξουσίας, που τη χρησιμοποιεί βέβαια μόνο για εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, όπως κάθε πολιτικό-κοσμικό κέντρο εξουσίας. Η στάση των συνειδητών Ορθοδόξων απέναντι του δεν συνιστά ούτε φανατισμό, ούτε φοβία, αλλά φιλαλήθεια, αξιοπρέπεια και -γιατί όχι- αυτοπροστασία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ