από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016
Ὁ Πάνος Θεοδωρίδης, μὲ τὸ ἄρθρο του «Ὁ φυλετισμὸς ὡς πρόφαση», λέει πολλὰ καὶ διάφορα γιὰ τὸ προσφυγικὸ ζήτημα καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν προσφύγων ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὶς θέσεις του, χρησιμοποιεῖ κάποια ἐπιχειρήματα. Ἔτσι, ἀπορεῖ, λίγο-πολὺ, λέγοντας «γιατί δὲν δεχόσαστε τοὺς πρόσφυγες, ὥστε νὰ ἀφομοιωθοῦν μὲ τοὺς Νεοέλληνες μετὰ ἀπὸ 3-4 γενιές, ὅπως ἀφομοιώθηκαν οἱ Μικρασιάτες καὶ οἱ Ἀρβανίτες».
Ὅλοι τὸ γνωρίζουν πολὺ καλά, ὅτι ἡ αἰτία εἶναι ἡ διαφορὰ στὴ θρησκεία. Δὲν τοῦ περνᾶ κατὰ νοῦ τὸ ἐρώτημα: Ἀφομοιώθηκαν κι ἔγιναν ἕνα πράγμα οἱ Ροὺμ τῆς Συρίας μὲ τοὺς Σουνίτες καὶ τοὺς Ἀλεβίτες; Ὄχι. Ζοῦσαν σὲ χωριστὰ –«ψυχικὰ» ἢ πραγματικά– γκέτο; Τότε γιατί νὰ γίνει στὴν Ἑλλάδα ὅ,τι ἀπέτυχε στὴ Συρία; Ἀφομοιώθηκαν κι ἔγιναν ἕνα πράγμα οἱ μουσουλμάνοι Τσάμηδες, οἱ Κόνιαροι, οἱ Βαλαάδες, οἱ Τουρκαλβανοί, μὲ τοὺς ντόπιους ἑλληνόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους καὶ ἀρβανιτόφωνους χριστιανούς; Αἰσθάνθηκαν ἕνα ἔθνος, ἕνας λαός – πέρα ἀπὸ θρησκεῖες καὶ γλῶσσες; Πολέμησαν μαζικὰ μαζὶ στὰ Ὀρλωφικά, στὸ 1821 (μὴ φέρει κάποιος ὡς ἀντιπαράδειγμα τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη -ἔλεος, πιά, μὲ τὴν περιπτωσιολογία), στὸ 1912 καὶ τὸ 1922 κατὰ τῶν Ὀσμανῶν; Ὄχi. Γιατί ὄχι, ὅμως; Μήπως ἐπειδὴ οἱ προαναφερθέντες Μουσουλμάνοι ἀντιλαμβάνονταν μόνο θρησκευτικὲς ὁμάδες καὶ πίστευαν στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Ἰσλάμ, ἄρα στὸ ἀδιανόητο τῆς ἰσότιμης συνύπαρξης μὲ ραγιάδες (πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βαθύτερη αἰτία ποὺ ἔφευγαν –πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνταλλαγή– ἀπὸ ἐδάφη ποὺ καθίσταντο μέρη τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους); Μήπως ἀδιαφόρησαν στὰ κελεύσματα τοῦ Ρήγα ἐπειδὴ ὡς Μουσουλμάνοι βρίσκονταν πάντα σὲ σχετικὰ πλεονεκτικότερη θέση ἔναντι τῶν χριστιανῶν, θέση τὴν ὁποία δὲν εἶχαν λόγο νὰ χάσουν ἐπαναστατώντας κατὰ τοῦ ἐγγυητῆ τῆς ἀνωτερότητάς τους; Γιατί χρησιμοποιεῖται μὲ τέτοιον τρόπο ἡ μνήμη καὶ ἡ ἱστορία τῶν προσφύγων τοῦ ’22 γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ στὴν Ἑλλάδα τοῦ 2016 κ.ἑ. ὅ,τι δὲν κατορθώθηκε νὰ γίνει στὸν ἴδιο τόπο ἐπὶ αἰῶνες Τουρκοκρατίας;
Ὁ παραλληλισμὸς τῆς ἀφομοίωσης-ἔνταξης τῶν Μικρασιατῶν, χριστιανῶν Ἀρβανιτῶν, Βλάχων καὶ Γραικομάνων (ἂν ὑποτίθετο πὼς «δὲν ἦταν Ἕλληνες, καὶ προσκολλήθηκαν κατοπινὰ στοὺς Ἕλληνες»), στὸν «ἀδιαμφισβήτητα ἑλληνικὸ» ἐθνικὸ κορμὸ μὲ τὴν ὑποθετικὰ ἐφικτὴ ἔνταξη-ἀφομοίωση τῶν Σουνιτῶν, Ἀλεβιτῶν κ.λπ. στὸν σημερινὸ νεοελληνικὸ ἐθνικὸ κορμό / κοινωνία, εἶναι ἐξωπραγματικός. Σημασία ἔχει ὄχι τί φαντασιώνονται γιὰ τὴν λειτουργία τῶν θρησκειῶν ὅσοι ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ θρησκεία ἢ (ἄλλοι, πού) ἀντιπαθοῦν τὴν θεσμικὴ θρησκεία καὶ νομίζουν πὼς οἱ πιστοὶ τοῦ Ἰσλὰμ σκέφτονται τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ἂν ἄλλαξαν καθόλοι οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ἰσλὰμ γιὰ τοὺς «ἄπιστους».
Ὁ Π.Θ. κάνει λόγο γιὰ τὴν συνύπαρξη τοῦ τύπου «μὲ πολλοὺς ἀρχικὰ δὲν τὰ βρίσκαμε, ἀλλὰ μέσα σὲ 3-4 γενιὲς τὰ βρήκαμε καὶ ἔκτοτε ζήσαμε σὰν ἕνα πράγμα». Ἄρα, ἔτσι θὰ πρέπει νὰ γίνει καὶ μὲ τὰ ἑκατομμύρια τοῦ Ἰσλάμ ποὺ θέλοντας καὶ μὴ θὰ ἐγκλωβιστοῦν στὴ χώρα; Ἡ συνύπαρξη, «σὲ δυὸ-τρεῖς-τέσσερις γενιὲς, τὰ βρίσκουμε», εἶναι ἄλλο ἕνα ἰδεολόγημα ὅταν δὲν διευκρινίζονται οἱ προϋποθέσεις της. Φυσικά, π.χ., καὶ «τὰ βρῆκαν» οἱ Ὀθωμανοὶ καὶ οἱ συνεργάτες τῶν κατακτητῶν (ἐξισλαμισμένοι, ἔποικοι) μὲ τοὺς Ραγιάδες μετὰ ἀπὸ 1-2 γενιές. «Τὰ έβρισκαν» ἀκολουθώντας ὅμως ὅ,τι ἐπιτάσσει μιὰ σχέση κυριαρχίας κι ἀνισότητας, μὲ γνωστοὺς μονομερῶς τιθέμενους ὅρους. Ἀντίθετα, ἡ συνύπαρξη ντόπιων καὶ προσφύγων τοῦ ’22 δὲν διεπόταν ἀπὸ τέτοιους ὅρους ὑποταγῆς.
Ἔπειτα, ἀναφέρει τὴν ὕστερη ὀθωμανικὴ Σμύρνη: «Δεῖτε πῶς προσκάλεσε ὁ Σουλτάνος τοῦς Πελοποννήσιους, Νησιῶτες, Ἠπειρῶτες στὴ Σμύρνη, ὅπου πῆγαν, ἔγιναν βέροι Σμυρνιοὶ τόσο πολὺ ὥστε τὸ 1922 δὲν ἔλεγαν πὼς ἔχουν καταγωγὴ πελοποννησιακή, νησιώτικη ἢ ἠπειρώτικη». Ἄρα, ἂς κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο; Συγκρίνει μιὰ Αὐτοκρατορία, ποὺ βασιζόταν ἐν πολλοῖς στὴ φορολόγηση τῶν γκιαούρηδων γιὰ νὰ ζοῦν οἱ κηφῆνες, ἄρα ἤθελε νὰ ὑπάρχουν στὰ ἐδάφη της γκιαούρηδες, ἀλλὰ μόνο ὡς γκιαούρηδες κι ὄχι ὡς ἰσότιμοι πολίτες, μὲ ἕνα νεοελληνικὸ κράτος ποὺ φτιάχτηκε ὡς κράτος τῶν Ἑλληνορθόδοξων, ποὺ βασιζόταν σὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τον κοινὰ ἀποδεκτὸ ἐλάχιστο ὅρο ὥστε νὰ ἔχει μιὰ ἀπαραίτητη συνοχή, μὲ ἕνα κράτος τοῦ ὁποίου οἱ πολίτες του ἦταν πρώην γκιαούρηδες, ποὺ εἶχαν ἀπαλλαχτεῖ ἀπὸ τὴν γκιαουροσύνη τους, χωρὶς νὰ χρειάζονται δούλους.
Κάτι σχετικά μὲ «τὴν καταπίεση ἀπὸ τοὺς ντόπιους τοῦ πρόσφυγα τοῦ ’22», ποὺ συχνὰ χρησιμοποιεῖ ὡς μοτίβο ὁ Π.Θ. (κι ἄλλοι) γιὰ νὰ καταλήξει στὸ «Οἱ Ἕλληνες, φταῖτε» ἢ (ὅπως ἄλλοι) στὸ «δὲν ὑπάρχουν γηγενεῖς, ὅλοι πρόσφυγες/μετανάστες εἴμαστε»: Στὰ ἴδια συμπεράσματα κατέληγε πρὶν ἀπὸ χρόνια κι ὁ ΙΟΣ, δηλαδὴ «Οἱ Ἕλληνες, φταῖτε», ἀλλά ξεκινώντας ἀνάποδα, ὅταν μετέτρεψε ἕνα ζήτημα διαφορᾶς γιὰ γαιοκτησία, ποὺ εἶχαν σλαβόφωνοι ντόπιοι καὶ ἀπόγονοι τῶν προσφύγων τοῦ ’22 στὴ Φλώρινα, ὡς ἀπόδειξη γιὰ ὕπαρξη «μακεδονο»-ἑλληνικῆς διαμάχης (στρεφόμενος, ὅμως, κατὰ τῶν προσφύγων τοῦ ’22). Ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσεις δηλαδή, εἴτε φιλο-Οὐράνιο Τόξο εἴτε «φιλο-πρόσφυγας τοῦ ’22 ἀδικημένος ἀπὸ τοὺς “Νοτιοβαλκάνιους”», πάντα φταῖνε οἱ Ἕλληνες (στοὺς ὁποίους συμπεριλαμβάνονται πλέον οἱ τοῦ ’22), ποὺ δὲν ἔχουν πήξει ἀκόμη στὰ μπετά τους καὶ τολμᾶν νὰ νομίζουν ὅτι εἶναι λιγότερο πρόσφυγες στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἀπὸ τοὺς Σύρους. Ἴσως γιὰ μερικοὺς «εἴμαστε ὅλοι μετανάστες», δὲν ὑπῆρχαν γηγενεῖς Ἕλληνες / ἑλληνόφωνοι στὴ Μακεδονία (ἄρα οἱ ἑλληνόφωνοι κάτοικοί της ἦταν εἴτε μίσθαρνα ἐργαλεῖα ἐξελληνισμοῦ μιᾶς μὴ ἑλληνικῆς περιοχῆς εἴτε πρόσφυγες «ποὺ πρέπει ὡς πρόσφυγες κι αὐτοὶ νὰ ἐπιτρέψουν τὴν ἐγκατάσταση Μουσουλμάνων προσφύγων στὴν Ἑλλάδα»). Ἡ «ἀγνόηση» περιοχῶν τῆς Μακεδονίας ὅπως ἡ Κοζάνη κ.ἄ. γίνεται συχνὰ ἀπὸ Σκοπιανούς, οἱ ὁποῖοι μόλις ποὺ συγκρατιοῦνται ἀπὸ τὸ νὰ τὴν ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὴν γεωγραφικὴ φανταστική τους «Μακεδονία», γιατὶ ἐκεῖ –κι ἀλλοῦ– ὑπάρχουν Ἕλληνες / ἑλληνόφωνοι, αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸ 1912 (καὶ πολὺ πρὶν τὸ κήρυγμα «δὲν ὑπάρχουν ντόπιοι, εἴμαστε ὅλοι μετανάστες, ἄρα ἀφῆστε νὰ ἐγκατασταθοῦν Μουσουλμάνοι πρόσφυγες»), ἄρα χαλᾶ τὸ ἀφήγημα γιὰ «ἐποικισμὸ τῆς Μακεδονίας μὲ Ἕλληνες».
Ὁ Π.Θ. χρησιμοποιεῖ κι αὐτὸς τὸ ἐπιχείρημα τοῦ ἀχυρανθρώπου: «Μερικοί πεισματάρηδες που επιμένουν στο «γνήσιο Ελληνικό αίμα» που αποτρέπει τους πρόσφυγες να εγκατασταθούν [προσέξτε τὸ ρῆμα] στην χώρα». Ὅποιος δὲν θέλει τὴν ἐγκατάσταση (μόνιμα, δηλαδή), εἶναι ὁπαδὸς τῆς θεωρίας ὅτι ὑπάρχει ἑλληνικὸ αἷμα καὶ μάλιστα ἀμόλυντο; Ἂν γιὰ τὸν Π.Θ. εἶναι ἁπλῶς «μερικοὶ» ποὺ δὲν θέλουν τέτοιο ἐνδεχόμενο γιὰ λόγους «ἑλληνικοῦ αἵματος», τότε γιὰ ποιὸ λόγο πλασάρει πρώτη-πρώτη τὴν ἄποψη αὐτὴ τῶν λίγων, σὰν νὰ ἦταν τὸ «ἑλληνικὸ αἷμα» ἡ δικαιολογία τῆς ἀντιτιθέμενης πλειονότητας; Σὲ τέτοιο ἐξεπίτηδες ἀποπροσανατολιστικὸ ἐπιχείρημα θὰ εἶχε νόημα νὰ ἀντιτάξεις λ.χ. ὅτι ὁ Ἴων Δραγούμης ἀπέρριπτε τὴ φυλετικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Ἐπειδὴ δὲν πιστεύω στὴν ὕπαρξη ἑλληνικῆς φυλῆς, δὲν καταλαβαίνω τί θέλει νὰ πεῖ ὁ Π.Θ. Ὅταν κάποιοι ἀναφέρουν ἐποικισμοὺς στὴν Ἑλλάδα (ἀρμένικους, ἀρβανίτικους καὶ σλαβικούς), τότε προϋποθέτουν, ἴσως ἀσυναίσθητα, ὅτι οἱ προαναφερθεῖσες ὁμάδες ἦταν καὶ παρέμειναν (τόσο) «φυλετικὰ καθαρὲς» (!) ἀνὰ τὶς χιλιετίες ὥστε νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ τὶς χρησιμοποιεῖ ὡς μὴ ἀναγόμενες σὲ ἄλλη «φυλὴ» γονιδιακὲς μονάδες, ποὺ συνιστοῦν τὰ μικρότερα βιολογικὰ κομμάτια τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικοῦ πάζλ -ὅπως τὰ ἄτομα «δὲν τέμνονται». Δὲν εἶναι λοιπόν ὅτι δὲν πιστεύει σὲ φυλετικὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα τάχα «ξεσκεπάζει», ὅποιος ἀρχίζει τὶς ἀφηγήσεις περὶ ἀρβανίτικων-σλαβικῶν ἐποικισμῶν, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸ ἐπιχείρημα «ἤμασταν κάποτε ὅλοι μετανάστες». Κάθε ἄλλο, ἁπλῶς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται.