από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001
Συχνά, καθημερινά, αδιάκοπα, ακούμε ή επαναλαμβάνουμε εκ φράσεις του τύπου “… η Ευρώπη θα”, “θα πρέπει να προσφύγουμε στην Ευρώπη… ” , κλπ. κλπ και από την άλλη πλευρά διεκδικούμε , “μα και εμείς είμαστε Ευρώπη”. Δηλαδή στο συλλογικό μας υποσυνείδητο υπάρχει μια χαρακτηριστική αμφιθυμία, και κυρίαρχο παραμένει το πρώτο στοιχείο, της “ένταξης μας στην Ευρώπη”. Δηλαδή η “Ευρώπη” αποτελεί έναν αλλότριο χώρο, ένα χώρο διαφορετικό από εμάς, τον οποίο αντιμετωπίζουμε είτε με δέος είτε με απέχθεια είτε με θαυμασμό
είτε με ανάμεικτα αισθήματα, συνηθέστερα. Εδώ και δύο αιώνες τουλάχιστον αγωνιζόμεθα “να φτάσουμε την Ευρώπη…”, “να ενταχθούμε στην Ευρώπη” κ.ο.κ. Και να τώρα που επιτέλους “φθάσαμε”, ενταχθήκαμε οργανικά σε μια οικονομική και πολιτική “ένωση” της Δυτικής Ευρώπης, ανακαλύπτουμε έντρομοι -κυριολεκτικώς-πως αυτή η Ευρώπη όχι μόνον δεν μας “καλύπτει” έναντι γειτόνων όπως η Τουρκία ή ακόμα και τα Σκόπια, αλλά ότι ίσως ούτε καν “μας θέλει” και πιθανότατα, εάν υπήρχε η δυνατότητα ή εάν παρουσιασθεί η ευκαιρία, ευχαρίστως θα μας “ξεφορτωνόταν” από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται κυριολεκτικώς για μια τραγική διάψευση των ελπίδων των Ελλήνων που σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης προσέβλεπαν σχεδόν αποκλειστικά στην “Ευρώπη”, ως προστασία τόσο έναντι της τουρκικής απειλής όσο και της εσωτερικής αστάθειας, όπως και ως απάντηση στην αμερικανική επικυριαρχία.
Απέναντι σε αυτή την διάψευση των ελπίδων, διάψευση μεγάλης κλίμακας, υπάρχουν πολλαπλές στάσεις, που συνολικά θα μπορούσαμε να καταγράψουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες.
Α. Η μία είναι η επίταση της εθελοδουλείας. Μια και η “Ευρώπη” μας απορρίπτει, μας κριτικάρει, κινδυνεύει να μας αποβάλλει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ας γίνουμε περισσότερο πειθήνιοι, ας υποταχθούμε στις τουρκικές απαιτήσεις χωρίς ουσιαστική διαμαρτυρία, ας επιτείνουμε την οικονομική προσαρμογή στις απαιτήσεις του Μάαστριχτ, ας μεταβληθούμε σε ευρωπαϊκή νομαρχία τυπικά και ουσιαστικά. Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη των ελίτ της χώρας, αυτή είναι πλέον και η κυρίαρχη άποψη στα δύο μεγάλα κόμματα, αυτή είναι στο βάθος η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη.
Β. Η δεύτερη είναι εκείνη της απόρριψης από μια οπτική εθνικής αυτάρκειας. Εδώ θα συναντήσουμε ίσως το πιο αξιοπρεπές κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. “Η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη”, “η παράδοσή μας είναι Ανατολική”, “πρέπει να διατηρήσουμε την εθνική και πολιτιστική μας αυτονομία”, πρέπει εδώ και τώρα να απορρίψουμε τη Δύση και τη δυτική κυριαρχία.
Πρόκειται για μια αντίληψη εθνικής αυτάρκειας, της λογικής του ότι εμείς οι Έλληνες, γιατί έχουμε αρχαίο πολιτισμό, είμαστε ικανοί να επιβιώσουμε μόνοι μας, ή να ταυτιστούμε με την ορθοδοξία και το “ορθόδοξο τόξο”. Πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και να βαδίσουμε την οδό της εθνικής αξιοπρέπειας. Το κοινωνικό υπόβαθρο αυτού του ρεύματος παραμένουν εκείνα τα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που θίγονται ή περιθωριοποιούνται από τον δυτικοευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Γ. Η Τρίτη εκδοχή είναι εκείνη της εισαγωγής μιας νέας αντίληψης για την Ευρώπη, για την Μεσόγειο και για τον κόσμο συνολικότερα. Αυτή, όσο και αν μοιάζει συναφής με την δεύτερη άποψη, με την οποία συχνά ταυτίζεται γιατί και είναι λιγότερο αναπτυγμένη, είναι η άποψη μιας περισσότερο σύνθετης και “ψύχραιμης” ιδεολογικοπολιτικής ανάλυσης, στην οποία νομίζουμε ότι εντάσσεται και το Άρδην. Η βασική κατεύθυνση είναι πως η Ελλάδα είναι και Ευρώπη, αλλά μια Ευρώπη διαφορετική από εκείνη της Δύσης. Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν είναι “να φθάσουμε τη Δύση”, αλλά να ξεπεράσουμε την αντίθεση Ανατολικής -Δυτικής Ευρώπης μέσα στα ίδια τα πλαίσια της, καθώς και την αντίθεση Βορράς-Νότος σε όλη την ευρύτερη γεωπολιτική μας περιοχή, προβάλλοντας απέναντι στην σήμερα κυρίαρχη δυτική οπτική της ευρωπαϊκής οικοδόμησης μια άλλη αντίληψη λιγότερο χρησιμοθηρική και ατομοκεντρική.
Η αλλαγή της συγκυρίας και η κατάρρευση του δίπολου
Η ιδιαιτερότητα της διεθνούς και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής συγκυρίας σήμερα, πέρα από το αδιέξοδο της ίδιας της υλικής επέκτασης του ανθρώπου και του πολιτισμού του, που αποκάλυψε η οικολογική κρίση, είναι η κατάρρευση του δυτικού διπόλου, το οποίο αποτελούσε και την δύναμη του δυτικού πολιτισμού, του διπόλου ατομικής ελευθερίας και αυτονομίας και συλλογικής αλληλεγγύης και θεσμών συλλογικότητας.
Αυτό το δίπολο, ατομική ελευθερία και πόλις, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, σφράγισε την ευρωπαϊκή αντίληψη, αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη του δυτικού πολιτιστικού παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα και θεμελίωσε αυτό που στη σύγχρονη ορολογία αποκαλούμε δυτικό· πολιτισμό…
Στη χωροταξική του έκφραση το πρότυπο της Άγριας Δύσης, των Ηνωμένων Πολιτειών, στην Δυτική εσχατιά του… ευρωπαϊκού πολιτισμού, εξέφραζε την ατομικότητα χωρίς την συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, ενώ στο άλλο άκρο, εκείνο της Ευρασίας, η Σοβιετική Ένωση ήθελε να εκφράσει την αλληλεγγύη, καταπατώντας ή παραμερίζοντας, στην καλύτερη εκδοχή, τα δικαιώματα του ατόμου. Αυτό το δίπολο είναι συστατικό της ευρωπαϊκής ταυτότητας και η μεταφορά του κέντρου βάρους σε ένα μόνο από τα στοιχεία του οδηγεί στην καταστροφή του συνόλου. Η συλλογικότητα της Ανατολής οδήγησε και στην ανελευθερία του ατόμου και στην άρνηση της ίδιας της… ισότητας, μέσα από την γραφειοκρατική/ολοκληρωτική παραμόρφωση. Αντίστροφα, στη Δύση ο παροξυσμός της ελευθερίας του εμπορεύματος δεν οδηγεί μόνο στην κατάργηση της κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά και στην υποταγή του ατόμου στην πιο τερατώδη μεγαμηχανή της ανθρώπινης ιστορίας. Η κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ακριβώς η εξάντληση αυτού του δημιουργικού διαλόγου, που εξέφρασε, ποιός άλλος, ένας Ιταλός σκηνοθέτης, ο Μπερτολούτσι, με το έργο του 1900.
Ετσι το 1989 δεν κατέρρευσε μόνον ο ένας πόλος της αντίθεσης, δεν κατέρρευσε μόνο η αλληλεγγύη που είχε γίνει ολοκληρωτισμός, κατέρρευσε ή άρχισε να καταρρέει το σύνολο του οικοδομήματος. Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στην Δυτική , Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, όπου η παράδοση του κοινωνικού κράτους, έκφραση στο θεσμικό επίπεδο, της ταξικής σύγκρουσης αστών και προλετάριων και μιας μορφής ισορροπίας ανάμεσα στην αλληλεγγύη και το άτομο δοκιμάζεται πολύ σκληρά και το κράτος πρόνοιας συρρικνώνεται, οι κοινωνικές ανισότητες μεγαλώνουν και η ελεύθερη Ευρώπη χάνει σταδιακά τα ίδια της τα συστατικά στοιχεία. Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός της Ανατολικής Ασίας και των υπόλοιπων αναδυόμενων χωρών του Τρίτου Κόσμου θα οξύνεται τα επόμενα χρόνια, το δίλημμα θα τεθεί ως εξής: Εγκατάλειψη του δυτικού παραδείγματος προς την κατεύθυνση του παροξυσμού των ανισοτήτων, είτε αντίστροφα εγκατάλειψη του προς την κατεύθυνση της απόρριψης του ίδιου του δυτικού, ατομοκεντρικού μοντέλου. Το μοντέλο αυτό δεν μπορεί πλέον να προσφέρει τις δυνατότητες μιας ισοροπίας ατόμου και δικαιωμάτων του και κοινωνίας.
Σε αυτές τις συνθήκες οι ενδιάμεσοι χώροι, όπως ο δικός μας, αλλά και πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη που αναδύονται, μπορούν να ενεργοποιηθούν και να συμβάλουν στην διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου που θα υπερβαίνει εκείνο της Δυτικής Ευρώπης, που εξαντλείται.
Ο χώρος μας διαθέτει μια διαφορετική παράδοση τόσο από εκείνη της δυτικής νοησιαρχίας και ατομικισμού όσο και από αυτή της σλαβικής απολυτότητας που εύκολα μπορούσε να γίνει ολοκληρωτισμός. Διαθέτουμε την παράδοση του προσώπου και της κοινότητας, ως εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα ελευθερία-αλληλεγγύη. Δεν είναι αποκλειστικά δικό μας προνόμιο. Βέβαια, όμως είναι και δικό μας. Και στις νέες συνθήκες κρίσης τόσο του σοβιετισμού, όσο και της αυξανόμενης κρίσης του νεοφιλελευ-θερισμού, μπορούμε ίσως να προτείνουμε μια άλλη, διαφορετική Ευρώπη. Μια Ευρώπη που θα υπερβαίνει το παλιό δίπολο, που εξ άλλου δεν υπάρχει πλέον. 0 ευρωπαϊκός πολιτισμός για να υπάρξει πάλι θα πρέπει να επανακαθοριστεί. Και αυτό δεν θα γίνει στα χρηματιστήρια της Φραγκφούρτης, ούτε στους διαδρόμους των Βρυξελλών.
Αυτός ο επανακαθορισμός σημαίνει και την εγκατάλειψη της αντίληψης της Ευρώπης-φρούριου. Εμείς, οι Έλληνες, ακριβώς γιατί είμαστε Ευρωπαίοι και Ανατολίτες -βέβαια με την έννοια της καθ’ ημάς Ανατολής· και Μεσογειακοί, και βγαλμένοι από μια παράδοση, την ορθόδοξη, διαφορετική από εκείνη της Δύσης, δεν θα μπορέσουμε να βρεθούμε “μέσα στα ρούχα μας” παρά μόνον εάν η Ευρώπη αποκτήσει μια ανοικτή διάσταση, σε πλήρη αντίθεση με την Ευρώπη “φρούριο της Δύσης”, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η “ιστορική”-δυ-τική Ευρώπη ως δημιουργός καθολικών και παγκόσμιων παραδειγμάτων είναι νεκρή. Αντίθετα ο δικός μας χώρος δεν είναι και μπορεί να πυροδοτήσει μια άλλη αντίληψη που να υπερβαίνει την αντίθεση ευρωπαϊκού και μη, ακριβώς γιατί εμείς ζούμε εδώ, στα “σύνορα”.
Θα γίνει άραγε στην Αθήνα;
Αυτή η υπέρβαση μπορεί να γίνει εδώ στην “Αθήνα”; Και σε αυτό μπορούμε με βεβαιότητα να απαντήσουμε όχι.
Η Ελλάδα που θα μπορούσε να συμβάλει στην διαμόρφωση μιας άλλης Ευρώπης, ενός άλλου κοινωνικού και πολιτιστικού παραδείγματος, είναι ένας ου τόπος. Βρίσκεται πολύ περισσότερο στις δυνατότητες, στην παράδοσή μας, στις προοπτικές μας και όχι βέβαια στην άθλια υπερσυγκέ-ντρωση στο Αθηναϊκό Ελλαδιστάν που δεν μπορεί παρά νά είναι ένα παράσιτο των Βρυξελλών, βρίσκεται περισσότερο στα υπολείμματα και τις μνήμες από τις παρέες μας και όχι στις κατεστραμμένες κοινότητες μας. Βρίσκεται στα τραγούδια και τα ποιήματα μας και όχι στην παραγωγή, την πολεοδομία, τους θεσμούς μας. Και γι’ αυτό και για πάρα πολλούς η προσπάθεια μοιάζει απελπισμένη. Και γι’ αυτό το αίτημα μιας άλλης Ευρώπης, πέρα από εκείνη των Βρυξελλών και της Δύσης, μοιάζει απραγματοποίητο.
Όμως υπάρχουν και δυνάμεις έξω από εμάς που αγωνίζονται στην ίδια κατεύθυνση. Δυνάμεις στην ίδια τη Δυτική Ευρώπη, έστω και εάν οι ελίτ και οι διανοούμενοι της στην πλειοψηφία τους “εμήδισαν”, δυνάμεις στην Ανατολική Ευρώπη που αργά ή γρήγορα θα αποκαταστήσουν τη χαμένη ισορροπία της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής, δυνάμεις στα Βαλκάνια, που εμπνέονται από το πάντα επίκαιρο όραμα του Ρήγα. Δυνάμεις στα βουνά του Κουρδιστάν, στην “εύφορη ημισέληνο” της Εγγύς Ανατολής…
Και εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητα της “τρίτης άποψης”. Να αναπτύξουμε αυτές τις δυνάμεις, να διανοηθούμε το σήμερα αδιανόητο, να πραγματοποιήσουμε το ακατόρθωτο, στηριζόμενοι στην παράδοση αλλά, κυρίως, προσβλέποντας στις δυνατότητες του μέλλοντος.
Τότε μόνον θα πάψουμε να θελουμε “να μπούμε στην Ευρώπη”, τότε μόνο θα νιώθουμε την Ευρώπη σπιτι μας, όταν θα είναι διαφορετική, όταν θα πάψει να αποτελεί συνέχεια του Καρολίνειου οικοδομήματος. Τότε μόνο θα πάψουμε να θεωρούμε πως οι Δυτικοί (και όχι ο Δίας) άρπαξαν για λογαριασμό τους την Ευρώπη. Διαφορετικά θα είμαστε πάντα ξένοι, επισκέπτες, αλλότριοι και αλλοτριωμένοι…