Αρχική » ΙΟΡΔΑΝΗΣ

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

από Άρδην - Ρήξη

του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη

Στο γιο μου και στη μνήμη του πατέρα μου

 

«Πως είπες πως θα τον βγάλετε; Ιορδάνη;» Η οικογενειακή φίλη δεν ήταν ενθουσιασμένη. «Παράξενο όνομα … είστε σίγουροι πως δε θα του δημιουργήσετε πρόβλημα; Πως θα νοιώθει το παιδί μ’ ένα τέτοιο όνομα;».

Ήταν ο δεύτερος Ιορδάνης της οικογενείας που θα βαφτιζόταν στην προσφυγιά, εξήντα πέντε χρόνια μετά τον πρώτο. Τον παππού του. Κι αυτός πάλι πήρε τ’ όνομα του δικού του παππού, εκείνου του Ιορδάνη που στην Πατρίδα είχε δικά του καραβάνια που πηγαίνανε μέχρι την Αίγυπτο, κι εδώ προσπαθούσε να ζεστάνει την οικογένεια του μέσα σε μια παράγκα στη Δραπετσώνα. Ο μικρός γελούσε όταν άκουγε τ’ όνομά του. Γελούσε στους ανθρώπους, κι όταν κοιμόταν έμοιαζε μ’ ένα αγγελουδάκι μικρό, που είχε κατέβει στη γη να ξαποστάσει και ξώμεινε. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν από πόνο. Τα ίδια έκανε κι ο παππούς του, που θα τον ανάσταινε ο μικρός, όταν ήταν σαν κι αυτόν. Η παράγκα είχε γίνει πια ένα μικρό σπιτάκι, δώδεκα χρόνια απ’ την Ανταλλαγή. Κι ο Ιορδάνης -ο παππούς- ήταν κι αυτός ένα παιδάκι γελαστό. Κι ας ήταν το σπίτι εκείνο γεμάτο καημούς, κι ας αναστέναζαν κρυφά οι μεγάλοι. Για όλα. Γι’ αυτά που αφήσανε, γι’ αυτά που βρήκανε, για την ελπίδα της Επιστροφής που όλο και ξεθώριαζε. Ο Ιορδάνης -παππούς-, θα ήταν ο πρώτος από τα πέντε πρώτα ξαδέρφια με το ίδιο όνομα. Θα ανήκε σ’ εκείνη τη γενιά που θα μεγάλωνε με το στίγμα του Τουρκόσπορου, και που θα κατάφερνε να σταθεί στα πόδια της παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Στο σπίτι άκουγε τους μεγάλους να μιλούν τα Τούρκικα, ιδίως όταν απευθυνόταν στον παππού του. Σ’ αυτά τα σπίτια των προσφύγων από την Καππαδοκία, η οικογένεια ήταν κάτι το ιερό. Τόσο, που μερικές φορές σε έκανε να λυγίζεις από το δέος. Οι οικογένειες, σφιχτά δεμένες και σε απόλυτη συνεννόηση μεταξύ τους, τόσο που όταν παντρεύονταν τα παιδιά να μην ξεφεύγουν από το σπίτι το πατρικό, τόσο σφιχτά δεμένες που μερικές φορές πνιγόσουν. Γεμάτες έγνοια όμως του ενός για τον άλλο. Κι αυστηρή ιεραρχία, ο Ιορδάνης, ο παππούς του παππού με λόγο για τα σπουδαία.

Δεν είχε μάθει τα Ελληνικά στην Πατρίδα. Ήταν μεγάλος πια όταν, με εισφορές των ξενιτεμένων στην Πόλη κυρίως, αλλά και στο Ικόνιο, στη Σμύρνη κι αλλού χωριανών, λειτούργησε το Σχολειό στο χωριό.

Το ταμείο το διαχειρίστηκε εκείνος. Τον εμπιστεύονταν οι υπόλοιποι, τον έκαιγε η αγωνία. Τα παιδιά του μάθανε τα Ρωμαίικα, αλλά στο σπίτι μιλούσανε πάντα στα Τούρκικα. Για τον Πατέρα και τη Μάνα, αλλά και γιατί ήταν και γι’ αυτά η μητρική τους γλώσσα. Για αιώνες, γι’ αυτούς τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας, η πίστη ήταν αυτό που τους ξεχώριζε από τον περίγυρο του δυνάστη. «Τη γλώσσα την Ελληνική» την έχασαν ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κορμό τετρακόσια κιόλας χρόνια πριν την Άλωση.

Ο Ιορδάνης -ο μικρός- σηκώνει τα χεράκια του στον αέρα. Θέλει να τον πάρουνε στα χέρια οι γονείς. Και γελάει, βγάζει χαρούμενες κραυγούλες, φωτίζεται το πρόσωπό του, και μαζί και των γονιών του. Ακόμα δεν έχει αρχίσει να μιλάει. Όταν πάντως το κάμει, οι πρώτες του κουβέντες θα ναι στα Ρωμαίικα.

Και τα οχτώ αδέρφια μάθανε τα Ελληνικά στο σχολειό. Ακόμα και στην ενδοχώρα, τα πράγματα άλλαζαν, χρόνια πριν την καταστροφή. Οι υπόδουλοι άρχιζαν να κοιτάζουν στα ίσια το δυνάστη, η ελπίδα κρυφά μεγάλωνε, όμως τα Ρωμαίικα θα τα χρησιμοποιούσαν τελικά για να ενταχθούν στις νέες τους εστίες. Ο πατέρας τους δεν τα χρειάστηκε, στην Ελλάδα έφτασε μεγάλος, κι οι συναναστροφές του ήταν κυρίως με πατριώτες του. Οι Ελλαδίτες, έτσι κι αλλιώς δε θέλανε να τους μιλούνε. Στους συνοικισμούς έρχονταν μόνο αν έπρεπε, ή για να προσβάλλουν τους πρόσφυγες. Και τότε, στο αποτυχημένο κίνημα του ΄35, για να τους κάψουν. Αλλά κι αν έπρεπε να μιλήσει Ελληνικά, τα παιδιά του τού τα μετέφραζαν. Πέθανε μέσα στον πόλεμο, με τον καημό της Πατρίδας στα χείλη. Ο ίδιος γνώρισε τους δύο μόνο από τους εγγονούς του που τον ανάστησαν. Ο πρώτος ήταν ο Ιορδάνης, ο παππούς. Μόνο που αυτός δε θα γνωρίσει το μικρό που θα του δώσει το όνομα.

«Παράξενο τ’ όνομα … Είστε σίγουροι ότι δε θα του δημιουργήσει πρόβλημα; Μήπως τον κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά;»

Στην Πατρίδα δεν ήτανε παράξενο τ’ όνομα. Ούτε το Πρόδρομος, Αβραάμ, Γαβριήλ, Βηθλεέμ, Μακρίνα. Που να το ξέρει όμως αυτό η οικογενειακή φίλη; Που να ξέρει τι σημαίνει Μικρασία; Εδώ πολλοί δικοί μας το ‘χουν πια ξεχάσει. Άλλοι από ανάγκη, άλλοι γιατί το θελαν. Ήθελαν να μην ξεχωρίζουν από τους εδώ. Αυτούς που τους υποδέχτηκαν με περιφρόνηση, που τους πρόσβαλλαν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Άραγε, στην Πατρίδα, το ίδιο δεν έκαναν κι εκείνοι οι δικοί μας που Τούρκεψαν; Κι αυτοί, είτε από ανάγκη και φόβο, είτε γιατί το θελαν. Να γίνουν κι αυτοί εξουσία, να ξεκόψουν από το Γένος το δικό μας, το δικό τους, και να το καταπιέσουν με τη ζέση του νεοσύλλεκτου, με την πίστη του φανατικού. Έτσι κι εδώ, στην Παλιά Ελλάδα, η ίδια ιστορία. Μόνο που εδώ ήταν μεταξύ αδελφών.

Ο μικρός παίζει με μια μπάλα, δώρο του νονού του. Η βάφτιση θα καθυστερήσει λίγο, αλλά νονός και βαφτισιμιός γνωρίζονται καλά. Μια μπάλα κιτρινόμαυρη, με το δικέφαλο αετό της ΑΕΚ. Η Πατρίδα υπάρχει ακόμα. Κι εκεί κι εδώ. Γιατί η Πατρίδα είναι οι άνθρωποι της. Όπου στέκουν αυτοί, την κουβαλούνε μέσα τους. Άραγε τι θα σημαίνει η ΑΕΚ για το μικρό; Ένα παιδί που την Πατρίδα θα τη γνωρίσει μόνο μέσα από διηγήσεις ανθρώπων που κι αυτοί την ξέρουν μέσα από τις αναμνήσεις των παλιών που φύγανε, πως θα μπορέσει να τη νοιώσει; Τι θα του λένε οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες του ΄24; Πως θα νοιώσει που οι δικοί του άνθρωποι δεν είναι μαζεμένοι σε μια γειτονιά, αλλά θα τους βρεις σκορπισμένους στις προσφυγουπόλεις του Πειραιά, του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, στα χωριά της Βόρειας Ελλάδας; Και πόσες αναμνήσεις θα έχει περισώσει μια γιαγιά από μια Πατρίδα που τη γνώρισε κι αυτή σαν καημό; Πώς να χωρέσει το μυαλό ενός παιδιού πως αν σήμερα κάνει βόλτες στο Πασαλιμάνι κι όχι στην Προκυμαία της Σμύρνης, σ’ αυτό φταίει η καταστροφή;

Πολλοί δικοί μας έχουνε ξεχάσει. Ή τουλάχιστο αυτό νομίζουνε. Όμως τα ονόματά τους μένουνε να τους θυμίζουνε πως κάποτε υπήρχε στη Μικρασία πληθυσμός ρωμαίικος. Ονόματα μικρά κι επώνυμα, παράξενα για τους Παλαιοελλαδίτες, δυσκολοπρόφερτα και άγνωστα, άγνωστα όπως η ύπαρξη κι η ιστορία ενός Ελληνισμού που αυτός κράτησε για αιώνες το Βυζάντιο, που ήταν η πηγή ζωής και δύναμης τον καιρό της σκλαβιάς, για να ρθει τελικά σα ζητιάνος σ’ ένα περιβάλλον που θα πρεπε, αλλά δεν ήταν οικείο. Αλλά και τα ονόματα των προσφύγων δεν γλίτωσαν το νυστέρι της μετάλλαξης. Πόσων τα επώνυμα δεν άλλαξαν οι γραφειοκράτες υπάλληλοι της Επιτροπής Ανταλλαγής, πόσα -ογλου δε γίνανε -οπουλος, έτσι για να μη θυμίζει τίποτα σε δύο γενιές την απόγνωση και τον πόνο αυτών των ανθρώπων.

«Ιορδάνης… τουλάχιστο να τον φωνάζετε κάπως αλλιώς, ένα χαϊδευτικό … κάτι άλλο …»

Στις προσφυγογειτονιές, χωριά και συνοικισμούς, οι μόνες χαρές ήτανε οι γάμοι κι οι βαφτίσεις, εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά την Ανταλλαγή. Κρυφή ελπίδα όταν γεννιόταν το παιδί, ήταν να γίνει η βάφτιση στην Πατρίδα. Να’ χουν επιστρέψει στο μεταξύ. Κι όταν αυτό περνούσε, η επόμενη ελπίδα ήταν ο γάμος. Μετά την Κατοχή αυτά ξεχάστηκαν. Η ζωή τους δε θα ξαναγύριζε στην Πατρίδα.

Στις βαφτίσεις κανείς δεν είχε άγνωστες λέξεις, κανενός δεν του φαινότανε παράξενα και μπανάλ τα βαφτιστικά ονόματα τα Μικρασιάτικα. Σιγά σιγά όμως, η γειτονιά, ο πυρήνας αυτός που κρατούσε την Πατρίδα ζωντανή, άρχισε να σπάει. Πρόκοβαν κι έφευγαν, κι έχαναν την ταυτότητά τους δίχως να το θέλουν οι περισσότεροι, δίχως να το φαντάζονται.

Κι όσο άπλωνε ο περίγυρος, τόσο χάνονταν κι αυτοί στο χωνευτήρι της πρωτεύουσας. Ευτυχώς που στα χωριά δεν είναι έτσι.

Ο Ιορδάνης, ο μικρός, είναι ένα παιδί αυτής της κατάστασης. Οι παππούδες του δεν είναι όλοι Μικρασιάτες. Κουβαλά και μνήμες από άλλες περιοχές, έχει ρίζες και στην άλλη όχθη του Αιγαίου. Γιατί έτσι έγινε μετά την καταστροφή. Μόνο που οι άλλες ρίζες είναι παρούσες. Στους τόπους των άλλων παππούδων πάει όποτε θέλει. Τη ρίζα της απέναντι Πατρίδας όμως, θα τη βρει μονάχα αν την ψάξει. Αν έχει τη δύναμη, όταν μεγαλώσει, να πετάξει το κεφάλι του έξω από το βούρκο της λήθης, αν προσπαθήσει να βάλει χρώμα σε κάποιες ξεθωριασμένες φωτογραφίες, να δώσει σάρκα και οστά σε όνειρα, να αναστενάξει για καημούς που δεν τον άφησαν να γνωρίσει.

Γι΄ αυτό χρειάζεται όμως δύναμη. Όλα θα είναι αρνητικά. Η απουσία της Πατρίδας, η άγνοια των γύρω του, ακόμα κι η οικογενειακή φίλη που θα δυσανασχετεί με τ’ όνομά του. Ο Ιορδάνης θα πρέπει να ψάξει πολύ να βρει το παρελθόν. Θα πρέπει να καθαρίσει την εικόνα της Πατρίδας από σωρούς λάσπης, σκόνης και λήθης, για να βρει τη Μικρασία που άφησε κάποτε ο προπάππους του, την Καππαδοκία των παραμυθιών και διηγήσεων που δεν πρόλαβε. Θα χρειαστεί κόπο κι αγώνα να γνωρίσει ποιος είναι, δε θα του προσφερθεί από κανέναν, γιατί κανείς δεν είναι σε θέση να του δώσει κάτι αν δεν το γυρέψει ο ίδιος. Πρέπει όμως. Γιατί εκεί, εκεί που κάθε δεύτερη γενιά ένας γιος ανάσταινε τον πατέρα του βαφτίζοντας το δικό του γιο Ιορδάνη, Γαβριήλ, Πρόδρομο, οι ρωμαίικοι πληθυσμοί κρατούσαν, με όπλο μόνο τους την πίστη, ούτε καν τη γλώσσα, μια ταυτότητα που για χατίρι της το ΄24 τερμάτισαν μια παρουσία αιώνων. Γιατί αν το νοιώσει αυτό ο Ιορδάνης, θα μπορέσει να κοιτάξει το μέλλον με σιγουριά. Γιατί αυτοί που ξέρουν από πού έρχονται, ξέρουνε και ποιος είναι ο προορισμός τους. Αλίμονο στους άλλους μόνο, σ’ αυτούς που ξέχασαν, και που προορισμό τους πια τίποτα δεν έχουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ