της Άννας Λυδάκη
Επιτρέψτε μου, πριν αρχίσω την
παρουσίαση του θέματός μου, να
σας παραθέσω ένα μικρό κείμενο:
Λαβωματιά λαβωματιά έγινε το κορμί σου, γιατί “τα ματάκια του σε σφάξαν όταν σε πρωτοκοιτάξαν”. “Ο έρωτας στα μάτια του -παίζαν σαν του αστρίτη- καρτέραγε κρυμμένος, και σ’ είδε και σε πλήγωσε ο τρισκαταραμένος”. Κορμί που βρήκες να βάλεις στο μάτι… Χάθηκαν τα υπογένεια; Όμως αυτός είχε στήθος μάρμαρο, κορμοστασιά κυπαρίσσι, μπράτσα ατσάλι, “σαν μπαρμπαρέζικα σπαθιά ήταν τα δυο του φρύδια μες στην καρδιά σου μπήκανε σαν λιμασμένα φίδια”, και “είχε δόντια ράδι ράδι σαν ψιλό μαργαριτάρι”.
Τώρα η καρδιά σου είναι “γερμένη”, δεν μπορεί να σταθεί όρθια και η ψυχή σου πονά. Τρέμεις μήπως και “της καρδιάς του τα κλειδιά αλλού τα ‘χει δοσμένα”. “Μεγάλος αναστεναγμός απ’ την καρδιά σου βγαίνει, από τα χείλια σου περνά και πάλι μέσα μπαίνει”, γιατί “το πληγωμένο στήθος σου δεν ήταν μαθημένο για να κρατήσει βάσανα και πίκρες το καημένο”. Όμως κάνε καρδιά και μη λιώνεις στα πόδια σου.
Αυτό που θα ξεστομίσω να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στο αυτί σου: Λένε πως άμα θέλεις να κάμεις ένανε να σ’ αγαπήσει, στάξε του μέσα σ’ ένα ποτήρι μια σταλαματιά αίμα και δος του να το πιει χωρίς να το ξέρει. Έτσι θα πέσουνε τα μάτια του πάνω σου, αλλά εσύ να ‘χεις το μυαλό σου τετραγωνικό και θηλυκό, όχι πάνω από τη σκούφια, για να μη φέρεις φουρτούνα στο κεφάλι. Να ξέρεις “έχουνε και οι τοίχοι αυτιά και τα κλαριά μάτια” και οι γλώσσες είναι τραχιές, “κόκαλα δεν έχουν και κόκαλα τσακάνε”. Είσαι η κεφαλή του χωριού στην ομορφιά και στις άλλες χάρες. Τα ματόκλαδά σου λάμπουν… Έχεις μέση δακτυλίδι και κορμί ζωγραφιστό, “έχεις πέρδικας αχείλι και περιστεριού λαιμό, έχεις και καμαροφρύδι του κοράκου το λαιμό”, και, όταν εκείνος θα σου τσάχταϊ το μάτι, τα δικά σου μάτια δεκατέσσερα και φτύσε στον κόρφο σου να μη σε βασκάνουν.
Το φαρμάκι που ποτίστηκες και η χολή που ξεχειλίζει στο στόμα θα γίνουν μέλι όταν εκείνος θα βγάλει φτερά στα πόδια και θα ‘ρθει για να σου πει: “Ρόδα και τριαντάφυλλα κι ανθούς του παραδείσου εσύναξε ο έρωτας κι έπλασε το κορμί σου”, “Ομορφοκαμωμένη μου και λαμπαδοχυτή μου, όμορφη νια της μάνας σου, αχ θα γενείς δική μου”.
Στην παραπάνω μικρή ποιητική αφήγηση ο έρωτας κατοικεί στα μέλη του σώματος, κερδίζεται με αίμα, γίνεται φονιάς.
Είναι η ιστορία του μεγάλου έρωτα μιας κοπέλας για έναν άντρα που δεν την πρόσεξε και προκαλεί με μάγια –με αίμα– την αγάπη του. Στο μικρό αυτό κείμενο δεν υπάρχουν λέξεις όπως συναίσθημα, διακαής πόθος, επιθυμία, μόρφωση (“υπογένεια”), προσοχή, εξυπνάδα, δύναμη, στενοχώρια, κακεντρέχεια, ζήλια, συκοφαντία, αναστάτωση, χαρά. Δεν υπάρχουν δηλαδή αφηρημένα ουσιαστικά που θα ήταν απαραίτητα για να περιγράψουν τις ψυχικές καταστάσεις των δύο ηρώων της μικρής μας ιστορίας. Ακόμη θα προσέξατε ότι κανένα μέλος του σώματος δεν περιγράφεται κανονικά και κυριολεκτικά. Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου ή του κορμιού φανερώνονται μέσα από εκφράσεις σαμιακές -οπωσδήποτε και σαμιακές- ή επίθετα που καμιά σχέση δεν έχουν με το συγκεκριμένο μέλος. Θέλω να πω ότι τα μάτια δεν σφάζουν, το λαβωμένο από έρωτα κορμί δεν έχει πληγές, τα φρύδια δεν είναι σπαθιά, η καρδιά δεν γέρνει, το μυαλό δεν είναι τετραγωνικό, η όμορφη κοπέλα δεν είναι λαμπαδοχυτή κλπ. Και βέβαια “ο έρωτας κερδίζεται με αίμα”, αλλά μεταφορικά όχι κυριολεκτώντας. Παρ’ όλα αυτά όλοι καταλάβαμε πολύ καλά ότι πρόκειται για μια πανέμορφη κοπέλα και για ένα δυνατό παλικάρι και την υπόθεση που εκτυλίσσεται ανάμεσα τους. Ίσως μάλιστα την κατανοήσαμε πολύ καλύτερα από το αν ακούγαμε μια αφήγηση που θα μας έλεγε καθαρά και ξάστερα την ίδια ιστορία.
Το πρώτο ερωτηματικό, λοιπόν, μπαίνει εδώ: Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί, για να μιλήσουμε για μια λεπτή μέση, λέμε “μέση δακτυλίδι”; Γιατί, αντί να μιλήσουμε για προβλήματα, λέμε “φουρτούνες”; Γιατί να μιλάμε για μπράτσα ατσάλι και όχι για δυνατά μπράτσα; Γιατί η πιο όμορφη απ’ όλες είναι “το κεφάλι του χωριού”; Μην βιαστείτε να απαντήσετε και να πείτε ότι πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κείμενο, γιατί όλες οι εκφράσεις που χρησιμοποίησα και συνένωσα για να φτιάξω το κειμενάκι αυτό είναι καθημερινές σαμιώτικες εκφράσεις και ερωτικά δίστιχα ανωνύμων που συνέλεξα από το έργο του Νικολάου Δημητρίου.
Πιστεύω ότι κάθε σχόλιο για τον σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο και λαογράφο Ν. Δημητρίου δεν θα έχει να προσθέσει τίποτα σε αυτά που όλοι γνωρίζουμε. Το πολύτομο και πολύτιμο έργο του μαρτυρούν για τον άνθρωπο και επιστήμονα που αγάπησε τον τόπο του πολύ και συνέλεξε πλούσιο λαογραφικό υλικό για τον βίο, τα έθιμα και τις ιδιωματικές λέξεις της Σάμου.
Πολλές από τις φράσεις αυτές, γύρω από τις οποίες περιστρέφεται η εισήγησή μου, τις βρήκα σκόρπιες στο τεράστιο έργο του αλλά οι περισσότερες είναι καταγραμμένες στον Γ΄ τόμο των Λαογραφικών της Σάμου. Πρόκειται για το 5ο κεφάλαιο με τον τίτλο “Το ανθρώπινο σώμα στη σαμιώτικη διάλεκτο”. Εδώ ο Ν. Δημητρίου έχει συγκεντρώσει και ταξινομήσει τις ονομασίες όλων των μελών του ανθρώπινου σώματος, με τη χαρακτηριστική σαμιώτικη προφορά τους, όπως για παράδειγμα: καρκάνα, του καραμπάτσ’, του κάφκαλου, κορφή, ο απαλός (το μαλακό μέρος του κεφαλιού των μωρών παιδιών, αμέσως πάνω από το μέτωπο), τζιρβέλλου. Καρέλια, καριλάκια, βρύσις (οι δακρυγόνοι αδένες), χάντρα νινί (η ίρις του ματιού). Τζουρούνια. Zγκώματα (σουσούμια), στλακ (το διάφραγμα της μύτης), τσινιέδις (οι αρθρώσεις των σιαγόνων), γουβίτσα (ο γελασίνος), σταφλίτ’ς (η επιγλωττίδα), μούχλους (το πάχος του λαιμού), γλυκάδια (οι αδένες του λαιμού). Θλιές (οι αρθρώσεις του λαιμού και των χεριών), τρικόπ’, (ο άτλας, ο έβδομος αυχενικός σπόνδυλος), πινακίδα (η ωμοπλάτη), φτινουπαΐδια (ψευδοπλευρές), χουλή, λιακά (το σύνολο των σπλάχνων), χουντρουμέρ’ (το επάνω μέρος των μηρών), μήλου ντ’ γουνατιού (η επιγονατίδα), κάψα (το πίσω από την επιγονατίδα μέρος του ποδαριού), καλαμίδ’ (τα οστά της κνήμης), χτέν’ (ο ταρσός και το μετατάρσιο), αρμός (οι αρθρώσεις των διαφόρων οστών), μπουτκός (ο μυς) κλπ.
Την καταγραφή αυτή των ονομασιών του ανθρώπινου σώματος στη σαμιώτικη διάλεκτο συμπληρώνουν καθημερινές φράσεις, γνωμικά, παροιμίες και ερωτικά δίστιχα, τα οποία περιέχουν τις παραπάνω λέξεις, και σ’ αυτά ακριβώς θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Δεν θα μείνουμε σε φράσεις που περιέχονται στην καταγραφή αυτή και κυριολεκτούν, όπως για παράδειγμα “μι πουνεί του κιφάλ’ ιμ’” ή “αυτουνού, του κεφάλ’ ειγι ουλόστρουγκλου” ή “παραπάχγις μαρή Κατερνιώ! Έκαμες ένα μούχλου, π’ κρέμασι μιαν απθαμή κουντά, κατ’ απ’ του λιμό σ’” κλπ. Θα προχωρήσουμε αρχικά στις φράσεις εκείνες και τις παροιμίες που χρησιμοποιούν τα μέρη του σώματος για να εκφράσουν συναισθήματα και πάθη της ψυχής και στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις λέξεις και τις φράσεις που περιγράφουν το σώμα.
Ο Μ.Γ. Μερακλής1 μας λεει ότι ένα από τα βασικά αισθητικά γνωρίσματα του παραμυθιού είναι ότι οι ιδιότητες των προσώπων και οι μεταξύ τους σχέσεις εκφράζονται με δράσεις. Λ.χ. αν μια μητριά μισεί το θετό παιδί της, η σχέση αυτή δεν θα δοθεί με τη δήλωση, ότι η μητέρα μισεί το παιδί της αλλά θα παρασταθεί με ανάλογη συμπεριφορά. Π.χ. θα του αναθέσει δύσκολα έργα. Ομοίως οι ψυχικές ιδιότητες φανερώνονται με εξωτερικά χαρακτηριστικά: Το καλό ορφανό κοριτσάκι όποτε γελούσε, πέφτανε τριαντάφυλλα, όποτε έκλαιγε, έπεφταν φλουριά. Το εσωτερικό έτσι μετατρέπεται σε εξωτερικό και το υποκειμενικό αντικειμενοποιείται, προβάλλεται προς τα έξω παραστατικά και “ίσως, μας λεει ο Μ.Γ. Μερακλής, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν υπάρχει λογοτεχνικός δημιουργός σημαντικός, που να μην υπηρέτησε την αρχή αυτή, της προβολής μέσα από μιαν ‘εικόνα’ –ένα σύμβολο, τελικά– ενός εσωτερικού (ιδεολογικού κλπ.) περιεχομένου”. Το χαρακτηριστικό αυτό των παραμυθιών το ξαναβρίσκουμε και στις πίστεις και τις αιτιολογικές παραδόσεις των ανθρώπων που χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν κάποια φαινόμενα. Ο ίδιος παραθέτει την κυπριακή παράδοση για το “ζώθκιον”, το στοιχειό που έχει κάθε σπίτι και άλλοτε είναι καλό και άλλοτε κακό.2 Και εδώ ένα συναίσθημα δυνατό -ο δεσμός με τον χώρο μας- όταν πρόκειται να περιγραφεί, λέξεις όπως ασφάλεια, θαλπωρή του σπιτιού, πατρικό σπίτι, ανάγκη προσωπικού χώρου, δεν αρκούν και ο άνθρωπος ζητά κάτι πιο συγκεκριμένο για να το εξωτερικεύσει. Το συναίσθημα αυτό ο Κύπριος, που δεν μπορεί να βρει μια μορφή κατάλληλη για να το παρουσιάσει μια και είναι κάτι που δεν το έχει δει ποτέ, το συγκεκριμενοποιεί τουλάχιστον ως άμορφο, αλλά αναμφίβολα υπαρκτό για ‘κείνον, στοιχειό.
Όλα τα παραπάνω που συλλέξαμε από το έργο του Ν. Δημητρίου επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τον ίδιο τρόπο έκφρασης χρησιμοποιεί ο άνθρωπος της παραδοσιακής Σάμου και στην καθημερινότητά του. Ήδη διαπιστώνουμε ότι βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων, ο έρωτας, η καλοσύνη, η κακία και το δέσιμο με τον χώρο, παρουσιάζονται με συγκεκριμένα ουσιαστικά ενώ πρόκειται για αφηρημένες έννοιες. Τη συγκεκριμενοποίηση αυτή θα δούμε ότι χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και σε άλλες περιπτώσεις, όταν η κυριολεξία δεν του αρκεί. Και τότε, πραγματικά είναι να απορεί κανείς με τη δημιουργική δύναμη, την ευστοχία και τη φαντασία που επιστρατεύεται αυθόρμητα για να αποδώσει την πραγματικότητα επιστρέφοντας στο πιο κοντινό και άμεσο, το ανθρώπινο σώμα.
Για παράδειγμα, αλιεύοντας πάλι από τη συλλογή των σαμιώτικων εκφράσεων του Ν. Δημητρίου, η εξουσία αναφέρεται ως κεφάλι (τα κεφάλια του χωριού είναι ο παπάς, ο δάσκαλος, ο δήμαρχος), η υπεροψία το ίδιο (μόλις έπιασε δυο παράδες σήκωσε κεφάλι), η ανοησία παρουσιάζεται ως συνέπεια “άπηχτου μυαλού”, η εξυπνάδα φαίνεται από “τα μάτια που κόβουν”, η αμηχανία μας κάνει “να καταπίνουμε τη γλώσσα”, η εχθρική συμπεριφορά μας “τρωει το μεδούλι”, τη βοήθεια την παρέχει κάποιος με “τις πλάτες” του και “βάζοντας ένα χεράκι”, η πρώτη νιότη παρουσιάζεται συνεκδοχικά με το μουστάκι που αρχίζει να ιδρώνει, ενώ αντίθετα σ’ αυτή την ηλικία δεν “ιδρώνει καθόλου το αυτί”. Ο υπομονετικός έχει “γερό στομάχι” ακόμη και για τον αντιπαθητικό που δεν “χωνεύει” και εκείνος τον “βρίσκει του χεριού του” και του “τρωει τα συκώτια”. Η τιμιότητα φαίνεται όταν το “κούτελο είναι παστρικό”. Η απουσία ενός αγαπημένου προσώπου “μας μαυρίζει το μάτι”, ο φόβος “σπάει τη χολή” και “κόβει τα ήπατα”, ο θυμός κάνει το ρουθούνι να “φυσάει”, η χαρά φέρνει “γέλιο στα αυτιά” ενώ αντίθετα η ταπείνωση τα “κατεβάζει”. Η απελπισία που οδηγεί στον ξενιτεμό γίνεται κατάφωρη όταν κάποιος “παίρνει των ομματιών του και φεύγει”, και ο πόνος των δικών απαλύνεται με το γράμμα πάνω στο σώμα που “καίγεται”: “Ξενιτεμένο μου πουλί έλαβα τη γραφή σου, στο στήθος μου την έβαλα κι είπα: καρδιά δροσίσου”. Η φτώχεια κάνει τα δόντια αδύναμα να εκτελέσουν το έργο τους: “Το κρέας και το ψάρι δεν είναι για μας τους φτωχούς γιατί δεν τα κόβουν τα δόντια μας”. Η συμφιλίωση του ανθρώπου των παραδοσιακών κοινωνιών με το αναπότρεπτο τέλος της ζωής που ακολουθεί τους συμπαντικούς νόμους της γέννησης και του θανάτου παρουσιάζεται ως “γάμος με τον Μιχάλη” και, αποφεύγοντας τη λέξη “πεθαμένος”, ο Σαμιώτης λεει, πιο συγκεκριμένα, “τσίτωσε το ποδάρι” ή “γυάλισαν τα δόντια του”, ενώ ο ετοιμοθάνατος είναι αυτός που “σέρνει τα κόλλυβα στο ποδάρι του”.
Το ίδιο αίτημα αρωγής προς το σώμα και δανεισμό των μελών του, προκειμένου να αρθρωθεί διδακτικός, κριτικός και περιεκτικός λόγος, παρατηρούμε και στις σαμιώτικες παροιμίες, καταγραμμένες πάντα από τον Ν. Δημητρίου, όπως:
Εγώ έχασα τα μάτια και θα νοιαστώ για τα φρύδια;
Σκόρδα στα γένια μου δεν μπορεί να φυτέψει κανείς.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Κοιλιά χορτάτη αυτί δεν έχει.
Να φτύσω σα πάνω; θα φτύσω το Θεό. Να φτύσω σα κάτω; θα φτύσω τα γένια μου.
Και τα γνωμικά:
Μάτια όπου δεν θωριούνται γρήγορα λησμονιούνται.
Χαρά στα μάτια που είδανε δυο ημερών φεγγάρι.
Έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα.
Ακόμη να προσθέσουμε πως η ζωή του ανθρώπου προδιαγράφεται και οι οιωνοί βρίσκονται πάνω στα σουσούμια, όπως σημειώνει ο συγγραφέας: “Δυο κορφές στην κεφαλή; Δυο γυναίκες θα πάρεις”, “Ξεπετούν τα μάτια σου; Μουσαφίρη θα δεις”, “Σε τρωει η φούχτα σου; Κάποιον θα χαιρετήσεις ή παράδες περίμενε”. “Το ποδάρι σε τρώει; Δρόμο θα πάρεις και λόγια θ’ ακούσεις αν το αυτί σου τζιτζνίζ’”3
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, τώρα να διαλευκάνουμε τα μυστήρια αυτά της γλώσσας. Ο Λούρια4 μας λεει ότι παλιότερα σκεφτόμασταν ιδιοσυγκρασιακά, βασισμένοι πάνω στο άμεσο και το συγκεκριμένο περιστατικό και πράγμα, και στη συνέχεια η γλώσσα εμπλουτίστηκε και η σκέψη έγινε κατηγοριακή και γενικευτική εκφράζοντας έναν ολόκληρο κόσμο – θησαυροφυλάκιο λεει τη μητρική γλώσσα ο Χέρντερ, που παραδίδεται στους νεώτερους. Έτσι, η γλώσσα βασίζεται στην αφαίρεση και τη γενίκευση και οι λέξεις περιγράφουν και υπονοούν την ουσία των πραγμάτων και όχι τα πράγματα καθαυτά. Ακόμη και μακριά από τη χειροπιαστή πραγματικότητα μπορούμε να συνεννοούμαστε μεταξύ μας χωρίς να έχουμε ανάγκη να βλέπουμε έμπροσθέν μας ή να αγγίζουμε τα αντικείμενα. Όμως φαίνεται πως όσο ακριβείς και αν είναι οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν την πραγματικότητα. Ο φιλόσοφος του Διαφωτισμού Ντιντερό διηγείται το εξής χαρακτηριστικό:
“Κάποιος Ισπανός ή Ιταλός, που λαχταρούσε να έχει στην κατοχή του μια προσωπογραφία της ερωμένης του, την οποία όμως δεν μπορούσε να εμφανίσει σε κανένα ζωγράφο, έκανε το μόνο που του απόμενε: την περιέγραψε με τον πλέον διεξοδικό και ακριβή τρόπο. Αρχικά προσδιόρισε τις αναλογίες του κεφαλιού. Ύστερα πέρασε στις διαστάσεις του μετώπου, των ματιών, της μύτης, του στόματος, του πιγουνιού και του λαιμού. Κατόπιν επανήλθε στο καθένα από αυτά τα σημεία με άκρα λεπτομέρεια, ώστε στο πνεύμα του ζωγράφου να αποτυπωθεί η αληθινή εικόνα που έβλεπαν τα μάτια του. Δεν λησμόνησε ούτε τα χρώματα, ούτε τα σχήματα, ούτε το παραμικρό γνώρισμα του χαρακτήρα της. Όσο περισσότερο συνέκρινε την περιγραφή του με το πρόσωπο της ερωμένης του, τόσο πιο πολύ έβρισκε ότι της έμοιαζε. Κυρίως πίστεψε ότι, όσο πιο σχοινοτενής θα ήταν η περιγραφή του, τόσο πιο μικρά περιθώρια αυθαιρεσίας θα είχε ο ζωγράφος. Κατέγραψε όλα όσα θεώρησε πως θα πειθανάγκαζαν τον χρωστήρα. Όταν εν τέλει του φάνηκε πως η περιγραφή ολοκληρώθηκε, έκανε εκατό αντίγραφα, τα οποία έστειλε σε ισάριθμους ζωγράφους συνάπτοντας την εντολή να αποτυπώσει ο καθένας τους πάνω στον μουσαμά ό,τι ακριβώς θα διάβαζε στο χαρτί. Παρευθύς οι ζωγράφοι στρώθηκαν στη δουλειά. Μετά από κάποιο διάστημα ο εραστής μας λαβαίνει εκατό πορτρέτα, από τα οποία κανένα δεν έμοιαζε με κάποιο άλλο ή με την ερωμένη του”.5
Ιστορία η οποία μας θυμίζει και την αδυναμία του ζωγράφου να απεικονίσει τα μάτια αγαπημένης, που μας λεει και το σαμιώτικο δίστιχο:
Είκοσι μέρες νηστικός έκαμ’ ένας ζωγράφος
να γράψει τα ματάκια σου και πάλι έκαμε λάθος.
Έχω την εντύπωση ότι ο λαός, πιο σοφός ίσως από τον νεαρό που μνημονεύει ο Ντιντερό, γνωρίζει εκ των προτέρων τις αδυναμίες της γλώσσας να περιγράψει, όχι μόνο συναισθήματα αλλά ακόμη και σώματα αγαπημένα, και εγκαταλείπει έγκαιρα τις προσπάθειες για να ακολουθήσει πιο σίγουρους δρόμους. Τα συναισθήματα και τα πάθη της ψυχής είναι υπαρκτά μεν (τα νιώθουμε) αόρατα δε (οι αισθήσεις αποδεικνύονται αδύναμες να τα συλλάβουν). Η αφαίρεση, η απαραίτητη για να επικοινωνήσουμε με τον άλλο, είναι ανεπαρκής και ατελέσφορη για να εκφράσουμε συναισθήματα και καταστάσεις. Στην ανάγκη, φαίνεται, ότι αποζητούμε κάτι πιο συγκεκριμένο και περιστασιακό, κάτι που να βρίσκεται μπροστά μας, να μπορούμε να το δούμε και να το αγγίξουμε. Και η σφοδρή αυτή επιθυμία βρίσκει διέξοδο επιστρέφοντας σε πρότερες, ανθρώπινες, καταστάσεις, όταν δεν είχαμε φθάσει ακόμη στην αφαιρετική σκέψη και κάθε φορά καλούμασταν να αντιμετωπίσουμε το ίδιο το πράγμα. Το πιο κοντινό και άμεσο που μπορούμε να αδράξουμε είναι το σώμα μας και σ’ αυτό καταφεύγουμε για να περιγράψουμε αφηρημένες καταστάσεις. Ένα σώμα, όμως, όχι πια μόνο δικό μας αλλά κοινό, χωρίς ατομικά γνωρίσματα, υπερατομικό, πανανθρώπινο. Ένα συμβολικό σώμα που δεν ξεχωρίζει από την ψυχή, τα πάθη και τα παθήματά της. Το σώμα –το δικό μας, αλλά και των άλλων– που ο αφαιρετικός λόγος εξοστράκισε από την περιγραφή των συναισθημάτων, επιστρέφει θριαμβευτικά, και οι “ιδέες υποβιβάζονται μπροστά στην ιερότητα και την πρωτοκαθεδρία του”. Όλες οι φράσεις που συνδέουν τα δίστιχα στο πρώτο κείμενο και του δίνουν νόημα είναι φράσεις λαϊκές, σχηματικές που χρησιμοποιούνται καθημερινά. Φράσεις που εικονογραφούν σκέψεις και συναισθήματα, με επίκεντρο και αναγωγή στο σώμα και τη δράση του, και τα μέλη που χρησιμοποιούνται σ’ αυτόν τον λόγο το παρουσιάζουν συνεκδοχικά ολόκληρο και έμψυχο.
Το σώμα, ούτως ή άλλως μιλάει, έστω και με τη σιωπή του. Ο Ν. Δημητρίου εύστοχα μας λεει για “σχήματα” του σώματος που δείχνουν αγάπη, θλίψη, ταπείνωση, θρήνο, οργή, ντροπή κλπ., σχήματα συνεννόησης χωρίς ομιλία, σχήματα δεισιδαίμονα, σύμβολα και γνεψίματα μυστικά. (Για την αγάπη, χαιρετισμός: ελαφρό ζούλημα των δεξιών χεριών, αγκάλιασμα: ή και κρέμασμα απ’ το λαιμό παλιότερα. Φίλημα: φίλημα στο μάγουλο, στόμα, λαιμό, στον ώμο, σταυρωτά, στα μάτια. Τα μικρά παιδιά τα φιλούν στο κεφαλάκι ή στα χεράκια τους, τους νεκρούς στο μέτωπο ή στο κεφάλι. Ερωτικό φιλί δεν δινόταν φανερά. Το θεωρούσαν ντροπή. Απελπισία: σείσιμο του κεφαλιού χωρίς μιλιά).6 Ο λαϊκός άνθρωπος γνωρίζει ότι τα “σχήματα” του σώματος δεν λένε ψέματα και την αλήθεια αυτή, τη σωματική και αδιάψευστη γλώσσα, τη χρησιμοποιεί εκεί που οι λέξεις δεν του φτάνουν.
Με όλα τα παραπάνω φαίνεται πως το σώμα γίνεται το κέντρο που σ’ αυτό εδράζoνται τα συναισθήματα, παράλληλα, όμως μπορούμε να δούμε και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που μας απομακρύνουν από αυτό. Θέλω να πω ότι ο άνθρωπος για να εκφράσει συναισθήματα -κυρίως ερωτικά- επιστρέφει στο σώμα και τα συγκεκριμενοποιεί, για να περιγράψει όμως το σώμα που προκάλεσε τον έρωτα φεύγει από αυτό και αναζητά μεταφορές και παρομοιώσεις στη φύση, στα πράγματα. Πρωτίστως δηλαδή ακολουθεί τον δρόμο που οδηγεί στο σώμα, το πρωτογενές υλικό της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά όταν πρόκειται να αναφερθεί στην περιγραφή του ίδιου του σώματος φεύγει από αυτό και αναζητά αλλού την εικόνα των παθών του, στο πράγμα: “Τα μάτια σου είναι σαν ελιές, που βγάνουνε το λάδι, τα φρύδια σου καμαρωτά σαν δυο μερών φεγγάρι”, “Τα μάτια σου είναι γιουλ-μπαξές, τα φρύδια σου ντιβάνι κι όποιος γυρίσει και σε ιδεί το νου του τόνε χάνει”, “Το στόμα σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο, το στήθος σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο”, “Τέσσερα φύλλα έχει η καρδιά, τα δυο μου ‘χεις παρμένα και τα άλλα δυο μου τα άφησες ξερά και μαραμένα.”
Η ποιητικότητα του πεζού λαϊκού λόγου
Λένε πως οι ποιητές έχαιραν πάντα εκτίμησης από τον υπόλοιπο κόσμο, γιατί μόνο αυτοί μπορούσαν να εκφράσουν μέσα από το λόγο τους αισθήματα και σκέψεις που όλοι νιώθουμε και όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν μπορούμε να τα πούμε. Εκείνοι ξέρουν καλά να “παίζουν” με τους τροπισμούς του λόγου και μέσα από εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις αψύχων να μιλούν για πράγματα πανανθρώπινα και διαχρονικά. Πραγματικά στην ποίηση βλέπουμε αυτή τη χρήση του λόγου:
“Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας / Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια / Της όρασης”, λέει ο Ελύτης. Μας μιλά ακόμη για τον ψίθυρο των δέντρων, το αίμα στις φλέβες των ονείρων, τις φλόγες των δακτύλων που βιάζουν τα χείλη της ημέρας, κόβουν τα χείλη της ημέρας, για τη θανάσιμη γη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι. (Ελύτης, Προσανατολισμοί)
Φαγώθηκαν τα χρόνια μου, κακούργες λέξεις, τα δόντια της ψυχής δαγκώνουν πιο φαρμακερά (Μάνος Ελευθερίου, Μαθήματα μουσικής. Τα ξόρκια).
Τρέμουν τα βουνά και θυμώνουν τα έλατα, ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου, το φοβερό βλέμμα του ανέμου, η αγέρωχη φύση, η αθάνατη πέτρα που περαστικός ανθρώπινος άγγελος έγραψε το όνομά του απάνω της, ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει, βουρκωμένο σύννεφο (Νίκος Γκάτσος, Αμοργός).
Μου παραγγείλαν οι σκουριές, αν δεν υπήρχε η απόσταση θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια, τα βρωμόχερα του χρόνου (Κική Δημουλά, Η εφηβεία της λήθης).
Άγγιγμα της θάλασσας, θλιμμένη μέρα, γλώσσα της επιστροφής, ποιήματα αχτένιστα κι αδέσποτα, σώματα γλυκόπιοτων κολυμβητών (Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος).
Στις μέρες μας ακούμε συχνά τη διαμαρτυρία ότι η γλώσσα μας χάνεται, ότι οι λέξεις λιγοστεύουν, ότι τα γκρικ-ίνγκλις κυριαρχούν στη ζωή μας. Δεν είμαι αρμόδια να μιλήσω γι’ αυτό και δεν θέλω να κινδυνολογώ επαναλαμβάνοντας πράγματα που ακούμε όλοι καθημερινά. Άλλωστε πιστεύω ότι κάθε ζωντανή γλώσσα αλλάζει, χάνει, κερδίζει λέξεις. Έχω προσέξει όμως ότι τα νεαρά παιδιά αναζητούν τους ίδιους τρόπους έκφρασης (τα πήρα στο κρανίο, καράφλιασα, κουφάθηκα, αφασία) τρέποντας ανάλογα τον λόγο. Ίσως λοιπόν να μη λείπουν οι λέξεις ούτε τα σχήματα και διαχρονικά οι άνθρωποι να στρέφονται προς το σώμα και να ζητούν αρωγή από τα μέλη του για να εκφράσουν την ψυχή τους. Εκείνο, όμως, που πρέπει να επισημάνουμε είναι η απουσία της ομορφιάς από τη γλώσσα, η απουσία της γοητείας της προφορικής ποίησης.
Στις επιστήμες το ύφος του λόγου πρέπει βέβαια να είναι απέριττο, αλλά είναι λάθος αυτό να το συγχέομε με το στεγνό ξεχνώντας τα λόγια του Μπυφόν:
“Τα καλογραμμένα έργα θα είναι τα μόνα που θα περάσουν στους επιγενόμενους. Η ποσότητα των γνώσεων, η μοναδικότητα των γεγονότων, το πρωτοφανέρωτο ακόμα των ανακαλύψεων δεν είναι σίγουροι εγγυητές αθανασίας. Αν τα έργα που τα περιέχουν δεν καταπιάνονται παρά με μικροπράγματα, αν είναι γραμμένα χωρίς καλαισθησία, χωρίς ευγένεια και χωρίς μεγαλοφυία, θα χαθούν, γιατί οι γνώσεις, τα γεγονότα και οι ανακαλύψεις αποσπώνται εύκολα, μεταφέρονται και φτάνουν ακόμα να ενεργοποιηθούν από χέρια πιο ικανά. Αυτά τα πράγματα είναι έξω από τον άνθρωπο, το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος”.7
Στην καθημερινή γλώσσα βλέπουμε να γίνεται κυρίαρχη η κυριολεξία και να αποτελεί τον πλέον έγκυρο τρόπο εκφοράς της απόφανσης. Αυτή η κυριολεξία, όμως, αντανακλά τη ζωή μας την ίδια που οργανώνεται ορθολογιστικά, οι άνθρωποι και τα πράγματα μπαίνουν σε κουτάκια, μελετώνται, κατηγοριοποιούνται σε μιαν οριζόντια διάταξη του χρόνου, και το διαφορετικό και τα έντονα συναισθήματα δεν χωρούν πουθενά. Η ποιητική στιγμή που, όπως μας λεει ο Μπασελάρ8, ακινητοποιεί τον χρόνο σε μια βαθιά, κάθετη θεώρηση που τον κάνει να μην κυλάει αλλά να αναβλύζει, χάνεται μπροστά στην κυριαρχία της διάρκειας που μας κάνει να αγωνιούμε. Όμως “ό,τι είναι απλό, ό,τι είναι ισχυρό μέσα μας, ό,τι ακόμα είναι διαρκές, αποτελεί δώρο της στιγμής”.9 Η ποιητική στιγμή γίνεται πλήρης όταν στον στίχο μπορούμε να συνδέσουμε το απέραντο μέγεθος της ημέρας και της νύχτας, του καλού και του κακού, είναι η στιγμή της μειδιώσας λύπης, όπως στους στίχους: “Δυο μάτια φως μου λαμπερά είναι τα δυο σου μάτια κι όποιου κοιτάξουν την καρδιά την κάνουνε κομμάτια”, “Τα μάτια σου τα όμορφα και το γλυκό σου βλέμμα, μου πήραν απ’ την κεφαλή το νου μου και το πνεύμα”, “Ματάκια μου μπιρμπιλωτά και φρύδια του πολέμου, αυτά τα δυο με πολεμούν, βοήθα με Θεέ μου”, “Μελαχρινό μου πρόσωπο, μέλι με τη γλυκάδα, φαρμάκι που μ’ επότισες τούτη την εβδομάδα”.
Η επιμονή του λαϊκού λόγου να εκφράζεται ποιητικά μας βάζει σε υποψία. Άλλωστε “στη γλώσσα της ποίησης σημασία έχει όχι μόνο αυτό που βλέπεις (διαβάζεις) γραμμένο αλλά και το άλλο που δεν βλέπεις γραμμένο. Αυτό που κάποτε ακούγεται σα δεύτερος ήχος στα ενδιάμεσα των συλλαβών και των λέξεων -δεν είναι η σιωπή, μη βιάζεσαι- είναι ο ήχος που αφήνουν οι λέξεις όταν οι συλλαβές κι οι λέξεις τρίβονται -τα κόκαλά τους τρίβονται- η μια με την άλλη…” (Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο, σελ. 41).
Ο “ήχος” που ακούγεται πίσω από τα σαμιώτικα δίστιχα είναι ο “ήχος της ζωής” σε περασμένους καιρούς. Μιας ζωής που αναζητούσε την ποίηση μέσα στην καθημερινότητα, στις σχέσεις των ανθρώπων, στην αποθέωση της στιγμής, αφού η απόλυτη συμφωνία με τους ρυθμούς της φύσης καθησύχαζε και η αέναη επανάληψη εξασφάλιζε τη διάρκεια που έπαυε πλέον να τους απασχολεί. Στην παραδοσιακή κοινωνία της Σάμου η ποίηση δεν κατοικούσε μόνο στα ποιήματα, αλλά στην ίδια τη ζωή,10 στον καθημερινό λόγο των ανθρώπων που με τις προσωποποιήσεις, τις μεταφορές και τις εικόνες, τις τροπές του λόγου παύει να είναι πεζός και γίνεται υπαινικτικός, δηλαδή ποιητικός.
Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ μας λεει να διαβάζουμε λογοτεχνία γιατί μαθαίνουμε έτσι να βλέπουμε τις λεπτομέρειες των πραγμάτων και να αναλύουμε τα συναισθήματά μας.11 Και έχει δίκιο, η άσκηση αυτή χρειάζεται γιατί στις σύγχρονες κοινωνίες δεν προλαβαίνουμε να σκύψουμε πάνω στα ανθρώπινα και τα συμπαντικά νηφάλιοι για να μπορέσουμε να αισθανθούμε τη στιγμή. Η αναγκαιότητα της άσκησης καταδείχνει και τη διαφορά του παραδοσιακού κόσμου από τον σύγχρονο. Στον πρώτο “άγγιζαν”, “έβλεπαν”, “άκουγαν” τα συναισθήματα και αυτό φαίνεται και απαθανατίζεται πάνω στον τρόπο που εκφράζονταν, πάνω στην ποίηση που ανάβλυζε στιγμιαία, ενώ στον δεύτερο αυτό μπορεί να συμβεί μόνον κατόπιν ασκήσεως. Εντούτοις πιστεύω ότι και σήμερα, τις λίγες φορές που η πρωτογενής αίσθηση των πραγμάτων κυριαρχεί, ο ορθός λόγος παραμερίζεται και η γλώσσα δρα, νομίζει κανείς, αυτόνομα για να επιστρέψει στο σώμα. Επιβεβαιώνεται με αυτήν τη σωματοποίηση των παθών η ενότητα της ύπαρξης, το αιώνιο “ψυχή τε και σώματι” της προσφοράς.
Τελειώνοντας σημειώνουμε ότι στην Ιλιάδα12 ο επικός ποιητής δείχνει, επίσης, μεγάλη προτίμηση στην αναφορά των μελών του ανθρώπινου σώματος με μιαν ιδιάζουσα, μάλιστα, οικονομία. Μια “οικονομία με έμφαση στα μέλη η οποία δεν υποδηλώνει μια τμηματική, διαμελισμένη σύλληψη του σώματος και δεν καταργεί το υπόλοιπο σώμα”. Έτσι το πρώτο χνούδι του μεταμορφωμένου Ερμή ταυτίζεται με τη χάρη της νιότης ενώ το ανατρίχιασμα του Πρίαμου δηλώνει έναν ψυχικό κλονισμό. Όταν κάποιος φοβάται, τα μέλη του λύνονται (λέλιντο γυία), όταν θυμώνει ο Αγαμέμνονας στραβοκοιτάζει (υπόδρα ιδών), τα μάτια του λάμπουν (λαμπετόωντι) και πετούν φωτιές (πυρίς εΐκτην), όταν πεθαίνει κάποιος, η ψυχή φεύγει από τα μέλη (ρεθέων εκ θυμόν έληται), η κούραση φαίνεται από τα μέλη που γίνονται βαριά (κάματος γυία δέδυκεν).
Αυτό μας κάνει να μνημονεύσουμε τα λόγια του Ζήσιμου Λορεντζάτου: “Αληθινά, βάζω με το νου μου, θα πρέπει να λογαριάζεται καλότυχος ένας λαός σαν τον δικό μας που, από την εποχή της Ιλιάδας ως σήμερα, λέει ‘μου λύθηκαν τα γόνατα’ με τις ίδιες λέξεις”.13 Και να προσθέσουμε ότι καλότυχος θα πρέπει να λογαριάζεται και ο τόπος που γεννά ανθρώπους σαν τον Σάμιο Ν. Δημητρίου που συλλέγουν με υπομονή λέξεις και φράσεις καθημερινές, οι οποίες, τελικά, αποδεικνύονται διαχρονικές για εκείνους που επιμένουν στην ποίηση, όχι μόνο των ποιημάτων, αλλά και της ζωής.
Σημειώσεις
1. Μ.Γ. Μερακλής, “Η αισθητική του παραμυθιού” στο Μ.Γ. Μερακλής, Έντεχνος λαϊκός λόγος, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993, σελ. 147-189 και Μ.Γ. Μερακλής, Ελληνική λαογραφία, τόμ. Γ΄, Λαϊκή τέχνη, Οδυσσέας, Αθήνα 1992, σελ. 36-45.
2. Μ.Γ. Μερακλής, “Προς τις πηγές της ποιήσεως” στο Μ.Γ. Μερακλής, Έντεχνος λαϊκός λόγος, ό.π., σελ. 18-19.
3. Ν. Δημητρίου, Λαογραφικά της Σάμου, τόμ. Α΄, Αθήνα 1983, σελ. 550-551.
4. Louria, Γνωστική ανάπτυξη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1992.
5. Tzvetan Todorow, Theories du symbole, Seuil, 1977, σελ. 168, στο Κ. Παπαγιώργης, Λάδια ξίδια, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σελ. 32-33.
6. Ν. Δημητρίου, Λαογραφικά της Σάμου, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1986, σελ. 169-178.
7. Χρ. Χαραλαμπάκης, Νεοελληνικός λόγος, Νεφέλη, Αθήνα 1992, σελ. 31.
8. Γκ. Μπασελάρ, “Ποιητική στιγμή & μεταφυσική στιγμή”, στο Γκ. Μπασελάρ, Η εποπτεία της στιγμής, (μετ. Κ. Παπαγιώργης), Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ. 151-165.
9. Γκ. Μπασελάρ, Η εποπτεία της στιγμής, ό.π., σελ. 50 και 58.
10. Για την ποίηση των παραδοσιακών κοινωνιών και την έλλειψή της στις σύγχρονες, βλ. Μ.Γ. Μερακλής, “Ο άνθρωπος της πόλης”, στο Μ.Γ. Μερακλής, Λαογραφικά Ζητήματα, Χ. Μπούρα, Αθήνα 1989, σελ. 65-82.
11. J. de Romilly, Ο θησαυρός των λησμονημένων γνώσεων, Το Άστυ, Αθήνα 2000, σελ. 183-192.
12. Κ. Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτη, Αθήνα 1993, σελ. 109-136.
13. Ζ. Λορεντζάτος, Παλίμψηστον του Ομήρου, Δόμος, Αθήνα 1978, σελ. 32, στο Κ. Παπαγιώργης, Ομηρική μάχη, ό.π., σελ. 122.
*Η Άννα Λυδάκη είναι Λέκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας (Θεματικός άξονας: Κοινωνική Λαογραφία).