του Πέτρου Χαριτάτου
Γεννιέσαι μέσα σε μια γλώσσα.Μαθαίνεις τους δικούς της όρους ενώ μεγαλώνεις, για να ονομάζεις τον κόσμο γύρω σου αλλά και τον κόσμο μέσα σου. Πλάθεσαι με τις έννοιες που διαμόρφωσε η κοινωνία σου, και που εκφράζει με τη γλώσσα της. Άλλα βιώματα και αντιλήψεις ενσωματώνει η εκεί γλώσσα, κι άλλα η εδώ. Άλλη είναι η αντίληψη του Έλληνα γιά την επιτυχία και την αποτυχία, κι άλλη του Άγγλου γιά το success και το failure. Γι αυτό, ενώ το λεξικό δίνει ως ισοδύναμες τις λέξεις “αποτυχία” και “failure”, οι έννοιές τους αποκλίνουν η μιά από την άλλη. Το ίδιο συμβαίνει με άλλες έννοιες, όπως του πόνου. Θα δούμε πιό κάτω πώς λειτουργεί αυτή η διάθλαση των εννοιών, μέσα από το πρίσμα της κάθε κοινωνίας.
Σχέση με την ‘τύχη’
Τύχη, επιτυχία, ευτυχία
Ατυχία, αποτυχία, δυστυχία
Αυτή η σειρά λέξεων αποτυπώνει την αντίληψή μας για την τύχη και τη μοίρα, που δεν είναι η ίδια στα ελληνικά και σε άλλες γλώσσες. Η κάθε λέξη έχει στη ρίζα της την τύχη. Δηλαδή την αντίληψη ότι δεν μπορείς όλα να τα προβλέπεις και να τα ελέγχεις. Ότι ασήμαντοι παράγοντες συχνά προκαλούν τεράστιες συνέπειες. Ότι αυτό που θεωρείς σίγουρο μπορεί να ανατραπεί με τρόπο απροσδόκητο.
Ο όρος “επιτυχία” εκφράζει την τύχη που συνοδεύει την προσπάθεια, και όχι την αξία, την επιμέλεια ή την μέθοδο. Αντιθέτως, το αγγλικό success και το γαλλικό succès στηρίζονται στο λατινικό successus, που περιέχει την έννοια της ακολουθίας και της διαδοχής. Πιό κοντά στη δική μας ετυμολογία ήταν το γαλλικό réussite (16ος αιώνας), που προέρχεται από το ιταλικό riuscita, που έχει την έννοια της εξόδου, δηλαδή της ευνοϊκής έκβασης, όπου πάλι η τύχη βάζει το χέρι της. Το συνειδητοποιεί όμως πλέον ο σημερινός Γάλλος;
Κατά ανάλογο τρόπο και η “αποτυχία” είναι ριζωμένη στην τύχη. Στα ελληνικά δεν περιέχει την έννοια του σφάλματος ή του φταιξίματος, και —κατ’ αρχάς— δεν αντανακλά αρνητικά στο πρόσωπο που απέτυχε. Αλλιώς συμβαίνει με το αγγλικό failure (13ος αιώνας) που προέρχεται από το γαλλικό faillir, με την έννοια του ελαττωματικού (be wanting, defective), και προγενέστερα από το λατινικό fallere με την έννοια της απογοήτευσης (deceive, disappoint an expectation), σύμφωνα με τους ορισμούς του Oxford Dictionary of Etymology. Ομοίως το γαλλικό échec (11ου αιώνα) συνδέεται με τον όρο Chah mat, ο βασιλιάς πέθανε, ενώ το ρήμα échouer (16ου αιώνα) προέρχεται από το λατινικό excautare, δηλαδή προσάραξη στα βράχια ενός άτυχου ή αδέξιου ναυτικού.
Κυττώντας λοιπόν τους παραπάνω όρους και αντιλήψεις, μπορούμε να βγάλουμε τρία συμπεράσματα.
Πρώτο, όπως δείχνει η σειρά “ατυχία – αποτυχία -δυστυχία”, το ελληνικό πρότυπο έχει εσωτερική λογική συνοχή, μιας και η τύχη είναι στη ρίζα της κάθε έννοιας. Αντιθέτως, σε άλλες γλώσσες, η έκβαση των πραγμάτων συνήθως αποδίδεται στην ευθύνη, μερικές δε φορές στην τύχη.
Δεύτερο, η αντίληψη που κουβαλά η ελληνική γλώσσα είναι πλησιέστερη στις ανθρώπινες δυνατότητες, σε αντίθεση με αντιλήψεις που αποδίδουν στον άνθρωπο μια ακατανίκητη βούληση. Η ευ-τυχία και η δυσ-τυχία, εξ ορισμού δεν είναι στο χέρι μας, διότι άλλες οι βουλές των ανθρώπων και άλλες των θεών, δηλαδή της τύχης. Αυτό δεν σημαίνει πως είσαι μοιρολάτρης, αλλά πως θα κάνεις το καλύτερο που μπορείς, έχοντας μια προσγειωμένη αντίληψη για την ελευθερία επιλογής που διαθέτεις, και για την ευθύνη που προκύπτει. Δεν ελέγχεις τα τυχαία στοιχεία της ζωής, και συνεπώς δέχεσαι πως υπάρχουν δυνάμεις ισχυρότερες από σένα. Ο θρήσκος τις αποδίδει στον Θεό, κι ο μη θρήσκος στην τύχη. Γλύτωσες από ατύχημα; Είχες Άγιο. Συνέβη ένα καλό; Δόξα τω Θεώ. Αναμένεις μιαν έκβαση; Έχει ο Θεός. Θα γίνει κάτι; Θεού θέλοντος. Σου εύχονται “καλή τύχη”; Απαντάς “πρώτα ο Θεός”. Αυτές είναι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ακόμα κι ένας άθεος.
Τρίτο, η ελληνική γλώσσα απεικονίζει μιά σοφότερη εμπειρία για το πόσο μπορεί ο άνθρωπος να ελέγχει έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ασυνέχεια και το απρόβλεπτο. Άλλες γλώσσες, αντιθέτως, περιέχουν την πεποίθηση πως ο άνθρωπος κυριαρχεί στα πράγματα, εφ’όσον ακολουθεί κάποια μέθοδο. Το ότι η ελληνική αντίληψη είναι πιο ρεαλιστική, προκύπτει από το παράδειγμα των όσων συνέβησαν το 1989 με την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος. Τεράστιες υπηρεσίες ελέγχου και κατασκοπείας, κι από τις δυό πλευρές, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν —ακόμα λιγότερο να ελέγξουν (δηλαδή να εμποδίσουν ή να προκαλέσουν)— αυτό που έμελλε να συμβεί. Κι όμως, συνεχίζουν να πιστεύουν στο πρότυπο του κόσμου σαν λογικού μηχανισμού με μοχλούς και δείκτες.
Σχέση με τον “πόνο”
Πώς εκφράζεται στις κοινωνίες η συμμετοχή στα συναισθήματα του άλλου; Στα αγγλικά, σε αναλογία με τις λέξεις sympathy και antipathy, φτιάξαν με ελληνικές ρίζες την λέξη empathy, που την ορίζουν ως “ικανότητα να νιώθεις τα συναισθήματα ενός άλλου, σαν νάτανε δικά σου”. Επειδή στα ελληνικά η λέξη εμπάθεια είναι δεμένη με συγκεκριμένα αρνητικά συναισθήματα, εάν θέλαμε να μεταφράσουμε το empathy θα έπρεπε να συνθέσουμε λέξεις όπως “ενδοπάθεια”. Όμως κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται, διότι έχουμε ένα πλούσιο λεξιλόγιο γι αυτές τις έννοιες, που στηρίζεται στον πόνο, δηλαδή τον φυσικό πόνο, κάτι που υφίστασαι σ’ένα μέρος του σώματος και που εκφράζεις με το αμετάβατο ρήμα “πονώ”. Όμως γίνεται μεταβατικό όταν λέμε “σε πονώ”, με την έννοια της συμπόνιας και της απονιάς, που δημιουργεί ιδιότητες όπως πονόψυχος, πονετικός, πονεμένος, άπονος. Έτσι, σε αντίθεση με το empathy που εκφράζει συναίσθημα, εδώ υπάρχει μια ένταση που είναι σωματική, που ξεκινά από τα σπλάχνα σου, όπως εκφράζουν και οι όροι φιλεύσπλαχνος, σπλαχνικός, άσπλαχνος ή ανάλγητος.
Θα μπορούσες να πείς στα αγγλικά το I hurt for you, ή ακόμα I hurt with you, ή το ανάλογο στα γαλλικά; Αλλά οι κοινωνίες τους εκφράζουν λιγότερη σωματικότητα μέσω της γλώσσας, κι έτσι τέτοιες εκφράσεις μάλλον θ’ακούγονταν σαν παράπονο ερωτικά στερημένου, παρά συμπάσχοντος συνανθρώπου. Το πλησιέστερο, γι αυτούς, θα ήταν I feel (ή I share) your pain (έκφραση προσφιλής στον τέως αμερικανό πρόεδρο Κλίντον) αλλά ακόμα και τότε, δεν έχουν μπεί στο πετσί του άλλου.
Ερωτήματα για διερεύνηση
Οι διαφορές στην γλώσσα αποτυπώνουν διαφορές στον ψυχισμό. Όπως δείχνουν τα παραδείγματα της “τύχης” και του “πόνου”, το πώς νιώθεις κάτι συνδέεται με το πώς το εκφράζεις. Είδαμε δύο ομάδες συσχετισμών, και ίσως θα άξιζε να μελετηθούν κι άλλοι, μέσα από διαφορετικές γλώσσες. Επίσης, μένοντας μόνο στα ελληνικά, θα μπορούσε κανείς να ψάξει πώς εξελίσσεται ο ψυχισμός (ή συγκεκριμένες πτυχές του) σε σχέση με τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε.