Της Σύνταξης
Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος δημοσιεύθηκε στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2000. Η αντιμετώπιση που συνάντησε είναι ανάλογη με εκείνη που θα προκαλούσε “η δημοσίευση, στην Ελβετία, μιας μελέτης που θα υποστήριζε ότι η σοκολάτα προκαλεί καρκίνο”. Η σιωπή των μεγάλων ΜΜΕ διανθίζεται με ξεσπάσματα που δεν αποτελούν ακριβώς κριτική: ο Elian Steinberg, γραμματέας του Διεθνούς Εβραϊκού Συμβουλίου, δηλώνει στην τηλεόραση ότι ο Φινκελστάιν είναι “full of shit”, ενώ η εφημερίδα New Republic, τον παρομοιάζει με εκείνα τα “φαρμακερά ζωύφια που μπορεί να βρείτε αν αναποδογυρίσετε μια πέτρα”. Προσπαθούν να τον εξομοιώσουν με τους αρνητές του Ολοκαυτώματος, στην καλύτερη περίπτωση τον κατηγορούν ότι δίνει λαβή στον αντισημιτισμό. Ο Φινκελστάιν ανταπαντάει ότι η “Βιομηχανία” είναι εκείνη που τρέφει τον αντισημιτισμό, όπως για παράδειγμα, η εικόνα Eβραίων δικηγόρων, που τσεπώνουν εκατομμύρια από τις αποζημιώσεις, εκμεταλλευόμενοι τους νεκρούς του λαού τους, μισό αιώνα αργότερα, ανταποκρίνεται στις χειρότερες καρικατούρες του “Εβραίου” που δημοσίευε ο ναζιστικός τύπος. Ή πάλι, όταν η “Βιομηχανία” φουσκώνει εναλλάξ τους αριθμούς των θυμάτων ή των επιζώντων, ανάλογα με τις σκοπιμότητες της στιγμής, ή όταν θολώνει τον ορισμό του “επιζώντος του Ολοκαυτώματος”, καθιστά δυσκολότερη την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων, προσφέροντας ανέλπιστη βοήθεια στους “αναθεωρητές” ιστορικούς. Ο Φινκελστάιν φτάνει στη χαριτωμένη διαστροφή να συγκρίνει την (εντελώς αρνητική) παρουσίαση του βιβλίου του στους New York Times με την πολύ ηπιότερη βιβλιοκριτική του Mein Kampf στο ίδιο έντυπο. Πράγματι, στο φύλλο της 15 Οκτωβρίου 1933, ο James W. Gerard επέκρινε τις αντισημιτικές θέσεις του Χίτλερ αλλά αναγνώριζε σ’ “αυτόν τον ασυνήθιστο άνδρα” ένα σωρό προτερήματα: “ενοποίησε τους Γερμανούς, εξολόθρευσε τον κομμουνισμό, παιδαγώγησε τη νεολαία, δημιούργησε ένα Σπαρτιάτικο Κράτος που εμψυχώνεται από πατριωτισμό, χαλιναγώγησε την τόσο αταίριαστη με τον γερμανικό χαρακτήρα κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, τέλος προστάτευσε την ατομική ιδιοκτησία”. Με αυτόν τον ανεκδοτικό και πλάγιο τρόπο, υποθέτουμε, ο Φινκελστάιν θέλησε να επισημάνει στους συμπατριώτες του πόσο επιλεκτικό είναι εκείνο το “δικαίωμα στη μνήμη” –που επικαλείται συνήθως η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος.
Πάντως, ο Φινκελστάιν ευτύχησε να λάβει την υποστήριξη του Raul Hilberg, της σημαντικότερης αυθεντίας στην ιστορία του Ολοκαυτώματος. Ο εβραϊκής καταγωγής Αμερικανοαυστριακός ιστορικός σημειώνει ότι ο Φινκελστάιν κραύγασε μεγαλόφωνα όσα ο ίδιος έθιγε διακριτικά. Όσο για την κατηγορία περί αναζωπύρωσης του αντισημιτισμού, ο Hilberg υπογράμμιζε ότι δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται την αλήθεια όσοι πιστεύουν ότι υποστηρίζουν μια δίκαιη υπόθεση απέναντι στο ψεύδος των αρνητών του Ολοκαυτώματος.
Στις αρχές του 2001, κυκλοφόρησε η γαλλική έκδοση (την απαγόρευση της οποίας ζήτησε η πολιτικά ορθή οργάνωση “Δικηγόροι Χωρίς Σύνορα”) και η γερμανική έκδοση (η οποία πούλησε 130.000 αντίτυπα σε λίγες εβδομάδες και προκάλεσε, στους αμέσως επόμενους μήνες, την έκδοση τριών βιβλίων που τοποθετούνται ποικιλοτρόπως στα ερωτήματα που εγέρθηκαν). Πρόσφατα, κυκλοφόρησε η έκδοση τσέπης του βιβλίου, με ένα νέο πρόλογο του συγγραφέα κι ένα επίμετρο. Σήμερα, Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος έχει μεταφραστεί ή μεταφράζεται σε 16 γλώσσες. Σε μια σειρά χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Βραζιλία, Ελβετία, Ολλανδία) προκάλεσε ζωηρές αντιπαραθέσεις και έθεσε τις βάσεις για μια συζήτηση που είχε καθυστερήσει υπερβολικά.
*Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε την ιστοσελίδα του συγγραφέα www.normanfinkelstein.com όπου βρίσκονται οι περισσότερες δημοσιεύσεις που αναφέρονται στο βιβλίο (συμπεριλαμβάνονται και επικριτικά άρθρα).