Του Σταύρου Χριστακόπουλου από το Ποντίκι
Η προεκλογική υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα έλεγε ότι τα capital controls αναμένεται να αρθούν μετά τις εκλογές και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δηλαδή τέλος του 2015 με αρχές του 2016.
Τώρα, κατά τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη, η άρση τους υπολογίζεται τον Ιούνιο του 2016.
Κατά τον υποδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Μουρμούρα, όμως, η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων δεν μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά και, αντιθέτως, θα είναι εφικτή όταν εκπληρωθούν τέσσερις προϋποθέσεις:
● η ελάφρυνση του χρέους,
● η επαναποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),
● η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» του Μάριο Ντράγκι,
● ένα επενδυτικό σοκ στην ελληνική οικονομία.
Προφανώς η ελάφρυνση του χρέους είναι μια διαδικασία η οποία θα αρχίσει μεν ύστερα από την ανακεφαλαιοποίηση, αλλά είναι άγνωστο πόσο θα κρατήσει και πότε θα τελειώσει. Η δε εκ νέου αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ ακολουθεί το θέμα του χρέους, όπως άλλωστε και η συμμετοχή στο «πρόγραμμα Ντράγκι».
Αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά μπορούν να υλοποιηθούν έως τη λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2016, μένει η τέταρτη προϋπόθεση που θέτει ο Γ. Μουρμούρας: το επενδυτικό σοκ.
Κατ’ αρχάς κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι αυτό το σοκ μπορεί να προκύψει. Εξ άλλου η απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι – και σ’ αυτό υποθέτω ότι συμφωνούμε όλοι, ανεξαρτήτως ιδεολογίας – πρωτίστως η άρση όλων των σημαντικών εμποδίων. Κοινώς η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας για τους όποιους επενδυτές: αλλοδαπούς και εγχώριους, μικρούς, μεσαίους και μεγάλους.
Επομένως φτάνουμε στο «κλειδί» των προϋποθέσεων για τη δημιουργία ενός επενδυτικού σοκ: τον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση του φορολογικού πλαισίου, των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης (η οποία δυστυχώς σε αυτή την ταλαίπωρη χώρα ταυτίζεται από τους πολιτικούς της αποκλειστικά με την… «εξυπηρέτηση του πολίτη»).
Επιπλέον, η βασικότερη προϋπόθεση για το ξεκλείδωμα των επενδύσεων, και μάλιστα με όρους… καταιγίδας, είναι η διατύπωση ενός οράματος για το πώς ακριβώς θέλουμε να είναι αυτή η χώρα, ποια θέλουμε να είναι η θέση της τόσο στη στενή περιοχή μας (Βαλκάνια, Νοτιοανατολική Ευρώπη) όσο και στο ευρύτερο περιβάλλον (Μεσόγειος, Ευρώπη).
Αν αυτοί οι στόχοι δεν καθοριστούν και δεν υπηρετηθούν με συνέπεια, είτε θα ψάχνουμε σαν τυφλοί στο σκοτάδι για το κάθε αρπακτικό ή για δήθεν επενδυτικές ελεημοσύνες είτε θα μείνουμε σε αυτά που ξέρουμε επί δεκαετίες να κάνουμε, με το ήδη γνωστό τραγικό αποτέλεσμα της αποβιομηχάνισης και της εν γένει αποεπένδυσης.
Ωστόσο οι διαδικασίες αυτές αναμένονται μακρόχρονες, όχι μόνο λόγω της χρεοκοπίας, αλλά και εξ αιτίας της σταθερά χαμηλής ποιότητας του πολιτικού προσωπικού και των επιχειρηματιών, αλλά και της τραγικής ελαφρότητας της κοινωνίας, που συνήθισαν – ή διδάχθηκαν – να κερδίζουν το ψωμάκι (ή το παντεσπάνι τους, ανάλογα με το στάτους του καθενός) εύκολα, άκοπα, δίχως ρίσκο, με το βύζαγμα της κάτισχνης πλέον κρατικής αγελάδας και των διαρκώς περιοριζόμενων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Αν, λοιπόν, η προϋπόθεση για την άρση των capital controls είναι όντως ένα επενδυτικό σοκ, πολύ φοβούμαι ότι θα περιμένουμε αρκετά χρόνια για να τη δούμε.
Το πρόβλημα επιτείνεται –και γίνεται φαύλος κύκλος– από το ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι αποτελούν σημαντική τροχοπέδη για την κινητοποίηση επενδύσεων, ενώ η εξυπηρέτηση του υπέρογκου χρέους με την ψυχή στο στόμα και με σκληρή δημοσιονομική λιτότητα περιορίζει δραματικά την καταναλωτική δύναμη, η οποία είναι βασική προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε μεμονωμένης επένδυσης, πόσω μάλλον για την ευόδωση ενός… επενδυτικού σοκ. Σε τι να επενδύσεις αν δεν υπάρχει κανείς να καταναλώσει;
Έτσι, αν η λιτότητα συνεχιστεί για πολύ ακόμη, είναι σοβαρός ο κίνδυνος, αντί να δούμε εκτίναξη των επενδύσεων, να δούμε τη χώρα να υποβιβάζεται σε ακόμη χαμηλότερη θέση και την κοινωνία να παραιτείται όχι μόνο από τις όποιες προσδοκίες, αλλά και από την όποια προσπάθεια.
Η δεύτερη σοβαρή επίπτωση της δημοσιονομικής λιτότητας είναι ο διαρκής περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες είναι κοινώς παραδεκτό ότι αποτελούν τη σημαντικότερη προϋπόθεση για την αύξηση και την επιτυχία των ιδιωτικών επενδύσεων.
Από αυτόν τον βούρκο έχει κανείς ιδέες για το πώς θα βγούμε; Διότι η διαχείριση της επιτεινόμενης μιζέριας είναι μια εύκολη αλλά μακροπρόθεσμα καταστροφική επιλογή. Ο άλλος δρόμος, αυτός της επαναδημιουργίας της χώρας και της παραγωγής νέου πλούτου, είναι πολύ δύσκολος και προϋποθέτει σκληρή δουλειά, όραμα και γνώση, τα οποία ομολογουμένως στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ποτέ δεν υπήρξαν σε επάρκεια.
Θα υπάρξουν τώρα; Άγνωστο. Πάντως ο κίνδυνος να βυθιστούμε ακόμη περισσότερο είναι κάτι παραπάνω από ορατός…