799
του Κουρτ Χόλντεν
Η Ένωση Ενάντια στην Δυσφήμιση (Αnti-Defamation League), η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως μια οργάνωση για τα πολιτικά δικαιώματα, πρωτοπορεί στην προσπάθεια στιγματισμού αναγνωρισμένων αμερικανο-αραβικών και αμερικανο-μουσουλμανικών φιλανθρωπικών, πολιτικών οργανώσεων και χαρακτηρισμού τους ως προκαλύμματος τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η απόπειρα αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας πολιτικής της ADL να θέτει εν αμφιβόλω οποιονδήποτε (άτομο ή οργάνωση) αντιτίθεται στο Ισραήλ ή υποστηρίζει τα δίκαια των Παλαιστινίων. Η απόλυτη πολιτική αφοσίωση της ADL στο Ισραήλ καθώς και οι αδιαμφισβήτητοι δεσμοί της με τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με παλαιότερες πρακτικές διασποράς συκοφαντιών και εκφοβισμού σε βάρος όσων έχουν εκφραστεί ενάντια στην πολιτική του Ισραήλ, μπορούν να μας προϊδεάσουν για την φύση των ισχυρισμών της οργάνωσης.
Όταν ιδρύθηκε η Ένωση, το 1913, προσδιόρισε με σαφήνεια την αποστολή της να αντιτάσσεται στην συκοφάντηση του Εβραϊκού λαού. Με τα χρόνια η οργάνωση κερδίζει τον σεβασμό για την ενεργή υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων και την αντίθεσή της στις φυλετικές διακρίσεις και στις ρατσιστικές ομάδες των λευκών.
Παρ’ όλα αυτά, μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τον πόλεμο του 1967, η Ένωση μεταβάλει ουσιωδώς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την αποστολή της.
Το 1974 σε μια έκδοση της Ένωσης με τίτλο “Ο Νέος Αντισημιτισμός”, ο μετέπειτα διευθυντής της ADL Μπένιαμιν Επστάιν, ισχυρίζεται πως “οποιαδήποτε κριτική στο Ισραήλ, υποδηλώνει έλλειψη ευαισθησίας έναντι των Αμερικανοεβραίων και συνιστά μια μορφή αντισημιτισμού”.
Αυτή η αλλαγή στην νοηματοδότηση της αποστολής της σήμανε πως η ADL δεν θα ήταν πλέον αφοσιωμένη κυρίως στην υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά θα τασσόταν στην υπηρεσία της υπεράσπισης του Ισραήλ.
Κύριο στόχο της Ένωσης αποτελεί η άμεση αντίδραση απέναντι σε οποιαδήποτε κριτική ασκηθεί στο Ισραήλ καθώς και η ανεπιφύλακτη προώθηση των ισραηλινών συμφερόντων.
Καθ’ όλη την διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, για παράδειγμα, η ADL ηγήθηκε μιας προσπάθειας να κρατηθούν μυστικά τα έγγραφα αμερικανικής ναυτικής έκθεσης που τόνιζαν την εμπλοκή του Ισραήλ στην καταβύθιση ενός αμερικανικού πολεμικού πλοίου.
Τέτοιες ενέργειες δεν είναι δυνατό να γίνουν κατανοητές μέσα στο προηγούμενο πλαίσιο δράσης της ADL για τα πολιτικά δικαιώματα.
Ομοίως, τον Νοέμβριο του 1994, ο γενικός διευθυντής της ADL Αβραάμ Φόξμαν έκανε προσωπική έκκληση στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης του Τζόναθαν Πόλλαρντ, ενός αναλυτή των μυστικών υπηρεσιών του αμερικανικού Ναυτικού που πούλησε, σύμφωνα με περιγραφή των Νιου Γιορκ Τάιμς, “βαλίτσες γεμάτες με στρατιωτικά μυστικά” στο Ισραήλ. Η έκκληση του Φόξμαν στον πρόεδρο Κλίντον μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο υπό το φως της νέας αποστολής της ADL που συνίσταται στην προώθηση των συμφερόντων του Ισραήλ.
Το γεγονός ότι η ADL μετεξελίχθηκε σε ομάδα υποστήριξης του Ισραήλ δεν είναι φυσικά αυτό καθεαυτό προβληματικό. Ολόκληρο το αμερικάνικο σύστημα βασίζεται στην ελευθερία των ομάδων συμφερόντων να ανταγωνίζονται στην προώθηση συχνά αντικρουόμενων υποθέσεων. Εντούτοις η ADL υπερέβη τα όρια της νομιμότητας σε πολλά επίπεδα. Η οργάνωση ενεπλάκη σε παράνομες κατασκοπευτικές ενέργειες στο εσωτερικό της χώρας, συνεργάστηκε με ξένες μυστικές υπηρεσίες υπονομεύοντας τα δικαιώματα, τα συμφέροντα, και θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές των Αμερικάνων πολιτών, διεξήγαγε εκστρατείες παραπληροφόρησης διαβάλλοντας και συκοφαντώντας πλήθος ακαδημαϊκών, πολιτικών, δημοσιογράφων, κληρικών και Αμερικανών αραβικής καταγωγής.
Οι παρανομίες της ADL έγιναν γνωστές κατά μεγάλο μέρος τον Ιανουάριο του 1993 όταν οι εφημερίδες του Σαν Φρανσίσκο έβγαλαν την είδηση ενός εκτεταμένου δικτύου εσωτερικής κατασκοπείας. Η αστυνομική διεύθυνση του Σαν Φρανσίσκο ανακάλυψε πως με το πρόσχημα της καταπολέμησης του αντισημιτισμού η ADL συνέλεγε και πουλούσε σε μυστικούς πράκτορες του Ισραήλ και στην κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πληροφορίες για χιλιάδες Αμερικανούς πολίτες και ομάδες. Μαζί με σχεδόν όλες τις Αραβοαμερικανικές οργανώσεις εκείνοι που αποτέλεσαν στόχο της ADL, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Επιτροπής των Υπηρεσιών Αμύνης του Κογκρέσου Ρον Ντελούμς, ήταν ο πρώην γερουσιαστής Πητ Μακκλόσκυ, ο ανταποκριτής των Λος Άντζελες Τάιμς, Σκοττ Κραφτ, το διευθυντικό συμβούλιο του δημόσιου τηλεοπτικού σταθμού KQED, ο συνασπισμός του Ουράνιου Τόξου, μια σειρά συνδικάτων, η Γκρηνπης καθώς και πλήθος δημοσιογράφων, καθηγητών, μελών του Κοινοβουλίου και ακτιβιστών που η ADL υποψιαζόταν για αντι-ισραηλίτικες τάσεις. Η πληροφορία, την οποία η αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο κατέσχεσε από τα γραφεία της Ένωσης εμπεριείχε απόρρητα στοιχεία της αστυνομίας τα οποία είχαν έρθει στην κατοχή της παράνομα. Ο τρόπος με τον οποίο απέκτησε τα στοιχεία αυτά η Ένωση καθώς και το γεγονός ότι τα πούλησε σε ξένες κυβερνήσεις συνιστούσαν κακουργήματα.
Οι δεσμοί της ADL με την Μοσσάντ, τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ, ήταν ήδη γνωστές πριν ακόμα ξεσπάσει το σκάνδαλο το 1993. Κατά την διάρκεια εκδίκασης μιας υπόθεσης που αφορούσε στην μήνυση που είχε γίνει ενάντια στην ADL, το 1970, ήρθε στο φως μια επιστολή από την εσωτερική αλληλογραφία της οργάνωσης, με την οποία ο Επστάιν της ADL καυχιόταν για τις στενές σχέσεις των υπηρεσιών της Ένωσης και του Ισραήλ. Εκτός αυτού στην αυτοβιογραφία του, το 1988, ο Άρνολντ Φόστερ, γενικός σύμβουλος, περιέγραψε τις στενές διασυνδέσεις ανάμεσα στην ADL και την Μοσσάντ. Οι διασυνδέσεις με την Μοσσάντ είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικές εξαιτίας του βεβαρημένου ιστορικού εμπλοκής των μυστικών υπηρεσιών σε πολιτικές δολοφονίες αντιπάλων του Ισραήλ σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όπως και η Μοσσάντ, η ADL δεν περιοριζόταν στο να μαζεύει πληροφορίες γι’ αυτούς που έχουν εκφραστεί ενάντια στο Ισραήλ ή υπέρ των Παλαιστινίων. Η Ένωση έχει επίσης ενεργά εμπλακεί στην συκοφάντηση όλων αυτών με εκστρατείες δυσφήμησης, οι οποίες έχουν ως στόχο τόσο την διαστρέβλωση των στοιχείων όσο και την δυσφήμηση όσων αντιτίθενται στο Ισραήλ.
Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, η ADL κατηγορούσε αυτά τα άτομα για δήθεν σχέσεις με την ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ή ότι δούλευαν για λογαριασμό των Αραβικών Κρατών του Κόλπου ενώ κατά την διάρκεια του ’90 άρχισε να τους κατηγορεί ότι διατηρούν σχέσεις με ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
Οι κατηγορίες της ADL προβάλλονται ως αδιαμφισβήτητες, εντούτοις, σχεδόν ποτέ δεν υπάρχουν κάποια στοιχεία για να τις στηρίξουν. Παρ’ όλα αυτά τέτοιου είδους ισχυρισμοί έχουν πολλαπλές συνέπειες για αυτούς που τις υφίστανται. Για παράδειγμα, μετά την κατηγορία επτά Παλαιστινίων και μιας Κενυάτισσας για σχέσεις με την «τρομοκρατική» ομάδα της ΟΑΠ, οι ύποπτοι συνελήφθησαν και ξεκίνησε η διαδικασία απέλασής τους. Όταν αργότερα ανακαλύφθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να στηρίζει τις κατηγορίες αυτές, εκτός ίσως από το γεγονός ότι είχαν διανείμει αντι-ισραηλινά περιοδικά, τα ΜΜΕ άσκησαν οξεία κριτική στην κυβέρνηση.
Μια από τις πρώτες ομοβροντίες στον πόλεμο της παραπληροφόρησης ήταν μια αναφορά με τίτλο: Στόχος οι ΗΠΑ. Η επιθετική προπαγάνδα των Αράβων, όπου η ADL αμαύρωνε την εικόνα των σημαντικότερων αμερικανο-αραβικών ομάδων Η ADL ολοκλήρωσε αυτή την εκστρατεία με την δημοσίευση του βιβλίου «Φιλοαραβική Προπαγάνδα: Οχήματα και Φωνές», μια λίστα εχθρών με 31 οργανώσεις και 34 άτομα η οποία δημοσιεύτηκε το 1983 και επιχειρούσε την σπίλωση πανεπιστημιακών και φοιτητικών οργανώσεων που επέκριναν το Ισραήλ. Στην έκδοση εμπεριέχονται δηλώσεις όσων περιλαμβάνονται στην λίστα οι οποίες παρερμηνεύονται ενώ οι ίδιοι κατηγορούνται για αντισημιτισμό. ψευδείς κατηγορίες επιρρίπτονται και σε μερικούς ακαδημαϊκούς για συμμετοχή στο δίκτυο υποστήριξης της ΟΑΠ ή ότι βρίσκονται στην υπηρεσία των Αραβικών Κρατών του Κόλπου.
Η έκθεση καλεί τους Εβραίους ηγέτες στα Πανεπιστήμια σ’ όλη την επικράτεια να μποϋκοτάρουν και να εκφοβίσουν όσους περιλαμβάνονται στην λίστα.
Όσοι ήταν στην λίστα εξοστρακίστηκαν από την ακαδημαϊκή κοινότητα ενώ μερικοί έχασαν τις δουλειές τους και τις προαγωγές τους. Ο Σ.Κ. Γουϊτάκερ, πρώην πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Rudrers, παραδέχθηκε, για παράδειγμα, πως ήταν μάλλον πολιτικοί και όχι ακαδημαϊκοί οι λόγοι για τους οποίους εμπόδισε τον Δρ. Έκμπαλ Αχμάντ να πάρει μια θέση τακτικού καθηγητή, μόλις το όνομά του εμφανίστηκε στην λίστα.
Ο δρ. Νόαμ Τσόμσκυ, που περιλαμβάνονταν και αυτός στην λίστα, λέει πως, αφότου εκδόθηκε το βιβλίο, σε κάθε μια από τις ομιλίες που είχε αναλάβει εμφανίζονταν άτομα που διαμαρτύρονταν και διένειμαν συκοφαντικό υλικό της ADL, το οποίο περιείχε κατασκευασμένα αποσπάσματα λόγων του, με σκοπό τον εκφοβισμό του ακροατηρίου του.
Στις 30 Νοεμβρίου του 1984, η Εταιρεία Μεσανατολικών Σπουδών εξέδωσε μια απόφαση διαμαρτυρίας για την δημιουργία, διασπορά και διάδοση μαύρων λιστών, εκθέσεων που καλούν σε μποϋκοτάρισμα ατόμων ή εκφοβισμό ακαδημαϊκών.
Παρόμοιες καμπάνιες εκφοβισμού πραγματοποιήθηκαν από την ADL ενάντια σε ρεπόρτερ και δημοσιογράφους που είχαν ασκήσει κριτική στο Ισραήλ.
Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η ADL κατηγόρησε επίσης φιλελεύθερους κληρικούς, εκκλησιαστικές ομάδες όπως επίσης και θρησκευτικές οργανώσεις, οι οποίες επιζητούσαν ειρήνη και δικαιοσύνη για τη Μέση Ανατολή, ότι είχαν σχέσεις με την ΟΑΠ. Ιδιαίτερα ο αιδεσιμότατος Ντον Βάγκνερ και η Πρεσβυτεριανή Εκκλησία κατηγορήθηκαν από την ADL ότι συνδέονται με την ΟΑΠ παρόλο που κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε που να συνηγορεί υπέρ της κατηγορίας.
Από την άλλη, μετά από μια αναφορά του 1994 για τη θρησκευτική δεξιά, η ADL κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς θρησκευόμενους ότι διώκει και παρενοχλεί τους ανθρώπους για τις πολιτικές τους αντιλήψεις καθώς και ότι παραποιεί τους λόγους θρησκευτικών ηγετών.
Στις 25 Μαϊου του 1994, το γραφείο της ADL στην Ιερουσαλήμ διέρρευσε μια πληροφορία που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα στους Νιου Γιόρκ Τάϊμς και άλλες εφημερίδες η οποία βεβαίωνε πως το Βατικανό είχε παραδεχθεί την ευθύνη του για το Ολοκαύτωμα. Το Βατικανό αρνήθηκε εντελώς την πληροφορία. Η χυδαία διαστρέβλωση των γεγονότων από την ADL επικρίθηκε με σφοδρότητα.
Το κύρος της ADL έχει πληγεί ανεπανόρθωτα εξαιτίας της συστηματικής χρήσης της παραπληροφόρησης. Ενώ η ADL έχει κάθε δικαίωμα να συνεχίζει την υπεράσπιση της ισραηλινής πολιτικής, εντούτοις η πραγματική της τακτική πρέπει να αποκαλυφθεί και να δοθεί ένα τέλος στην παράνομη κατασκοπεία, παρενόχληση και εκφοβισμό των πολιτικών της αντιπάλων.
Είναι επίσης ανάγκη οι διωκτικοί μηχανισμοί, τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί κύκλοι να δουν τι πραγματικά είναι η ADL: μια οργάνωση υπεράσπισης του Ισραήλ αποφασισμένη να διαστρεβλώσει την αλήθεια. Κάνοντας σήμερα μια αναδρομή έχει γίνει σαφές ότι οι απίθανες δηλώσεις της ADL ενάντια στους δήθεν υποστηρικτές της ΟΑΠ ήταν παντελώς αβάσιμες, πρέπει ωστόσο να θυμίσουμε πως τότε θεωρούνταν έγκυρες και αξιόπιστες και οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στο να χάσουν τη δουλειά τους και άλλους στην φυλακή.
Η πρόσφατη σταυροφορία της ADL εναντίον των φερόμενων ως δικτύων της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι πανομοιότυπη με την προγενέστερη εναντίον των δήθεν συνδέσμων της ΟΑΠ.
Και οι δύο εκστρατείες στηρίζονταν σε στερεότυπα και φόβους και στερούνταν αποδεικτικών στοιχείων και γεγονότων.
Η επανάληψη αυτού του είδους των ισχυρισμών χωρίς περαιτέρω έλεγχο, έρευνα, όπως έκαναν μερικά ΜΜΕ, συνιστά αντιεπαγγελματισμό και ανηθικότητα. Το να στραφείς εναντίον τους όπως έκαναν μερικοί διωκτικοί μηχανισμοί είναι επικίνδυνο και υπονομεύει την ελευθερίες και τα πολιτικά κεκτημένα των Αμερικανών πολιτών.
Η απόπειρα αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας πολιτικής της ADL να θέτει εν αμφιβόλω οποιονδήποτε (άτομο ή οργάνωση) αντιτίθεται στο Ισραήλ ή υποστηρίζει τα δίκαια των Παλαιστινίων. Η απόλυτη πολιτική αφοσίωση της ADL στο Ισραήλ καθώς και οι αδιαμφισβήτητοι δεσμοί της με τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με παλαιότερες πρακτικές διασποράς συκοφαντιών και εκφοβισμού σε βάρος όσων έχουν εκφραστεί ενάντια στην πολιτική του Ισραήλ, μπορούν να μας προϊδεάσουν για την φύση των ισχυρισμών της οργάνωσης.
Όταν ιδρύθηκε η Ένωση, το 1913, προσδιόρισε με σαφήνεια την αποστολή της να αντιτάσσεται στην συκοφάντηση του Εβραϊκού λαού. Με τα χρόνια η οργάνωση κερδίζει τον σεβασμό για την ενεργή υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων και την αντίθεσή της στις φυλετικές διακρίσεις και στις ρατσιστικές ομάδες των λευκών.
Παρ’ όλα αυτά, μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τον πόλεμο του 1967, η Ένωση μεταβάλει ουσιωδώς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την αποστολή της.
Το 1974 σε μια έκδοση της Ένωσης με τίτλο “Ο Νέος Αντισημιτισμός”, ο μετέπειτα διευθυντής της ADL Μπένιαμιν Επστάιν, ισχυρίζεται πως “οποιαδήποτε κριτική στο Ισραήλ, υποδηλώνει έλλειψη ευαισθησίας έναντι των Αμερικανοεβραίων και συνιστά μια μορφή αντισημιτισμού”.
Αυτή η αλλαγή στην νοηματοδότηση της αποστολής της σήμανε πως η ADL δεν θα ήταν πλέον αφοσιωμένη κυρίως στην υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά θα τασσόταν στην υπηρεσία της υπεράσπισης του Ισραήλ.
Κύριο στόχο της Ένωσης αποτελεί η άμεση αντίδραση απέναντι σε οποιαδήποτε κριτική ασκηθεί στο Ισραήλ καθώς και η ανεπιφύλακτη προώθηση των ισραηλινών συμφερόντων.
Καθ’ όλη την διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, για παράδειγμα, η ADL ηγήθηκε μιας προσπάθειας να κρατηθούν μυστικά τα έγγραφα αμερικανικής ναυτικής έκθεσης που τόνιζαν την εμπλοκή του Ισραήλ στην καταβύθιση ενός αμερικανικού πολεμικού πλοίου.
Τέτοιες ενέργειες δεν είναι δυνατό να γίνουν κατανοητές μέσα στο προηγούμενο πλαίσιο δράσης της ADL για τα πολιτικά δικαιώματα.
Ομοίως, τον Νοέμβριο του 1994, ο γενικός διευθυντής της ADL Αβραάμ Φόξμαν έκανε προσωπική έκκληση στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης του Τζόναθαν Πόλλαρντ, ενός αναλυτή των μυστικών υπηρεσιών του αμερικανικού Ναυτικού που πούλησε, σύμφωνα με περιγραφή των Νιου Γιορκ Τάιμς, “βαλίτσες γεμάτες με στρατιωτικά μυστικά” στο Ισραήλ. Η έκκληση του Φόξμαν στον πρόεδρο Κλίντον μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο υπό το φως της νέας αποστολής της ADL που συνίσταται στην προώθηση των συμφερόντων του Ισραήλ.
Το γεγονός ότι η ADL μετεξελίχθηκε σε ομάδα υποστήριξης του Ισραήλ δεν είναι φυσικά αυτό καθεαυτό προβληματικό. Ολόκληρο το αμερικάνικο σύστημα βασίζεται στην ελευθερία των ομάδων συμφερόντων να ανταγωνίζονται στην προώθηση συχνά αντικρουόμενων υποθέσεων. Εντούτοις η ADL υπερέβη τα όρια της νομιμότητας σε πολλά επίπεδα. Η οργάνωση ενεπλάκη σε παράνομες κατασκοπευτικές ενέργειες στο εσωτερικό της χώρας, συνεργάστηκε με ξένες μυστικές υπηρεσίες υπονομεύοντας τα δικαιώματα, τα συμφέροντα, και θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές των Αμερικάνων πολιτών, διεξήγαγε εκστρατείες παραπληροφόρησης διαβάλλοντας και συκοφαντώντας πλήθος ακαδημαϊκών, πολιτικών, δημοσιογράφων, κληρικών και Αμερικανών αραβικής καταγωγής.
Οι παρανομίες της ADL έγιναν γνωστές κατά μεγάλο μέρος τον Ιανουάριο του 1993 όταν οι εφημερίδες του Σαν Φρανσίσκο έβγαλαν την είδηση ενός εκτεταμένου δικτύου εσωτερικής κατασκοπείας. Η αστυνομική διεύθυνση του Σαν Φρανσίσκο ανακάλυψε πως με το πρόσχημα της καταπολέμησης του αντισημιτισμού η ADL συνέλεγε και πουλούσε σε μυστικούς πράκτορες του Ισραήλ και στην κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πληροφορίες για χιλιάδες Αμερικανούς πολίτες και ομάδες. Μαζί με σχεδόν όλες τις Αραβοαμερικανικές οργανώσεις εκείνοι που αποτέλεσαν στόχο της ADL, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Επιτροπής των Υπηρεσιών Αμύνης του Κογκρέσου Ρον Ντελούμς, ήταν ο πρώην γερουσιαστής Πητ Μακκλόσκυ, ο ανταποκριτής των Λος Άντζελες Τάιμς, Σκοττ Κραφτ, το διευθυντικό συμβούλιο του δημόσιου τηλεοπτικού σταθμού KQED, ο συνασπισμός του Ουράνιου Τόξου, μια σειρά συνδικάτων, η Γκρηνπης καθώς και πλήθος δημοσιογράφων, καθηγητών, μελών του Κοινοβουλίου και ακτιβιστών που η ADL υποψιαζόταν για αντι-ισραηλίτικες τάσεις. Η πληροφορία, την οποία η αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο κατέσχεσε από τα γραφεία της Ένωσης εμπεριείχε απόρρητα στοιχεία της αστυνομίας τα οποία είχαν έρθει στην κατοχή της παράνομα. Ο τρόπος με τον οποίο απέκτησε τα στοιχεία αυτά η Ένωση καθώς και το γεγονός ότι τα πούλησε σε ξένες κυβερνήσεις συνιστούσαν κακουργήματα.
Οι δεσμοί της ADL με την Μοσσάντ, τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ, ήταν ήδη γνωστές πριν ακόμα ξεσπάσει το σκάνδαλο το 1993. Κατά την διάρκεια εκδίκασης μιας υπόθεσης που αφορούσε στην μήνυση που είχε γίνει ενάντια στην ADL, το 1970, ήρθε στο φως μια επιστολή από την εσωτερική αλληλογραφία της οργάνωσης, με την οποία ο Επστάιν της ADL καυχιόταν για τις στενές σχέσεις των υπηρεσιών της Ένωσης και του Ισραήλ. Εκτός αυτού στην αυτοβιογραφία του, το 1988, ο Άρνολντ Φόστερ, γενικός σύμβουλος, περιέγραψε τις στενές διασυνδέσεις ανάμεσα στην ADL και την Μοσσάντ. Οι διασυνδέσεις με την Μοσσάντ είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικές εξαιτίας του βεβαρημένου ιστορικού εμπλοκής των μυστικών υπηρεσιών σε πολιτικές δολοφονίες αντιπάλων του Ισραήλ σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όπως και η Μοσσάντ, η ADL δεν περιοριζόταν στο να μαζεύει πληροφορίες γι’ αυτούς που έχουν εκφραστεί ενάντια στο Ισραήλ ή υπέρ των Παλαιστινίων. Η Ένωση έχει επίσης ενεργά εμπλακεί στην συκοφάντηση όλων αυτών με εκστρατείες δυσφήμησης, οι οποίες έχουν ως στόχο τόσο την διαστρέβλωση των στοιχείων όσο και την δυσφήμηση όσων αντιτίθενται στο Ισραήλ.
Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, η ADL κατηγορούσε αυτά τα άτομα για δήθεν σχέσεις με την ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ή ότι δούλευαν για λογαριασμό των Αραβικών Κρατών του Κόλπου ενώ κατά την διάρκεια του ’90 άρχισε να τους κατηγορεί ότι διατηρούν σχέσεις με ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
Οι κατηγορίες της ADL προβάλλονται ως αδιαμφισβήτητες, εντούτοις, σχεδόν ποτέ δεν υπάρχουν κάποια στοιχεία για να τις στηρίξουν. Παρ’ όλα αυτά τέτοιου είδους ισχυρισμοί έχουν πολλαπλές συνέπειες για αυτούς που τις υφίστανται. Για παράδειγμα, μετά την κατηγορία επτά Παλαιστινίων και μιας Κενυάτισσας για σχέσεις με την «τρομοκρατική» ομάδα της ΟΑΠ, οι ύποπτοι συνελήφθησαν και ξεκίνησε η διαδικασία απέλασής τους. Όταν αργότερα ανακαλύφθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να στηρίζει τις κατηγορίες αυτές, εκτός ίσως από το γεγονός ότι είχαν διανείμει αντι-ισραηλινά περιοδικά, τα ΜΜΕ άσκησαν οξεία κριτική στην κυβέρνηση.
Μια από τις πρώτες ομοβροντίες στον πόλεμο της παραπληροφόρησης ήταν μια αναφορά με τίτλο: Στόχος οι ΗΠΑ. Η επιθετική προπαγάνδα των Αράβων, όπου η ADL αμαύρωνε την εικόνα των σημαντικότερων αμερικανο-αραβικών ομάδων Η ADL ολοκλήρωσε αυτή την εκστρατεία με την δημοσίευση του βιβλίου «Φιλοαραβική Προπαγάνδα: Οχήματα και Φωνές», μια λίστα εχθρών με 31 οργανώσεις και 34 άτομα η οποία δημοσιεύτηκε το 1983 και επιχειρούσε την σπίλωση πανεπιστημιακών και φοιτητικών οργανώσεων που επέκριναν το Ισραήλ. Στην έκδοση εμπεριέχονται δηλώσεις όσων περιλαμβάνονται στην λίστα οι οποίες παρερμηνεύονται ενώ οι ίδιοι κατηγορούνται για αντισημιτισμό. ψευδείς κατηγορίες επιρρίπτονται και σε μερικούς ακαδημαϊκούς για συμμετοχή στο δίκτυο υποστήριξης της ΟΑΠ ή ότι βρίσκονται στην υπηρεσία των Αραβικών Κρατών του Κόλπου.
Η έκθεση καλεί τους Εβραίους ηγέτες στα Πανεπιστήμια σ’ όλη την επικράτεια να μποϋκοτάρουν και να εκφοβίσουν όσους περιλαμβάνονται στην λίστα.
Όσοι ήταν στην λίστα εξοστρακίστηκαν από την ακαδημαϊκή κοινότητα ενώ μερικοί έχασαν τις δουλειές τους και τις προαγωγές τους. Ο Σ.Κ. Γουϊτάκερ, πρώην πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Rudrers, παραδέχθηκε, για παράδειγμα, πως ήταν μάλλον πολιτικοί και όχι ακαδημαϊκοί οι λόγοι για τους οποίους εμπόδισε τον Δρ. Έκμπαλ Αχμάντ να πάρει μια θέση τακτικού καθηγητή, μόλις το όνομά του εμφανίστηκε στην λίστα.
Ο δρ. Νόαμ Τσόμσκυ, που περιλαμβάνονταν και αυτός στην λίστα, λέει πως, αφότου εκδόθηκε το βιβλίο, σε κάθε μια από τις ομιλίες που είχε αναλάβει εμφανίζονταν άτομα που διαμαρτύρονταν και διένειμαν συκοφαντικό υλικό της ADL, το οποίο περιείχε κατασκευασμένα αποσπάσματα λόγων του, με σκοπό τον εκφοβισμό του ακροατηρίου του.
Στις 30 Νοεμβρίου του 1984, η Εταιρεία Μεσανατολικών Σπουδών εξέδωσε μια απόφαση διαμαρτυρίας για την δημιουργία, διασπορά και διάδοση μαύρων λιστών, εκθέσεων που καλούν σε μποϋκοτάρισμα ατόμων ή εκφοβισμό ακαδημαϊκών.
Παρόμοιες καμπάνιες εκφοβισμού πραγματοποιήθηκαν από την ADL ενάντια σε ρεπόρτερ και δημοσιογράφους που είχαν ασκήσει κριτική στο Ισραήλ.
Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η ADL κατηγόρησε επίσης φιλελεύθερους κληρικούς, εκκλησιαστικές ομάδες όπως επίσης και θρησκευτικές οργανώσεις, οι οποίες επιζητούσαν ειρήνη και δικαιοσύνη για τη Μέση Ανατολή, ότι είχαν σχέσεις με την ΟΑΠ. Ιδιαίτερα ο αιδεσιμότατος Ντον Βάγκνερ και η Πρεσβυτεριανή Εκκλησία κατηγορήθηκαν από την ADL ότι συνδέονται με την ΟΑΠ παρόλο που κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε που να συνηγορεί υπέρ της κατηγορίας.
Από την άλλη, μετά από μια αναφορά του 1994 για τη θρησκευτική δεξιά, η ADL κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς θρησκευόμενους ότι διώκει και παρενοχλεί τους ανθρώπους για τις πολιτικές τους αντιλήψεις καθώς και ότι παραποιεί τους λόγους θρησκευτικών ηγετών.
Στις 25 Μαϊου του 1994, το γραφείο της ADL στην Ιερουσαλήμ διέρρευσε μια πληροφορία που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα στους Νιου Γιόρκ Τάϊμς και άλλες εφημερίδες η οποία βεβαίωνε πως το Βατικανό είχε παραδεχθεί την ευθύνη του για το Ολοκαύτωμα. Το Βατικανό αρνήθηκε εντελώς την πληροφορία. Η χυδαία διαστρέβλωση των γεγονότων από την ADL επικρίθηκε με σφοδρότητα.
Το κύρος της ADL έχει πληγεί ανεπανόρθωτα εξαιτίας της συστηματικής χρήσης της παραπληροφόρησης. Ενώ η ADL έχει κάθε δικαίωμα να συνεχίζει την υπεράσπιση της ισραηλινής πολιτικής, εντούτοις η πραγματική της τακτική πρέπει να αποκαλυφθεί και να δοθεί ένα τέλος στην παράνομη κατασκοπεία, παρενόχληση και εκφοβισμό των πολιτικών της αντιπάλων.
Είναι επίσης ανάγκη οι διωκτικοί μηχανισμοί, τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί κύκλοι να δουν τι πραγματικά είναι η ADL: μια οργάνωση υπεράσπισης του Ισραήλ αποφασισμένη να διαστρεβλώσει την αλήθεια. Κάνοντας σήμερα μια αναδρομή έχει γίνει σαφές ότι οι απίθανες δηλώσεις της ADL ενάντια στους δήθεν υποστηρικτές της ΟΑΠ ήταν παντελώς αβάσιμες, πρέπει ωστόσο να θυμίσουμε πως τότε θεωρούνταν έγκυρες και αξιόπιστες και οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στο να χάσουν τη δουλειά τους και άλλους στην φυλακή.
Η πρόσφατη σταυροφορία της ADL εναντίον των φερόμενων ως δικτύων της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι πανομοιότυπη με την προγενέστερη εναντίον των δήθεν συνδέσμων της ΟΑΠ.
Και οι δύο εκστρατείες στηρίζονταν σε στερεότυπα και φόβους και στερούνταν αποδεικτικών στοιχείων και γεγονότων.
Η επανάληψη αυτού του είδους των ισχυρισμών χωρίς περαιτέρω έλεγχο, έρευνα, όπως έκαναν μερικά ΜΜΕ, συνιστά αντιεπαγγελματισμό και ανηθικότητα. Το να στραφείς εναντίον τους όπως έκαναν μερικοί διωκτικοί μηχανισμοί είναι επικίνδυνο και υπονομεύει την ελευθερίες και τα πολιτικά κεκτημένα των Αμερικανών πολιτών.
Μετάφραση: Νάσια Παναγούλια