του Γ. Καραμπελιά
Τα τελευταία 50 χρόνια της ετοιμοθάνατης βυζαντινής αυτοκρατορίας θα αποτελέσουν μια στιγμή σπάνιας πνευματικής έντασης. Άραγε οι Βυζαντινοί διανοούμενοι, βλέποντας το τέλος να έρχεται, έκαναν μια έσχατη απόπειρα να συμβάλουν στη σωτηρία της, ή μήπως προδιέγραφαν μια πιθανή ανάταση; Πάντως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το κύκνειο άσμα ακούστηκε στον Μυστρά και όχι πλέον στη γερασμένη βασιλεύουσα.
Γύρω από την εμβληματική νεο-πλατωνική «ελληνοκεντρική» φιγούρα του Πλήθωνα Γεμιστού θα συγκεντρωθούν για ένα διάστημα οι κυριότερες πνευματικές δυνάμεις του γένους. Σ’ αυτόν θα μαθητεύσουν ο Βησσαρίων, ο μετέπειτα καρδινάλιος και «δυτικός Πατριάρχης» Κωνσταντινουπόλεως, ο Γεώργιος Σχολάριος και o Γεώργιος Τραπεζούντιος[1], ο Μάρκος και οΙωάννης Ευγενικός, ακόμα και ο τραπεζούντιος αποστάτης Αμιρούτζης[2], όπως και ο «μεγάλος καιροσκόπος» Μιχαήλ Αποστόλης. Εδώ, στονΜυστρά, στην αρχαία Σπάρτη και Νέα Αθήνα του «αναγεννώμενου ελληνισμού», που την είχαν αποσπάσει οι Βυζαντινοί από τους Φράγκους, ο Πλήθωνας θα κηρύξει στους δυτικούς (όταν βρέθηκε στην Ιταλία με την ευκαιρία της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας[3]), την επιστροφή στον Πλάτωνα, γράφοντας το Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται, και θα επιβεβαιώσει την επανεμφάνιση των Ελλήνων: «Έλληνες εσμέν το γένος ως ή τε πάτριος φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Ο Πλήθων, «ο σημαντικότερος Έλληνας φιλόσοφος μετά τον Πλάτωνα», όπως τον χαρακτηρίζει ο Βησσαρίων[4], συνέχισε τη μεγάλη πλατωνική και νεο-πλατωνική παράδοση του Βυζαντίου, ως κληρονόμος του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και κυρίως του Μιχαήλ Ψελλού (1018-1081)˙παράδοση που είχαν συνεχίσει ο Θεόδωρος Μετοχίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) απορρίπτοντας τον αριστοτελισμό του δυτικού σχολαστικισμού και τη νοησιαρχία του Θωμά του Ακινάτη. Ο Πλήθων και, ίσως, πριν από αυτόν ο Μανουήλ Χρυσολωράς, θα εισαγάγουν στη Δύση τον πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό. Θα ακολουθήσουν ο Βησσαρίων, οΙωάννης Αργυρόπουλος και άλλοι, ενώ το κίνημα θα κορυφωθεί με τη δημιουργία της Πλατωνικής Ακαδημίας από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marciglio Ficino) στη Φλωρεντία των Μεδίκων το 1459.
Στα μάτια του Πλήθωνα, η διαμάχη μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών φαντάζει εντελώς αντιπαραγωγική, παρόλο που ο ίδιος θα συνταχθεί με τους ανθενωτικούς στη διάρκεια της διάσκεψης και μάλιστα, στα 1448, θα γράψει το έργο Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος όπου απορρίπτει τις απόψεις των Λατίνων και υποστηρίζει την ορθοδοξία[5].
Στο μεγάλο του έργο όμως, Νόμων Ξυγγραφή, που αργότερα παραδόθηκε στην πυρά από τον Γεννάδιο, η σωτηρία για τους Έλληνες θα αναζητηθεί στην προσφυγή στον νεοπλατωνικό συγκρητισμό, τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο, την αναβάθμιση της αρχαιοελληνικής θρησκείας και την εισαγωγή ανατολικών μυστικιστικών στοιχείων από τον ζωροαστρισμό. Στο έργο του πραγματοποιεί μια ευθεία επίθεση στον δυτικό σχολαστικισμό, που έχει ως εμπνευστή της τον Αβερρόη,[6] ο οποίος θεωρεί την ψυχή θνητή. Για τον Πλήθωνα, η απαγωγική αντίληψη του Πλάτωνος, από το όλον στο μέρος, είναι ορθή έναντι της επαγωγικής αντίληψης του Αριστοτέλη που καταλήγει σε μια λογική κατασκευή του συνόλου. Η απαγωγική αντίληψη του Πλάτωνα στηρίζεται στις ιδέες και εν τέλει εισάγει τη θεότητα που κινεί το ανώτερο μέρος της ψυχής. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης, διακηρύσσοντας την αιωνιότητα του σύμπαντος (πιστός στις διαχρονικές αντιλήψεις της ελληνικής σκέψης για τον Κόσμο), στην πραγματικότητα είναι υλιστής. Ο Πλήθων, μέσα απόν Πλατωνισμό του, που τον συνδέει με τις Ανατολικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην πραγματικότητα μέσα από τις έντονες νεοπλατωνικές επιδράσεις που δέχεται, οδηγείται σε έναν γενικευμένο θεϊσμό.
Ο Πλήθων δεν προσέγγισε τον Πλατωνισμό και τον Ζωροαστρισμό μέσα από μια αναζήτηση αμιγώς ή κυρίως φιλοσοφική. Οι φιλοσοφικές και θεολογικές του αναζητήσεις έχουν κίνητρα κατ’ εξοχήν πολιτικά. Ο ελληνισμός μπορούσε να ξεφύγει από το τέλος που προδιαγραφόταν αμείλικτο μόνο μέσα από μια γενικευμένη αναθεώρηση. Θεωρώντας την εκκλησία συνδεδεμένη με την παρακμή, οικονομική, κοινωνική και πολιτική, του ύστερου Βυζαντίου και τη λογοκρατούμενη και ντετερμινιστική αντίληψη του αριστοτελισμού ανίκανη να απαντήσει στη θανάσιμη αγωνία του βυζαντινού ελληνισμού, θα καταφύγει σε μια φαντασιώδη θρησκευτικήσύλληψη, μια βουλησιαρχική και ιδεοκρατική φιλοσοφική επιλογή αλλά και σε μια ριζική πολιτικο-οικονομική επανάσταση. Τα φιλοσοφικά και θεολογικά του έργα είναι πολύ μεταγενέστερα των πολιτικο-κοινωνικών ενώ η αγάπη του για τον Πλάτωνα θα ξεκινήσει από το πολιτικό του έργο.
Με πρότυπο τις πλατωνικές αντιλήψεις για την ιδεώδη πολιτεία, θα προτείνει στον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο μια ριζική κοινωνική ανασύνθεση των υπολειμμάτων της αυτοκρατορίας: η κοινωνία θα έπρεπε να χωριστεί σε τρεις τάξεις[7], τους διοικούντες, τους «άρχοντες», οι οποίοι όμως δεν θα κατέχουν καθόλου γη, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους που θα έπρεπε να είναι κύριοι της γης τους, «την γην άπασαν ώσπερ ίσως έχει κατά φύσιν κοινή, άπασι τοις ενοικούσιν είναι», και τους εμπόρους, χειροτέχνες, μικροπωλητές κ.λπ. Έπρεπε να αναμορφωθεί το φορολογικόσύστημα, να δημιουργηθεί εγχώρια βιομηχανία και, κατά συνέπεια, να επιβληθούν προστατευτικοί δασμοί. Τέλος, θα έπρεπε να δημιουργηθείεγχώριος στρατός από πολίτες που απαλλάσσονται από τη φορολογία, ούτως ώστε να πάψει η χρήση μισθοφορικών στρατών.
Έτσι προσπαθούσε ο Γεμιστός να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής, που ανεδείκνυαν τον Μυστρά στο νέο κέντρο του ελληνισμού. Ωστόσο, αυτό το ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο είχε ήδη υποβάλει ως υπόμνημα στον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο τριάντα εφτά χρόνια πριν την Άλωση, το 1416, (Λόγος προς τον βασιλέα Εμανουήλον περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων), και το ανάλογο που θα υποβάλει το 1431 στον γιο του, τον δεσπότη του Μορέως, Θεόδωρο Παλαιολόγο, θα μείνει κυριολεκτικά στα χαρτιά, παρ’ όλο που ο Γεμιστός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην αυτοκρατορική οικογένεια[8].
Ο Πλήθων θα προσπαθήσει να αντισταθεί τόσο στην παπική-φραγκική Δύση όσο και στην Ανατολή, που εκείνη την περίοδο εμφανίζεται με το τουρκικό σαρίκι, και να θεμελιώσει έναν ιδιαίτερο «ελληνικό» δρόμο. Γι’ αυτό και θα συνταχθεί με τους ανθενωτικούς στη διάσκεψη της Φερράρας-Φλωρεντίας: αρνούμενος τόσο την αποδοχή της Δυτικής πρωτοκαθεδρίας όσο και τον ησυχασμό ή την αποδοχή του τουρκικού σαρικίου. Στη διάσκεψη της Φερράρας-Φλωρεντίας, μαζί με τον… Μάρκο Ευγενικό, θα είναι εκείνοι που θα αντισταθούν στην ένωση των εκκλησιών, δηλαδή την υποταγή της ορθοδοξίας στον παπισμό. Αντίθετα, ο ίδιος ο Σχολάριος μάλλον θα ταλαντευθεί ως προς την αναγκαιότητα της ένωσης, για να την αποκηρύξει στη συνέχεια κάτω από την επίδραση του Μάρκου Ευγενικού. Οι μαθητές του Πλήθωνα θα σκορπιστούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι «ενωτικοί»Χρυσολωράς, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Βησσαρίων, που θα μείνουν πιστοί, εν μέρει, στις πλατωνικές αντιλήψεις του δασκάλου αλλά όχι και στο ανθενωτικό του πνεύμα, σύντομα θα επιστρέψουν στην Ιταλία. Ο Γεώργιος Σχολάριος θα κάψει τα βιβλία του Πλήθωνα ως αιρετικά, όταν γίνει ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, παρόλο που ο Πλήθων ήταν αντίπαλος της ένωσης των εκκλησιών. Όσο τέλος για τις οικονομικο-κοινωνικές του απόψεις, δεν βρήκε προφανώς καμία ιδιαίτερη απήχηση στην πελοποννησιακή ή και την κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία της εποχής του.
Το αδιέξοδο της απόπειρας του Πλήθωνα, εκτός από το πολιτικό και το οικονομικό πεδίο, θα εκφραστεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια με τις απόψεις του για την επιστροφή στον παγανισμό, που θα ενισχυθούν στο τέλος της ζωής του, όταν πλέον δεν βλέπει καμία άμεση πολιτική διέξοδο. Σε ένα πνευματικό περιβάλλον και μια εποχή εντελώς απρόσφορη για παρόμοια εγχειρήματα, μια τέτοια επιστροφή εικονογραφεί ίσως με τα εντονότερα χρώματα το αδιέξοδο του ελληνισμού συνολικά και ιδιαίτερα ενός αυτόνομου ελληνοκεντρικού δρόμου. Η αναγέννηση, την οποία οραματιζόταν ο Πλήθων, δεν στηριζόταν ούτε στην ορθοδοξία, ή έστω σε κάποια εκδοχή μεταρρύθμισής της, ούτε στη Δύση, γι’ αυτό και παρέμενε ανθενωτικός, αλλά ήθελε να στηριχτεί στην αρχαία δόξα των Ελλήνων και στην αρχαία θρησκεία. Το εγχείρημα του Γεμιστού παρέμενε έτσι εντελώς ανεδαφικό γιατί κανείς (ή σχεδόν κανείς, εκτός από τον Μιχαήλ Αποστόλη) στην εποχή του δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί μια ιδεολογική μεταρρύθμιση στραμμένη σε ένα απώτερο παρελθόν χωρίς καμία συνάφεια με το παρόν. Οι ζωντανέςδυνάμεις του ελληνισμού ήταν εξαιρετικά ασθενείς για να αποπειραθούν κάποια βιώσιμη μεταρρύθμιση και αναγέννηση. Οι δύο «λεωφόροι» που έμεναν ανοικτοί για τον θνήσκοντα βυζαντινό ελληνισμό ήταν εκείνοι των δύο μαθητών του, του καρδινάλιου και καθολικού «Πατριάρχη» Κωνσταντινουπόλεως Βησσαρίωνα και του ορθόδοξου πατριάρχη Σχολάριου. Το κακοτράχαλο «μονοπάτι» του Πλήθωνα χάθηκε μέσα στα γυρίσματα της ιστορίας, όπως και εκείνο του πρώην αυθέντου του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Παρέμεινε όμως ένα δυνητικό άνοιγμα που μας καλεί αδιάκοπα να επιχειρήσουμε την εκχέρσωσή του.
Η συνεχιζόμενη παρακμή του όψιμου βυζαντινού ελληνισμού σταδιακά θα περιορίσει τη φιλοσοφική και θεολογική συζήτηση σχεδόν αποκλειστικά στο έδαφος της «επιλογής» κυριάρχου. Η ησυχαστική έρις θα περάσει σε δεύτερο πλάνο. Το φλέγον ερώτημα είχε μετατεθεί: θα έπρεπε οι Έλληνες να δεχτούν την προσχώρησή τους στον καθολικισμό, με αντάλλαγμα μια πιθανή δυτική βοήθεια για να αντισταθούν στους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει την Αδριανούπολη (1361) και την ανατολική Θράκη και είχαν περικυκλώσει την ερημούμενη και κατερειπούμενη βασιλεύουσα; Ή θα έπρεπε, με τίμημα έστω την απώλεια της πολιτικής και εθνικής ανεξαρτησίας έναντι των Τούρκων, να επιμείνουν στη θρησκευτική και πνευματική τους αυτοτέλεια; Το δίλημμα υπήρξε κυριολεκτικά τραγικό και η «τρίτη πρόταση», την οποία δοκίμασε να διατυπώσει ο Πλήθων-Γεμιστός, μιας ελληνικής και ελληνοκεντρικής Αναγέννησης, ουτοπία.
Στην περίοδο που προηγείται ή ακολουθεί την Άλωση, η πλειοψηφία των Ελλήνων λογίων θα στραφεί προς τη Δύση ενώ, αντίστροφα και συμμετρικά, ο λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία, έστω και σκλαβωμένος, θα καλλιεργήσει την ιδιοπροσωπία του συσπειρωμένος γύρω από την Εκκλησία η οποία θα υποκαταστήσει εν μέρει και τη χαμένη πολιτική εξουσία του υστεροβυζαντινού ελληνισμού.
[1] Βλ. Β.Ν Τατάκης, Η βυζαντινή Φιλοσοφία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1977, σελ. 261-284.
[2] Ο Αμιρούτζης, αυτός που μετέπειτα συνέτρωγε με τον Μωάμεθ, έγραφε ερωτικά ποιήματα προς τέρψιν του και έκανε τον γιο του μουσουλμάνο.
[3] Η Σύνοδος αυτή, η οποία διήρκεσε περίπου δύο χρόνια (1438-39), είχε ως αντικείμενο την άρση των δογματικών διαφωνιών ανατολικής και δυτικής χριστιανοσύνης και την επανένωση των εκκλησιών. Επρόκειτο για την ύστατη απόπειρα των Παλαιολόγων να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του Πάπα και των δυτικών έναντι του τουρκικού κινδύνου. Στην ελληνική αντιπροσωπεία, υπό τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, συμμετείχαν οι διαπρεπέστεροι θεολόγοι και λόγιοι του Βυζαντίου˙ ανάμεσά τους ο Πλήθων, ο Μάρκος Ευγενικός, ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Σχολάριος. Επρόκειτο για μία ιστορική συνάντηση όχι μόνο εξ αιτίας του περιεχομένου των συζητήσεων της Συνόδου, αλλά και γιατί δόθηκε, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, η δυνατότητα συνάντησης των Ανατολικών με τους Δυτικούς λογίους. Στο «περιθώριο» της Συνόδου, ο Πλήθων θα καταπλήξει τους Δυτικούς με τις διαλέξεις του.
[4] «Ού μετά Πλάτωνα, (εξηρήσθω δε λόγου ο Αριστοτέλης) σοφώτερον ου έφυσεν η Ελλάς».Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεννήθηκα στο χίλια τετρακόσια δύο, τόμ. Ι, σελ 409, Εστία , Αθήνα 1996 (1η έκδοση 1957).
[5] Β.Ν Τατάκης, Η βυζαντινή Φιλοσοφία, ό.π.
[6] Β.Ν.Τατάκης, σ. 271, Πλήθωνος Νόμων Ξυγγραφή, εκδ. C. Alexandre, Παρίσι 1858, (ανατυπ. 1966), σ. 281.
[7] Βλέπε Σάββα Σπέντζα, Αι δημοσιονομικαί απόψεις του Πλήθωνος, Αθήνα 1964.
[8] Βλέπε Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, Εκδόσεις Γιαλλελής, Αθήνα 1976, τόμος 2, κεφ. 27, σελ, 27-59, καθώς και το Γεννήθηκα στο Χίλια τετρακόσια δύο, ό. π., τ. Ι , σελ. 202-208 και 402-470. Βλέπε επίσης Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η νεοελληνική οικονομία και κοινωνία, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985, σελ. 78-103, Β.Ν. Τατάκης, ό. π., σελ. 263-264.