του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Χαρούμενες μέρες του 1997
Τον Απρίλιο του 1997, η τελευταία γενιά της επαναστατικής οργάνωσης Φράξια Ερυθρός Στρατός (Rote Armee Fraktion, RAF) ανακοίνωσε την οριστική διακοπή των ένοπλων προσπαθειών της που στόχευαν στην ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων και στην ανάπτυξη της αντι-ιμπεριαλιστικής συνείδησης. Μετά από μια 27χρονη μετωπική σύγκρουση με την εξουσία και έχοντας 27 θύματα στις δικές της τάξεις και 11 απεργίες πείνας στο ενεργητικό της, η RAF παραδέχτηκε ότι η μεταφορά μέσα στην Μητρόπολη του πολέμου που διεξάγουν τα ιμπεριαλιστικά κράτη έξω από τα κέντρα εξουσίας δεν μπορεί να έχει ισχύ στις “απελευθερωτικές διαδικασίες του μέλλοντος”. Η ομολογία ότι οι προσπάθειες προσαρμογής του αντάρτικου πόλης στις συνθήκες της δεκαετίας του ’90 ήταν ανέφικτες, κατέδειξε το πολιτικό αδιέξοδο μιας από καιρό απομονωμένης επαναστατικής οργάνωσης, η οποία παρουσίαζε εκφυλιστικά φαινόμενα πολύ πριν το αναπόφευκτο τέλος. Με την τελευταία της διακήρυξη η RAF αναγνώρισε, για πρώτη φορά, λάθη στρατηγικής και κυρίως ότι “δεν οικοδομήθηκε, παράλληλα με την παράνομη ένοπλη οργάνωση, και μια οργάνωση πολιτικού-κοινωνικού χαρακτήρα”.
Η αυτοδιάλυση όμως της RAF επανέφερε δυναμικά στην επικαιρότητα το επίμαχο θέμα της εσωτερικής ασφάλειας, προκαλώντας περισσότερη αμηχανία και αναταραχή από ό,τι η τοποθέτηση μιας βόμβας: Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Γερμανίας και οι μυστικές της υπηρεσίες θα έπρεπε πλέον να ανακαλύπτουν νέα “ατράνταχτα” στοιχεία για να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι υπάρχει ακόμη απειλή κατά της Δημοκρατίας του Βερολίνου από την εξτρεμιστική Αριστερά, η καθεστωτική οικονομικοπολιτική ελίτ θα δυσκολεύονταν να ενοχοποιεί κάθε άποψη που ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης επιταγής του κέρδους και της καταπίεσης, η (νόμιμη) Αριστερά θα έπρεπε να χαράξει νέες διαχωριστικές γραμμές από “παραστρατημένους” και “παράφρονες” εξτρεμιστές, στους οποίους θα μπορεί να φορτώνει όλων των ειδών τις αποτυχίες της και, τέλος, οι συνωμοσιολόγοι θα υποχρεώνονταν να ξαναψάξουν στο έρεβος των μυστικών υπηρεσιών για νέα φαντάσματα τρίτης γενιάς τρομοκρατών.
Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1997, η Γερμανία ξαναθυμήθηκε την εποχή που, για ν’ αντιμετωπιστεί “η θανάσιμη πρόκληση της συμμορίας Μπάαντερ-Μάινχοφ”, τέθηκε σε εφαρμογή το “Γερμανικό Μοντέλο”, βασική αρχή του οποίου ήταν: “Δεν φυλακίζεται μόνο εκείνος που δεν αντιστέκεται”. Μέσα σ’ ένα καταιγισμό ενημερωτικών εκπομπών, ειδικών εκδόσεων, τηλεοπτικών συζητήσεων, πολιτικών ισολογισμών κλπ., “εορτάστηκαν” τα είκοσι χρόνια από το “Γερμανικό Φθινόπωρο”, τότε που η Γερμανία “για πρώτη φορά στην ιστορία της ήταν κράτος με όλη τη σημασία της λέξης”. Τότε που οι Υπηρεσίες “Προστασίας του Συντάγματος” και οι διωκτικές Αρχές λειτουργούσαν συχνά πέρα από τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία, η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος στο Δημόσιο και συνολικά ο νόμος για τους εξτρεμιστές αποτελούσε μέτρο χειραγώγησης, παραδειγματισμού και ελέγχου από την πλευρά του κράτους, τα δικαιώματα των συνηγόρων υπεράσπισης καταστρατηγούνταν σε πολιτικές δίκες, αποενοχοποιητικά στοιχεία δεν λαμβάνονταν υπόψη από το Δικαστήριο, βασικά δικαιώματα όπως αυτό του ασύλου παρέμεινε κενό γράμμα, οι διώξεις ακόμη και η βιαιοπραγία εναντίον όσων απέρριπταν την κρατική πολιτική για την ένοπλη πάλη ήταν καθημερινή, η λογοκρισία αφορούσε όλα τα κοινωνικά επίπεδα και ο χαφιεδισμός έγινε κοινωνικό φαινόμενο. Τότε που σε δημόσιες συζητήσεις επανήλθε, από πολιτικούς, το θέμα της δημόσιας εκτέλεσης των τρομοκρατών και η θέληση για αυταρχικές λύσεις και για μονοπώληση της βίας από το κράτος αναδείχθηκε σε εθνικό χαρακτηριστικό.
Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτό που φάνηκε στις ημέρες μνήμης εκείνου του μολυβένιου “Φθινοπώρου” ήταν πως η σύγχρονη ιστορία έχει ήδη ξαναγραφεί και ό,τι απέμεινε στη συλλογική μνήμη του γερμανικού λαού ήταν θολά γεγονότα και αρκετοί μύθοι: Κάποια μέλη μιας περιθωριακής τρομοκρατικής ομάδας, που πριν πολλά χρόνια έτυχαν δίκαιης δίκης και που βρίσκονται ακόμη σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, η απαγωγή και δολοφονία ενός σημαντικού προσώπου της οικονομίας σε συνδυασμό με μια αποτυχημένη αεροπειρατεία όπου συμμετείχαν και Άραβες τρομοκράτες, μια μυστηριώδης ομαδική αυτοκτονία κρατουμένων που αποσαφηνίστηκε την ίδια μέρα που έγινε, μια ψυχοπαθής ιδεολογική καθοδηγήτρια της συμμορίας που αυτοκτόνησε στο λευκό κελί της, ένα φανατικό μέλος που πριν από χρόνια πέθανε στη φυλακή από απεργία πείνας, κάποιοι δολοφονημένοι κρατικοί και οικονομικοί παράγοντες, σύμβολα του πολιτικού καθεστώτος, αλλά και αθώοι πολίτες που, ευτυχώς, σε όλα τα χρόνια της τρομοκρατίας δεν ξεπέρασαν τον αριθμό των θυμάτων από τα τροχαία ατυχήματα σ’ ένα ελληνικό εορταστικό τριήμερο και, τέλος, κάποιοι ελάχιστοι αμετανόητοι συμπαθούντες των τρομοκρατών, που τελευταία έχουν μπλέξει με ακραίες ισλαμικές οργανώσεις.
Από τις εκδηλώσεις της ιστορικής αναμόχλευσης του γερμανικού ένοπλου αγώνα δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι Πράσινοι, “τα νόμιμα παιδιά του Γερμανικού Φθινοπώρου”, που ομολογουμένως χρωστούν σε αυτό το οδυνηρό “Φθινόπωρο” την σημερινή τους παρουσία στις κορυφές της εξουσίας. Ποιος αλήθεια μέσα σ’ ένα τέτοιο “εορταστικό” κλίμα θα θυμόταν τη δήλωση του σταρ-υπουργού Γιόσκα Φίσερ, που εκείνη τη σκληρή εποχή, όντας εκπρόσωπος των αυτόνομων, είχε δηλώσει ότι “δεν μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε τόσο απλά από τους συντρόφους του αντάρτικου πόλης, γιατί τότε θα έπρεπε να αποστασιοποιηθούμε από εμάς τους ίδιους, επειδή υποφέρουμε κι εμείς από την ίδια αντίφαση, μεταξύ απελπισίας και τυφλού ακτιβισμού”. Βέβαια το μάθημα του 1977 έγινε αμέσως κατανοητό από αρκετούς επαναστάτες εκείνης της εποχής, που σήμερα επανδρώνουν τον μηχανισμό του γερμανικού κράτους και η αποστασιοποίηση συντελέστηκε, έστω με αρκετή καθυστέρηση και πολύ κόπο.
Οι ιστορικές συνθήκες γέννησης του αντάρτικου πόλης στη Γερμανία
Η RAF ιδρύθηκε όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ένα μεγάλο μέρος της αριστερής “Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης” (ΑΡΟ) στη Γερμανία ήταν πεπεισμένο ότι η κοινωνική επανάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο έπαψε να είναι ουτοπία. Μπορεί η δυναμική της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης του φοιτητικού κινήματος να είχε ήδη εξαντληθεί, η ΑΡΟ να είχε αντιληφθεί τα όρια της ανταρσίας της και η Αριστερά να εισήλθε στη θλιβερή διαδικασία της πολυδιάσπασης, όμως πολλοί άνθρωποι πίστευαν σοβαρά στη δυνατότητα δημιουργίας υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών για την επανάσταση. Ο απόηχος της κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης, η αβυσσαλέα αντίθεση Βορρά-Νότου, ο Μαύρος Σεπτέμβρης των Παλαιστινίων, η συνεχιζόμενη αγριότητα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, η επίδραση του Μάη του ’68 και τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιαποικιακά κινήματα στον “Τρίτο Κόσμο” δημιουργούσαν σε πολλούς επαναστάτες “ελπίδες απελευθέρωσης” και για τους λαούς της Μητρόπολης.
Στην ίδια τη Γερμανία, το κράτος έθετε ήδη σε εφαρμογή την “προληπτική καταστολή” εκείνης της Αριστεράς που δεν ήθελε να ενσωματωθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η αποναζιστικοποίηση του κράτους δεν είχε ακόμη συντελεστεί, αφού για παράδειγμα τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Λιούπκε, όσο και ο Καγκελάριος Κίζινκγερ, είχαν σταδιοδρομήσει στο ναζιστικό καθεστώς. Η Ο.Δ. της Γερμανίας, με τις 127 αμερικανικές βάσεις και τους 300.000 Αμερικανούς στρατιώτες στο έδαφός της, ήταν ουσιαστικά χώρα υπό κατοχή, γεγονός που προκαλούσε δυσφορία σε τμήματα του γερμανικού λαού. Η οικονομική ύφεση και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας (ιδιαίτερα της νεολαίας), προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, προκαλούσαν ρωγμές στο μεταπολεμικό “Γερμανικό Θαύμα” κι επιτάχυναν την αυταρχική εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων.
Το Μάρτιο του ’71, πριν ακόμα αρχίσει η ολοκληρωτική και ολομέτωπη σύγκρουση κράτους-αντάρτικου πόλης, ένα ποσοστό περίπου 18% των Γερμανών πίστευαν ότι οι ενέργειες της RAF έχουν πολιτικά κίνητρα και ένα άλλο 13% έδειχνε να μην έχει ξεκάθαρη άποψη. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς τα ποσοστά αυτά ήταν 40% και 17% αντιστοίχως. Ο κύκλος των συμπαθούντων της RAF ήταν μεγάλος, καθώς ένας στους πέντε πολίτες δήλωναν ότι θα “ανέχονταν την προστασία των αναρχικών από την καταδίωξη και την σύλληψη”, ενώ ένα 6% δήλωνε ότι “μπορεί να είναι εν δυνάμει συνεργός των αναρχικών”.
Η συντριπτική πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας ήταν όμως ανέτοιμη να κατανοήσει και να επεξεργαστεί επαναστατικά φαινόμενα όπως το αντάρτικο πόλης και να παρακολουθήσει “πεφωτισμένες πρωτοπορίες”, αποκομμένες πλήρως από την κοινωνία. Πολύ γρήγορα και χωρίς δυσκολία αποδέχτηκε την ενίσχυση του κράτους σε βάρος της κοινωνίας και πλήρωσε την τιμή της εσωτερικής ασφάλειας με τις ίδιες του τις ελευθερίες. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της RAF ότι η Ο.Δ. της Γερμανίας ήταν “νεοφασιστικό κράτος”, γεγονός που έκανε τον αγώνα εναντίον του “αναγκαιότητα και ιστορική ευθύνη”, δεν έπεισε την κοινή γνώμη γι’ αυτό και οδηγήθηκε πολύ γρήγορα στο αδιέξοδο και υπέστη πολλές ήττες, που ξεκίνησαν με συλλήψεις μελών της RAF ήδη από τους πρώτους μήνες της ίδρυσής της.
Η πρώτη διακήρυξη της ιδρυτικής ομάδας της RAF με τίτλο “Ίδρυση του Ερυθρού Στρατού” δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 1970, μόλις μια εβδομάδα μετά το πέρασμα της Μάινχοφ στην παρανομία, λόγω της συμμετοχής της στην απελευθέρωση του Μπάαντερ. Στο διάστημα που ακολούθησε την στρατιωτική εκπαίδευση των μελών της RAF στο Λίβανο ως την έκδοση του πρώτου κειμένου με τις θέσεις της RAF (“Σχέδιο αντάρτικο πόλης”) τον Απρίλιο του 1971, διαπράχθηκαν μερικές ληστείες τραπεζών για την “σταθεροποίηση των δομών της οργάνωσης”. Ακολούθησε πολύ σύντομα ένα κείμενο για τον “Ένοπλο αγώνα στη Δ. Ευρώπη” και ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η αναλυτική διακήρυξη: “Στην υπηρεσία του λαού. Αντάρτικο πόλης και ταξικός αγώνας”.
Η ανάλυση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στη Γερμανία αποτελούσε πάντα το εισαγωγικό μέρος αυτών των διακηρύξεων, ενώ το κύριο βάρος δίνονταν στην διεξαγωγή του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Η RAF αυτοπροσδιορίζονταν σαν τμήμα ενός παγκόσμιου κινήματος “προλεταριακού διεθνισμού”, δηλαδή ένα πλέγμα μαρξιστικής κοινωνικής ανάλυσης και ιστορικού υλισμού, ενότητας των διαφορετικής μορφής αντι-ιμπεριαλιστικών και απελευθερωτικών κινημάτων, εθνικών αγώνων ενάντια στην αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση από το αμερικανικό και το πολυεθνικό κεφάλαιο, επαναστατικών ενεργειών κάθε μορφής από ακροαριστερές οργανώσεις στις Μητροπόλεις, διαμαρτυριών από τις χώρες της Περιφέρειας, πολιτικών των κομμουνιστικών κομμάτων και συγκυριακών συμμαχιών. Θεωρητική βάση των αναλύσεων αποτελούσαν, εκτός του μαρξισμού-λενινισμού, τα κείμενα του Μάο για την κινεζική επανάσταση και ο υπαρξισμός.
Η αντίδραση του κράτους και το “Γερμανικό Φθινόπωρο” του 1977
Μετά το μπαράζ τρομοκρατικών επιθέσεων τον Μάιο του ’72, το κράτος ενεργοποίησε έναν γιγαντιαίο μηχανισμό καταστολής κατά της εξτρεμιστικής Αριστεράς και των “συμπαθούντων της RAF”, δείχνοντας κατά γενική ομολογία μια απίστευτα σκληρή όσο και άκαμπτη στάση. Οι τρομοκρατικές ενέργειες λειτούργησαν σαν καταλύτες στη φυσιογνωμία του γερμανικού κράτους που επανήλθε άρδην στην πρωσική παράδοση του αυταρχικού κι επιθετικού κράτους: “απαγορεύονται τα πάντα, εκτός από εκείνα που ρητώς επιτρέπονται”.
Η σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση της Γερμανίας στη δεκαετία του ’70 σημαδεύτηκε με μια επιταχυνόμενη πορεία προς το λεγόμενο “κράτος ασφάλειας” με κύριο χαρακτηριστικό την ενορχηστρωμένη επιχείρηση ιδεολογικής τρομοκρατίας σε κάθε αμφισβήτηση του αστικού κράτους. Πάνω από 100 νομοθετήματα για την εσωτερική ασφάλεια στόχευαν πρωτίστως σε όσους “συμπαθούν την τρομοκρατία”. Αποκλεισμοί εθνικών οδών, μαζικές έρευνες σε σπίτια “υπόπτων”, μαζικές συλλήψεις για ανάκριση, κλείσιμο αυτοδιοικούμενων κέντρων νεότητας κ.ά ήταν καθημερινή ρουτίνα. Οι απεργίες πείνας των κρατουμένων αντιμετωπίζονταν με παρελκυστική πολιτική χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει υποχώρηση του κράτους ως προς τη βελτίωση των συνθηκών κράτησής τους. Καλύτερες συνθήκες κράτησης μπορούσαν να αναμένουν μόνο όσοι αποκήρυτταν την τρομοκρατία ή συνεργάζονταν με τις διωκτικές Αρχές.
Πολιτική συζήτηση για τις κοινωνικές αιτίες των τρομοκρατικών φαινομένων ήταν εξ ορισμού αδύνατη. Κάθε προσπάθεια αντιπαράθεσης, εκτός από την ξεκάθαρη απόρριψη της τρομοκρατίας και την κατασυκοφάντηση των τρομοκρατών, εκλαμβάνονταν από τις διωκτικές Αρχές σαν ένδειξη συμπάθειας προς την RAF και είχε τις σχετικές συνέπειες. Το κλίμα τρομολαγνείας υποδαυλίζονταν και από τα ΜΜΕ ακόμα και με ψεύτικες ειδήσεις ότι δήθεν η RAF απειλεί να “ανατινάξει σιδηροδρομικούς σταθμούς” ή να “δηλητηριάσει υδραγωγεία μεγάλων πόλεων”.
Οι μαζικές συλλήψεις μελών της RAF και το καθεστώς απόλυτης απομόνωσης σε κελιά υψίστης ασφαλείας ανάγκασαν τα μέλη της οργάνωσης που δρούσαν ακόμη στην παρανομία να δώσουν όλη τους την ενέργεια σχεδόν αποκλειστικά στην απελευθέρωση των κρατουμένων, που “κινδύνευαν με φυσικό αφανισμό”. Ο “αυθόρμητος απελευθερωτικός αγώνας” περιορίστηκε σ’ ένα εσωτερικό θέμα της Γερμανίας, με αποτέλεσμα, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, να χάσει γρήγορα την κοινωνικοπολιτική του διάσταση. Κεντρικό σημείο πλέον της πολιτικής της RAF ήταν οι θέσεις αναλυτικού και προγραμματικού χαρακτήρα των κρατουμένων που ακούγονταν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας πέρασε σε δεύτερη μοίρα και η ιστορία της RAF ακολούθησε φθίνουσα πορεία, καθώς η οργάνωση “έπεσε στην παγίδα” των διωκτικών Αρχών και περιορίστηκε σε μια λυσσαλέα σύγκρουση με το κράτος για την απελευθέρωση των κρατουμένων. Ο θάνατος στα κελιά τεσσάρων μελών της RAF –πριν από τα γεγονότα στις φυλακές του Στάμχαϊμ το 1977– χρεώθηκε στην άκαμπτη συμπεριφορά του Γενικού Εισαγγελέα Μπούμπακ, ο οποίος και εκτελέστηκε από τη RAF.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρεμποδίζονταν με κάθε τρόπο στο έργο τους, λοιδορούνταν από τα ΜΜΕ σαν “υποκινητές της συμμορίας Μπάαντερ-Μάινχοφ” και αναγκάζονταν να υποστούν προσωπικές ταπεινώσεις στις αίθουσες των δικαστηρίων, που έμοιαζαν με “φρούρια”. Οι προσπάθειες της υπεράσπισης να συνδέσει το αντάρτικο πόλης με τα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ στο Βιετνάμ –με την ανοχή και βοήθεια της Γερμανίας– απορρίπτονταν από το Δικαστήριο μ’ ένα τρόπο που προκαλούσε μεγάλα ερωτηματικά για την αμεροληψία του. Η υπεράσπιση, θεωρώντας ότι το κράτος παίρνει την εκδίκησή του για τον ένοπλο αγώνα αφαιρώντας, με διάφορους τρόπους, τις ζωές των κρατουμένων, προσπάθησε –ανεπιτυχώς– να δώσει άλλη τροπή στη δίκη, προσεγγίζοντας πολιτικά τις συνθήκες κράτησης των υποδίκων με στόχο να αναγορευτούν οι κρατούμενοι του ένοπλου αγώνα σε “πολιτικούς κρατούμενους”, στη βάση διεθνών συνθηκών.
Τον Απρίλιο του 1977 καταδικάζονται, ύστερα από ακροαματική διαδικασία δύο χρόνων, τρία μέλη της οργάνωσης, ανάμεσά τους και ο Μπάαντερ, σε ισόβια κάθειρξη. Σε όλες τις καταδίκες ίσχυε πλέον η “συλλογική ευθύνη των μελών”, ακόμη κι αν για κάποια αξιόποινη πράξη δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για τον κάθε κατηγορούμενο. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ορισμένες εφημερίδες, όπως η κεντροαριστερή Frankfurter Rundschau, ν’ αποδεχθούν την άποψη τής υπεράσπισης και ν’ αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της δίκης. Μερικές ημέρες πριν την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης δολοφονήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας Μπούμπακ και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο τραπεζίτης Πόντο, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια απαγωγής του. Λίγες βδομάδες αργότερα έγινε από την RAF η απαγωγή του πρόεδρου των Γερμανών Βιομηχάνων Σλέγερ και δολοφονήθηκαν οι τρεις συνοδοί του.
Το κράτος αντέδρασε με την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης και την δημιουργία ενός επιτελείου αντιμετώπισης κρίσεων υπό τον Καγκελάριο Σμιτ (“Kommando Schmidt”), που θεωρήθηκε σαν “εφάμιλλο του ναζιστικού καθεστώτος”, καθώς, σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές, η κρατική πολιτική στόχευε πλέον στην αφοσίωση των πολιτών στο κράτος της έκτακτης ανάγκης και της καταστολής. Αμέσως απαγορεύτηκε κάθε μορφή επικοινωνίας με τον καθένα από τους 72 κρατουμένους, παρότι το σχετικό νομοθέτημα ψηφίστηκε με τη διαδικασία του επείγοντος ένα μήνα αργότερα.
Σ’ ένα μήνα ακολούθησε η ανεπιτυχής αεροπειρατεία της Lufthansa, με αίτημα την απελευθέρωση 11 κρατουμένων της RAF, στην οποία συμμετείχαν και Άραβες τρομοκράτες. Λίγες ώρες μετά την απελευθέρωση των ομήρων και το θάνατο των αεροπειρατών, βρίσκονται νεκροί στα κελιά τους ο Μπάαντερ, ο Ράσπε και η Έσσλιν και βαριά τραυματισμένη η Μόλλερ, ενώ την επομένη βρέθηκε δολοφονημένος ο Σλέϋερ. Η επίσημη εκδοχή περί αυτοκτονίας των κρατουμένων αμφισβητήθηκε έντονα, καθώς προέκυψαν πολλά στοιχεία κατά της εκδοχής της αυτοκτονίας που παρουσίασε σε συνέντευξη τύπου ο συνήγορος υπεράσπισης Όττο Σίλλυ (σημερινός σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας).
Μετά τα γεγονότα του 1977, η RAF σιώπησε για τρία σχεδόν χρόνια. Τα μέτρα κατά της απαγόρευσης επικοινωνίας των κατηγορουμένων ανακλήθηκαν λίγο αργότερα, όμως οι συνθήκες αυστηρής απομόνωσης για όλους σχεδόν τους κρατούμενους συνεχίστηκαν.
Η αντιπαράθεση της RAF με την Αριστερά
Οι διάφορες μαρξιστικές-λενινιστικές οργανώσεις της Γερμανίας αλλά και οι αυτόνομες ομάδες μιλιταριστικού τύπου συμφωνούσαν με τη RAF στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού, διαφωνούσαν όμως με την ταξική-κοινωνική ανάλυση των σχέσεων μέσα στη Γερμανία και θεωρούσαν την έναρξη του ένοπλου αγώνα εκείνη την περίοδο ως “πρώιμη” – κυρίως γιατί απέρριπταν τον όρο της “επαναστατικής πρωτοπορίας” που υιοθετούσε η RAF και γιατί διεκδικούσαν για τον εαυτό τους την αποκλειστική εκπροσώπηση του εργατικού κινήματος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, υπήρχε όμως ανοχή ή ακόμη και συμπάθεια προς τη RAF και το “σχέδιο αντάρτικο πόλης” ήταν ένα πολιτικό θέμα που απασχολούσε σοβαρά τη λεγόμενη “Νέα Αριστερά”.
Με την έναρξη των μαζικών βομβιστικών επιθέσεων της RAF κατά του κράτους και των αμερικανικών βάσεων στη Γερμανία, τον Μάιο του 1972, η RAF απαίτησε απ’ όλες τις αριστερές ομάδες –όχι μόνο μιλιταριστικού τύπου– “να γίνουν επαναστάτες και ν’ αναλάβουν τον πολιτικό αγώνα κατά των αμερικανών ιμπεριαλιστών και να επιτεθούν σε όλες τις αμερικανικές εγκαταστάσεις”, προτρέποντάς τις παράλληλα να μη κρύβονται πίσω από τις μάζες. Ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο η RAF αναζητούσε τη στήριξη από την ευρύτερη Αριστερά και την άνευ όρων αποδοχή των πολιτικών της επιλογών είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να αδρανοποιηθούν φτάνοντας ακόμη και στην απόγνωση. Η συμμετοχή τρίτων στη σύγκρουση κράτους-RAF περιορίζονταν απλά στην ένδειξη κάποιας συμπάθειας με τη μία ή την άλλη πλευρά, χωρίς να υπάρχει η ελάχιστη δυνατότητα να καταστούν οι ίδιοι μέρος αυτής της σύγκρουσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κάθε μορφή διαλόγου ατόνησε και έτσι άρχισε να θεμελιώνεται η πολιτική αντιπαράθεση της RAF με όλη σχεδόν την Αριστερά, ακόμη και με άλλες μιλιταριστικές οργανώσεις που δρούσαν ήδη στη Γερμανία, όπως η “Κίνηση 2 Ιούνη” και οι “Επαναστατικοί Πυρήνες”.
Σημαντικό σημείο αντιπαράθεσης ήταν επίσης το γεγονός ότι η ευρύτερη Αριστερά δεν αποδέχτηκε ποτέ τη θέση της RAF περί “νεοφασιστικού” γερμανικού κράτους, που προσέφερε το αναγκαίο ηθικό πλαίσιο και την ιστορική αναγκαιότητα για μια “δίκαιη ανταρσία”. Αντιθέτως, έκανε λόγο για μια πορεία της Γερμανίας προς την “Αυταρχική Δημοκρατία”, τις αντιφάσεις της οποίας έπρεπε κανείς να αναγνωρίσει και να εκμεταλλευτεί, απορρίπτοντας κάθετα τη στρατηγική του ένοπλου αγώνα σαν “παράλογη, πολιτικά λανθασμένη και ηθικά αδικαιολόγητη”.
Η πόλωση εντάθηκε περισσότερο μετά τα γεγονότα της Ολυμπιάδας του Μονάχου, τον Σεπτέμβριο του 1972, όταν η RAF υποστήριξε, με σχετική διακήρυξη, τις ενέργειες των Παλαιστινίων κατά των Ισραηλινών αθλητών και την απαίτησή τους ν’ απελευθερωθούν πάνω από 200 Άραβες κρατούμενοι στις φυλακές του Ισραήλ. Σχεδόν όλες οι οργανώσεις της Αριστεράς καταδίκασαν την ενέργεια αυτή, παρότι οι περισσότερες συμμερίζονταν την αιτιολόγηση του αντισιωνισμού, που αιτιολογούνταν στη σχετική διακήρυξη της RAF.
Η απομόνωση της RAF ήταν πλέον γεγονός και η όποια υποστήριξη σε επόμενες φάσεις του ένοπλου αγώνα σχετίζονταν μόνο με ανθρωπιστικούς λόγους, εξαιτίας των συνθηκών αυστηρής απομόνωσης των κρατουμένων. Η ρήξη της ρεφορμιστικής Αριστεράς με την RAF οριστικοποιήθηκε με το “Γερμανικό Φθινόπωρο”. Για τη νόμιμη Αριστερά το αντάρτικο πόλης αποτελούνταν πλέον από ντεσπεράντος της δεύτερης γενιάς, που αποκόπηκαν πλήρως από την ανταρσία του ’68.
Ουρλίκε Μάινχοφ: Προσωποποίηση του κακού, Εικόνα και Πατριώτισσα
Για την πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας, η Ουρλίκε Μάινχοφ ήταν η “προσωποποίηση του κακού”, πολύ πριν το πέρασμά της στην παρανομία. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Τύπος και όλο το πολιτικό φάσμα της Γερμανίας επιδίωξαν την προσωποποίηση της RAF με την Μάινχοφ, πιστεύοντας ότι αν την “εξουδετέρωναν”, θα κατέρρεε σύντομα και η RAF. Οι διωκτικές Αρχές την αναγόρευσαν σε υπ’ αριθμόν 1 δημόσιο κίνδυνο και προσπάθησαν αμέσως μετά τη σύλληψή της, ύστερα από προδοσία τον Ιούνιο του ’72, να την μετατρέψουν από υπ’ αριθμόν 1 εχθρό σε εν δυνάμει ψυχοπαθή. Η άμεση αντίδραση, κυρίως ιατρικών συλλόγων, παρεμπόδισαν τη διενέργεια υποχρεωτικών “ψυχιατρικών εξετάσεων”, που θα γίνονταν με εισαγγελική εντολή. Βέβαια οι προσπάθειες του Γενικού Εισαγγελέα δεν έπεσαν εντελώς στο κενό. Τα ΜΜΕ, που ομόθυμα συμπαρατάχθηκαν με το κράτος κατά της RAF, δεν απέκλειαν πλέον το ενδεχόμενο η Μάινχοφ να υποφέρει από “όγκο στον εγκέφαλο”.
Αυτό που διέκρινε την Μάινχοφ δεν ήταν όμως μόνο ο επαναστατικός της λόγος, το υψηλό διανοητικό επίπεδο, η ιδεολογική της κατάρτιση ή οι κοινωνικές της ευαισθησίες, που έκανε τους συντρόφους της να τη θεωρούν “ηθικό πόλο” και “σημείο ιδεολογικού προσανατολισμού”. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί και σε μια άλλη πλευρά των απόψεών της, που πέρασε διεθνώς σε δεύτερη μοίρα. Ήταν το “πατριωτικό στοιχείο” στην πολιτική σκέψη της Μάινχοφ, που ενοχλούσε τη ρεφορμιστική Αριστερά, η οποία την κατηγορούσε ότι “επιδιώκει την προβολή της καλύτερης πατριώτισσας, ακολουθώντας το εθνικο-κομμουνιστικό παράδειγμα”, όντας μέλος του παράνομου Κ.Κ. της Γερμανίας (KPD), στο οποίο και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Το βασικότερο θέμα της αναγνωρισμένης από εχθρούς και φίλους 15ετούς δημοσιογραφικής καριέρας της Μάινχοφ στο αριστερό περιοδικό ΚΟΝΚRΕΤ ήταν η άκαμπτη θέση της στο ζήτημα της γερμανικής επανένωσης, που θα ξεκινούσε με την κρατική αναγνώριση της Ανατολικής Γερμανίας και θα κατέληγε στη δημιουργία της αδέσμευτης και ανεξάρτητης Γερμανίας. Σε άρθρα της, ήδη τo 1963 κι ενώ ο ψυχρός πόλεμος βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, η Μάινχοφ υποστήριζε ότι “έχει επέλθει ο χρόνος η Ο.Δ. της Γερμανίας, οχτώ χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίησή της, να κάνει χρήση της εθνικής της κυριαρχίας” και ότι “η διαίρεση του έθνους είναι για τους Γερμανούς το πιο ανυπόφορο πράγμα”.
Η πρότασή της για την προάσπιση της “εθνικής κυριαρχίας” δεν απευθύνονταν βέβαια μόνο στη δυτικογερμανική πολιτική ηγεσία αλλά και στην ανατολικογερμανική, απαιτώντας από την τελευταία να πάρει όλα τα μέτρα για τον εκδημοκρατισμό της, ώστε ν΄ αποτελέσει “παράδειγμα δημοκρατικού σοσιαλισμού”. Αργότερα, στα χρόνια των φοιτητικών εξεγέρσεων, υποστήριζε ότι “το λεγόμενο γερμανικό ζήτημα πρέπει να γίνει θέμα και περιεχόμενο της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης”. Η άποψή της ότι η καταστροφή της Δρέσδης από τους δυτικούς συμμάχους μπορεί ιστορικά να σταθεί δίπλα στο Άουσβιτς ξεσήκωσε εναντίον της όχι μόνο την εβραϊκή κοινότητα αλλά και όλο το πολιτικό κατεστημένο της Γερμανίας. Μια θέση που επανήλθε αργότερα και στις διακηρύξεις της RAF, προκαλώντας την οργή, κυρίως εκείνης της Αριστεράς που διακρίνονταν για τις φιλοϊσραηλινές της θέσεις.
Η επίμονη στάση της σ’ ένα εθνικό θέμα που κανείς Γερμανός αριστερός διανοούμενος δεν τολμούσε να ακουμπήσει δεν της συγχωρήθηκε ποτέ από την Αριστερά. Γι ’αυτό και στα χρόνια της παρανομίας της Μάινχοφ, το ίδιο το KONKRET ξιφουλκούσε εναντίον της, ταυτίζοντάς την πλέον με τη Δεξιά. Σε άρθρο με τίτλο “Ο Ερυθρός Στρατός της Ουρλίκε” γράφτηκε ότι “οι αναρχικοί στρατιώτες βρίσκονται εκτός του πλαισίου της αριστερής παράδοσης και είναι πιο κοντά στις αντι-ουμανιστικές τρομοκρατικές ομάδες της Δεξιάς”. Η κατασυκοφάντηση της Μάινχοφ έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν, μετά από επίθεση της RAF στο εκδοτικό-δημοσιογραφικό συγκρότημα “Springer” (Bild Zeitung), που εξέφραζε πανθομολογουμένως ό,τι πιο κίτρινο και αντιδραστικό υπήρχε στα γερμανικά ΜΜΕ, κυκλοφόρησαν άρθρα με τίτλο : “Φράξια Δεξιού Στρατού” και “Η RAF επιδιώκει τον μοντέρνο φασισμό”.
Η δημιουργία του αντάρτικου πόλης έφερε πολλούς Γερμανούς αριστερούς διανοούμενους σε δύσκολη θέση, καθώς ένα επιφανές στέλεχος της Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης, η Μάινχοφ, τόλμησε την υπέρβαση, σε μια εποχή μάλιστα που οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους ακουμπούσαν ακόμη και τις παρυφές της Σοσιαλδημοκρατίας. Για ορισμένους από αυτούς τους ανθρώπους η Μάινχοφ παρέμεινε πάντα μια “εικόνα” που είχε την ικανότητα με τον πολιτικό της λόγο “να διαμορφώνει τις πολιτικές συνειδήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, από την οποία προέκυψαν προσωπικότητες που θα προωθούσαν αργότερα πολιτικές μεταρρυθμίσεις”. Γι’ αυτό και οι διανοητές αυτοί θεωρούν ακόμη σαν “ιστορικά θλιβερό γεγονός ότι διάλεξε τον δρόμο προς την πολιτική φρενοβλάβεια”.
Οι συνθήκες του θανάτου της μέσα στο κελί της προκαλούν ακόμη και σήμερα εντάσεις και αντιπαραθέσεις, καθώς παραμένουν ανεξιχνίαστες. Αρκετοί ισχυρίζονται ότι δολοφονήθηκε, άλλοι πάλι ότι την οδήγησε στο θάνατο η μακρόχρονη και εξουθενωτική –για ένα εξάμηνο ακόμη και ακουστική– απομόνωση στα λευκά κελιά και πολλοί ότι αυτοκτόνησε όταν συνειδητοποίησε το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε το πολιτικό της δημιούργημα. Γεγονός είναι ότι, πριν ακόμα γίνει η γνωμάτευση του ιατροδικαστή, ανακοινώθηκε επισήμως από το υπουργείο Εσωτερικών της Βάδης-Βυρτεμβέργης ότι “η Μάινχοφ αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού”. Μια σειρά από ενδείξεις, που συλλέχθηκαν από διεθνή επιτροπή, αποδυναμώνουν όμως τον ισχυρισμό του κράτους. Οι έρευνες της επιτροπής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της δεν προήλθε από απαγχονισμό αλλά από “συμπίεση της βασικής αρτηρίας που είχε σαν επακόλουθο την ανακοπή της καρδιάς”. Επίσης, βρέθηκαν μώλωπες και τραυματισμοί σε διάφορα μέρη του σώματός της, όπως και σπερματοζωάρια στα γεννητικά της όργανα. Το ότι δεν άφησε αποχαιρετιστήρια αποστολή και ότι, μια μέρα πριν τον θάνατό της, εργάζονταν με ιδιαίτερο ζήλο για θέματα της δίκης της, θεωρήθηκαν και αυτά ενδείξεις κατά της επίσημης εκδοχής της αυτοκτονίας.
Με την είδηση του θανάτου της έγιναν σε πολλές πόλεις της Γερμανίας άγριες οδομαχίες μεταξύ αστυνομίας και αυτόνομων ομάδων μιλιταριστικού τύπου. Σύμφωνα με τον Γιόσκα Φίσερ, η σύγκρουση της Φρανκφούρτης κατέδειξε τα όρια των αυτόνομων που έφτασαν πλέον κοντά στη διάλυση. Η διαπίστωση αυτή άλλαξε άρδην την μελλοντική πορεία των αυτόνομων, που βρήκαν ασφαλή διέξοδο στους υπό εκκόλαψη Πράσινους-Εναλλακτικούς.
Τα χρόνια του επιθανάτιου ρόγχου
Το “Γερμανικό Φθινόπωρο” του 1977, με τις απαγωγές και τις δολοφονίες, τις αεροπειρατείες, τους θανάτους κρατουμένων, τις πολλές συλλήψεις και την καταστολή των “συμπαθούντων”, αποτέλεσε μια καθοριστική νίκη των διωκτικών Αρχών και επέφερε νέα αλλαγή στην πολιτική της RAF.
Τον Μάιο του ’82, μετά από δέκα χρόνια, η RAF εξέδωσε και πάλι μια διακήρυξη που έθετε, μετά τις σκληρές εμπειρίες του ’77, ξανά τον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα στο επίκεντρο της πολιτικής της και αναλάμβανε την ευθύνη για μια σειρά επιθέσεων σε αμερικανικές και νατοϊκές εγκαταστάσεις, σε πολεμικές βιομηχανίες και σε εγκαταστάσεις της αστυνομίας και του γερμανικού στρατού. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν ένα νέο κύμα συλλήψεων και καταδικών, παρότι συχνά το κατηγορητήριο παρουσίαζε σημαντικά κενά.
Η νέα προσπάθεια της RAF να βρει συμπαράσταση και υποστήριξη από τις διάφορες εξτρεμιστικές αριστερές ομάδες μιλιταριστικού τύπου στη Γερμανία δεν ευοδώθηκε, λόγω της διαφορετικής πολιτικής που ακολουθούσαν, παρότι οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης εκ μέρους των οργανώσεων αυτών προς τους κρατούμενους που έκαναν απεργία πείνας συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Η δολοφονία ενός Αμερικανού στρατιώτη προκάλεσε την αυστηρή κριτική για το ρόλο της RAF που συνέχιζε την πολιτική της δράση και τις δολοφονίες οικονομικών παραγόντων σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης.
Χωρίς συνέχεια υπήρξε και η προσπάθεια της RAF για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ένοπλης αντίστασης, όταν συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τη γαλλική επαναστατική οργάνωση “Action Directe”, επιλέγοντας σαν στόχους πρόσωπα από το βιομηχανικό-στρατιωτικό τομέα.
Τα τελευταία χρόνια της οργάνωσης καθορίστηκαν από τη διάλυση του ανατολικού συνασπισμού και τη γερμανική επανένωση, σε μια εποχή μάλιστα που γενικά η Αριστερά πέρασε στο περιθώριο των εξελίξεων και πολλοί αριστεροί διανοούμενοι έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα τον πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Ιράκ. Ενώ στη δεκαετία του ’80, τα περιβαλλοντικά και, κυρίως, τα θέματα της εγκατάστασης νέων συστημάτων εξοπλισμού στη Γερμανία προκαλούσαν ακόμη έντονες κοινωνικές αναταράξεις και συγκρούσεις που περνούσαν μέσα και από τους Πράσινους, η δεκαετία του ’90 επισφράγισε τον επιθανάτιο ρόγχο της RAF και των αυτόνομων κινήσεων στη Γερμανία και καθόρισε την πορεία των Πρασίνων προς την εξουσία. Μετά τη σύλληψη πολλών στελεχών της που βρήκαν, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 καταφύγιο στην Ανατολική Γερμανία, η RAF εξέδωσε τον Απρίλιο και τον Αύγουστο του ’92 δύο διακηρύξεις στις οποίες αντιμετώπιζε κριτικά την ιστορία της. Ανακοίνωσε δε ότι δεν πρόκειται πλέον να χτυπήσει ανθρώπινους στόχους. Πολλοί αναλυτές, απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, μίλησαν για μια αναμενόμενη “παράδοση άνευ όρων”, παρότι η ανατίναξη, λίγο πριν τα εγκαίνια, μιας νέας φυλακής απέδειξε εκ νέου την επιχειρησιακή ετοιμότητα της RAF.
Το 1993 ήλθε η διάσπαση στους κόλπους των κρατουμένων για την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουν σε σχέση με την “πρωτοβουλία Κίνκελ”, που τελικά αποκαλύφθηκε σαν τακτική κίνηση του κράτους για την στρατιωτική εξουδετέρωση της RAF. Μέχρι την διακήρυξη της αυτοδιάλυσης της οργάνωσης το 1997, κάποια μέλη της απολύθηκαν ήδη από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, αφού εξέτισαν πολύχρονες φυλακίσεις ή κρίθηκαν ανίκανοι (για λόγους υγείας) να παραμείνουν άλλο στη φυλακή. Δεν υπέγραψαν ποτέ “δηλώσεις μετάνοιας”, όμως παραδέχτηκαν όλοι ότι “η φάση του ένοπλου αγώνα στη Γερμανία αποτελεί παρελθόν”. Κάποιοι βρίσκονται ακόμη στις φυλακές και κάποιοι άλλοι ακόμη καταζητούνται, με τον ίδιο πάντα ζήλο, από τις διωκτικές Αρχές, καθώς στη Γερμανία οι δολοφονίες δεν παραγράφονται ποτέ.
Η άκαμπτη στάση του γερμανικού κράτους παραμένει ακόμη αμείωτη, παρότι κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει και πάλι αντάρτικο πόλης στη Γερμανία. Μετά το πέρασμα της RAF στην ιστορία, αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει είναι πολλά από τα (αναπάντητα) πολιτικά ερωτήματα που τέθηκαν τον καιρό της μετωπικής σύγκρουσης κράτους-ανταρτών πόλης, τα οποία αφορούν –μεταξύ άλλων– και στη γέννηση του κοινωνικού φαινομένου της ατομικής τρομοκρατίας. Σ’ αυτά τα ερωτήματα έχουν προστεθεί βεβαίως και νέα, που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση και την αμερικανοκρατία, την προχωρημένη καταστροφή του περιβάλλοντος και την εξαθλίωση-φτώχεια του μεγαλύτερου τμήματος του πλανήτη, τη διαφθορά και τη διαπλοκή της οικονομικής ολιγαρχίας με το κράτος, την επίθεση της Νέας Τάξης κατά του έθνους-κράτους και της ταυτότητας, τη δραματική συρρίκνωση της δημοκρατίας και τον αχαλίνωτο νεοφιλελευθερισμό με την ακόρεστη δίψα για κέρδος κ.ά. Παγκόσμια ερωτήματα που, αν δεν απαντηθούν, θ’ αποτελέσουν πιθανότατα την αιτία επανόδου στο πολιτικό προσκήνιο μιας ακόμη, πολύ πιο βίαιης, περιόδου ατομικής τρομοκρατίας.