Το Ισλαμικό Κράτος ως γραφειοκρατία
Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Το “Ισλαμικό Κράτος” δεν είναι μόνο τα βίντεο της φρίκης, που το ίδιο διαδίδει, θέλοντας να προβάλλει την εικόνα μιας ακαταμάχητης μηχανής τρόμου. Δεν είναι απλώς μια παραληρηματική λατρεία της βίας. Είναι και ένα γραφειοκρατικό σύστημα που οφείλει να ανταποκριθεί στις διαχειριστικές ανάγκες μιας συγκεκριμένης επικράτειας, την οποία, διόλου τυχαία, αποκαλεί “Κράτος”.
Την εικόνα αυτή, την οποία το δυτικό ακροατήριο εν πολλοίς αγνοεί, αποτυπώνουν τα έγγραφα που φέρνει κατ’ αποκλειστικότητα στο φώς η βρετανική εφημερίδα Guardian υπό τον τίτλο “The ISIS Papers”.
Πρόκειται για περίπου 300 έγγραφα, από τα πιο “προγραμματικά” μέχρι τα πιο κοινότοπα, που έχουν συγκεντρωθεί είτε από πηγές της εφημερίδας (λ.χ. από όσα κατάσχεσαν οι κουρδικές δυνάμεις αφότου κατέλαβαν την πόλη Tel Abyad στη συρο-τουρκική μεθόριο) είτε από την ερευνητική εργασία του 23χρονου Aymenn al-Tamimi από το Κάρντιφ, ο οποίος συλλέγει το υλικό του στο Διαδίκτυο και το αναρτά, μεταφρασμένο και στο πρωτότυπο, στην ιστοσελίδα του για έλεγχο και διασταύρωση από άλλους ερευνητές.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν κυρίως δύο κείμενα: η έκθεση “δημοσιονομικού απολογισμού” της ελεγχόμενης από τους τζιχαντιστές επαρχίας της Deir Ezzor, στην ανατολική Συρία, και το 24σέλιδο εγχειρίδιο “Αρχές Διοίκησης του Ισλαμικού Κράτους”, το οποίο φέρεται να συνέγραψε ο “Abu Abdullah al-Masri” (ο Αιγύπτιος) το δεύτερο μισό του 2014, μετά δηλ. την ανακήρυξη “χαλιφάτου” από τον ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους Abu Bakr al-Baghdadi. Η πηγή που προμήθευσε το συγκεκριμένο κείμενο ήταν ένας επιχειρηματίας που είχε συναλλαγές με τους τζιχαντιστές και τώρα ζεί στο Γκαζιαντέπ της Τουρκίας.
Ο απόστρατος στρατηγός Stanley McChrystal, ο οποίος ηγήθηκε το 2006 των επιχειρήσεων των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ εναντίον του Abu Musab al-Zarqawi, ηγέτη της πρόδρομης οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους, σχολιάζει “αν η Δύση βλέπει το Ισλαμικό Κράτος στερεοτυπικά ως μια συμμορία ψυχοπαθητικών δολοφόνων, κινδυνεύει να υποτιμήσει δραματικά το φαινόμενο”, Και ο αντιστράτηγος Mike Flynn, ο οποίος επί τριετία διηύθυνε την στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ (DIA) μέχρι το 2014 παρατηρεί: “Η τάση του Ισλαμικού Κράτους να λειτουργεί περισσότερο ως κράτος ενισχύεται. Και κάθε φορά που το επιτυγχάνει αυτό κερδίζει πλεονέκτημα”.
Το κείμενο του Abu Abdullah al-Masri υποδιαιρείται σε δέκα κεφάλαια και αναπτύσσει, εν μέσω των αναμενόμενων πολυάριθμων κορανικών αναφορών, ένα πρόγραμμα “εθνικής αποκατάστασης” των Σουνιτών της Συρίας και του Ιράκ, με συνειδητή προσπάθεια να εξαλειφθούν τα σύνορα που χάραξε η δυτική αποικιοκρατία στην περιοχή (σύμφωνο Sykes-Picot του 1916) και σε ανταγωνισμό προς τις λοιπές εθνοθρησκευτικές ομάδες που περιορίζουν το σουνιτικό στοιχείο (αλαουίτες στα παράλια της Μεσογείου, Δρούζοι και Ιρακινοί σιίτες προς νότον, Κούρδοι προς βορράν).
Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην αφομοίωση των εθελοντών μαχητών που εισρέουν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους, στο εκπαιδευτικό σύστημα και στη διαχείριση των φυσικών πόρων της περιοχής (στις οποίες συγκαταλέγει και τις αρχαιότητες).
Για το πρώτο ζήτημα επιλέγεται η δημιουργία κοινών σχηματισμών αποτελούμενων από ντόπιους και επήλυδες, σε μια συνειδητή προσπάθεια εξάλειψης των εθνοτικών διαφορών τους, με βάση την αραβική κουλτούρα. Εκτός από τα στρατόπεδα πρώτης εκπαίδευσης προβλέπεται και η δημιουργία στρατοπέδων βετεράνων στα οποία οι έμπειροι μαχητές θα καταρτίζονται για ένα δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο στις νέες εξελίξεις στην στρατιωτική τεχνολογία.
Στον τομέα της εκπαίδευσης, αναπτύσσεται ένα λεπτομερές πρόγραμμα “κατήχησης” των μαθητών, με παράλληλη εκπαίδευσή τους στα όπλα, ώστε οι πλέον ταλαντούχοι από αυτούς να αξιοποιούνται σε αποστολές, όπως η επάνδρωση περιπολιών. (Ωστόσο, οι διαφορές στα εκπαιδευτικά συστήματα της Συρίας και του Ιράκ δημιουργούν προβλήματα εναρμόνισης).
Σε ό,τι πάλι αφορά τους φυσικούς πόρους, έμφαση δίνεται στην συγκεντρωτική κεντρική διαχείριση, με αξιοποίηση του υπάρχοντος στελεχιακού δυναμικού, αλλά με μία σημαντική διάκριση: η παραγωγή αργού πετρελαίου θα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια αποκλειστικά ατόμων που έχουν δηλώσει υποταγή στον Χαλίφη – αντιθέτως, η περαιτέρω διακίνηση μπορεί να αναληφθεί από κάθε ενδιαφερόμενο.
Το εγχειρίδιο του Abu Abdullah al-Masri προβλέπει ακόμη και τις αρχές οι οποίες θα πρέπει να διέπουν τις εξωτερικές σχέσεις του Ισλαμικού Κράτους: δεν θα επιτρέπεται σε καμία τρίτη δύναμη να επεμβαίνει στα εσωτερικά του Χαλιφάτου και κανένας ξένος στρατός δεν θα εισέρχεται, ακόμη και με φιλικές διαθέσεις, στην επικράτειά του. Το Ισλαμικό Κράτος δεν θα συνάπτει σχέσεις με κράτη που έχουν ιστορικό εχθρότητας προς το Ισλάμ ή καταπίεσης των μουσουλμάνων στο εσωτερικό τους, ενώ καμία συμφωνία δεν θα πρέπει να υπονομεύει το μέλλον του Χαλιφάτου, επιβαρύνοντάς το με χρέη ή προβλέψεις εκμετάλλευσης των πόρων του.
Η επικράτεια υποδιαιρείται σε επαρχίες (μία από αυτές έχει συνειδητά οριοθετηθεί έτσι ώστε να περιλαμβάνει τμήματα της Συρίας και του Ιράκ) και η κεντρική διοίκηση σε 16 “υπουργεία”, με πρόβλεψη και για κεντρική υπηρεσία μέσων ενημέρωσης. Η οικονομική πολιτική τελεί υπό διαρκή έλεγχο: οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες, αλλά σειρά αγαθών και υπηρεσιών από την ζάχαρη μέχρι τον τοκετό δια καισαρικής τομής τελούν υπό τιμολογιακό έλεγχο.
Η “δημοσιονομική έκθεση” της Deir Ezzor, πάλι, αποκαλύπτει ότι τα μηνιαία έσοδα της επαρχίας ανέρχονται σε 8,4 εκατ. δολάρια – προερχόμενα κατά 23,7% από φόρους και κατά 27,7% από πωλήσεις πετρελαίου. Την διαφορά καλύπτουν κυρίως οι κατασχέσεις περιουσιών, που είναι η κατεξοχήν ποινή του Ισλαμικού Κράτους προς όσους (π.χ. στελέχη του τομέα υγείας) αρνούνται να συνεργασθούν. Από τα έξοδα, το 63,5% αντιπροσωπεύουν οι μισθοί των μαχητών και οι στρατιωτικές δαπάνες και μόνο το 17,7% καταλήγει σε κοινωνικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τον Guardian, οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον των πετρελαϊκών υποδομών του Ισλαμικού Κράτους μεγαλώνουν την εξάρτησή του από τη φορολόγηση, δημιουργώντας προβλήματα στην αποδοχή του από τους τοπικούς πληθυσμούς.