του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Το «ντικτάτ της γεωγραφίας» που καθορίζει την σημαίνουσα όσο και ριψοκίνδυνη θέση της Γερμανίας στο κέντρο της Ευρώπης είναι η αυταπόδεικτη παράμετρος που εξασφαλίζει στο Βερολίνο έναν κυρίαρχο ρόλο στη μακραίωνη Ευρωπαϊκή Ιστορία. Η κεντρική της θέση (Mittellage) γίνεται γεωπολιτικά και γεωοικονομικά ακόμα πιο σημαντική εάν συνδυαστικά ληφθούν υπόψη τα πληθυσμιακά της δεδομένα, τα υψηλά τεχνολογικά και οικολογικά της στάνταρτ, η συνεχώς αυξανόμενη οικονομική της ισχύ και τα (ακόμη) ανταγωνιστικά-παραγωγικά της πλεονεκτήματα, οι σημαντικές υποδομές της, το ιδιαίτερο πολιτιστικό-φιλοσοφικό της απόθεμα, αλλά και το γεγονός ότι περιβάλλεται πλέον από «φιλικές» και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από αυτήν χώρες, κυρίως της «ενδιάμεσης» Ευρώπης.
Επιπλέον, αυτό που δεν πρέπει να λησμονείται είναι η γερμανική «διακαής αίσθηση μοναδικότητας ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη», η οποία υποδαυλίζει σταθερά τον ιδιόμορφο γερμανικό εθνικισμό, που, σε αντίθεση με τον αγγλικό, γαλλικό και αμερικανικό, δεν προέκυψε μέσα από μια επιτυχή επανάσταση, αλλά από ένα ρομαντικό κρεσέντο ενός αιώνα που τελικά οδήγησε δια «πυρός και σιδήρου» στη δημιουργία του γερμανικού έθνους-κράτους.
Όμως, δεν είναι υπερβολή να τονισθεί ότι «η γερμανική ιστορία δεν ανήκε ποτέ αποκλειστικά στους Γερμανούς», καθότι η Γερμανία αποτελούσε διαχρονικά τη βασικότερη παράμετρο του γεωστρατηγικού σχεδιασμού όλων των γειτονικών της – και όχι μόνο – χωρών. Στο πλαίσιο αυτό για τέσσερεις περίπου αιώνες, μέχρι το 1871, η Γερμανία υπήρξε «περισσότερο αντικείμενο, παρά υποκείμενο της Ιστορίας». Μιας Ιστορίας συνυφασμένης με τραυματικές εμφυλιοπολεμικές εμπειρίες, εσωτερικές πολιτικό-θρησκευτικές αναταράξεις και διενέξεις, πληθυσμιακή αφαίμαξη και συνεχείς ταπεινώσεις από ποικίλους ξένους εισβολείς που της επέβαλαν το «ευρωπαϊκό ντικτάτ της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμενων», η οποία βασίζονταν στον κατακερματισμό της σε πολλές εκατοντάδες αδύναμα κρατίδια, είτε με την μορφή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Γερμανικό Έθνος, μέχρι το 1806, είτε με τη μορφή της Γερμανικής Ομοσπονδίας (Deutscher Bund), μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου του 1848 το ενδεχόμενο μιας ενωμένης Γερμανίας στο κέντρο της Ευρώπης έμοιαζε, κατά τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντισραέλι, με ένα «επικίνδυνο ονειροπόλημα» Η δημιουργία, υπό την «χαρισματική» ηγεσία του Βίσμαρκ το 1871, της ενωμένης Γερμανίας άλλαξε ριζικά την ευρωπαϊκή ιστορία. Το Δεύτερο Αυτοκρατορικό Ράιχ (1871-1918) ήταν αυτό που θα καθόριζε ως ιστορικό πλέον υποκείμενο την ευρωπαϊκή Τάξη Πραγμάτων, υποχρεώνοντας αυτή τη φορά τον Ντισραέλι να ισχυριστεί ότι η γερμανική ενοποίηση «είναι σημαντικότερο πολιτικό γεγονός από τη Γαλλική Επανάσταση» γιατί «κατέστρεψε την ισορροπία ισχύος», που διαμορφώθηκε μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648).
Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο, βασίζεται το σημερινό επίμονο γερμανικό όραμα για «ευρωπαϊκές λύσεις» (στην πραγματικότητα «γερμανικές λύσεις»), από το μεταναστευτικό μέχρι και τη διαχείριση απορριμμάτων, και οι προσπάθειες για ένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι», αποτελούμενο στην πραγματικότητα από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο (και ενδεχομένως την Ιταλία), με κοινό νόμισμα το ευρώ και «εμβάθυνση» των θεσμών, μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με ένα «ευρωπαϊκό πυρήνα», σχεδόν ταυτόσημο γεωγραφικά με το καρολίγκειο «Βασίλειο των Φράγκων και Λομβαρδών» (χάρτης).
Γι’ αυτό και στην προσπάθεια ανεύρεσης μιας εμβληματικής προσωπικότητας σε ρόλο θεμελιωτή της «υπερχιλιετούς ευρωπαϊκής ιδέας» βρίσκεται ο Καρλομάγνος (748-814 μ. Χ.). Ο αιμοσταγής, ηγέτης που για τη γερμανική (και τη δυτική) ιστοριογραφία αποτελούσε ανέκαθεν την «ιδανική φιγούρα» για να της απονεμηθεί η πατρότητα της μεταρωμαϊκής Ευρώπης. Ακόμη και σήμερα, βιογράφοι του Καρλομάγνου ισχυρίζονται ότι «η ιστορία του Καρλομάγνου είναι η ιστορία της Ευρώπης», ότι το βασίλειό του αποτέλεσε «τον γενεσιουργό πυρήνα της σύγχρονης Ευρώπης» και ότι για όλους τους επιγόνους του υπήρξε «πρότυπο ηγεσίας» και «σύμβολο για την ευρωπαϊκή ενότητα». Καθόλου τυχαίο που για την ναζιστική ηγεσία ο Καρλομάγνος ήταν η απόλυτα ηγετική μορφή της Ιστορίας.
Για τη Γερμανία οι υπόλοιποι, οι εκτός του καρολίγκειου πυρήνα Ευρωπαίοι, λειτουργούν βασικά σαν ευρύτερος περιφερειακός οικονομικός χώρος – και κάποιοι ακόμα και σαν γερμανική αποικία χρέους. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου παράξενο που φορτισμένες έννοιες όπως «Τέταρτο Ράιχ», «Τευτονική Ευρώπη», «γερμανική αλαζονεία», «τευτονική παράκρουση», «γερμανικός ρεβανσισμός» κλπ έχουν διεθνές ακροατήριο. Ο «απαίσιος Γερμανός» (der häßliche Deutsche), που σήμερα και πάλι θριαμβολογεί αυτάρεσκα, χωρίς τελικά να έχει πάρει «τα μαθήματά του από την ιστορία», επιστρέφει σαν φάντασμα πάνω από την Ευρώπη και ο αντιγερμανισμός βρίσκει οπαδούς, ιδιαίτερα στους Αγγλοσάξονες και στους Νοτιοευρωπαίους. Και ίσως το σημαντικότερο, ο γερμανικός εθνικισμός υποδαυλίζει ξανά τους εθνικισμούς άλλων χωρών που δεν θέλουν ν’ αποδεχτούν το «ντικτάτ της Γεωγραφίας» και την γερμανική κυριαρχία.
Με μπλε χρώμα στο χάρτη είναι το «Βασίλειο των Φράγκων», το 814 μ.Χ. τη χρονιά που απεβίωσε ο Καρλομάγνος. Με κόκκινο οι κατακτήσεις του Καρλομάγνου.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Πολύ κατατοπιστικό για τους Φράγκους το κάτωθι εκπληκτικό κείμενο του Θεολόγου Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη
ΦΡΑΓΚΟΙ, ΡΩΜΑΙΟΙ, ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
http://www.greekorthodoxchurch.org/romaioi.html
Στο υπόβαθρο της Οικουμενικής Κινήσεως βρίσκεται το γενικά παραδεκτό γεγονός ότι μεταξύ θεολογίας καί κοινωνίας υφίσταται αλληλεπίδραση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δογματική διατύπωση και να γίνει αιτία δογματικών διαφορών.
Μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δογματικές διαμάχες ξεσπούσαν συνήθως μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών σε μιαν ατμόσφαιρα θρησκευτικού και φιλοσοφικού πλουραλισμού. Με την επίσημη αναγνώριση της Ορθοδοξίας παρατηρούμε, ότι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται οι δογματικές διαφορές για την υποστήριξη εθνικιστικών κινημάτων προς απόκτησιν ξεχωριστής ταυτότητας και την αποσκίρτηση από τη Ρωμαϊκή εξουσία, πολιτική και εκκλησιαστική. Και ο Νεστοριανισμός και ο καλούμενος Μονοφυσιτισμός, αν και προωθήθηκαν αρχικά από Ρωμαίους, τελικά υποστηρίχθηκαν από αποσχιστικές τάσεις, που αναπτύχθηκαν σε εθνικές ομάδες, όπως οι Σύροι, οι Κόπτες και οι Αρμένιοι. Πράγματι, τόσο οι Πέρσες, όσο και οι Αραβες φρόντισαν να κρατούν τους Χριστιανούς διαιρεμένους.
Κατά τον όγδοο αιώνα συναντάμε για πρώτη φορά την αρχή μιας διασπάσεως των Χριστιανών, η οποία, από την αρχή χρησιμοποίησε εθνικά ονόματα, αντί για ονόματα που χαρακτήριζαν την συγκεκριμένη αίρεση ή τον αρχηγό της. Ετσι, σε Δυτικοευρωπαϊκές πηγές βρίσκουμε τη διάκριση μεταξύ μιας Γραικικής Ανατολής και μιας Λατινικής Δύσεως. Σε Ρωμαϊκές πηγές αυτή η ίδια διάκριση συνιστά σχίσμα μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων.
Εύκολα διακρίνει κανείς καί στις δύο ορολογίες μια εθνική ή φυλετική βάση για το σχίσμα, η οποία πιθανόν να είναι πιο βαθειά και σημαντική για περιγραφική ανάλυση, απ’ ότι οι δογματικοί ισχυρισμοί των δύο πλευρών. Το δόγμα μπορεί πολύ καλά να είναι μέρος μιας πολιτικής, στρατιωτικής και εθνικής διαμάχης και, επομένως, γίνεται κατανοητό μόνον, όταν τεθεί στην κατάλληλη προοπτική. Η αλληλεπίδραση μεταξύ δόγματος και εθνικής ή φυλετικής διαμάχης μπορεί να είναι τέτοια, ώστε αυτά τα δύο να μπορούν μεν να διακριθούν, όχι όμως και να χωρισθούν.
Το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης δεν έγινε μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Ρωμαίων. Στην πραγματικότητα ήταν μία διάσπαση μεταξύ των Ρωμαίων της Ανατολής και των κατακτητών των Ρωμαίων της Δύσεως.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατακτήθηκε σε τρία στάδια: Πρώτον από τις Γερμανικές φυλές, που έγιναν γνωστές ως Δυτική Χριστιανοσύνη, από τους Μουσουλμάνους Αραβες και τρίτον από τους Μουσουλμάνους Τούρκους. Σε αντίθεση με αυτό η εκκλησιαστική διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξαφανίσθηκε σταδιακά από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ρωμανία, όπως θα δούμε, αλλά επέζησε μέχρι σήμερα στα Ρωμαίικα Ορθόδοξα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Ο λόγος είναι, ότι οι κατακτητές των Δυτικών Ρωμαίων χρησιμοποίησαν την Εκκλησία για να καθυποτάξουν το Ρωμαϊκό Εθνος, ενώ υπό τό Ισλάμ το Εθνος των Ρωμαίων επέζησε μέσω της Εκκλησίας. Σε κάθε περίπτωση κατακτήσεως οι Επίσκοποι έγιναν εθνάρχες των κατακτημένων Ρωμαίων (Ρωμηών) εφαρμόζοντας τον Ρωμαϊκό Νόμο εκ μέρους του Αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως. Οσο διάστημα οι επίσκοποι ήσαν Ρωμαίοι, η ενότητα της Εκκλησίας των Ρωμαίων διατηρήθηκε, παρά τις θεολογικές διαμάχες. Το ίδιο συνέβη, όταν εκρωμαϊσθέντες Φράγκοι έγιναν επίσκοποι κατά τη διάρκεια των Μεροβιγκιανών χρόνων και συμμετείχαν μαζί με τους Ρωμαίους επισκόπους στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ρωμαϊκές Επαναστάσεις και η ανάδυση του Φραγκικού Φεουδαλισμού και Δόγματος
Kατά τη διάρκεια όμως του έβδομου αιώνα εμφανίσθηκαν τα σπέρματα του σχίσματος. Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία είχαν εγκαταλείψει την αίρεση του Αρείου και είχαν γίνει τυπικά ορθόδοξοι. Ωστόσο, διατήρησαν τα αρειανικά τους έθιμα στη διοίκηση της Εκκλησίας, τα οποία υιοθετήθηκαν και από τους Καρλοβιγκίους Φράγκους και τελικά από τους Νορμανδούς. Οι Βησιγότθοι άρχισαν να καθυποτάσσουν τους Ρωμαίους της Ισπανίας, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους επισκόπους με Γότθους και το 654 είχαν καταργήσει πλέον το Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, ιδίως μετά το 683, οι Φράγκοι διώρισαν μαζικά Φράγκους επισκόπους και απήλλαξαν έτσι τη διοικητική μηχανή από τους Ρωμαίους αξιωματούχους.
Ενωρίτερα, κατά τον έκτο και στις αρχές του έβδομου αιώνα, οι επαναστάσεις ηγετών στην Φραγκία ήσαν συνομωσίες από κοινού Φράγκων και Ρωμαίων. Αλλά από το 673, οι επαναστάσεις έγιναν καθαρά Φραγκικές.
Το γεγονός, ότι η Κωνσταντιούπολη έστειλε το ναυτικό της δύο φορές στην Ισπανία κατά το τέλος του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, για να ανακτήσει το προγεφύρωμά της, που έχασε το 629, μαρτυρεί τη δυσχερή κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι Ρωμαίοι στην Ισπανία. Απέναντι στους θριαμβευτές Αραβες που είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση της Μέσης Ανατολής και είχαν προχωρήσει κατά μήκος της Βόρειας Αφρικής σε απόσταση βολής από την Καρχηδόνα, η Κωνσταντινούπολη φαινόταν όχι καλά προετοιμασμένη για τέτοιου είδους πολεμικές περιπέτειες στην Ισπανία. Πάντως, κρίνοντας από τη διαπλοκή των γεγονότων, φαίνεται ότι αυτές οι προσπάθειες αποβιβάσεως Ανατολικών Ρωμαίων στην Ισπανία είχαν ως απώτερο στόχο να υποκινήσουν μια γενική εξέγερση των Χριστιανών και Εβραίων Ρωμαίων στην Ισπανία και Γαλλία εναντίον της Γοτθικής και Φραγκικής κυριαρχίας. Η επιτυχία τέτοιου είδους εξεγέρσεων στην Ισπανία και Γαλλία θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αναχαιτίσει το Αραβικό παλλιροιακό κύμα, το οποίο βαθμιαία φαινόταν να κατακλύζει ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Η συνέχεια στο εξαίρετο ιστολόγιο .