Το οχυρό σύμβολο της τιτανομαχίας του Στάλινγκραντ και τα παράδοξα της ιστορίας του
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 121
Η μάχη του Στάλινγκραντ αποτελεί, αναμφίβολα, το σημείο καμπής του Β΄ ΠΠ στο ανατολικό μέτωπο και την αρχή του τέλους για τη ναζιστική Γερμανία. Μετά το πέρας της μάχης, τον Γενάρη του 1943, τα γερμανικά στρατεύματα στην ανατολή θα περάσουν στην άμυνα και με σύντομες εξαιρέσεις τις αντεπιθέσεις του Χαρκόβου και του Κουρσκ, η πρωτοβουλία θα ανήκει οριστικά στη σοβιετική πλευρά.
Παρά ταύτα, τον Σεπτέμβρη του ’42 τα πράγματα δεν φάνταζαν και τόσο ρόδινα για τους Ρώσους. Ο πόλεμος-αστραπή της Βέρμαχτ είχε ανατρέψει τις σοβιετικές αμυντικές θέσεις στο νότιο τμήμα του μετώπου και, μετά την κατάληψη του Βορονέζ, η 6η γερμανική στρατιά είχε ήδη διεισδύσει στην πόλη του Στάλινγκραντ, την οποία θα επιχειρούσε να καταλάβει με κατά μέτωπον επίθεση. Της γερμανικής επίθεσης είχαν προηγηθεί ανελέητοι βομβαρδισμοί από τη Λουφτβάφε, που σκότωσαν πάνω από 93 χιλιάδες ανθρώπους και ουσιαστικά μετέτρεψαν την πόλη σε έναν ατελείωτο σωρό ερειπίων. Κάπου εκεί, το γερμανικό σχέδιο δράσης απέτυχε να προβλέψει το τακτικό πλεονέκτημα που θα αποκτούσαν οι αμυνόμενοι από τα κατεστραμμένα κτήρια και δρόμους και τη μη δυνατότητα εκμετάλλευσης της πλήρους γερμανικής υπεροχής σε δύναμη πυρός σε ένα κλειστοφοβικό, τρισδιάστατο περιβάλλον μάχης, χωρίς σαφή γραμμή μετώπου.
Οι Ρώσοι, αντιθέτως, προσαρμόστηκαν αμέσως σ’ αυτό το πρωτοφανές είδος πολέμου: μειώνοντας δραστικά την απόσταση από τα επιτιθέμενα στρατεύματα, απέφευγαν τις θανατηφόρες επιδρομές της γερμανικής αεροπορίας και προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Οι Γερμανοί, μη εξοικειωμένοι με αυτόν τον πρωτόγονο τύπο μάχης εκ του συστάδην, γρήγορα του έδωσαν το παρατσούκλι “Rattenkrieg” (πόλεμο των αρουραίων). Άκρως κρίσιμο ρόλο στην αμφίρροπη μάχη στην πόλη θα έπαιζαν τα κτήρια-οχυρά σε στρατηγικά σημεία για την κατάληψη και ανακατάληψη των οποίων θα σκοτώνονταν χιλιάδες στρατιώτες και από τις δύο πλευρές.
Ένα τέτοιο κτήριο, και μάλλον το πλέον διάσημο, ήταν το σπίτι του Παβλόφ, το τετραώροφο κτήριο που βρισκόταν στη ΝΑ γωνία της Πλατείας 9ης Ιανουαρίου, στο κέντρο του Στάλινγκραντ. Το στρατηγικό πλεονέκτημά του ήταν ότι κάλυπτε ένα κομβικό σημείο της όχθης του Βόλγα και το τακτικό του πλεονέκτημα ότι, λόγω της θέσης του σε διασταύρωση, έδινε στους αμυνόμενους ευθεία γραμμή πυρός για 1 περίπου χιλιόμετρο στα βόρεια, νότια και δυτικά. Στις 27 Σεπτεμβρίου, μια 30μελής διμοιρία της σοβιετικής 13ης Μεραρχίας Φρουρών διατάχθηκε να επιτεθεί στο κτήριο στο οποίο είχαν διεισδύσει Γερμανοί ανιχνευτές και κατά τη διάρκεια της φονικής μάχης το μεν κτίριο ανακαταλήφθηκε, η δε διμοιρία αποδεκατίστηκε, με αποτέλεσμα να απομείνουν μόνο 4 άνδρες ζωντανοί. Με όλους τους αξιωματικούς νεκρούς, η διοίκηση πέρασε στον επιλοχία Γιάκοβ Παβλόφ, με την αυστηρή διαταγή να οχυρώσει το οίκημα και «να το υπερασπίσει, ή να πεθάνει προσπαθώντας».
Ο Παβλόφ συνειδητοποίησε πως με 4 στρατιώτες στη διάθεσή του μάλλον γρήγορα θα συνέβαινε το δεύτερο και κάλεσε επειγόντως ενισχύσεις, ενώ ταυτόχρονα ανακάλυψε ότι στο υπόγειο υπήρχαν 10 πολίτες, ανάμεσά τους και μικρά παιδιά. Παραδόξως, η τύχη ήταν μαζί τους και οι Γερμανοί τους άφησαν ήσυχους για κάποιες κρίσιμες μέρες και οι πολυπόθητες ενισχύσεις και τα εφόδια έφτασαν εκεί την 1η Οκτώβρη. Οι αμυνόμενοι ήταν, πλέον, 25 και είχαν στη διάθεσή τους πολυβόλα, αντιαρματικά τουφέκια και όλμους. Το κτήριο περικυκλώθηκε με τετραπλό συρματόπλεγμα και ναρκοπέδια και τοποθετήθηκαν πολυβόλα σε όλα τα παράθυρα που έβλεπαν στην πλατεία.
Στις πρώτες επαφές με τους Γερμανούς, οι υπερασπιστές του κτηρίου ανακάλυψαν πως τα αντιαρματικά τουφέκια PTRS-41 των 14,5 χιλ. που είχαν τοποθετήσει στην ταράτσα του σπιτιού ήταν πολύ αποτελεσματικά εναντίον των γερμανικών αρμάτων μάχης που πλησίαζαν το σπίτι, καθώς η λεπτή θωράκιση του πύργου τους ήταν ευάλωτη σε αντιαρματικές βολές από ψηλά και το ύψος της ταράτσας ήταν εκτός γωνίας ανύψωσης του πυροβόλου των ΠάντσερV.
Για καλύτερη εσωτερική επικοινωνία, οι άντρες του Παβλόφ άνοιξαν τρύπες στους τοίχους του ισογείου και των άλλων ορόφων και έσκαψαν ένα χαράκωμα που έφτανε μέχρι τις σοβιετικές γραμμές στο ποτάμι. Έτσι, μπορούσαν να μεταφέρουν εφόδια απευθείας από τις βάρκες που διέσχιζαν το ποτάμι παρά τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές και βολές πυροβολικού. Παρ’ όλα αυτά, το φαγητό και κυρίως το νερό ήταν μονίμως λιγοστό ειδικά όταν λόγω των εντατικών γερμανικών εφόδων οι αμυνόμενοι έφτασαν τους 100.
Αρχής γενομένης της 2ας Οκτωβρίου οι Γερμανοί έκαναν επιθέσεις στο σπίτι καθημερινά, κάποιες μέρες και 2 ή 3 φορές και το βράδυ άνοιγαν πυρ με πολυβόλα και όλμους για να στερήσουν από τους υπερασπιστές του σπιτιού τον ύπνο. Συνήθως, οι Ρώσοι παρατηρητές εντόπιζαν έγκαιρα το εχθρικό πεζικό ή τα τεθωρακισμένα καθώς συγκεντρώνονταν για να διασχίσουν την πλατεία και να πλησιάσουν το σπίτι και οι αμυνόμενοι άνοιγαν πυκνό πυρ με ότι διέθεταν από το ισόγειο, τα παράθυρα και τη στέγη. Τελικά, θα κρατούσαν μέχρι τις 25 Νοέμβρη υπό αφόρητη καθημερινή πίεση και κακουχίες, όταν τα στρατεύματα της σοβιετικής αντεπίθεσης έφτασαν ως το σπίτι και αντικατέστησαν τη φρουρά. Οι νεοφερμένοι έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν ζωντανούς στρατιώτες, μαζί και τους πολίτες, να βγαίνουν μέσα από τα ερείπια του μισοκατεδαφισμένου κτηρίου.
Ένα από τα πολλά παράδοξα με την ιστορία του σπιτιού του Παβλόφ είναι ότι ο λοχίας, που έδωσε το όνομά του στο σπίτι και που τιμήθηκε μετά τη μάχη με το χρυσό αστέρι και ονομάστηκε ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν επικεφαλής της άμυνας του σπιτιού μόνο από τις 27/9/42 ως τις 1/10/42 μέχρι δηλαδή να φθάσουν εκεί οι ενισχύσεις. Μαζί με τις ενισχύσεις έφτασε στο σπίτι και ο υπολοχαγός Αφανάσιεφ, ο οποίος ανέλαβε και κράτησε τη διοίκηση ως το τέλος της μάχης. Παρ’ όλα αυτά, το σπίτι είχε σημειωθεί ως «σπίτι του Παβλόφ» στο χάρτη του επιτελείου και το όνομα έμεινε στην ιστορία. Έτσι, ο Παβλόφ παρασημοφορήθηκε και έγινε διάσημος, ενώ ο Αφανάσιεφ όχι.
Επίσης, το σπίτι του Παβλόφ ήταν ένα από τα τρία κτήρια-οχυρά της περιοχής που αλληλοκάλυπταν το ένα το άλλο. Τα άλλα δύο ήταν το σπίτι του Ζαλομπότνυ (νοτίως του σπιτιού του Παβλόφ, που πήρε το όνομά του από τον υπολοχαγό που είχε τη διοίκησή του) και ο Αλευρόμυλος στα ανατολικά. Όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, παρ’ όλο που και στα τρία κτήρια έγιναν φονικότατες μάχες και όλα κράτησαν μέχρι το τέλος, μόνο ένα έγινε θρύλος. Μετά τον πόλεμο ο Παβλόφ φαίνεται πως επέλεξε την κομματική καριέρα και, γυρίζοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Νόβγκοροντ, αποφοίτησε από τη σχολή στελεχών του ΚΚΣΕ και αναρριχήθηκε γρήγορα στην ιεραρχία. Η φήμη του τον βοήθησε να εκλεγεί 3 φορές εκπρόσωπος του Νόβγκοροντ στο Ανώτατο Σοβιέτ.
Το σπίτι του Παβλόφ ήταν ένα από τα πρώτα κτήρια που ανακαινίστηκαν στο Στάλινγκραντ μετά τη μάχη και στη ΝΑ γωνία του κατασκευάστηκε ένα μνημείο φτιαγμένο από τούβλα που προέρχονται από τα ερείπια του αρχικού σπιτιού. Ίσως, το πιο παράδοξο στοιχείο της ιστορίας του Παβλόφ ήταν το γεγονός ότι ιστορικοί ολκής, όπως ο Άντονυ Μπίβορ, έχουν γράψει κατά καιρούς ότι ο Γιάκοβ Παβλόφ, στο ύστερο της ζωής του, στράφηκε στον μοναχισμό με το όνομα αρχιμανδρίτης Κύριλλος, αλλά προφανώς αναφέρονται στον συνονόματό του, Ιβάν Παβλόφ, επίσης βετεράνο της μάχης του Στάλινγκραντ. Η σύζυγος του Γιάκοβ Παβλόφ, σε μια συνέντευξή της μετά τον θάνατό του, δήλωσε σχετικά ότι: «Μάλλον ο Γιάκοβ ήταν ο μόνος αρχιμανδρίτης που μέχρι την τελευταία του στιγμή δήλωνε κομμουνιστής και άθεος».