Νερούρα
Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
«Υπάρχει ένα παλιό θέμα της λαϊκής ποίησης που επαναλαμβάνεται σε όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής. Πρόκειται για το «μοιρασμένο σώμα». Ο λαϊκός τραγουδιστής υποθέτει ότι έχει τα πόδια του στο ένα μέρος, τα νεφρά του σε άλλο, και περιγράφει όλο του τον οργανισμό που τον άφησε διασκορπισμένο σε χωριά και πόλεις. Έτσι ένιωσα να βρίσκουμαι εκείνη την περίοδο της ζωής μου».
Έτσι περιγράφει ο ίδιος ο ποιητής την περιπέτειά του το 1948, όταν, από τον πρόεδρο Γκονθάλεθ Βιδέλα, διατάχθηκε η σύλληψή του και ο γερουσιαστής Πάμπλο Νερούδα κρυβόταν και καταδιωκόταν σε όλη τη Χιλή. Έτσι το σώμα του ποιητή μοιράστηκε σε όλη του τη χώρα. Έτσι έγραψε το μεγάλο ποίημά του, αφιερωμένο στη χώρα του, το «Κάντο Χενεράλ», η ωδή των όλων ή άσμα ασμάτων, κατά μία μεταφραστική εκδοχή. Έτσι ξετυλίγεται και η καινούργια ταινία του συμπατριώτη του Πάμπλο Λαραΐν. Μια βιογραφία, αλλ’ όχι ακριβώς. Ο Λαραΐν έψαξε κάθε λεπτομέρεια της ζωής του ποιητή, μετασκεύασε σε νουάρ ιστορία αστυνομικής καταδίωξης αυτή του την περιπέτεια, βασιζόμενος στα πραγματικά στοιχεία, όχι αναπλάθοντάς τα, αλλά περισσότερο βάζοντάς τα στη φαντασία του. Μα μήπως και η ανάμνηση δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μία προβολή όσων έγιναν στη φαντασία μας; Ιδού:
«Έπρεπε να διασχίσουμε ένα ποτάμι. Πάνω στις κορυφές των Άνδεων κυλούν μικρά ρέματα, που ορμούν με ζάλη και παράφορη δύναμη σχηματίζοντας καταρράκτες που ξεθεμελιώνουν χώμα και πέτρες με τη βιά που κουβαλούν μαζί τους από τα ύψη. Μα αυτή τη φορά βρήκαμε ήρεμα νερά, μια ατελείωτη ακύμαντη βατή έκταση. Τα άλογα βούτηξαν, δεν πατούσαν και άρχισαν να κολυμπούν προς την άλλη όχθη. Σύντομα το άλογό μου καλύφθηκε όλο σχεδόν από το νερό,, άρχισα να βυθίζομαι μέσα έξω, χωρίς υποστήριξη, τα πόδια μου χτυπούσαν απεγνωσμένα, καθώς το άλογο πάλευε να κρατήσει το κεφάλι του πάνω από την επιφάνεια. Βγήκαμε τότε πέρα. Και όταν μόλις με δυσκολία φτάσαμε στην αντίπερα όχθη, ένας έμπειρος χωρικός, από αυτούς που με συνόδευαν, με ρώτησε κρυφοχαμογελώντας:
–Φοβηθήκατε;
–Πολύ. Σκέφτηκα ότι ήρθε η τελευταία μου ώρα, είπα.
–Ήμασταν πίσω σας με το λάσο μας στο χέρι, μου απάντησαν.
–Εδώ ακριβώς, πρόσθεσε ένας από αυτούς, ο πατέρας μου έπεσε και παρασύρθηκε από το ρεύμα. Αυτό δεν συνέβη σε σας».
Τη δύσκολη αυτή διαφυγή του στην Αργεντινή, στο νότιο πέρασμα των Άνδεων, την περιέγραψε ο ίδιος ο ποιητής στην ομιλία του, κατά την απονομή του Νόμπελ, στις 13 Δεκεμβρίου 1971. Ο Λαραΐν ξεκίνησε τη δική του εξιστόρηση εμπνεόμενος από αυτή την περιγραφή: «Όταν πέρασε τα σύνορα και βρέθηκε με τους ανθρώπους που τον βοήθησαν (λέει ο ίδιος ο Νερούδα), δεν ήξερε ποιος ήταν. Προσωπικά το αντιμετωπίζω σαν ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Κλείνοντας τον λόγο του, ο Νερούδα είπε ότι ακόμη δεν ήξερε αν το έζησε, αν το έγραψε, ή αν το ονειρεύτηκε. Αυτός ήταν ο πυρήνας της ταινίας, το κλειδί της».
Δεν έχω πολλά περισσότερα να πω για αυτήν τη γοητευτική ταινία. Νομίζω μπήκατε λίγο στο κλίμα της. Η όλη περιπέτεια ξετυλίγεται, σας είπα, με τους κώδικες του παλιού νουάρ, σε στυλ αστυνομικής καταδίωξης, όπου χάνονται τα όρια ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα, τον καλό και τον κακό ήρωα. Ευτυχώς που ο Λαραΐν δεν έπεσε στην ευκολία του πολιτικού θρίλερ. Δεν θα είχε καταφέρει τίποτα πέρα από μια βαρετή βιογραφία, με πολλά «μηνύματα» ίσως, αλλά χωρίς κινηματογραφική και ποιητική ουσία. Ο Νερούδα φανερώνεται εδώ σαν ο αγωνιστής πολιτικός συγγραφέας που του αρέσει να ζει έκλυτο αστικό βίο, πολυτέλεια που του στερεί η καταδίωξή του, χωρίς όμως να τον καταβάλλει τελικά.
Ο Λαραΐν επιχειρεί, έχω την εντύπωση, όχι μόνο μια εξιστόρηση της καταδίωξης, μα κι ένα πορτραίτο του ποιητή. Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω αναλυτικά τα του βίου του, για να ξέρω πόσο πιστό τού είναι. Έχω όμως την εντύπωση ότι λίγο απέχει από την πραγματική του ιδιοσυγκρασία, ασχέτως εάν όλα όσα περιγράφονται (δεν) έγιναν έτσι ακριβώς που τα βλέπουμε. Το στυλ του νουάρ μοιάζει να βοηθά τον σκηνοθέτη να βουτήξει λίγο βαθύτερα στους ήρωές του, αποφεύγοντας την αγιογραφία. Ο ποιητής και ο διώκτης του, ο επικεφαλής της αστυνομίας, γίνονται οι δύο πόλοι για την εκκένωση ανάμεσά τους της ανθρώπινης πραγματικότητας, σαν μια ηλεκτρική λάμψη στο σκοτάδι. Η ταινία του Λαραΐν είναι, αν μη τι άλλο, ως προς τούτο ιδιοφυής.
Το πράγματι λεπτοδουλεμένο σενάριο το υπογράφει ο Γκιγιέρμο Καλντερόν και το δεύτερο μεγάλο ατού του έργου ονομάζεται Λουίς Νέκο, ο ολόιδιος πρωταγωνιστής, που καταφέρνει να δώσει με μαεστρία τις διάφορες πτυχές του ρόλου του, την εξωστρέφεια του ποιητή, την όψη του, τη φωνή του, στοιχείο επίσης ατόφιο της (αυτο)βιογραφίας του Νερούδα: «Τη φωνή μου του ποιητή τη γνώριζαν ως και οι πέτρες στη Χιλή». Απέναντί του, ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία του εσωστρεφούς αστυνόμου διώκτη, του Όσκαρ Πελουσονό. Ο διώκτης δίνεται ως μια τραγική φιγούρα ανθρώπου χωρίς παρελθόν, χωρίς ταυτότητα. Η απωθημένη ιδιοφυία απέναντι στην υπερεκχειλίζουσα δημιουργικότητα είναι το δίπολο των ηρώων. Η Μερσέντες Μοράν, ταιριαστή στον ρόλο της δεύτερης γυναίκας του Νερούδα, ο Αλφρέδο Κάστρο παίζει τον υπερόπτη Βιδέλα, ο Ισπανός Πάμπλο Ντερκί τον συνεργάτη του ποιητή, Βίκτωρα Πέι, και ο Μιχαέλ Σίλβα τον κομισάριο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μια πολυπρόσωπη βεντάλια γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, που ο σκηνοθέτης τούς χρίζει με μια σειρά από κοντινά πλάνα, ως οδηγούς της ιστορίας του.
Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι
Την ταινία αυτή του Γιούχο Κουοσμάνεν την αγαπάς από το φινάλε της. Ο Όλλι Μάκι είναι ένας φημισμένος Φινλανδός πυγμάχος της δεκαετίας του 1960 και ο Κουοσμάνεν τον βιογραφεί ζυγίζοντας τα πολύτιμα και τα περιττά στη ζωή του ήρωά του. Η ταινία ξεκινά με ένα γάμο, όπου ακούγεται ο ύμνος της αγάπης από την Α΄ Προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου και ξετυλίγει τον μίτο της αγάπης δύο νέων από την επαρχία που παραλίγο να χαθούν στον λαβύρινθο της πρωτεύουσας, του χρήματος και της δόξας δηλαδή. Ο Όλλι αγαπάει, λοιπόν, τη Ράιγια, όταν το καλοκαίρι του 1962 θα πρέπει να αφήσει την επαρχιακή του πόλη Κοκκόλα, στον Βοθνιακό κόλπο, και να πάει στο Ελσίνκι για να προετοιμαστεί για τον αγώνα πάλης με τον πρωταθλητή κόσμου, τον Αφροαμερικανό Ντέιβι Μουρ. Ο αγώνας γίνεται στις 17 Αυγούστου 1962 και αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι. Και της καλής του Ράιγια. Ο «χαμογελαστός άνθρωπος» είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας και, παρ’ ότι ο Όλλι σπάνια χαμογελά, η ταινία χαρίζει στο τέλος της ένα εγκάρδιο χαμόγελο πίστης, ελπίδας –τι άλλο;– αγάπης.
Ο Κουοσμάνεν, χρησιμοποιώντας ασπρόμαυρο 16άρι φιλμ, γυρίζει την ταινία του σαν να κάνει ντοκιματέρ, ακολουθώντας συνεχώς το πρόσωπο του πρωταγωνιστή του. Ένα καθαρό πρόσωπο, ολοένα και πιο σπάνιο στη σημερινή μούχλα του σινεμά της πολιτικής ορθότητας. Ο ήρεμος Όλλι συναντιέται στην ταινία με τον υπερφίαλο μάνατζερ-προπονητή του, Έλις, που τον μυεί στον επαγγελματικό αθλητισμό και τις «υποχρεώσεις» του. Ο αμήχανος και ντροπαλός επαρχιώτης όμως αποδεικνύεται σταθερός και πολύ σκληρό καρύδι εν τέλει για να παίξει τον ρόλο διαφημιστικού για τον φιλανδικό αθλητισμό. Σας είπα, το τέλος της σε κάνει να την αγαπήσεις την ταινία, ασυνήθιστο τέλος, πιστέψτε με, για τέτοιου είδους θριάμβους, όπως μας έχει μάθει να τους στήνει το αμερικανικό σινεμά. Μια βαθιά ανθρώπινη ταινία, χωρίς καλολογίες, που καταφέρνει να γνωριστούμε με τους ήρωές της, τον Όλλι, τη δασκάλα Ράιγια, τον Έλις, που είναι κι αυτός παλιός πυγμάχος, φτωχοδιάβολος κι ο ίδιος, που προσπαθεί να βγει στον αφρό, κάνοντας τις δικές του επιλογές. Ο κόσμος, περισσότερο από ήρωες, χρειάζεται ανθρώπους, μας ψιθυρίζει ο Κουοσμάνεν.
Ακολουθώντας τον πρωταγωνιστή του σε κοντινό πλάνο και με τη μηχανή στο χέρι, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να διασπάσει θαρρείς το πέπλο του βλέμματός του και να εισχωρήσει βαθύτερα στις σκέψεις και τα αισθήματά του. Και καθώς ο πρωταγωνιστής πλησιάζει, βλέπουμε σε εξίσου κοντινά πλάνα την Ράιγια, ένα δροσερό κορίτσι, και τον Έλις, που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από το κοστούμι του. Στους ρόλους, ο Γιάρκο Λάχτι, Όλλι, η Όνα Αϊρόλα, Ράιγια, και ο Έρο Μίλονοφ, Έλις, δεν έχουν περιθώριο να λαθέψουν. Παίζουν με ακρίβεια. Στο σενάριο ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον Μίκο Μιλιλάχτι, η δύσκολη στην ατμόσφαιρά της φωτογραφία είναι του Τζάνι-Πέτερι Πάσι, η ωραία σίξτις μουσική των Λόρα Αϊρόλα, Γιούνας Χααβίστο και Μίικα Σνάρε και το μοντάζ του Γιούσι Ραουτανιέμι. Ο Όλλι Μάκι, ο νεαρός φούρναρης-πυγμάχος από την Κοκκόλα, γίνεται τελικά ένας δικός μας.