Οι μεσίτες της «μισής αλήθειας» ερίζουν με φόντο μια ρημαγμένη χώρα
Του Γιώργου Ρακκά από την Ρήξη (Ρήξη φ. 133)
Τίποτε δεν είναι ό,τι φαίνεται, τίποτε δεν εννοείται έτσι όπως ακούγεται: Αυτό μένει ως σταχυολόγημα από το νέο επεισόδιο κυβέρνησης-αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη διαγραφή των προστίμων της ΣΕΚΑΠ και την «εξυπηρέτηση» στον Ιβάν Σαββίδη. Και, κυρίως, μια αίσθηση ότι οι πολιτικές ηγεσίες αυτής της χώρας είναι ικανές να συνεχίσουν μια τυφλή πολιτική αντιπαράθεση, μέχρι να πέσει και το τελευταίο ερείπιο αυτού του τόπου.
Όσο για τις φωνές της λεγόμενης «κοινωνικής», αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, εκεί είναι που σε πιάνει απελπισία, καθώς, αν κάτι τους χαρακτηρίζει, είναι ότι έχουν απολέσει πλήρως την αίσθηση του μέτρου στον τόπο που τη γέννησε, μεταβάλλοντας σε παραλήρημα κάθε θετική πτυχή μιας αναγκαίας πολιτικής απάντησης στην ατζέντα της εθελοδουλίας που κυριαρχεί συντριπτικά στην εγχώρια πολιτική σκηνή.
Καλό είναι να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή: Υποτίθεται, και αυτό παραδέχονται αμφότεροι, και οι της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι η συμφωνία για την πώληση της ΣΕΚΑΠ στον Σαββίδη πραγματοποιήθηκε ύστερα από αλλεπάλληλες εκκλήσεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στον ομογενή επιχειρηματία, ώστε να μην πέσει αυτή η νευραλγική για τη Ροδόπη βιομηχανία στα χέρια του τούρκικου κεφαλαίου. Ορθή, βεβαίως, επιλογή, και σε μια οποιαδήποτε άλλη, «κανονική» χώρα στον κόσμο, η περιπέτεια της ΣΕΚΑΠ θα είχε τερματίσει εκεί και δεν θα την είχαμε ξανακούσει.
Έλα, όμως, που η παρέμβαση της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έμεινε στην μέση, και «ξέχασε» την υπόθεση των προστίμων για λαθρεμπόριο, που βάραινε προηγούμενες (κρατικές) διοικήσεις της συνεταιριστικής ΣΕΚΑΠ. Τίθεται εδώ το πρώτο, εύλογο ερώτημα: Αν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ενδιαφερόταν να λύσει οριστικά ένα σοβαρό και εθνικά ευαίσθητο ζήτημα, γιατί άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς, που ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα ναρκοθετούσαν την ίδια τη διευθέτηση που έκαναν;
Δεύτερο ζήτημα, που αυτήν τη φορά έχει να κάνει με την νυν κυβέρνηση και τότε αξιωματική αντιπολίτευση: Αν επρόκειτο, όπως παραδέχεται ο νυν πρωθυπουργός, για ιδιάζουσα περίπτωση, τότε γιατί από τα έδρανα της αντιπολίτευσης (2013) κατήγγειλε το «ξεπούλημα» στον Σαββίδη και αγωνιούσε για την τύχη των προστίμων που η ίδια θα διέγραφε μετά από τέσσερα χρόνια; «Τα βεβαιωμένα χρέη προς το δημόσιο θα εισπραχθούν στο σύνολό τους ή θα τύχει η Donskoy Tabak JSC ευνοϊκής μεταχείρισης-ρύθμισης, με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων για το ελληνικό δημόσιο;» ρωτούσαν τότε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπήρξε μεθόδευση, πράγμα που προφανώς άρεσε ιδιαιτέρως σε όσους επιθυμούσαν να προωθήσουν την υπόθεση της επέκτασης του τουρκικού κεφαλαίου στη Θράκη, και είχαν εξοργιστεί από τη σφήνα Σαββίδη.
Τρίτο ζήτημα, για τα επί της παρούσης: Γιατί η κυβέρνηση επικαλείται την όντως ιδιάζουσα περίπτωση της ΣΕΚΑΠ, για να καταθέσει μια γενική φωτογραφική τροπολογία, που μαζί με αυτήν αφορά πλείστες όσες άλλες περιπτώσεις; Είναι σαφές πως η κυβέρνηση, με πρόσχημα ένα ευαίσθητο θέμα, δρα ως «πολιτικό καρτέλ» για την έμμεση χρηματοδότηση των δικών της τζακιών. Άραγε, ο τρόπος που χειρίζεται το ζήτημα ευνοεί και βοηθάει την υπόθεση ΣΕΚΑΠ; Όχι βέβαια, και είναι σαφές για άλλη μια φορά ότι ο Τσίπρας αναφέρεται προσχηματικά σε μια υπαρκτή αναγκαιότητα, ώστε να επιβάλει πολιτικά την απείρως πιο ιδιοτελή από αυτά που ισχυρίζεται θέλησή του.
Τέταρτο ζήτημα, η στάση του Ιβάν Σαββίδη, η συμπεριφορά του, καθώς και η νοοτροπία και οι λογικές των νεότευκτων «σαββιδιστών»: Είναι γνωστό πως ο ομογενής (υπερ) επιχειρηματίας θα δώσει μια προωθητική καμπή στην καριέρα του, την εποχή του Γιέλτσιν, όπου ο εθνικός πλούτος της Ρωσίας ξηλωνόταν, και οι ολιγάρχες επένδυαν κατά το δοκούν, συνεπικουρούμενοι από ένα ρημαγμένο, μαφιόζικο κράτος. Επομένως, διατηρεί μια «ευέλικτη» αντίληψη για το επιχειρείν, σφυρηλατημένη στις χειρότερες στιγμές γκανκστερικού καπιταλισμού, την οποία φρόντισε να μας τη γνωστοποιήσει στην περιβόητη πλέον συνέντευξή του στο Πρώτο Θέμα: Με δηλώσεις που εννοούν ανοιχτά απόψεις του τύπου «ήρθα για να αγοράσω φτηνά»· με μια ακραία υποτιμητική διάθεση απέναντι στην χώρα που υποτίθεται αγαπάει («ολόκληρη η οικονομία της χώρας στο παρελθόν ήταν μια ψευδο-οικονομία»)· με ωμές πολιτικές παρεμβάσεις για τον «Τσίπρα-Πούτιν», που θυμίζουν τα ολιγαρχικά ήθη της αλήστου μνήμης ρωσικής κατάρρευσης των αρχών του ’90. Αλλά και με απίστευτες δικαιολογίες για τη συγκεκριμένη περίπτωση της ΣΕΚΑΠ, όπου λίγο ως πολύ ο Σαββίδης ισχυρίστηκε ότι έκανε χάρη στη χώρα και τον λαό, σε ένα ύφος που απαιτεί… ευγνωμοσύνη γιατί «πληρώσαμε 376 εκατ. ευρώ σε φόρους και εισφορές στον κρατικό προϋπολογισμό». Για μια εταιρεία που έχει κέρδη 2+ εκ. €/χρόνο, σύμφωνα με δηλώσεις του ιδίου, και την οποία έχει μετατρέψει σε λειτουργικό outsourcing των αντίστοιχων καπνοβιομηχανιών που κατέχει στην Ρωσία.
Για τέτοια χάρη μιλάμε! Μήπως, πάλι, θα πρέπει να βάλουμε στο ζύγι τι έχει κερδίσει και τι όχι ο κύριος Ιβάν από τη χώρα μας; Κατ’ αρχάς, με την κατοχή του ΠΑΟΚ, διατηρεί πλήρως στη συμπρωτεύουσα τη σιωπηρή, αλλά πολύ αποτελεσματική ισχύ του οπαδισμού: Από τον φόβο του, δεν υπάρχει κανείς αξιωματούχος της συμπρωτεύουσας, από τον ίδιο τον δήμαρχο, τους βουλευτές της, τους εκπρόσωπους των φορέων κ.ο.κ. που θα επιθυμούσε να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του Ιβάν. Ύστερα, έχει ήδη πάρει τον ΟΛΘ (τον οποίον συν-αγόρασε με τους Γερμανούς, βεβαίως, βεβαίως), το Μακεδονία Παλλάς (με τις ενδιαφέρουσες επιλογές του προέδρου για τη στελέχωση των εκεί σεκιούριτι), το ξενοδοχείο στο Παλιούρι κ.ο.κ. Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι αυτήν τη στιγμή η οικονομική και αθλητική ισχύς του ομογενή επιχειρηματία τού επιτρέπει να ελέγχει εμμέσως πλην σαφώς τα πολιτικά, και σιγά-σιγά τα επιχειρηματικά τεκταινόμενα ολόκληρης της Θεσσαλονίκης. Είναι σαφές ότι, πλην του Μαρινάκη, δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή κανείς επιχειρηματίας στην Ελλάδα που να έχει συγκεντρώσει τόσο άτυπη πολιτική ισχύ όσο ο ομογενής επιχειρηματίας. Για τέτοια χασούρα μιλάμε!
Ζήτημα πέμπτο και τελευταίο: Η στάση των αντιμνημονιολογούντων σαββιδιστών· που μπερδεύουν και διαστρέφουν μια συστηματική παρέμβαση υπέρ μιας πολυκεντρικής πολιτικής, την επένδυση στη ρωσο-ελληνική φιλία που συνεπάγεται, με την υποκατάσταση της Μέρκελ από τον Πούτιν, ή με την εισαγωγή ολιγαρχίας από το Ροστόφ. Διότι, αυτήν τη στιγμή, στο όνομα αυτής της «πολυκεντρικής πολιτικής» υπάρχει μια φρενίτιδα –ακόμα και εντός εκκλησιαστικών κύκλων–, όπου, εναντίον του… ατλαντισμού και του φιλο-νεοθωμανισμού του πατριάρχη, προκρίνεται εσχάτως όχι μια στάση εθνικής αξιοπρέπειας, αλλά η άνευ όρων προσχώρηση στις βουλές του ρώσικου πατριαρχείου, που μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα προκαλεί, δίνοντας την εντύπωση σε τρίτους ότι έχουν να κάνουν όχι με χώρα και με συντεταγμένο λαό, αλλά με οικόπεδο το οποίο διατηρεί πολυμετοχικές βλέψεις.
Κοινώς, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του να αγωνίζεται κανείς υπέρ μιας συντεταγμένης πολυκεντρικής εξωτερικής πολιτικής, που υλοποιείται σοβαρά και μεθοδικά σε πνεύμα εθνικής συναίνεσης, και του να επαιτεί σωτηρία λες και ο Ιβάν είναι ο… νέος Καποδίστριας.
Όσο για την κυβέρνηση, προς υποστήριξη της οποίας ας μην ξεχνάμε ότι ο Ιβάν Σαββίδης θα συμμετάσχει στο φιάσκο των τηλεοπτικών αδειών «για να ανεβάσει το τίμημα», όπως ο ίδιος θα πει, το τι κάνει είναι σαφές: Χρησιμοποιεί, ως πολιτικό καρτέλ εξουσίας που είναι, το ξένο κεφάλαιο που έφτασε τελευταίο για να τοποθετηθεί στη χώρα μας, για να θρυμματίσει το κεντρικό οικονομικό κύκλωμα του παλαιού κατεστημένου, καθώς φιλοδοξεί να οικοδομήσει νέο.
Σιγά να μην προλάβει, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα· προς το παρόν εκείνο που έχει σημασία είναι ότι, με τα καμώματα και τις γελοιότητες κυβέρνησης, αξιωματικής αντιπολίτευσης και εκατέρωθεν φωνασκούντων, βγάλαμε μια από τις πιο ευαίσθητες εθνικές μας υποθέσεις στη φόρα, ξεκατινιαζόμενοι. Αυτές είναι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας, μέχρι εκεί μπορούν να φτάσουν οι πράξεις τους…
1 ΣΧΟΛΙΟ
Υποθέτω πως όταν ο συγγραφέας αναφέρεται σε αντιμνημονιακά παραληρήματα εννοεί από τη δεξιά πλευρά του αντιμνημονιακού (ΓΟΧ, ακροδεξιούς, ρωσόφιλους χριστιανούς, πρώην χουντικούς, τουρκοφάγους, κλπ)