Αρχική » Μια επέτειος, ένας απολογισμός

Μια επέτειος, ένας απολογισμός

από Άρδην - Ρήξη

Μια επέτειος, ένας απολογισμός

του Γιώργου Ρακκά 

Σήμερα, 5 Ιουλίου 2017, κλείνουμε ακριβώς δυο χρόνια από το την τέλεση του περίφημου δημοψηφίσματος, μιας από τις μεγαλύτερες πολιτικές μηχανορραφίες που είδε ποτέ η σύγχρονη ελληνική ιστορία, και το βασικό εργαλείο με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξασφαλίσει ένα άκρως σημαντικό κεφάλαιο κοινωνικής ανοχής –και όχι υποστήριξης– ώστε να προχωρήσει στις τομές που θα εισαγάγει στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία δύο χρόνια.

Για να κατανοήσουμε τον ρόλο που έπαιξε το δημοψήφισμα, ως αιχμή ενός σχεδίου διακυβέρνησης, καθώς και τον καθοριστικό αντίκτυπο που το τελευταίο είχε στη φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη γραμμική πολιτική ανάλυση των ΜΜΕ, για χάρη μιας ‘κβαντικής’ ματιάς όπου τα συμβάντα έχουν ταυτόχρονα δύο υποστάσεις: Το ΟΧΙ καταναλώθηκε από το 61,3%, που το στήριξε ως την κορυφαία έκφραση της αντιστασιακής διάθεσης που θα επιδείξει η ελληνική κοινωνία απέναντι στην πολιτική επιτροπείας που επιβλήθηκε στην χώρα από το Καστελόριζο του ΓΑΠ και ύστερα· ωστόσο, αυτός που έκανε πολιτικά ‘ταμείο’ με αυτό το 61,3%, ο Τσίπρας δηλαδή, είχε άλλες προθέσεις: Να χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτήν την κινητοποίηση και τον διχασμό που θα προκαλέσει μεταξύ δυο μπλοκ (που στην πραγματικότητα υπήρξαν εξαιρετικά συγκεχυμένα) ως «πρώτη ύλη» για μια διακυβέρνηση υπό το αντιμνημονιακό σχήμα, που θα αποπειραθεί να επιβάλει πολύ ριζικές τομές στην ελληνική κοινωνία.

Έτσι, αυτό που θα ερμηνευθεί από τους πολλούς ως προδοσία, και κωλοτούμπα, στην πραγματικότητα, υπήρξε η στιγμή της αποκάλυψης του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία – της πραγματικής φυσιογνωμίας της σύγχρονης ελληνικής κυβερνώσας αριστεράς. Που δεν έχει να κάνει με την αμφισβήτηση του οικονομικού προγράμματος ή, ακόμα βαθύτερα, με την απόρριψη των χαρακτηριστικών που φέρει μέσα του το μοντέλο δικτατορίας των αγορών που ακολουθούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Εδώ και καιρό, από το 1992, και αυτή η αριστερά θα αποδεχθεί ως κανονικότητα την Παγκοσμιοποίηση, και άρα τον σκληρό οικονομικό φιλελευθερισμό που αυτή φέρει μέσα της· το πρόβλημα για αυτήν δεν είναι το πώς θα τον αντιμετωπίσει, αλλά το πώς θα χρησιμοποιήσει τη δυσαρέσκεια εναντίον του για να αναδειχθεί σε μια εξουσία που καλείται απαρεγκλίτως να συνυπάρξει μαζί του, και να εκτελέσει τις βουλές του.

Για να συντελεστεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια μετάθεση ευθυνών: Όσοι απορρίψαμε εξ αρχής το κόλπο γκρόσο του δημοψηφίσματος, και πασχίζαμε με νύχια και με δόντια να αποκαλύψουμε την τυχοδιωκτική του φύση, φωνάζαμε τότε ότι η επιλογή του ισοδυναμεί με μια γιγάντια παγίδευση της ελληνικής πλευράς, στο μπρα ντε φερ της με τους δανειστές. Οι εξελίξεις των γεγονότων θα αποδείξουν ότι αυτό ήταν το ζητούμενο για τον Τσίπρα. Γιατί η διαδικασία της ‘παγίδευσης’, η ιστορία της 17ωρης διαπραγμάτευσης στην οποία εγκλωβίστηκε, άνευ πραγματικής εναλλακτικής λύσης, ήταν αναγκαία για να κατασκευαστεί το αφήγημα της θυματοποίησης: Ο Αλέξης ήταν «καημένος», γιατί πραγματικά αγάπησε τον λαό, πάλεψε για λογαριασμό του με τα μυθικά τέρατα της γερμανικής Ευρώπης, και έχασε.

«Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς…», λοιπόν, με την προίκα μιας εκλογικής διαδικασίας που ανέδειξε την υποστήριξη του 61,3%. Ένα πολιτικό και επικοινωνιακό κεφάλαιο που θα επιτρέψει στον «Αλέξη» και τους συν αυτώ, από εκεί και πέρα, να μεταθέσουν τις ευθύνες για την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος στους… «Μένουμε Ευρώπη», τον «Κυριάκο», και το ‘παλιό πολιτικό σύστημα’. «Εγώ δεν φταίω», λέει ο Τσίπρας, «είμαι πρωθυπουργός σε ομηρία, και εφαρμόζω ένα πρόγραμμα που μου επιβάλλουν οι Γερμανοί, και που στηρίζει διακαώς η αξιωματική αντιπολίτευση». Γελοίο; Θα σκεφτείτε. Όσο είναι και το μνημείο πεσόντων της ΕΡΤ, που στήθηκε πριν από λίγες μέρες έξω από το Ραδιομέγαρο. Ωστόσο λειτουργεί, και θα επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ μια ‘κανονική διακυβέρνηση’ παρά το γεγονός ότι η πολιτική του έχει αντιμέτωπο το 80% της κοινωνίας.

Η πορεία, όμως, που η τελευταία έκανε μέχρι εδώ έχει εξασφαλίσει στην κυβέρνηση να μπορεί να λειτουργεί σε κλίμα ανοχής: Και έτσι να εισαγάγει δυο πολύ ριζικές τομές για την χώρα μας: Αφενός, να ολοκληρώσει, σε συνθήκες σιωπής νεκροταφείου, μια πολιτική λεηλασίας δια της καταστροφής των μεσοστρωμάτων, εκποίησης του πλούτου, εκχώρησης των σημαντικότερων οικονομικών θεσμών στο ξένο μεγάλο κεφάλαιο. Αφετέρου, μια πολιτιστική πολιτική αποδόμησης της ταυτότητας που συνέχει την ελληνική κοινωνία, ώστε να διαλυθεί η αίσθηση της εθνικής μας κοινότητας, και να πάψουμε πλέον να εγείρουμε την αξίωση της λαϊκής κυριαρχίας σε αυτόν τον τόπο. Η νέα υποδούλωση, που συντελείται μέσα από αυτές τις διαδικασίες, έρχεται υπό τη μορφή ενός πολυεκδοχικού μηδενισμού: Μηδενισμός της εθνικής μνήμης, μηδενισμός της ιστορικής ταυτότητας, μηδενισμός της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, μηδενισμός των φύλων, του οικογενειακού κυττάρου κ.ο.κ. Όλων των μηχανισμών, δηλαδή, που παράγουν την ‘ανθρωπινότητα’ της κοινωνίας, την εξοικείωση των ανθρώπων μαζί της, ότι είναι η δική τους κοινωνία, και όχι κάτι ξέχωρο και ψυχρό από αυτούς, ξένο. Η παγκοσμιοποίηση, όμως, λέει πια ότι, για να λειτουργήσουν οι αναγκαιότητες του συστήματος, πρέπει να ζούμε σε κοινωνίες ξένων. Και η προσφορά της Αριστεράς σε αυτήν την παγκοσμιοποίηση, πέραν του γεγονότος ότι εξωραΐζει με τη συμμετοχή της στο κάδρο την οικονομική δικτατορία των αγορών, είναι ότι λειτουργεί ως πολιτιστικός οδοστρωτήρας, ως προπαρασκευαστής αυτής της νέας συνείδησης εκπτωχευμένου μοναχικού πλήθους, επίδοξου καταναλωτή και υπηκόου.

Μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Μόνον αν κανείς δεν έχει έλθει σε επαφή με τις αντιλήψεις αυτής της καθεστυκυίας Αριστεράς, τη στιγμή που αυτές επωάζονται – στα «κινήματα», τις φοιτητικές συνελεύσεις, στην κάθε κινητοποίηση. Μόνο αν δεν έχει κατανοήσει κανείς το πώς ο λενινιστικός απόηχος του παρελθόντος έχει κληροδοτήσει σε όλα τα σχήματα της ελληνικής αριστεράς μια ψύχωση κεκαλυμμένου ελέγχου των πάντων, ή καλύτερα έχει ταυτίσει την εσωτερική τους λειτουργία με διαδικασίες που στοχεύουν στο να την ικανοποιήσουν: Οι ίδιοι άνθρωποι, κατά το παρελθόν, μπορούσαν να ασχολούνται ημέρες επί ημερών για το πώς θα υποτάξουν μια μικροσυνέλευση συνοικίας, ένα συντονιστικό κινητοποιήσεων, μια δημοτική παράταξη, έναν συνεταιρισμό για την κοινωνική αλληλεγγύη, μια συνέλευση βάσης. Δεν θα έκαναν έτσι για τη… διακυβέρνηση μιας ολόκληρης χώρας; Ή μήπως είναι τυχαίο ότι σε αυτό το κόλπο γκρόσο θα συμπράξει και ο Πάνος Καμμένος, τον οποίον δεν θα πρέπει ως προς αυτά που συζητάμε να τον λογίσουμε ως προερχόμενο από τη λαϊκή δεξιά, αλλά από τη χειρότερη φοιτητική ΔΑΠ της δεκαετίας του 1980, που θα εξοικειωθεί στις ίδιες τακτικές από τους ΚΝίτες που καλούνταν να αντιμετωπίσει;

Το πικρό συμπέρασμα από τα πολιτικά ήθη και τις πρακτικές που θα εισαγάγει αυτή η κυβέρνηση έχει να κάνει με τον βαθύ τους αντίκτυπο στην πολιτική φυσιογνωμία της χώρας: Ο οχετός των ψεμάτων, η αποθέωση της διπροσωπίας, το κρεσέντο μιας προπαγάνδας που παρουσιάζει ως ‘πραγματικότητα’ εξωφρενικά αφηγήματα, η ταύτιση της πολιτικής με την υποκρισία, συνιστούν πολιτικό υπερόπλο στις μέρες μας, ωστόσο, την ίδια στιγμή πλήττουν θανάσιμα το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Το οποίο και έχουν ξεκάνει, όχι μόνο ολοκληρώνοντας την υποδούλωσή του στην τυπική, θεσμική του διάσταση, μια διαδικασία που ξεκίνησε το 2010, αλλά στην ουσιαστική του. Ζούμε την τυραννία ενός δημοκρατισμού που προσποιείται ότι ενσαρκώνει τα ιερά και τα δίκαια ενός λαού, ώστε να τα σκοτώνει εν κρυπτώ, κάθε μέρα και περισσότερο. Η ιδέα της δημοκρατίας υποβιβάζεται σε στρατήγημα, παύει να είναι πλέον σχέση μεταξύ ισότιμων πολιτών, και μεταμορφώνεται σε οργουελιανή χρήση των φαντασιακά φορτισμένων συμβόλων της, από τους κυβερνώντες που υλοποιούν ανοιχτά ένα πρόγραμμα υποδούλωσης. Το περιεχόμενο έχει εκκενωθεί, μένει στο κουκούλι, τώρα, να καταρρεύσει.

Mπορεί να φανεί υπερβολικό, αλλά το πιο πιθανό για τον ιστορικό του μέλλοντος είναι να γράψει ότι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου θα σηματοδοτήσει την… αρχή του τέλους της δημοκρατίας, και της εθνικής ανεξαρτησίας στην ελληνική κοινωνία του καιρού μας. Κοιτάξτε αυτά τα δυο χρόνια που μεσολάβησαν, πόσο χειρότερη, πόσο πιο ασυνάρτητη έχει γίνει αυτή η χώρα. Ζούμε ήδη ένα τέλος, και το πιο τυραννικό είναι ότι μας παρουσιάζεται δανειζόμενο μορφές προσώπων σαν αυτή του… Πολάκη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ