του Στάθη Κεφαλούρου
Διότι πάλι ακριβώς αντίθετα απ’ ότι λέγεται και πιστεύεται, ο λαός μας ξέρει να ψηφίζει, να οδηγεί δεν ξέρει.
Όλες οι πολιτικές εντολές που έχει δώσει τα τελευταία εκατό χρόνια είναι δικαιολογημένες. Είναι εντελώς άλλο και διαφορετικό ζήτημα ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι κατώτερο των περιστάσεων και τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να διαχειρισθεί επάξια την λαϊκή εντολή. Συμπεριλαμβανομένων και των περίφημων εκλογών του 1920, τότε που όλοι αναρωτιούνται γιατί ο λαός δεν ξαναψήφισε τον Βενιζέλο των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Ας ανοιχτεί δημόσια μια συζήτηση για να το βρούμε το γιατί. Και καλό θα ’ταν πριν απ’ αυτή τη συζήτηση να ξαναδιαβάσουμε την Αστροφεγγιά (η λογοτεχνία συχνά φανερώνει αυτό που δεν φαίνεται εύκολα), όπως επίσης να εξετάσουμε και τους λόγους, για τους οποίους δεν πίστεψε στην μικρασιατική εκστρατεία ο αδιαμφισβήτητα ένθερμος πατριώτης και συναινετικός κατά τα άλλα Ίων Δραγούμης.
Και επειδή είναι αρκετά αξιόπιστη η μέθοδος να διαβάζει κανείς την ιστορία μελετώντας το παρόν (καθώς η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι εν πολλοίς ίδια), το μάθαμε προσφάτως πολύ καλά το κόλπο των πολιτικών να αποσύρονται στα δύσκολα για να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά οι επόμενοι.
Ακόμα και οι χορτασμένοι ψηφοφόροι του 1989 απηύδησαν με το πασόκ και το ξαπόστειλαν δίνοντας στον μεταρρυθμιστή αντίπαλο του μια ανεπανάληπτη πλειοψηφία του 47%. Δεν φταίει ο λαός αν οι επιτήδειοι είχαν φροντίσει να μην εξασφαλίζεται ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία με αυτό το τρομακτικό ποσοστό, με αποτέλεσμα να ξανάρθουν μετά από λίγο στην εξουσία από την πίσω πόρτα οι προηγούμενοι.
Μόνο οι εκλογές του 2000, αυτή η καταστροφική δεύτερη τετραετία Σημίτη, δεν κουμπώνει στην παραπάνω θεωρία περί σωστών πολιτικών εντολών αλλά όπως ενθυμείσθε τότε άλλος πανηγύριζε την νύχτα ως νικητής των εκλογών και άλλος όταν ξημέρωσε…
Ο λαός την έκανε την αυτοκριτική του για την αλαζονεία των προηγούμενων χρόνων ίσως όχι δημόσια και φανερά. Την έκανε όμως ενδόμυχα ή την κάνει αναγκαστικά πάνω στον αγώνα του για την επιβίωση σήμερα. Οποιαδήποτε περισσότερη κριτική εναντίον του για τα αμαρτωλά χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί είτε αποτελεί αναμετάδοση τιμωρητικών απόψεων προτεσταντικής προέλευσης είτε αποκαλύπτει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που κατακρίνουν και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ούτε μπορούμε να αξιώσουμε από την κρίση του λαού προδιαγραφές και υπηρεσίες intelligence, ανάλυσης δηλαδή δεδομένων, πρόβλεψης, πρόληψης, σχεδιασμού και λοιπούς στρατηγισμούς. Αυτά δεν είναι ζητούμενο εκλογών ούτε καν διάφανων διαδικασιών. Αν κάποιος νιώθει περισσότερο έξυπνος από τους άλλους, ευχαρίστως ας προσφέρει τις ικανότητες του ως μέλος τέτοιων επιτελείων. Στις εκλογές είμαστε όλοι ίσοι. Το φυσιολογικό είναι μεγαλώνοντας και αναλαμβάνοντας περισσότερες ευθύνες να γινόμαστε περισσότερο δημοκράτες, διαλλακτικοί και ανεκτικοί και να μην πάμε πνευματικά προς τα πίσω τότε που ήμασταν φοιτητές και τα ξέραμε όλα.
Εξάλλου σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση της χώρας μας αλλά και πέραν αυτής, σε κάθε σχέση, οπουδήποτε στον κόσμο, όταν ο ένας κοροϊδεύει και λέει ψέμματα στον άλλο, το λάθος, το κρίμα ή και το αμάρτημα βαραίνει αυτόν που λέει το ψέμμα και όχι αυτόν που το πίστεψε. Να πουληθεί η ελπίδα γίνεται, να καταδικασθεί όχι.
Όσο για τις συνέπειες που θα κληθεί να πληρώσει ο λαός με μια τέτοια ατυχή επιλογή, όπως πιθανόν να αντιτείνει κάποιος, εδώ είναι ο πυρήνας της δημοκρατίας. Τις συνέπειες πολύ καλά γνωρίζει εξ αρχής ο λαός ότι θα τις πληρώσει ο ίδιος, δηλαδή η πλειοψηφία και μάλιστα ακριβά. Η δε μειοψηφία θα ακολουθήσει μέχρι να γίνει εκείνη πλειοψηφία και να κάνει τα δικά της. Αυτή είναι η δύναμη και η αδυναμία του πολιτεύματος. Η χώρα δεν χάνεται ούτε σώζεται με εκλογικά αποτελέσματα.
Ο λαός αντιλαμβάνεται ευκολότερα τα αυτονόητα, τις ασφυκτικές δηλαδή οικονομικές συνθήκες και την υποτέλεια της χώρας. Όπως επίσης αντιλαμβάνεται κι ότι η ανάπτυξη που όλο έρχεται, δεν πρόκειται να έρθει ούτε αύριο ούτε μεθαύριο με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες.
Εάν και όταν εμφανισθούν στο πολιτικό σκηνικό πολλές πολιτικές δυνάμεις, που θα συμφωνήσουν στις παραπάνω πασιφανείς διαπιστώσεις, τότε, ναι, οφείλει να διαλέξει τον ικανότερο και τον πιο αξιόπιστο.
Στάθης Κεφαλούρος
* Ο τίτλος του παρόντος άρθρου είναι τίτλος κεφαλαίου στο πρόσφατο βιβλίο του Λάκη Προγκίδη “Υπό την παπαδιαμαντικήν δρυν”, εκδόσεις Εστία 2017