Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Σε αντίθεση με όσα διαδίδονται ευρέως, η πρώτη «μετοχική εταιρεία» αποικιακού τύπου της Ιστορίας δεν δημιουργήθηκε μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, αλλά σε κατακτημένη περιοχή της αποικιοκρατούμενης Ελλάδας στα μέσα του 14ου αιώνα, τη Χίο. Το δυτικό αποικιοκρατικό μοντέλο πρώτα δοκιμάστηκε «επιτυχώς» στον ελλαδικό χώρο και αργότερα έγινε ευρύτατα διαδεδομένο παγκόσμιο φαινόμενο, που οδήγησε στην επικυριαρχία της Δύσης. Το «πρωτότυπο» αποικιακό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στη Χίο ήταν και το «πρότυπο» για τις μεταγενέστερες «Εταιρείες» των Ανατολικών και των Δυτικών Ινδιών.
Το ιστορικό: Το 1346, οι Γενουάτες καταλαμβάνουν τη βυζαντινή Χίο και από τον επόμενο χρόνο, μέχρι το 1566, το νησί της μαστίχας διοικείται από μια μονοπωλιακή μετοχική-ναυλωτική «Εταιρεία», τη Μαόνα (αραβικά: ma‘ūnah = βοήθεια ή αμοιβαία βοήθεια). Η Εταιρεία κατείχε το μονοπώλιο της μοναδικής στον κόσμο χιώτικης μαστίχας, καθώς και τον έλεγχο του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Αποκλειστικοί μέτοχοί της ήταν οι Ιουστινιάνι, ένας από τους εκπροσώπους των οποίων πολέμησε γενναία δίπλα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Η Δημοκρατία της Γένουας έχει απλώς την υψηλή κυριότητα της Χίου, που εκδηλώνονταν κυρίως με το διορισμό του Ποτεστάτου, του ανώτερου διοικητή.
Πρώτη πράξη των Γενοβέζων μετά την κατάληψη του νησιού ήταν η κατάργηση του βυζαντινού νομίσματος και η εισαγωγή του γενοβέζικου, όπως και η εφαρμογή του λατινικού δικαίου και η χρήση της ιταλικής γλώσσας. Πανάρχαιοι κοινωνικοί θεσμοί απαγορεύτηκαν και κάθε μορφή αυτοδιοίκησης εξαφανίστηκε. Η ντόπια βυζαντινή αριστοκρατία κατάφερε να επιβιώσει συνεργαζόμενη με τους κατακτητές αποικιοκράτες, αν και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Κάστρο του νησιού και να παραδώσει στους Λατίνους περίπου 200 αρχοντικά και οικίες.
Γρήγορα, το νησί του Ανατολικού Αιγαίου οργανώθηκε με τέτοιο τρόπο, στρατιωτικά-αμυντικά, οικονομικά, κοινωνικά, εργασιακά και οικιστικά, ώστε η Μαόνα να ελέγχει απολύτως «ορθολογιστικά» τους καλλιεργούντες αποκλειστικά μαστίχα αγρότες – σε επίπεδο προσφοράς εργασίας αλλά και ασφαλής απόδοσης του προϊόντος. Ενδεχόμενη κλοπή, υπεξαίρεση, λαθρεμπορία ή κλεπταποδοχή της παραγόμενης μαστίχας είχε ως συνέπεια την παραδειγματική τιμωρία του δράστη μέχρι ακρωτηριασμούς και απαγχονισμό. Οι καταδότες αμείβονταν ανάλογα με το μέγεθος του «εγκλήματος», ενώ σημαντικό ρόλο κατείχαν οι τοπικοί άρχοντες, οι λεγόμενοι «Λογαριαστές» που ορίζονταν από τον διοικητή του νησιού. Οι εξαρτημένοι χωρικοί από τα οχυρωμένα σε κάστρα Μαστιχοχώρια ήταν ένα είδος δουλοπαροίκων που ανήκαν στην τέταρτη κατηγορία των κατοίκων της Χίου και η μόνη απαλλαγή που είχαν ήταν το «καπίνιχον», ένα είδος κεφαλικού φόρου. Ο έλεγχος της παραγωγής και της συλλογής ήταν στα χέρια ειδικών αξιωματούχων οι οποίοι φρόντιζαν για την αναπαραγωγή των δέντρων, για την εφαρμογή των σκληρών κανονισμών, για τον χρόνο της καλλιέργειας, όπως και για την απαιτούμενη ετήσια ποσότητα ώστε οι τιμές να κρατούνται πάντα ψηλά.
Οι μέτοχοι της Μαόνα για να αποκτήσουν στις συναλλαγές τους ρευστό χρήμα κατέφυγαν συχνά σε δανεισμό από τους Εβραίους με συμφωνίες που βασίστηκαν στο μονοπώλιο της μαστίχας. Έτσι, οι Εβραίοι της Χίου έγιναν σημαντικοί μεσάζοντες στο εμπόριο της μαστίχας και υπό τους Γενοβέζους η κοινότητά τους ευημερούσε σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι με τους Βυζαντινούς ή αργότερα με τους Τούρκους.
Το «πρωτότυπο» της Χίου αποδείχθηκε εξαιρετικά «επιτυχημένο» γι’ αυτό και οι Γενουάτες ίδρυσαν το 1373 στην Κύπρο άλλη μια Εταιρεία, τη «Maona Vecchia di Cipro». Ο Χριστόφορος Κολόμβος, που βρέθηκε στη Χίο μεταξύ 1474 και 1475, αναφέρει ότι εκείνη την εποχή η πώληση της μαστίχας απέφερε ετήσιο εισόδημα 50.000 χρυσά δουκάτα.
Μετά την κατάληψη της Χίου το 1566 από τους Οθωμανούς η εμπορία της μαστίχας απελευθερώθηκε, όμως ένα σημαντικό τμήμα της παραγωγής παρακρατούσαν οι Τούρκοι ως φόρο υποταγής στο Σουλτάνο.