Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 140
Είναι μια νοσταλγική ταινία. Μελαγχολείς. Μπορείς να το δεις και σαν ένα ακόμη φιλμ φαντασίας, αλά Σπίλμπεργκ. Θαυμάζεις επιπλέον δύο μεγάλους πρωταγωνιστές: Μέριλ Στριπ και Τομ Χανκς. Αυτοί είναι το μεγάλο ατού της ταινίας, που κατά τα άλλα ξετυλίγεται σαν τη Λίστα του Σίντλερ (1993), σε μια περιπέτεια, όπου οι ήρωες υπερασπίζονται τις αξίες που (θα έπρεπε να) διέπουν το αμερικανικό πολιτικό σύστημα: εκεί το ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας και της ύπαρξης, εδώ το δικαίωμα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του Τύπου. Πέρα από τη ρητορική αυτών των ταινιών, ας μην το αρνηθούμε, ο Σπίλμπεργκ είναι μετρ στο να στήνει μια ηρωική ταινία που συγκινεί και κρατάει απ’ το γιακά τον θεατή της ως το τέλος. Αν αφαιρέσεις την αρχή, με τη μάχη στο Βιετνάμ –δεν προσθέτει στην υπόθεση, πέραν ίσως της απαιτούμενης για «πατριωτική» ταινία συναισθηματικής φόρτισης– και το τέλος, με τη σκιά του Νίξον στον Λευκό Οίκο –μπηχτή οπωσδήποτε στον Τραμπ– η ταινία θα ήταν ένα άρτιο πολιτικό θρίλερ, στα χνάρια του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου.
Η ιστορία θυμίζει την ταινία του Άλαν Πάκουλα, Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου (1976), γυρισμένη με νωπά ακόμη τα γεγονότα. Η εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», Ιούνιο του 1971, δημοσιεύει, παρά τη δικαστική απαγόρευση, καθ’ υπαγόρευση του προέδρου Νίξον, έγγραφα σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και αναφορές από το Βιετνάμ. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, την 1η Ιουλίου 1971, υπέρ του Τύπου, έχει μείνει ιστορική και ο Νίξον οδηγήθηκε, λίγο αργότερα, σε παραίτηση. Ο Σπίλμπεργκ στήνει μια σύγχρονη ιπποτική ιστορία, βασισμένος στις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις της τότε ιδιοκτήτριας της εφημερίδας, Κέιθριν Γκράχαμ. Η μικρής, ακόμα τότε, εμβέλειας εφημερίδα της, σε σχέση με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς», ειδικευόταν κυρίως στα κουτσομπολιά του Λευκού Οίκου και βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή, μπαίνοντας στο χρηματιστήριο. Η δημοσίευση ή μη των απόρρητων εγγράφων (θα) έκρινε το μέλλον της. Η Γκράχαμ είναι αυτή που είχε την τελική απόφαση, με χειραγωγό τον διευθυντή της εφημερίδας Μπεν Μπράντλι. Οι χαρακτήρες του έργου αναδεικνύονται στη σκηνή, ως οι ιππότες που μάχονται για να υπερασπιστούν τη συνταγματική ελευθερία του Τύπου. «Ο Τύπος υπηρετεί τους κυβερνώμενους και όχι τους κυβερνήτες», δηλώνει η Γκράχαμ.
Η ταινία αξίζει τον κόπο, πέρα από το ενδιαφέρον του θέματος, ακόμα και μόνο για τους δυο πρωταγωνιστές. Στην πρώτη σκηνή, όπου ο Χανκς και η Στριπ συναντώνται επί σκηνής, κάπου σε ένα καφέ-εστιατόριο, νιώθεις μια αύρα να διαπερνά την οθόνη. Δεν έχει σημασία τι ακριβώς λένε. Μόνη η σωματική παρουσία τους γεμίζει το κάδρο. Περισσότερο, βέβαια, στην ταινία αναδεικνύεται η Στριπ στον ρόλο της μεγαλοαστής κυρίας, που ανίδεη και ανυποψίαστη βρέθηκε από το σαλόνι της στο τιμόνι της εφημερίδας, μετά τον θάνατο του άντρα της. Άλλωστε, η αφήγηση ακολουθεί τις αναμνήσεις της κας Γκράχαμ –μακαρίτισσας πια, όπως και ο Μπράντλι.
Σίγουρα υπάρχει η πρόθεση σκηνοθέτη και συντελεστών να παρέμβουν στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα της Ουάσιγκτον. Το λένε άλλωστε στις συνεντεύξεις τους. Η μελαγχολική διαφορά όμως του τότε με το σήμερα είναι ότι οι Δημοκρατικοί της Χίλαρι Κλίντον λίγη σχέση έχουν με τη φιλελεύθερη παράδοση των Κένεντι. Όπως άλλωστε και ο Τύπος. Η δημοσίευση έχει πλέον πάψει να είναι αρμοδιότητα κυρίως των εφημερίδων με το –σκοτεινό στις διαδρομές του– ίντερνετ να έχει τον πρώτο λόγο. Η αστική υπεράσπιση της ανεξαρτησίας του τύπου, όπως τη βλέπουμε στην παλιά αυτή ιστορία, φαντάζει και αυτή μακρινό παρελθόν, μαζί με τη λινοτυπία και τα κυλινδρικά πιεστήρια. Για όσους έχουν ζήσει εκείνη την εποχή, σίγουρα οι εικόνες αυτές είναι πηγή νοσταλγίας. Αλλά ας μην ωραιοποιούμε το παρελθόν. Το αμερικανικό χρηματομασονικό κατεστημένο ήταν αμείλικτο και τότε, όπως και σήμερα. Εμείς εδώ έχουμε πληρώσει ακριβά και τον Νίξον και, αργά ή γρήγορα, θα μας έρθει κι ο λογαριασμός του Τραμπ. Οι μεσομεγαλοαστοί πρωταγωνιστές της ιστορίας του Σπίλμπεργκ και η ελευθερία κινήσεων που διεκδικούν, μέσω του αμερικανικού συντάγματος, δεν αντιστοιχούν, προφανώς, σε όλο το φάσμα των Αμερικανών πολιτών. Δεν μιλώ καθόλου για τους άλλους εμάς. Μας συναρπάζει η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα της Γκράχαμ, δε λέω. Έχει την αξία της. Αλλά, απαράλλακτα όπως το ’70 –πολύ περισσότερο σήμερα– υπάρχουν και «πιο ίσοι», ανάμεσα στους ίσους.
Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
Οι τρεις διαφημιστικές πινακίδες, σ’ έναν ερημικό δρόμο, έξω από μια (φανταστική) πόλη του νότου των ΗΠΑ, που ο σκηνοθέτης την ονόμασε Έμπινγκ –συνηχεί με το «έντινγκ», που θα πει τέλος– στο Μιζούρι των ΗΠΑ, είναι η θρυαλλίδα αυτής της μαύρης κωμωδίας –ή δράματος, αν προτιμάτε. Η Μίλντρεντ, η πρωταγωνίστρια, που μένει εκεί δίπλα, πληρώνει τη διαφημιστική εταιρεία να αναρτήσει τρεις φράσεις: «Βιάστηκε και δολοφονήθηκε», «Ακόμα καμία σύλληψη», «Πώς γίνεται, αστυνόμε Γουίλωμπι;» Ο Γουίλωμπι είναι ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του Έμπινγκ, ακριβώς απέναντι από τα γραφεία της διαφημιστικής, στη μικρή πόλη. Η Μίλντρεντ, μήνες μετά, ακόμα θρηνεί τον χαμό της κόρης της, θύμα απάνθρωπων βιαστών. Η ηχηρή καταγγελία της κα4τά του αστυνόμου, που έχει αρκετές συμπάθειες –και αντιπάθειες– στην πόλη, κάνει γρήγορα τον γύρο της επαρχίας, δημιουργώντας ένα μικρό σκάνδαλο.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης, της αμερικάνικης αυτής ταινίας, ο Μάρτιν Μακ Ντόνα, έχει βάλει στο στόχαστρο της ταινίας του δυο αισθήματα, μόνιμα ριζωμένα στην ακραία ανταγωνιστική και πουριτανική κοινωνία των ΗΠΑ: τον θυμό και την εκδίκηση. Ο θυμός ή η πιο ακραία οργή, πηγάζει από το αίσθημα αποτυχίας, για την οποία, σε μεγάλο βαθμό, έχει βάλει κι ο οργισμένος το χεράκι του. Η Μίλντρεντ, λοιπόν, είναι οργισμένη γιατί έχασε μια κόρη, με κτηνώδη τρόπο, μα και η ίδια, θύμα επίσης ενός βίαιου πρώην συζύγου, δεν είναι το πρότυπο της στοργικής μάνας. Αντίθετα, ο αστυνόμος Γουίλωμπι, ο οποίος ζει, ως καρκινοπαθής, τις τελευταίες του μέρες είναι –αντίθετα στις συμβάσεις– ένας καλός πατέρας και σύζυγος. Συνάδελφοί του στην αστυνομία, βέβαια, είναι οι γνωστοί Ράμπο του αμερικανικού νότου, που ξεσπούν συχνά σε βιαιότητες κατά των μαύρων, των φλώρων κ.λπ. Είπα πως αυτή είναι μια ταινία για τον θυμό και την εκδίκηση; Μάλλον πρόκειται για το αντίθετο: αυτή είναι μια ταινία για την (ζητούμενη) αγάπη – την κατανόηση, έστω. Αυτή μόνο, μας λέει λίγο πριν το φινάλε, θα μπορούσε να φέρει κάποια ισορροπία αισθημάτων και την ειρήνη ίσως, η οποία έχει διασαλευτεί με τη φωτιά που άναψαν οι τρεις διαφημιστικές πινακίδες της Μίλντρεντ.
Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι είναι μια καλοζυγισμένη ταινία-ψυχογράφημα της αμερικανικής –και όχι μόνο– επαρχίας, που δίνει ένα καλό πάτημα στην πρωταγωνίστριά της, τη Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, να διεκδικήσει το δεύτερό της Όσκαρ. Πρόκεται έτσι κι αλλιώς για οσκαρική ταινία. Ήδη έχει πάρει τέσσερις Χρυσές Σφαίρες (ταινίας, σεναρίου, α΄ γυναικείου και β΄ ανδρικού ρόλου). Ο Σαμ Ρόκγουελ, του β΄ ανδρικού ρόλου, παίζει τον «κακό» αστυνομικό Ντίξον, που είναι το alter ego της Μίλντρεντ. Τον «καλό» διοικητή, αστυνόμο Γουίλωμπι, υποδύεται ο Γούντι Χάρελσον, σε μια πιο τυπική ερμηνεία. Εντάξει, είναι μια καλογυρισμένη ταινία, σίγουρα κάνει ευχάριστη μια κινηματογραφική έξοδο –έχει άλλωστε πολύ και καυστικό (φλεγματικό) χιούμορ, αλλά ως εκεί. Παραπάνω μην ψάχνετε. Ούτε η ταινία ψάχνεται. Αυτό που μένει –το ίδιο ισχύει για την καλογυρισμένη περιπέτεια, Η ληστεία του αιώνα, ή τη δραματική ιστορία της πρωταθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ, που αναμένεται στις 25 Ιανουαρίου, το Εγώ, η Τόνια– είναι ότι η βία είναι ένα είδος αμερικανικής εμμονής, που δεν ξέρω αν ριζώνει μόνο στους πιστολέρο και τους τυχοδιώκτες της Άγριας Δύσης. Μοιάζει ως θεμέλιο μιας κοινωνίας, όπου η εγωτική επιδίωξη της επιτυχίας –του χρήματος κατά κύριο λόγο– είναι μοναδικό της όραμα. Ξέρω ότι είναι λίγο διδακτικό αυτό. Ανησυχητικό επίσης, αφού πλέον, όπως καταλαβαίνετε, δεν μιλάμε μόνο για την Αμερική.