Του Mel Gurtov από την Ρήξη φ. 143
Με την τοποθέτηση του Μάικ Πομπέο στη θέση του υπουργού Εξωτερικών και του Τζον Μπόλτον σε εκείνη του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, ο Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί την ετοιμότητά του να αποσυρθεί, μέχρι την προθεσμία της 12ης Μαΐου, από τη συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά και παράλληλα να εντείνει την πίεση προς τη Βόρεια Κορέα, εάν αυτή αρνηθεί την αποπυρηνικοποίησή της. Οι κινήσεις αυτές μπορούν να επιφέρουν πολλαπλές συνέπειες: Η εγκατάλειψη της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά θα μπορούσε να ερμηνευτεί από την Πιονγκ-γιανγκ ως ένδειξη της αναξιοπιστίας των ΗΠΑ στην τήρηση των δεσμεύσεών τους. Θα μπορούσε, ακόμα, να ερμηνευτεί ως μια σοβαρή πιθανότητα αμερικανικής επίθεσης στις πυραυλικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις της Βόρειας Κορέας, εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις του Τραμπ για τα πυρηνικά.
Εάν ο Τραμπ ακυρώσει τη συμφωνία για τα πυρηνικά, οι ήδη εύθραυστες σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν, όπως και με το σύνολο των χωρών της Μέσης Ανατολής, θα εκραγούν. Το Ιράν ενδέχεται, σε αυτή την περίπτωση, να ξεκινήσει άμεσα την παραγωγή υλικού για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Θα διαταραχθούν οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, θα επιδεινωθούν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις τους με τη Ρωσία και την Κίνα (οι οποίες εγκρίνουν τη συμφωνία), θα ενθαρρυνθεί η ισραηλινή άκρα δεξιά να συμμετάσχει στην άσκηση πίεσης (και ενδεχομένως σε μια επίθεση) στο Ιράν, ενώ οι Σαουδάραβες και άλλοι θα παρακινηθούν να παράγουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο τερματισμός της συμμετοχής των ΗΠΑ στη συμφωνία για τα πυρηνικά θα τις φέρει πιο κοντά σε μια πολεμική σύρραξη με το Ιράν. Στην περίπτωση του Τζον Μπόλτον, έχουμε έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο που διάκειται φιλικά στην ιδέα μιας επίθεσης στις πυρηνικές εγκαταστάσεις τόσο του Ιράν, όσο και της Βόρειας Κορέας. Οι προβλέψεις αυτής της θέσης για το Ιράν είναι εντελώς λανθασμένες. Ο Μπόλτον θέλει να φανεί πως ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και πως οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν μάταιες. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η άγνοιά του για τη διεθνή νομιμότητα και για τις ανθρώπινες συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει μια επιθετική δράση. Είναι, επομένως, αναμενόμενο ο Μπόλτον να προωθεί την ιδέα ενός προληπτικού πολέμου (και όχι αποτρεπτικού, όπως τονίζει) εναντίον του Ιράν, όπως παλαιότερα είχε προτείνει, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, την εισβολή στο Ιράκ. Μόνο ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις, σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, έχει ενστάσεις για έναν πόλεμο, με μικρές όμως πιθανότητες να εισακουστεί.
Θα πρέπει να τονίσουμε πως η συμφωνία για τα πυρηνικά αποδίδει καρπούς. Η Διεθνής Επιτροπή για την Ατομική Ενέργεια έχει ζητήσει επανειλημμένα από το Ιράν τη συμμόρφωσή του με τη συμφωνία. Ο Ρεξ Τίλερμαν (πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ) και ο Μακ Μάστερ (πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας) προφανώς συμφωνούσαν και ζητούσαν τη συνέχιση της επικύρωσής της – μια πιθανή αιτία για την αποπομπή τους. Πολλοί επιστήμονες και στρατιωτικοί αναλυτές τόνιζαν, κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας Ομπάμα, τη σημαντική της επιτυχία στην αποπυρηνικοποίηση του Ιράν. Εξάλλου, η συμφωνία εξυπηρετεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η απόσυρση από τη συμφωνία θα αποτελούσε μια κατάφωρα επικίνδυνη και ζημιογόνο ενέργεια.
Η συμφωνία για τα πυρηνικά θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια ομαλή σχέση με το Ιράν, εξυπηρετώντας παράλληλα κι άλλους στόχους της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, όπως, για παράδειγμα, την επίλυση της σύγκρουσης στην Υεμένη, τη χαλάρωση των δεσμών του Ιράν με τη Χεζμπολάχ και της στήριξης που παρέχει η τελευταία στο συριακό καθεστώς ή, ακόμα, την τιθάσευση της επιθετικής στρατηγικής του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας έναντι του Ιράν.
Counterpunch, 4 Aπριλίου 2018
Μετάφραση: Σπύρος Σπυρόπουλος