Εβραίοι εναντίον Εβραίων την εποχή του Ολοκαυτώματος
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 144
Στις 28 Αυγούστου 1944, ο Χάιμ Μορντεχάι Ρουμκόβσκυ, ο πρώην παντοδύναμος επικεφαλής του εβραϊκού συμβουλίου στο γκέτο της πολωνικής πόλης Λοτζ, κατέφθασε στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς με μια από τις τελευταίες μεταγωγές κρατουμένων.
Το γκέτο είχε μόλις αδειάσει με τη βία από τα Ες Ες και οι λιγοστοί εναπομείναντες έγκλειστοι είχαν μεταφερθεί σε διάφορα στρατόπεδα για εκκαθάριση. Ωστόσο, ο Ρουμκόβσκυ δεν θα προλάβαινε να εκτελεστεί στους θαλάμους αερίων μαζί με τους υπόλοιπους μελλοθανάτους της μεταγωγής. Αντίθετα, θα σκοτωνόταν στο ξύλο από τους ομοεθνείς του, τα μέλη του Σοντερκομάντο του στρατοπέδου, μετά από υπόδειξη των Εβραίων του γκέτο του Λοτζ για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει εκεί. Ήταν η τελευταία πράξη μιας τραγωδίας που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του ’39, όταν αποφασίστηκε η δημιουργία του εβραϊκού γκέτο του Λοτζ και οι Γερμανοί διόρισαν τον Ρουμκόβσκυ επικεφαλής του. Η έρευνα πάνω στη δράση του στα χρόνια ’39-’44 ρίχνει φως στο ζήτημα της ενεργού συνεργασίας κάποιων υψηλά ιστάμενων Εβραίων με τη γερμανική διοίκηση για την επίτευξη αυτού που, με το πέρας του Β΄ ΠΠ, θα ονομαστεί «Ολοκαύτωμα» των Εβραίων της Ευρώπης.
Ο Χάιμ Ρουμκόβσκυ προφανώς περιγράφεται από τον χαρακτηρισμό «ιδιοτελή καθάρματα» με τον οποίο στόλισε ο ιδεολόγος του ναζιστικού κόμματος, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τους μελλοντικούς συνεργάτες των Γερμανών στις κατεχόμενες χώρες. Η κατάληψη της Πολωνίας και η προσάρτησή της στο Ράιχ θα βρει τον, ασφαλιστή στο επάγγελμα, Ρουμκόβσκυ, διευθυντή ενός εβραϊκού ορφανοτροφείου στο Λοτζ. Κατά τον δρα Έντβαρντ Ράιχερ, Εβραίο του Λοτζ που θα επιβίωνε των στρατοπέδων, ο τόπος βοούσε σχετικά με την ιδιοτελή ενασχόληση του Ρουμκόβσκυ με τα του ορφανοτροφείου και τη «μη υγιή» σχέση του με τα παιδιά εκεί, αλλά δεν υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία για να απαγγελθούν κατηγορίες. Μάλλον, οι Γερμανοί, ως γνώστες της υψηλής τέχνης της αναγνώρισης καθαρμάτων-συνεργατών, ανέγνωσαν στον Ρουμκόφσκυ τα απαραίτητα χαρακτηριστικά και τον διόρισαν επικεφαλής του τοπικού εβραϊκού συμβουλίου. Ο ίδιος επέλεξε τριάντα ένα δημόσια πρόσωπα για να στελεχώσει το συμβούλιο, το οποίο θα λειτουργούσε ως σύνδεσμος ανάμεσα στη γερμανική διοίκηση και τον εβραϊκό πληθυσμό του γκέτο.
Ο Ρουμκόβσκυ γρήγορα έδειξε το ποιόν του και τη σωστή ανάλυση των προϊσταμένων του Γερμανών. Τρεις μόλις εβδομάδες μετά τη συγκρότηση της εβραϊκής επιτροπής του Λοτζ, κατέδωσε τους ανθρώπους που είχε ο ίδιος επιλέξει στις αρχές κατοχής, με αποτέλεσμα είκοσι μέλη της να εκτελεστούν και οι υπόλοιποι να «εξαφανιστούν», διότι «αρνήθηκαν να εφαρμόσουν κατά γράμμα τις αποφάσεις». Ήταν σίγουρα μια κατάλληλη αρχή για το γκέτο. Το επόμενο συμβούλιο που θα επέλεγε ο άρχων Ρουμκόβσκυ θα έκανε τούμπες στον αέρα για να μην έχει την τύχη του προηγουμένου.
Ο Ρουμκόβσκυ θα έκανε το παν για να ενταχθεί το γκέτο του Λοτζ στην παραγωγή πολεμικού υλικού για την πολεμική προσπάθεια του Γ΄ Ράιχ. Έτσι, θα έφτιαχνε εβραϊκή αστυνομία που θα συνεργαζόταν άψογα με τα Ες Ες σε κάθε είδους «καθήκον» για την τήρηση της τάξης στο γκέτο – βλέπε κατασχέσεις πολυτελών ειδών, επιλογές εργατών για καταναγκαστική εργασία, καταστολές απεργιών και στάσεων εργασίας και, στο τέλος, μεταγωγές για «μετεγκατάσταση». Επίσης, θα τύπωνε χαρτονόμισμα για χρήση εντός του γκέτο, το διαβόητο «ρούμκιν», πετυχαίνοντας έτσι την καταστολή του λαθρεμπορίου, αφού κανείς δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη ζωή του για ένα μάτσο παλιόχαρτα που δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκτός γκέτο. Ο Ρουμκόβσκυ είχε μετατραπεί σε σατράπη ανατολίτικου τύπου που γνώριζε τη θέση του σε σχέση με τους αφέντες του Γερμανούς, οι οποίοι, με τη σειρά τους, τον άφηναν να αλωνίζει εντός του γκέτο αρκεί να πετύχαινε τους στόχους σε αριθμούς ανθρώπων και παραγόμενων προϊόντων. Κάποτε μάλιστα καυχήθηκε δημοσίως για την προθυμία του να συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές με την αλήστου μνήμης δήλωση: «Το σύνθημά μου είναι να βρίσκομαι τουλάχιστον δέκα λεπτά μπροστά από κάθε γερμανική απαίτηση».
Η ζωή ή ο θάνατος στο γκέτο καθοριζόταν από το πόσο καλές σχέσεις είχε κάποιος με τον Χάιμ Ρουμκόβσκυ. Όταν το 1941 οργανώθηκαν κάποιες στάσεις εργασίας με αίτημα τη βελτίωση του φαγητού και των συνθηκών ζωής στο γκέτο, ο Ρουμκόβσκυ δεν δίστασε να εξαπολύσει την αστυνομία του εναντίον των απεργών και όταν η επέμβαση αποκρούστηκε, ειδοποίησε τα Ες Ες να επιβάλουν την τάξη με τον γνωστό τους τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες νεκροί και τραυματίες. Ταυτόχρονα, η οικογένειά του, οι φίλοι και τα τσιράκια του έτρωγαν τις καλύτερες μερίδες φαγητού και απασχολούνταν στις πλέον ξεκούραστες εργασίες. Φαίνεται ότι δεν είχε ξεχάσει και τις παλιές συνήθειές του από τις εποχές του ορφανοτροφείου. Η Λουσίλ Άιχενγκρεν, η οποία κατόρθωσε να βγει ζωντανή από το Λοτζ, δήλωσε μετά τον πόλεμο ότι είχε πέσει θύμα βιασμού κατ’ εξακολούθηση από τον Ρουμκόβσκυ, όταν δούλεψε στο γραφείο του στο γκέτο, και δεν ήταν η μόνη. Για τα δύσμοιρα πεινασμένα κορίτσια στη δούλεψή του, κάθε προσπάθεια απόκρουσης των ορέξεών του είχε ως αποτέλεσμα μια εξασφαλισμένη θέση στο επόμενο τρένο για τα στρατόπεδα.
Αρχής γενομένης τον Γενάρη του ’42 με τη γερμανική πολιτική έναντι των Εβραίων να έχει κατασταλάξει στη δημιουργία των στρατοπέδων εξόντωσης, το γκέτο του Λοτζ θα κληθεί να προσφέρει «αριθμούς» προς εκκαθάριση και ο Ρουμκόβσκυ είναι πάντα πρόθυμος να πειθαρχήσει. Έτσι, στα τέλη Γενάρη θα σταλούν στο στρατόπεδο του Χέλμνο 10 χιλιάδες άτομα. Στις 2/4/42 θα επιλεγούν επιπλέον 34 χιλιάδες και στις 15/5 και στα μέσα Σεπτέμβρη, 11 και 15 χιλιάδες αντίστοιχα. Στα πλαίσια αυτά, στις 4 Σεπτέμβρη του 1942 ο Ρουμκόβσκυ θα εκφωνήσει έναν από τους πιο επαίσχυντους λόγους στην ανθρώπινη ιστορία. Ο συγκεκριμένος λόγος επιβλήθηκε από τους Γερμανούς για να πείσει τους Εβραίους να παραδώσουν προς εξόντωση όλα τα παιδιά κάτω των δέκα ετών και τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα πέντε και η τελευταία του φράση ήταν η προσταγή: «Δώστε μου τα παιδιά σας», η οποία έγινε δεκτή από το πλήθος με θρήνους και οδυρμούς σε μια σκηνή ομαδικής απελπισίας αντάξιας της κόλασης του Δάντη.
Θα πίστευε κανείς ότι, βλέποντας το γκέτο σιγά σιγά να αδειάζει, ακόμη και κάποιος σαν τον Ρουμκόβσκυ θα συνειδητοποιούσε ότι η σειρά του δεν θα αργούσε όταν η αποστολή του θα είχε ολοκληρωθεί και θα ήταν πλέον περιττός στα αφεντικά του. Όχι, όμως! Αυτός θα συνέχιζε το έργο του μέχρι το πικρό τέλος. Το γκέτο του Λοτζ θα άδειαζε στην κυριολεξία και, από τις 164 χιλιάδες που εγκλωβίστηκαν εκεί τον Απρίλη του 1940, θα απέμεναν στο τέλος του πολέμου 877 ψυχές, που θα επιβίωναν με τη βοήθεια της πολωνικής αντίστασης.
Ίσως η καλύτερη περιγραφή του Ρουμκόβσκυ βρίσκεται στα απομνημονεύματα του επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, ραβίνου Γιεχούντι Λέιμπ Γκερστ: «Ο άνθρωπος αυτός είχε διεστραμμένες τάσεις που συγκρούονταν. Απέναντι στους ομοεθνείς του ήταν ένας τύραννος που συμπεριφερόταν ως φύρερ και κατατρομοκρατούσε οιονδήποτε τολμούσε να αντιταχθεί στις μεθόδους του. Αντιθέτως, προς τους Γερμανούς ήταν ήμερος σαν αρνί και δεν υπήρχε όριο στη δουλοπρεπή υποταγή του στην κάθε απαίτησή τους, ακόμη κι όταν είχε γίνει φανερό πως σκοπός τους ήταν ο πλήρης αφανισμός μας».