των Π.Πέτρου-Σ.Χατζηπαναγιώτου, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
2004 του διμηνιαίου περιοδικού Άρδην το άρθρο του Κρ. Λας, Η κουλτούρα του Ναρκισσισμού –ή μάλλον απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα– και θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να υπενθυμίσουμε στους συνεργάτες του περιοδικού, αλλά και στους αναγνώστες του, τη διάκριση που επιβάλλεται σ’ εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, αναφορές στη Μυθολογία –πόσο μάλλον στην Ελληνική– γίνονται με έναν τρόπο ερμηνευτικής σύν-χυσης.
Όπως και στο εξώφυλλο του περιοδικού, έτσι και στο απόσπασμα που επιλέχθηκε –από το βιβλίο του Κρ. Λας, Η κουλτούρα του Ναρκισσισμού– χαρακτηρίζεται ο συγκεκριμένος πολιτισμός, δηλαδή εκείνος ο παράγωγος στους κόλπους της νεωτερικότητας και της ομογενοποίησης, ως ο πολιτισμός της παρακμής στην εποχή του τίποτα, του ναρκισσισμού, της επιδειξιομανίας. Και σε ότι αφορά στο Nihil του μηδενισμού και του τίποτα, απαιτείται ίσως μια άλλη ανάλυση που δεν είναι του παρόντος. Αλλά σε ότι αφορά συγκεκριμένα στον όρο-χαρακτηρισμό “ναρκισσισμός” χρειάζεται ίσως μια διευκρίνιση, η οποία θα έχει ως punto di riferimento έναν από τους βασικότερους ριζοσπάστες στοχαστές της μετα-ρομαντικής, αντι-νεωτερικής σκέψης, εκείνης της περιόδου της ιστορίας που θεωρείται “Η Άνοιξη της σύγχρονης ουτοπικής συνείδησης”. Μιλάμε βέβαια για το ’68 και οπωσδήποτε για τον H. Marcuse. Ξαναγυρίζοντας λοιπόν, με αφορμή την ανάγνωση αυτού του άρθρου, σε μια εκ νέου ανάγνωση του βιβλίου του “Έρως και Πολιτισμός”, σταθήκαμε ιδιαίτερα στο όγδοο κεφάλαιο, μέσα στο οποίο πραγματεύεται, αναλύει, ερμηνεύει, και εν τέλει, διακρίνει τους δύο τύπους του πολιτισμού αυτού, δηλαδή του κυρίαρχου της απώθησης και της απόδοσης κι εκείνου του ουτοπικού της μη απώθησης και μη απόδοσης. Παρακάτω νοιώθουμε την επιθυμία να μνημονεύσουμε κάποιες από τις σκέψεις του, με αποσπάσματα από το όγδοο κεφάλαιο:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Οι μορφές του Ορφέα και του Νάρκισσου
Η προσπάθεια να σχεδιάσει κανένας ένα θεωρητικό οικοδόμημα του πολιτισμού πέρα από την αρχή της απόδοσης είναι με αυστηρή έννοια “παράλογη”. Ο λόγος είναι η λογικότητα της αρχής της απόδοσης. Ακόμα και στη χρονική αρχή του Δυτικού πολιτισμού, πολύ πριν θεσμοθετηθεί η αρχή αυτή, ο λόγος οριζόταν σαν ένα όργανο περιορισμού της καταπίεσης των ενστίκτων. η περιοχή των ενστίκτων, η αισθητικότητα, περνούσε για αιώνια εχθρική και βλαβερή για τη λογική. Οι κατηγορίες με τις οποίες η φιλοσοφία αντιλήφθηκε την ανθρώπινη ύπαρξη έχουν διατηρήσει τη σύνδεση μεταξύ λόγου και καταπίεσης: Οτιδήποτε ανήκει στη σφαίρα της αισθητικότητας, της ηδονής, της ορμής, έχει τη χροιά ότι είναι ανταγωνιστικό προς τον λόγο – ότι είναι κάτι που πρέπει να υποταχθεί, να περιοριστεί.
Παρ’ όλ’ αυτά, η κυριαρχία της απωθητικής λογικής (θεωρητικής και πρακτικής) δεν ήταν ποτέ πλήρης: Το μονοπώλιό της πάνω στο επιστητό δεν ήταν ποτέ αναντίρρητο. Όταν ο Φρόυντ υπογράμμισε το θεμελιακό γεγονός ότι η φαντασία διατηρεί μιαν αλήθεια που είναι ασυμβίβαστη με τον λόγο, ακολούθησε μια μακρόχρονη ιστορική παράδοση. Η φαντασία είναι γνωστική εφόσον συντηρεί την αλήθεια της Μεγάλης Άρνησης ή, θετικά, εφόσον προστατεύει ενάντια σ’ όλον τον λόγο, τις βλέψεις για την ακέραιη πλήρωση του ανθρώπου και της φύσης που απωθούνται από τον λόγο. Στην περιοχή της φαντασίας, οι παράλογες εικόνες της ελευθερίας γίνονται έλλογες και το “κατώτερο βάθος” της ικανοποίησης των ενστίκτων παίρνει μια νέα αξιοπρέπεια. Ο πολιτισμός της αρχής της απόδοσης κάνει την τελευταία να υποκλιθεί μπροστά στις παράξενες αλήθειες που η φαντασία κρατά ζωντανές στη λαογραφία και το παραμύθι, στη λογοτεχνία και την τέχνη. οι αλήθειες αυτές έχουν ερμηνευθεί όπως ταιριάζει κι έχουν βρει τη θέση τους στον λαϊκό και τον ακαδημαϊκό κόσμο. Αλλά η προσπάθεια να αντληθεί από αυτές το περιεχόμενο μιας έγκυρης αρχής της πραγματικότητας που να ξεπερνά την επικρατούσα, έχει μείνει τέλεια ατελέσφορη.
Ειδικώτερα, αναζητάμε τους “ήρωες του πολιτισμού” που επέμειναν στη φαντασία, συμβολίζοντας τη στάση και τις πράξεις που καθώρισαν τη μοίρα της ανθρωπότητας. Και εδώ, στην αφετηρία, αντιμετωπίζουμε το γεγονός πως ο επικρατέστερος ήρωας είναι ο πολυμήχανος (και βασανιζόμενος) αντάρτης κατά των θεών που δημιουργεί πολιτισμό πληρώνοντας με συνεχή πόνο. Συμβολίζει την παραγωγικότητα, την ακατάπαυστη προσπάθεια για επιβολή πάνω στη ζωή, αλλά μέσα στην παραγωγικότητά του, η ευλογία και η κατάρα, η πρόοδος κι ο μόχθος είναι αξεχώριστα συνυφασμένες. Ο Προμηθέας είναι ο αρχέτυπος ήρωας της αρχής της απόδοσης.
Αν ο Προμηθέας είναι ο ήρωας του μόχθου, της παραγωγικότητας και της προόδου διαμέσου της απώθησης, τότε τα σύμβολα μιας άλλης αρχής της πραγματικότητας πρέπει να αναζητηθούν στον αντίθετο πόλο. Ο Ορφέας και ο Νάρκισσος αντιπροσωπεύουν μια πολύ διαφορετική παραγωγικότητα. Αυτοί δεν έγιναν ήρωες του Δυτικού κόσμου: Η δικιά τους εικόνα είναι η εικόνα της χαράς και της πλήρωσης. η φωνή τους είναι εκείνη που δεν διατάζει αλλά τραγουδάει. η χειρονομία τους εκείνη που προσφέρει και δέχεται. η πράξη τους εκείνη που είναι ειρήνη και τερματίζει την εργασία της κατάκτησης. η απελευθέρωση από τον χρόνο που φέρνουν, εκείνη που ενώνει τον άνθρωπο με τον θεό, τον άνθρωπο με τη φύση.
Admire dans Narcisse un éternel retour
Vers l’ onde ou son image offerte a son amour
Propose a sa beauté toute sa connaissance:
Tout mon sort n’ est qu’ obéissance
A la force de mon amour.
Cher CORPS, je m’abandonne a ta seule puissance
L’eau tranquille m’attire ou je me tends mes bras:
A ce vertige pur je ne résiste pas.
Que puis-je ô ma Beauté, faire que tu me veuilles?
(Paul Valery)
Το κλίμα της γλώσσας αυτής είναι εκείνο της “diminution des traces du péché originel”, – της ανταρσίας κατά του πολιτισμού του βασισμένου στον μόχθο, την κυριαρχία, την απάρνηση. Οι εικόνες του Ορφέα και του Νάρκισσου συμφιλιώνουν τον Έρωτα και τον Θάνατο. Υπενθυμίζουν την εμπειρία ενός κόσμου που δεν είναι στη φύση του να υποταχθεί και να ελεγχθεί αλλά να απελευθερωθεί –μια ελευθερία η οποία θα λύσει τις δυνάμεις του Έρωτα που τώρα είναι δεμένες στις απωθημένες και απολιθωμένες μορφές του ανθρώπου και της φύσης. Οι δυνάμεις αυτές συλλαμβάνονται όχι σαν καταστροφή αλλά σαν ειρήνη, όχι σαν τρόμος αλλά σαν ομορφιά. Αρκεί να απαριθμήσουμε τις συγκεντρωμένες εικόνες για να καθορίσουμε τα όρια της διάστασης στην οποία είναι αφοσιωμένες: Η λύτρωση της ηδονής, το σταμάτημα του χρόνου, η αφομοίωση του θανάτου, η σιωπή, ο ύπνος, η νύχτα, ο παράδεισος –η αρχή του Νιρβάνα όχι σαν θάνατος αλλά σαν ζωή. Ο Baudelaire δίνει την εικόνα ενός τέτοιου κόσμου σε δύο στίχους:
Lα, tout, n’est qu’ ordre et beauté
Luxe, calme et volupté.
Αυτό είναι ίσως το μόνο πλαίσιο που μέσα του η λέξη τάξη χάνει την απωθητική της χροιά.
Σε αντίθεση με τις εικόνες των Προμηθεϊκών ηρώων, οι εικόνες του Ορφικού και Ναρκισσιστικού κόσμου είναι ουσιαστικά μη πραγματικές και μη ρεαλιστικές. Υποδηλώνουν μιαν “αδύνατη” στάση και ύπαρξη. Οι πράξεις των ηρώων είναι κι αυτές “αδύνατες”, εφόσον είναι θαυματουργικές, απίστευτες, υπεράνθρωπες. Παρ’ όλ’ αυτά, ο αντικειμενικός τους σκοπός και η “έννοιά” τους δεν είναι ξένοι προς την πραγματικότητα. αντίθετα, είναι χρήσιμοι.
Αλλά οι Ορφικές-Ναρκισσιστικές εικόνες δεν μεταδίνουν έναν “τρόπο ζωής”. είναι αφιερωμένες στον κάτω κόσμο και στον θάνατο. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ποιητικές, ένα κάτι για την ψυχή και την καρδιά. Αλλά δεν διδάσκουν κανένα “μήνυμα” –εκτός ίσως από το αρνητικό μήνυμα ότι δεν μπορεί κάποιος να νικήσει τον θάνατο ή να ξεχάσει και να απορρίψει το κάλεσμα της ζωής μέσα στον θαυμασμό της ομορφιάς.
Τέτοια ηθικά μηνύματα τοποθετούνται πάνω σε ένα πολύ διαφορετικό περιεχόμενο. Ο Ορφέας και ο Νάρκισσος συμβολίζουν πραγματικότητες όπως ακριβώς και ο Προμηθέας κι ο Ερμής. Δένδρα και ζώα απαντούν στη γλώσσα του Ορφέα. η άνοιξη και το δάσος απαντούν στην επιθυμία του Νάρκισσου.
Η Ορφική και Ναρκισσιστική εμπειρία του κόσμου αρνείται εκείνο που συντηρεί τον κόσμο της αρχής της απόδοσης. Η αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, το υποκείμενο και το αντικείμενο, υπερνικάται. Το είναι εκφράζεται σαν ικανοποίηση που ενώνει τον άνθρωπο και τη φύση, έτσι που η πλήρωση του ανθρώπου είναι συνάμα η πλήρωση, χωρίς βία, της φύσης.
Μετά από τέτοιες στοχαστικές προσεγγίσεις καταλήγουμε να θεωρούμε τον όρο: “Ναρκισσισμός” ως μη κατάλληλο για να χαρακτηρίσει τον πολιτισμό της παρακμής και της παγκοσμιοποίησης με δεδομένο ότι υπάρχει καταλληλότερος –κατά τη γνώμη μας– και πλησιέστερος σ’ εκείνη τη mentalitα, τον τρόπο Λογικής και Ύπαρξης που όλοι μας πλέον κατανοούμε ως μορφές αναβίωσης, επιβίωσης, κυριαρχίας, εξουσίας, επεκτατισμού αυτοκρατορικού τύπου και που στη γλώσσα της ομογενοποίησης εκφράζεται μέσα από το σύνηθες ενεργητικότατο ρήμα της αμερικανοβρετανικής διαλέκτου ως fuck. Νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να αποδοθεί στα Ελληνικά η ενέργεια που υποδηλώνει και πολιτισμικά το συγκεκριμένο ρήμα-έμβλημα της κυρίαρχης κουλτούρας. Είναι μάλλον εκείνο το πνεύμα που στηρίζει τόσο γερά την αλαζονεία της καταναλωτικής συνείδησης. Μια εξάλλου πειστική “εικαστική” προσέγγιση επιχείρησε ο καλλιτέχνης του εξωφύλλου του τεύχους 46 με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Marcuse αναφέρεται ως εξής:
Όταν το σώμα δεν χρησιμοποιούταν πια όλη την ώρα σαν όργανο εργασίας, θα ξαναφορτιζόταν με σεξουαλισμό. Η απώθηση την οποία συνεπάγεται αυτή η εξάπλωση της λίμπιντο θα εκδηλωνόταν πρώτα σε μια καινούργια ενεργοποίηση όλων των ερωτογενών ζωνών και, κατά συνέπεια, σε μιαν αναβίωση του προγενετήσιου πολύμορφου σεξουαλισμού και σε μια πτώση της γενετήσιας υπεροχής. Ολόκληρο το σώμα θα γινόταν αντικείμενο κάθεξης, πράγμα προορισμένο για απόλαυση –όργανο ηδονής.
Οι προοπτικές αυτές φαίνονται να επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη πως, η απελευθέρωση των ενστίκτων μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μια κοινωνία σεξουαλικών μανιακών –δηλαδή σε καμιά κοινωνία. Αλλά το προτσές που μόλις περιγράφτηκε περιληπτικά περιέχει, όχι απλώς μιαν απελευθέρωση, αλλά έναν μετασχηματισμό του λίμπιντο: Από τον σεξουαλισμό περιορισμένο κάτω από τη γενετήσια υπεροχή, σε ερωτική φόρτιση ολόκληρης της προσωπικότητας. Είναι μια εξάπλωση μάλλον παρά μια έκρηξη της λίμπιντο –μια εξάπλωση πάνω στις ιδιωτικές και κοινωνικές σχέσεις που γεφυρώνει το χάσμα, το διατηρούμενο μεταξύ τους από μιαν απωθητική αρχή της πραγματικότητας. Αυτός ο μετασχηματισμός της λίμπιντο θα ήταν το αποτέλεσμα ενός κοινωνικού μετασχηματισμού που απελευθέρωσε το ελεύθερο παιχνίδι των ατομικών αναγκών και λειτουργιών. Με βάση αυτές τις συνθήκες, η ελεύθερη ανάπτυξη της μετασχηματισμένης λίμπιντο πέρα από τους θεσμούς της αρχής της απόδοσης διαφέρει ουσιαστικά από την απελευθέρωση του περιορισμένου σεξουαλισμού μέσα στην περιοχή αυτών των θεσμών. Το δεύτερο προτσές ανατινάζει τον απωθημένο σεξουαλισμό –η λίμπιντο εξακολουθεί να φέρει το σημάδι της απώθησης και εκδηλώνεται στις αηδιαστικές μορφές που είναι τόσο γνωστές στην ιστορία του πολιτισμού. στα σαδιστικά και μαζοχιστικά όργια απελπισμένων μαζών, “αριστοκρατικών κοινωνικών κύκλων”, πεινασμένων συμμοριών μισθοφόρων, δεσμοφυλάκων και φυλάκων στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τέτοια απελευθέρωση του σεξουαλισμού περιέχει μια περιοδικά αναγκαία διέξοδο για αβάσταχτη απογοήτευση. ενισχύει μάλλον παρά αδυνατίζει τις ρίζες του περιορισμού των ενστίκτων. κατά συνέπεια, έχει κατά διάφορους χρόνους χρησιμοποιηθεί σαν υποστήριγμα για καταπιεστικά καθεστώτα.
Η φύση θεωρείται όχι σαν αντικείμενο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης αλλά σαν ένας “κήπος” που μπορεί να μεγαλώνει ενώ κάνει τα ανθρώπινα όντα να μεγαλώνουν. Είναι η στάση που βασίζεται πάνω στην εμπειρία του ανθρώπου και της φύσης, ενωμένων μέσα σε μια μη απωθητική και, παρ’ όλ’ αυτά, λειτουργούσα τάξη. Είδαμε πως οι, κατά τα άλλα εξαιρετικά αποκλίνουσες, παραδόσεις της διανόησης συγκλίνουν πάνω στην ιδέα αυτή: Η φιλοσοφική αντίθεση κατά της αρχής της απόδοσης. τα Ορφικά και Ναρκισσιστικά αρχέτυπα. η αισθητική σύλληψη.
Το χτυπητό παράδοξο ότι, ο ναρκισσισμός, που συνήθως είναι αντιληπτός σαν εγωιστικό αποτράβηγμα από την πραγματικότητα, εδώ συνδέεται με την ενότητα προς το σύμπαν, αποκαλύπτει το νέο βάθος της αντίληψης: Πέρα από κάθε ανώριμο αυτοερωτισμό, ο ναρκισσισμός σημαίνει μια θεμελιακή συγγένεια με την πραγματικότητα που μπορεί να παραγάγει μιαν ολοκληρωτική υπαρξιακή τάξη. Με άλλα λόγια, ο ναρκισσισμός μπορεί να περιέχει το σπέρμα μιας διαφορετικής αρχής της πραγματικότητας: Η λιμπιντική κάθεξη του εγώ (το ίδιο το σώμα κάποιου) μπορεί να γίνει η πηγή και η δεξαμενή για μια νέα λιμπιντική κάθεξη του αντικειμενικού κόσμου –μετασχηματίζοντας αυτόν τον κόσμο σε έναν νέο τρόπο του είναι.
Η ζωή του Νάρκισσου είναι η ζωή της ομορφιάς κι η ύπαρξή του είναι ονειροπόλημα. Οι εικόνες αυτές αναφέρονται στην αισθητική διάσταση σαν τη διάσταση εκείνη μέσα στην οποία η δική τους αρχή της πραγματικότητας πρέπει να αναζητηθεί και να επικυρωθεί.
Η δικιά μας τοποθέτηση –χωρίς να θεωρούμε τη γνώμη μας “τεχνοκριτική” –σχετικά με τον τίτλο του άρθρου και κυρίως τον τίτλο του εξωφύλλου είναι –μετά από μια σειρά σκέψεων– ότι θα ήταν προτιμότερο αντί του:
“Ο πολιτισμός της Παρακμής” στην εποχή
του τίποτα,
του ναρκισσισμού
και της επιδειξιομανίας
να αποδοθεί σε:
“Πολιτισμός της υπερ-ακμής –υπεροχής– στην εποχή του ‘ΟΛΑ’, του μαζοχισμού και του σαδισμού”.
*ΟΙ ΡΙΖΟΨΑΧΤΕΣ:
ψευδώνυμο των: Πέτρου Πέτρου και Στέλλας Χατζηπαναγιώτου
Ιούνιος 2004