Αρχική » ” Οι ριζοψάχτες”: Αι Ελλάδαι – Η ηθική της αισθητικής και η αισθητική της ηθικής

” Οι ριζοψάχτες”: Αι Ελλάδαι – Η ηθική της αισθητικής και η αισθητική της ηθικής

από Άρδην - Ρήξη

των Π.Πέτρου-Σ.Χατζηπαναγιώτου, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005

2004 του δι­μη­νιαί­ου πε­ριο­δι­κού Άρ­δην το άρ­θρο του Κρ. Λας, Η κουλ­τού­ρα του Ναρ­κισ­σι­σμού –ή μάλ­λον α­πό­σπα­σμα α­πό το ο­μώ­νυ­μο βι­βλί­ο του συγ­γρα­φέ­α– και θε­ω­ρή­σα­με υ­πο­χρέ­ω­σή μας να υ­πεν­θυ­μί­σου­με στους συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­δι­κού, αλ­λά και στους α­να­γνώ­στες του, τη διά­κρι­ση που ε­πι­βάλ­λε­ται σ’ ε­κεί­νες τις πε­ρι­πτώ­σεις κα­τά τις ο­ποί­ες, α­να­φορές στη Μυ­θο­λο­γί­α –πό­σο μάλ­λον στην Ελ­λη­νι­κή– γί­νο­νται με έ­ναν τρό­πο ερ­μη­νευ­τι­κής σύν-χυ­σης.

Ό­πως και στο ε­ξώ­φυλ­λο του πε­ριο­δι­κού, έ­τσι και στο α­πό­σπα­σμα που ε­πι­λέ­χθη­κε –α­πό το βι­βλί­ο του Κρ. Λας, Η κουλτούρα του Ναρ­κισ­σι­σμού– χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο συ­γκε­κρι­μέ­νος πο­λι­τι­σμός, δη­λα­δή ε­κεί­νος ο πα­ρά­γω­γος στους κόλ­πους της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας και της ο­μο­γε­νο­ποί­η­σης, ως ο πο­λι­τι­σμός της πα­ρακ­μής στην ε­πο­χή του τί­πο­τα, του ναρ­κισ­σι­σμού, της ε­πι­δει­ξιο­μα­νί­ας. Και σε ό­τι α­φο­ρά στο Nihil του μη­δε­νι­σμού και του τί­πο­τα, α­παι­τεί­ται ί­σως μια άλ­λη α­νά­λυ­ση που δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος. Αλ­λά σε ό­τι α­φο­ρά συ­γκε­κρι­μέ­να στον ό­ρο-χα­ρα­κτη­ρι­σμό “ναρ­κισ­σι­σμός” χρειά­ζε­ται ί­σως μια διευ­κρί­νι­ση, η ο­ποί­α θα έ­χει ως punto di riferimento έ­ναν α­πό τους βα­σι­κό­τε­ρους ρι­ζο­σπά­στες στο­χα­στές της με­τα-ρο­μα­ντι­κής, α­ντι-νε­ω­τε­ρι­κής σκέ­ψης, ε­κεί­νης της πε­ριό­δου της ι­στο­ρί­ας που θε­ω­ρεί­ται “Η Ά­νοι­ξη της σύγ­χρο­νης ου­το­πι­κής συ­νεί­δη­σης”. Μι­λά­με βέ­βαια για το ’68 και ο­πωσ­δή­πο­τε για τον H. Marcuse. Ξα­να­γυ­ρί­ζο­ντας λοι­πόν, με α­φορ­μή την α­νά­γνω­ση αυ­τού του άρ­θρου, σε μια εκ νέ­ου α­νά­γνω­ση του βι­βλί­ου του “Έ­ρως και Πο­λι­τι­σμός”, στα­θή­κα­με ι­διαί­τε­ρα στο ό­γδο­ο κε­φά­λαιο, μέ­σα στο ο­ποί­ο πραγ­μα­τεύ­ε­ται, α­να­λύ­ει, ερ­μη­νεύ­ει, και εν τέ­λει, δια­κρί­νει τους δύ­ο τύ­πους του πο­λι­τι­σμού αυ­τού, δη­λα­δή του κυ­ρί­αρ­χου της α­πώ­θη­σης και της α­πό­δο­σης κι ε­κεί­νου του ου­το­πι­κού της μη α­πώ­θη­σης και μη α­πό­δο­σης. Πα­ρα­κά­τω νοιώ­θου­με την ε­πι­θυ­μί­α να μνη­μο­νεύ­σου­με κά­ποιες α­πό τις σκέ­ψεις του, με α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το ό­γδο­ο κε­φά­λαιο:

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Ο­ΓΔΟ­Ο
Οι μορ­φές του Ορ­φέ­α και του Νάρ­κισ­σου

Η προ­σπά­θεια να σχε­διά­σει κα­νέ­νας έ­να θε­ω­ρη­τι­κό οι­κο­δό­μη­μα του πο­λι­τι­σμού πέ­ρα α­πό την αρ­χή της α­πό­δο­σης εί­ναι με αυ­στη­ρή έν­νοια “πα­ρά­λο­γη”. Ο λό­γος εί­ναι η λο­γι­κό­τη­τα της αρ­χής της α­πό­δο­σης. Α­κό­μα και στη χρο­νι­κή αρ­χή του Δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, πο­λύ πριν θε­σμο­θε­τη­θεί η αρ­χή αυ­τή, ο λό­γος ο­ρι­ζό­ταν σαν έ­να όρ­γα­νο πε­ριο­ρι­σμού της κα­τα­πί­ε­σης των εν­στί­κτων. η πε­ριο­χή των εν­στί­κτων, η αι­σθη­τι­κό­τη­τα, περ­νού­σε για αιώ­νια ε­χθρι­κή και βλα­βε­ρή για τη λο­γι­κή. Οι κα­τη­γο­ρί­ες με τις ο­ποί­ες η φι­λο­σο­φί­α α­ντι­λή­φθη­κε την αν­θρώ­πι­νη ύ­παρ­ξη έ­χουν δια­τη­ρή­σει τη σύν­δε­ση με­τα­ξύ λό­γου και κα­τα­πί­ε­σης: Ο­τι­δή­πο­τε α­νή­κει στη σφαί­ρα της αι­σθη­τι­κό­τη­τας, της η­δο­νής, της ορ­μής, έ­χει τη χροιά ό­τι εί­ναι α­ντα­γω­νι­στι­κό προς τον λό­γο – ό­τι εί­ναι κά­τι που πρέ­πει να υ­πο­τα­χθεί, να πε­ριο­ρι­στεί.

Παρ’ όλ’ αυ­τά, η κυ­ριαρ­χί­α της α­πω­θη­τι­κής λο­γι­κής (θε­ω­ρη­τι­κής και πρα­κτι­κής) δεν ή­ταν πο­τέ πλή­ρης: Το μο­νο­πώ­λιό της πά­νω στο ε­πι­στη­τό δεν ή­ταν πο­τέ α­να­ντίρ­ρη­το. Ό­ταν ο Φρό­υ­ντ υ­πο­γράμ­μι­σε το θε­με­λια­κό γε­γο­νός ό­τι η φα­ντα­σί­α δια­τη­ρεί μιαν α­λή­θεια που εί­ναι α­συμ­βί­βα­στη με τον λό­γο, α­κο­λού­θη­σε μια μα­κρό­χρο­νη ι­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση. Η φα­ντα­σί­α εί­ναι γνω­στι­κή ε­φό­σον συ­ντη­ρεί την α­λή­θεια της Με­γά­λης Άρ­νη­σης ή, θε­τι­κά, ε­φό­σον προ­στα­τεύ­ει ε­νά­ντια σ’ ό­λον τον λό­γο, τις βλέ­ψεις για την α­κέ­ραι­η πλή­ρω­ση του αν­θρώ­που και της φύ­σης που α­πω­θού­νται α­πό τον λό­γο. Στην πε­ριο­χή της φα­ντα­σί­ας, οι πα­ρά­λο­γες ει­κό­νες της ε­λευ­θε­ρί­ας γί­νο­νται έλ­λο­γες και το “κα­τώ­τε­ρο βά­θος” της ι­κα­νο­ποί­η­σης των εν­στί­κτων παίρ­νει μια νέ­α α­ξιο­πρέ­πεια. Ο πο­λι­τι­σμός της αρ­χής της α­πό­δο­σης κά­νει την τε­λευ­ταί­α να υ­πο­κλι­θεί μπρο­στά στις πα­ρά­ξε­νες α­λή­θειες που η φα­ντα­σί­α κρα­τά ζω­ντα­νές στη λα­ο­γρα­φί­α και το πα­ρα­μύ­θι, στη λο­γο­τε­χνί­α και την τέ­χνη. οι α­λή­θειες αυ­τές έ­χουν ερ­μη­νευ­θεί ό­πως ται­ριά­ζει κι έ­χουν βρει τη θέ­ση τους στον λα­ϊ­κό και τον α­κα­δη­μα­ϊ­κό κό­σμο. Αλ­λά η προ­σπά­θεια να α­ντλη­θεί α­πό αυ­τές το πε­ριε­χό­με­νο μιας έ­γκυ­ρης αρ­χής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που να ξε­περ­νά την ε­πι­κρα­τού­σα, έ­χει μεί­νει τέ­λεια α­τε­λέ­σφο­ρη.

Ει­δι­κώ­τε­ρα, α­να­ζη­τά­με τους “ή­ρω­ες του πο­λι­τι­σμού” που ε­πέ­μει­ναν στη φα­ντα­σί­α, συμ­βο­λί­ζο­ντας τη στά­ση και τις πρά­ξεις που κα­θώ­ρι­σαν τη μοί­ρα της αν­θρω­πό­τη­τας. Και ε­δώ, στην α­φε­τη­ρί­α, α­ντι­με­τω­πί­ζου­με το γε­γο­νός πως ο ε­πι­κρα­τέ­στε­ρος ή­ρω­ας εί­ναι ο πο­λυ­μή­χα­νος (και βα­σα­νι­ζό­με­νος) α­ντάρ­της κα­τά των θε­ών που δη­μιουρ­γεί πο­λι­τι­σμό πλη­ρώ­νο­ντας με συ­νε­χή πό­νο. Συμ­βο­λί­ζει την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα, την α­κα­τά­παυ­στη προ­σπά­θεια για ε­πι­βο­λή πά­νω στη ζω­ή, αλ­λά μέ­σα στην πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τά του, η ευ­λο­γί­α και η κα­τά­ρα, η πρό­ο­δος κι ο μό­χθος εί­ναι α­ξε­χώ­ρι­στα συ­νυ­φα­σμέ­νες. Ο Προ­μη­θέ­ας εί­ναι ο αρ­χέ­τυ­πος ή­ρω­ας της αρ­χής της α­πό­δο­σης.

Αν ο Προ­μη­θέ­ας εί­ναι ο ή­ρω­ας του μό­χθου, της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και της προ­ό­δου δια­μέ­σου της α­πώ­θη­σης, τό­τε τα σύμ­βο­λα μιας άλ­λης αρ­χής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θούν στον α­ντί­θε­το πό­λο. Ο Ορ­φέ­ας και ο Νάρ­κισ­σος α­ντι­προ­σω­πεύ­ουν μια πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα. Αυ­τοί δεν έ­γι­ναν ή­ρω­ες του Δυ­τι­κού κό­σμου: Η δι­κιά τους ει­κό­να εί­ναι η ει­κό­να της χα­ράς και της πλή­ρω­σης. η φω­νή τους εί­ναι ε­κεί­νη που δεν δια­τά­ζει αλ­λά τρα­γου­δά­ει. η χει­ρο­νο­μί­α τους ε­κεί­νη που προ­σφέ­ρει και δέ­χε­ται. η πρά­ξη τους ε­κεί­νη που εί­ναι ει­ρή­νη και τερ­μα­τί­ζει την ερ­γα­σί­α της κα­τά­κτη­σης. η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση α­πό τον χρό­νο που φέρ­νουν, ε­κεί­νη που ε­νώ­νει τον άν­θρω­πο με τον θε­ό, τον άν­θρω­πο με τη φύ­ση.

Admire dans Narcisse un éternel retour
Vers l’ onde ou son image offerte a son amour
Propose a sa beauté toute sa connaissance:
Tout mon sort n’ est qu’ obéissance
A la force de mon amour.
Cher CORPS, je m’abandonne a ta seule puissance
L’eau tranquille m’attire ou je me tends mes bras:
A ce vertige pur je ne résiste pas.
Que puis-je ô ma Beauté, faire que tu me veuilles?
(Paul Valery)

Το κλί­μα της γλώσ­σας αυ­τής εί­ναι ε­κεί­νο της “diminution des traces du péché originel”, – της α­νταρ­σί­ας κα­τά του πο­λι­τι­σμού του βα­σι­σμέ­νου στον μό­χθο, την κυ­ριαρ­χί­α, την α­πάρ­νη­ση. Οι ει­κό­νες του Ορ­φέ­α και του Νάρ­κισ­σου συμ­φι­λιώ­νουν τον Έ­ρω­τα και τον Θά­να­το. Υ­πεν­θυ­μί­ζουν την ε­μπει­ρί­α ε­νός κό­σμου που δεν εί­ναι στη φύ­ση του να υ­πο­τα­χθεί και να ε­λεγ­χθεί αλ­λά να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί –μια ε­λευ­θε­ρί­α η ο­ποί­α θα λύ­σει τις δυ­νά­μεις του Έ­ρω­τα που τώ­ρα εί­ναι δε­μέ­νες στις α­πω­θη­μέ­νες και α­πο­λι­θω­μέ­νες μορ­φές του αν­θρώ­που και της φύ­σης. Οι δυ­νά­μεις αυ­τές συλ­λαμ­βά­νο­νται ό­χι σαν κα­τα­στρο­φή αλ­λά σαν ει­ρή­νη, ό­χι σαν τρό­μος αλ­λά σαν ο­μορ­φιά. Αρ­κεί να α­πα­ριθ­μή­σο­υμε τις συ­γκε­ντρω­μέ­νες ει­κό­νες για να κα­θο­ρί­σο­υμε τα ό­ρια της διά­στα­σης στην ο­ποί­α εί­ναι α­φο­σιω­μέ­νες: Η λύ­τρω­ση της η­δο­νής, το στα­μά­τη­μα του χρό­νου, η α­φο­μοί­ω­ση του θα­νά­του, η σιω­πή, ο ύ­πνος, η νύ­χτα, ο πα­ρά­δει­σος –η αρ­χή του Νιρ­βά­να ό­χι σαν θά­να­τος αλ­λά σαν ζω­ή. Ο Baude­laire δί­νει την ει­κό­να ε­νός τέ­τοιου κό­σμου σε δύ­ο στί­χους:

Lα, tout, n’est qu’ ordre et beauté
Luxe, calme et volupté.

Αυ­τό εί­ναι ί­σως το μό­νο πλαί­σιο που μέ­σα του η λέ­ξη τά­ξη χά­νει την α­πω­θη­τι­κή της χροιά.

Σε α­ντί­θε­ση με τις ει­κό­νες των Προ­μη­θε­ϊ­κών η­ρώ­ων, οι ει­κό­νες του Ορ­φι­κού και Ναρ­κισ­σι­στι­κού κό­σμου εί­ναι ου­σια­στι­κά μη πραγ­μα­τι­κές και μη ρε­α­λι­στι­κές. Υ­πο­δη­λώ­νουν μιαν “α­δύ­να­τη” στά­ση και ύ­παρ­ξη. Οι πρά­ξεις των η­ρώ­ων εί­ναι κι αυ­τές “α­δύ­να­τες”, ε­φό­σον εί­ναι θαυ­μα­τουρ­γι­κές, α­πί­στευ­τες, υ­πε­ράν­θρω­πες. Παρ’ όλ’ αυ­τά, ο α­ντι­κει­με­νι­κός τους σκο­πός και η “έν­νοιά” τους δεν εί­ναι ξέ­νοι προς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. α­ντί­θε­τα, εί­ναι χρή­σι­μοι.

Αλ­λά οι Ορ­φι­κές-Ναρ­κισ­σι­στι­κές ει­κό­νες δεν με­τα­δί­νουν έ­ναν “τρό­πο ζω­ής”. εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νες στον κά­τω κό­σμο και στον θά­να­το. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι ποι­η­τι­κές, έ­να κά­τι για την ψυ­χή και την καρ­διά. Αλ­λά δεν δι­δά­σκουν κα­νέ­να “μή­νυ­μα” –ε­κτός ί­σως α­πό το αρ­νη­τι­κό μή­νυ­μα ό­τι δεν μπο­ρεί κά­ποιος να νι­κή­σει τον θά­να­το ή να ξε­χά­σει και να α­πορ­ρί­ψει το κά­λε­σμα της ζω­ής μέ­σα στον θαυ­μα­σμό της ο­μορ­φιάς.

Τέ­τοια η­θι­κά μη­νύ­μα­τα το­πο­θε­τού­νται πά­νω σε έ­να πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Ο Ορ­φέ­ας και ο Νάρ­κισ­σος συμ­βο­λί­ζουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τες ό­πως α­κρι­βώς και ο Προ­μη­θέ­ας κι ο Ερ­μής. Δέν­δρα και ζώ­α α­πα­ντούν στη γλώσ­σα του Ορ­φέ­α. η ά­νοι­ξη και το δά­σος α­πα­ντούν στην ε­πι­θυ­μί­α του Νάρ­κισ­σου.
Η Ορ­φι­κή και Ναρ­κισ­σι­στι­κή ε­μπει­ρί­α του κό­σμου αρ­νεί­ται ε­κεί­νο που συ­ντη­ρεί τον κό­σμο της αρ­χής της α­πό­δο­σης. Η α­ντί­θε­ση α­νά­με­σα στον άν­θρω­πο και τη φύ­ση, το υ­πο­κεί­με­νο και το α­ντι­κεί­με­νο, υ­περ­νι­κά­ται. Το εί­ναι εκ­φρά­ζε­ται σαν ι­κα­νο­ποί­η­ση που ε­νώ­νει τον άν­θρω­πο και τη φύ­ση, έ­τσι που η πλή­ρω­ση του αν­θρώ­που εί­ναι συ­νά­μα η πλή­ρω­ση, χω­ρίς βί­α, της φύ­σης.

Με­τά α­πό τέ­τοιες στο­χα­στι­κές προ­σεγ­γί­σεις κα­τα­λή­γου­με να θε­ω­ρού­με τον ό­ρο: “Ναρ­κισ­σι­σμός” ως μη κα­τάλ­λη­λο για να χα­ρα­κτη­ρί­σει τον πο­λι­τι­σμό της πα­ρακ­μής και της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης με δε­δο­μέ­νο ό­τι υ­πάρ­χει κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος –κα­τά τη γνώ­μη μας– και πλη­σιέ­στε­ρος σ’ ε­κεί­νη τη mentalitα, τον τρό­πο Λο­γι­κής και Ύ­παρ­ξης που ό­λοι μας πλέ­ον κα­τα­νο­ού­με ως μορ­φές α­να­βί­ω­σης, ε­πι­βί­ω­σης, κυ­ριαρ­χί­ας, ε­ξου­σί­ας, ε­πε­κτα­τι­σμού αυ­το­κρα­το­ρι­κού τύ­που και που στη γλώσ­σα της ο­μο­γε­νο­ποί­η­σης εκ­φρά­ζε­ται μέ­σα α­πό το σύ­νη­θες ε­νερ­γη­τι­κό­τα­το ρή­μα της αμε­ρι­κα­νο­βρε­τα­νι­κής δια­λέ­κτου ως fuck. Νο­μί­ζου­με ό­τι δεν χρειά­ζε­ται να α­πο­δο­θεί στα Ελ­λη­νι­κά η ε­νέρ­γεια που υ­πο­δη­λώ­νει και πο­λι­τι­σμι­κά το συ­γκε­κρι­μέ­νο ρή­μα-έμ­βλη­μα της κυ­ρί­αρ­χης κουλ­τού­ρας. Εί­ναι μάλ­λον ε­κεί­νο το πνεύ­μα που στη­ρί­ζει τό­σο γε­ρά την α­λα­ζο­νεί­α της κα­τα­να­λω­τι­κής συ­νεί­δη­σης. Μια ε­ξάλ­λου πει­στι­κή “ει­κα­στι­κή” προ­σέγ­γι­ση ε­πι­χεί­ρη­σε ο καλ­λι­τέ­χνης του ε­ξω­φύλ­λου του τεύ­χους 46 με ι­διαί­τε­ρα πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο. Σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις ο Marcuse α­να­φέ­ρε­ται ως ε­ξής:

Ό­ταν το σώ­μα δεν χρη­σι­μο­ποιού­ταν πια ό­λη την ώ­ρα σαν όρ­γα­νο ερ­γα­σί­ας, θα ξα­να­φορ­τι­ζό­ταν με σε­ξουα­λι­σμό. Η α­πώ­θη­ση την ο­ποί­α συ­νε­πά­γε­ται αυ­τή η ε­ξά­πλω­ση της λί­μπι­ντο θα εκ­δη­λω­νό­ταν πρώ­τα σε μια και­νούρ­για ε­νερ­γο­ποί­η­ση ό­λων των ε­ρω­το­γε­νών ζω­νών και, κα­τά συ­νέ­πεια, σε μιαν α­να­βί­ω­ση του προ­γε­νε­τή­σιου πο­λύ­μορ­φου σε­ξουα­λι­σμού και σε μια πτώ­ση της γε­νε­τή­σιας υ­πε­ρο­χής. Ο­λό­κλη­ρο το σώ­μα θα γι­νό­ταν α­ντι­κεί­με­νο κά­θε­ξης, πράγ­μα προ­ο­ρι­σμέ­νο για α­πό­λαυ­ση –όρ­γα­νο η­δο­νής.

Οι προ­ο­πτι­κές αυ­τές φαί­νο­νται να ε­πι­βε­βαιώ­νουν την πρό­βλε­ψη πως, η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των εν­στί­κτων μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει μό­νο σε μια κοι­νω­νί­α σε­ξουα­λι­κών μα­νια­κών –δη­λα­δή σε κα­μιά κοι­νω­νί­α. Αλ­λά το προ­τσές που μό­λις πε­ρι­γρά­φτη­κε πε­ρι­λη­πτι­κά πε­ριέ­χει, ό­χι α­πλώς μιαν α­πε­λευ­θέ­ρω­ση, αλ­λά έ­ναν με­τα­σχη­μα­τι­σμό του λί­μπι­ντο: Α­πό τον σε­ξουα­λι­σμό πε­ριο­ρι­σμέ­νο κά­τω α­πό τη γε­νε­τή­σια υ­πε­ρο­χή, σε ε­ρω­τι­κή φόρ­τι­ση ο­λό­κλη­ρης της προ­σω­πι­κό­τη­τας. Εί­ναι μια ε­ξά­πλω­ση μάλ­λον πα­ρά μια έ­κρη­ξη της λί­μπι­ντο –μια ε­ξά­πλω­ση πά­νω στις ι­διω­τι­κές και κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις που γε­φυ­ρώ­νει το χά­σμα, το δια­τη­ρού­με­νο με­τα­ξύ τους α­πό μιαν α­πω­θη­τι­κή αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Αυ­τός ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός της λί­μπι­ντο θα ή­ταν το α­πο­τέ­λε­σμα ε­νός κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού που α­πε­λευ­θέ­ρω­σε το ε­λεύ­θε­ρο παι­χνί­δι των α­το­μι­κών α­να­γκών και λει­τουρ­γιών. Με βά­ση αυ­τές τις συν­θή­κες, η ε­λεύ­θε­ρη α­νά­πτυ­ξη της με­τα­σχη­μα­τι­σμέ­νης λί­μπι­ντο πέ­ρα α­πό τους θε­σμούς της αρ­χής της α­πό­δο­σης δια­φέ­ρει ου­σια­στι­κά α­πό την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του πε­ριο­ρι­σμέ­νου σε­ξουα­λι­σμού μέ­σα στην πε­ριο­χή αυ­τών των θε­σμών. Το δεύ­τε­ρο προ­τσές α­να­τι­νά­ζει τον α­πω­θη­μέ­νο σε­ξουα­λι­σμό –η λί­μπι­ντο ε­ξα­κο­λου­θεί να φέ­ρει το ση­μά­δι της α­πώ­θη­σης και εκ­δη­λώ­νε­ται στις α­η­δια­στι­κές μορ­φές που εί­ναι τό­σο γνω­στές στην ι­στο­ρί­α του πο­λι­τι­σμού. στα σα­δι­στι­κά και μα­ζο­χι­στι­κά όρ­για α­πελ­πι­σμέ­νων μα­ζών, “α­ρι­στο­κρα­τι­κών κοι­νω­νι­κών κύ­κλων”, πει­να­σμέ­νων συμ­μο­ριών μι­σθο­φό­ρων, δε­σμο­φυ­λά­κων και φυ­λά­κων στρα­το­πέ­δων συ­γκέ­ντρω­σης. Τέ­τοια α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του σε­ξουα­λι­σμού πε­ριέ­χει μια πε­ριο­δι­κά α­να­γκαί­α διέ­ξο­δο για α­βά­στα­χτη α­πο­γο­ή­τευ­ση. ε­νι­σχύ­ει μάλ­λον πα­ρά α­δυ­να­τί­ζει τις ρί­ζες του πε­ριο­ρι­σμού των εν­στί­κτων. κα­τά συ­νέ­πεια, έ­χει κα­τά διά­φο­ρους χρό­νους χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν υ­πο­στή­ριγ­μα για κα­τα­πιε­στι­κά κα­θε­στώ­τα.

Η φύ­ση θε­ω­ρεί­ται ό­χι σαν α­ντι­κεί­με­νο κυ­ριαρ­χί­ας και εκ­με­τάλ­λευ­σης αλ­λά σαν έ­νας “κή­πος” που μπο­ρεί να με­γα­λώ­νει ε­νώ κά­νει τα αν­θρώ­πι­να ό­ντα να με­γα­λώ­νουν. Εί­ναι η στά­ση που βα­σί­ζε­ται πά­νω στην ε­μπει­ρί­α του αν­θρώ­που και της φύ­σης, ε­νω­μέ­νων μέ­σα σε μια μη α­πω­θη­τι­κή και, παρ’ όλ’ αυ­τά, λει­τουρ­γού­σα τά­ξη. Εί­δα­με πως οι, κα­τά τα άλ­λα ε­ξαι­ρε­τι­κά α­πο­κλί­νου­σες, πα­ρα­δό­σεις της δια­νό­η­σης συ­γκλί­νουν πά­νω στην ι­δέ­α αυ­τή: Η φι­λο­σο­φι­κή α­ντί­θε­ση κα­τά της αρ­χής της α­πό­δο­σης. τα Ορ­φι­κά και Ναρ­κισ­σι­στι­κά αρ­χέ­τυ­πα. η αι­σθη­τι­κή σύλ­λη­ψη.

Το χτυ­πη­τό πα­ρά­δο­ξο ό­τι, ο ναρ­κισ­σι­σμός, που συ­νή­θως εί­ναι α­ντι­λη­πτός σαν ε­γω­ι­στι­κό α­πο­τρά­βηγ­μα α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ε­δώ συν­δέ­ε­ται με την ε­νό­τη­τα προς το σύ­μπαν, α­πο­κα­λύ­πτει το νέ­ο βά­θος της α­ντί­λη­ψης: Πέ­ρα α­πό κά­θε α­νώ­ρι­μο αυ­το­ε­ρω­τι­σμό, ο ναρ­κισ­σι­σμός ση­μαί­νει μια θε­με­λια­κή συγ­γέ­νεια με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που μπο­ρεί να πα­ρα­γά­γει μιαν ο­λο­κλη­ρω­τι­κή υ­παρ­ξια­κή τά­ξη. Με άλ­λα λό­για, ο ναρ­κισ­σι­σμός μπο­ρεί να πε­ριέ­χει το σπέρ­μα μιας δια­φο­ρε­τι­κής αρ­χής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: Η λι­μπι­ντι­κή κά­θε­ξη του ε­γώ (το ί­διο το σώ­μα κά­ποιου) μπο­ρεί να γί­νει η πη­γή και η δε­ξα­με­νή για μια νέ­α λι­μπι­ντι­κή κά­θε­ξη του α­ντι­κει­με­νι­κού κό­σμου –με­τα­σχη­μα­τί­ζο­ντας αυ­τόν τον κό­σμο σε έ­ναν νέ­ο τρό­πο του εί­ναι.
Η ζω­ή του Νάρ­κισ­σου εί­ναι η ζω­ή της ο­μορ­φιάς κι η ύ­παρ­ξή του εί­ναι ο­νει­ρο­πό­λη­μα. Οι ει­κό­νες αυ­τές α­να­φέ­ρο­νται στην αι­σθη­τι­κή διά­στα­ση σαν τη διά­στα­ση ε­κεί­νη μέ­σα στην ο­ποί­α η δι­κή τους αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θεί και να ε­πι­κυ­ρω­θεί.

Η δι­κιά μας το­πο­θέ­τη­ση –χω­ρίς να θε­ω­ρού­με τη γνώ­μη μας “τε­χνο­κρι­τι­κή” –σχε­τι­κά με τον τί­τλο του άρ­θρου και κυ­ρί­ως τον τί­τλο του ε­ξω­φύλ­λου εί­ναι –με­τά α­πό μια σει­ρά σκέ­ψε­ων– ό­τι θα ή­ταν προ­τι­μό­τε­ρο α­ντί του:

“Ο πο­λι­τι­σμός της Πα­ρακ­μής” στην ε­πο­χή
του τί­πο­τα,
του ναρ­κισ­σι­σμού
και της ε­πι­δει­ξιο­μα­νί­ας
να α­πο­δο­θεί σε:
“Πο­λι­τι­σμός της υ­περ-ακ­μής –υ­πε­ρο­χής– στην ε­πο­χή του ‘Ο­ΛΑ’, του μα­ζο­χι­σμού και του σα­δι­σμού”.

*ΟΙ ΡΙ­ΖΟ­ΨΑ­ΧΤΕΣ:
ψευ­δώ­νυ­μο των: Πέ­τρου Πέ­τρου και Στέλ­λας Χα­τζη­πα­να­γιώ­του
Ιού­νιος 2004

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ