Αρχική » Ετερόφωτη διανόηση, ελληνικός πολιτισμός

Ετερόφωτη διανόηση, ελληνικός πολιτισμός

από Άρδην - Ρήξη

του Τ. Χατζηαναστασίου, από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003

Σχε­τι­κα με το βι­βλιο: «Τα Νεα Ελ­λη­νι­κα για κλα­σι­κους φι­λο­λο­γους», (εκ­δο­ση των Πα­νε­πι­στη­μι­ων Κρητης και της Χωρας των Βα­σκων, ε­πι­στη­μο­νι­κη ε­πι­μελεια: Φωτης Κα­βου­κοπου­λος, ολ­γα ο­μα­τος).
………………………………

Η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α της ελ­λη­νι­κής δια­νό­η­σης, έ­χο­ντας μορ­φω­θεί α­πο­κλει­στι­κά σχε­δόν στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη και την Α­με­ρι­κή, έ­χει υ­ιο­θε­τή­σει σε με­γά­λο βαθ­μό τη δυ­τι­κή α­ντί­λη­ψη και ο­πτι­κή γω­νί­α α­κό­μη και για την ελ­λη­νι­κή ι­στο­ρί­α και για τον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό. Σ’ αυ­τή την… πο­λι­τι­σμι­κή αλ­λο­τρί­ω­ση έ­χει συ­ντε­λέ­σει τα μέ­γι­στα και μια ι­διαί­τε­ρη πρό­σλη­ψη του μαρ­ξι­σμού-λε­νι­νι­σμού που ευ­δο­κι­μεί ε­δώ στην Ελ­λά­δα κυ­ρί­ως με­τά τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση. Πρό­κει­ται για τον «διε­θνι­σμό» των δια­νο­ου­μέ­νων μας, που βα­σι­κά παίρ­νει τη μορ­φή ε­νός ε­λι­τί­στι­κου κο­σμο­πο­λι­τι­σμού που φτά­νει συ­χνά ως την α­πόρ­ρι­ψη της πα­τρί­δας, του έ­θνους και της ελ­λη­νι­κό­τη­τας ως φα­ντα­σια­κών και μά­λι­στα α­ντι­δρα­στι­κών ι­δε­ο­λη­ψιών. Α­ξί­ζει βε­βαί­ως να ση­μειω­θεί ό­τι αυ­τή η νο­ση­ρή α­πώ­θη­ση «προς κά­θε τι ελ­λη­νι­κό στον κό­σμο αυ­τό» ου­δε­μί­α σχέ­ση έ­χει με την τα­ξι­κή αλ­λη­λεγ­γύ­η του προ­λε­τα­ρια­κού διε­θνι­σμού. Α­πλώς η ε­θε­λο­δου­λί­α και ο ρα­για­δι­σμός των ε­λίτ της χώ­ρας μας εν­δύ­θη­καν τον μαν­δύ­α του «διε­θνι­σμού» για να περ­νά­ει έ­τσι η υ­πο­τα­γή στα κε­λεύ­σμα­τα των Α­με­ρι­κα­νών και των Τούρ­κων ως «προ­ο­δευ­τι­κή» και η α­ντί­στα­ση σ’ αυ­τά ως «ε­θνι­κι­σμός». Πρό­κει­ται ε­πα­να­λαμ­βά­νω για ελ­λη­νι­κή ι­διαι­τε­ρό­τη­τα, που ό­μως α­πο­τε­λεί προ πολ­λού την κυ­ρί­αρ­χη ι­δε­ο­λο­γί­α στα ελ­λη­νι­κά πα­νε­πι­στή­μια.

Προ­ϊ­όν αυ­τής της πνευ­μα­τι­κής… με­τάλ­λα­ξης εί­ναι και ο­ρι­σμέ­να α­πο­σπά­σμα­τα του βι­βλί­ου: «Τα νέ­α ελ­λη­νι­κά για κλα­σι­κούς φι­λο­λό­γους» με ε­πι­στη­μο­νι­κό υ­πεύ­θυ­νο α­πό ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς τον Φώ­τη Κα­βου­κό­που­λο, δι­δά­σκο­ντα του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της.

Η μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή της… ε­θνι­κής μας μνή­μης

Το πρώ­το α­πό­σπα­σμα βρί­σκε­ται στη σε­λί­δα 119 και α­να­φέ­ρε­ται στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή. Εί­ναι α­πο­ρί­ας ά­ξιο πώς έ­να τό­σο μι­κρό κεί­με­νο και μά­λι­στα δή­θεν ε­πι­στη­μο­νι­κό έ­χει τό­σα λά­θη και α­να­κρί­βειες. Πα­ρα­θέ­τω: «Στα 1453 οι Τούρ­κοι πή­ραν την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Η βυ­ζα­ντι­νή αυ­το­κρα­το­ρί­α έ­σβη­σε. Η Με­γά­λη Ι­δέ­α των Ελ­λή­νων ό­μως δεν έ­σβη­σε.» Α­πό τη δια­τύ­πω­ση αυ­τή δη­μιουρ­γεί­ται η ε­ντύ­πω­ση ό­τι η «ά­σβε­στος» Με­γά­λη Ι­δέ­α εί­χε «α­νά­ψει» πριν α­πό την Ά­λω­ση, αλ­λά το ελ­λη­νι­κό δαι­μό­νιο κα­τά­φε­ρε να ε­ξα­σφα­λί­σει την καύ­σι­μη ύ­λη ώ­στε να πα­ρα­μέ­νει α­ναμ­μέ­νη και αρ­γό­τε­ρα. Η συ­νέ­χεια εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της α­ντί­λη­ψης ό­τι η Ελ­λά­δα εί­ναι μια… ι­μπε­ρια­λι­στι­κή χώ­ρα: «Πολ­λοί ή­θε­λαν τη δη­μιουρ­γί­α μιας νέ­ας βυ­ζα­ντι­νής αυ­το­κρα­το­ρί­ας». Η Με­γά­λη Ι­δέ­α βέ­βαια δεν α­φο­ρού­σε την α­να­βί­ω­ση της βυ­ζα­ντι­νής αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Σύμ­φω­να με τη βι­βλιο­γρα­φί­α, α­κό­μη και της ι­δε­ο­λο­γι­κά συγ­γε­νούς προς την πα­ρα­πά­νω ά­πο­ψη, (βλ. π.χ. Λιά­κος, Κι­τρο­μη­λί­δης, Λε­ο­ντα­ρί­της κ.ά.), η πρω­το­δια­τυ­πω­μέ­νη α­πό τον Κω­λέτ­τη Με­γά­λη Ι­δέ­α α­φο­ρά το ό­ρα­μα του ελ­λη­νι­κού ε­θνι­κι­σμού του 19ου και των αρ­χών του 20ού αι. για ε­πέ­κτα­ση του ελ­λη­νι­κού κρά­τους στα ό­ρια των ε­δα­φών ό­που ε­ξα­κο­λου­θού­σαν να υ­πάρ­χουν συ­μπα­γείς ελ­λη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί. Εί­ναι με λί­γα λό­για ο ελ­λη­νι­κός α­λυ­τρω­τι­σμός. Η δια­φο­ρά με τη δια­τύ­πω­ση του βι­βλί­ου εί­ναι εμ­φα­νής σε ό­ποιον κα­τα­λα­βαί­νει, δη­μιουρ­γεί ω­στό­σο ε­σφαλ­μέ­νες ε­ντυ­πώ­σεις. Εί­ναι άλ­λο πράγ­μα η διεκ­δί­κη­ση της Σμύρ­νης, της Θεσ­σα­λο­νί­κης, των Α­γί­ων Σα­ρά­ντα και της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης ή α­κό­μη της Κύ­πρου, των νη­σιών του α­να­το­λι­κού Αι­γαί­ου και της Κρή­της και άλ­λο πράγ­μα η διεκ­δί­κη­ση της… Εγ­γύς Α­να­το­λής, ο­λό­κλη­ρης της Μι­κράς Α­σί­ας με την Α­να­το­λί­α, ο­λό­κλη­ρης της Βαλ­κα­νι­κής και της… Με­γά­λης Ελ­λά­δας. Ό­τι υ­πήρ­χαν και αυ­τοί που ο­ρα­μα­τί­ζο­νταν έ­να νέ­ο Βυ­ζά­ντιο υ­πήρ­χαν αλ­λά δεν ή­ταν ού­τε «πολ­λοί», ού­τε το ο­ρα­μα­τί­ζο­νταν έ­τσι ό­πως νο­μί­ζουν οι συγ­γρα­φείς του βι­βλί­ου, αλ­λά ως μια διά­δο­χη κα­τά­στα­ση της Ο­θω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας σε συ­νερ­γα­σί­α και με τους Τούρ­κους. Τέ­τοιες ή­ταν οι α­πό­ψεις π.χ. του Ί­ω­να Δρα­γού­μη, ο­ρι­σμέ­νων Κων­στα­ντι­νου­πο­λι­τών κ.ά.

Αλ­λά η πα­ρα­πά­νω α­να­κρι­βής δια­τύ­πω­ση α­πο­τε­λεί πταί­σμα μπρο­στά στα λά­θη που α­κο­λου­θούν. «Η Τουρ­κί­α δεν θέ­λη­σε να δώ­σει στους Έλ­λη­νες την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και τη Σμύρ­νη. Αυ­τό α­παι­τού­σε η Συν­θή­κη των Σε­βρών το 1919». Πρώ­τον η συν­θή­κη των Σε­βρών δεν έ­γι­νε το 1919, αλ­λά το 1920. Δεύ­τε­ρον, ό­σο κι αν έ­ψα­ξα, δεν βρή­κα που­θε­νά ό­ρο της συν­θή­κης που να προ­βλέ­πει ή έ­στω να υ­παι­νίσ­σε­ται, πό­σο μάλ­λον να α­παι­τεί, την πα­ρα­χώ­ρη­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης στην Ελ­λά­δα. Τρί­τον, το 1919 δεν υ­πήρ­χε α­κό­μη Τουρ­κί­α, αλ­λά Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α με ε­πι­κε­φα­λής τον Σουλ­τά­νο ο ο­ποί­ος μά­λι­στα δια των α­ντι­προ­σώ­πων του εί­χε υ­πο­γρά­ψει τη συν­θή­κη των Σε­βρών. Η Τουρ­κί­α ως γνω­στόν γεν­νή­θη­κε μέ­σα α­πό το κί­νη­μα του Κε­μάλ, που α­πο­τέ­λε­σε για τους Τούρ­κους ε­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό πό­λε­μο. Μια μα­τιά στον σχε­τι­κό τό­μο της «Ι­στο­ρί­ας του Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους» θα αρ­κού­σε για να α­πο­φευ­χθούν και οι α­να­κρί­βειες και τα λά­θη που εί­ναι α­πα­ρά­δε­κτα για σύγ­γραμ­μα που βγαί­νει με την ευ­θύ­νη πα­νε­πι­στη­μια­κών. Ε­κτός ε­άν η «Ι­στο­ρί­α του Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους» α­πορ­ρί­πτε­ται ως «ε­θνι­κι­στι­κή», ο­πό­τε α­κό­μα και μια συν­θή­κη μπο­ρεί να έ­γι­νε ό­πο­τε νο­μί­ζου­με ε­μείς και να προ­βλέ­πει ό,τι συ­γκρα­τού­με στη μνή­μη μας α­πό τη δια­φώ­τι­ση της… ΚΝΕ.

Η τουρ­κι­κή κα­τα­γω­γή της ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής
Σε άλ­λα α­πο­σπά­σμα­τα οι υ­πεύ­θυ­νοι του βι­βλί­ου, με­τά την Ι­στο­ρί­α, δο­κι­μά­ζουν με την ί­δια… ε­πι­τυ­χί­α τις ε­πι­δό­σεις τους στη μου­σι­κο­λο­γί­α και την ε­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­α. Κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής κι ε­δώ, ό­χι η στοι­χειώ­δης, έ­στω, γνώ­ση του α­ντι­κει­μέ­νου αλ­λά η προ­κα­τά­λη­ψη. Η α­ντι­με­τώ­πι­ση των φαι­νο­μέ­νων ό­χι ως αυ­τών που εί­ναι αλ­λά ως αυ­τών που βλέ­που­με ε­μείς, μέ­σα α­πό τους πα­ρα­μορ­φω­τι­κούς φα­κούς της δυ­τι­κής α­ντί­λη­ψης για τα πράγ­μα­τα και του νε­ο­ρα­για­δι­σμού. Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, με­τά την ά­λω­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, έ­χου­με την ά­λω­ση της ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής πα­ρά­δο­σης.
Στο δω­δέ­κα­το μά­θη­μα, οι φοι­τη­τές του προ­γράμ­μα­τος «Σω­κρά­της» φτά­νουν στα Γιάν­νε­να ό­που έ­χουν την α­κού­σια α­κου­στι­κή ε­μπει­ρί­α της μου­σι­κής του μπου­ζου­κιού. Οι φοι­τη­τές πα­ρου­σιά­ζο­νται ν’ α­πο­λαμ­βά­νουν τον ή­χο αυ­τό και έ­νας απ’ αυ­τούς προ­βαί­νει στην ε­ξής εν­δια­φέ­ρου­σα πα­ρα­τή­ρη­ση: «με τέ­τοια μου­σι­κή εί­ναι σα νά­μα­στε πί­σω στην ε­πο­χή του Α­λή Πα­σά…». Οι συ­νε­πα­γω­γές εί­ναι α­να­πό­φευ­κτες: Γιάν­νε­να = Α­λή Πα­σάς = τουρ­κι­κή κουλ­τού­ρα = μπου­ζού­κι = ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή. Κα­λά, για έ­ναν ξέ­νο α­πό την Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη, αυ­τές οι ε­ντε­λώς αυ­θαί­ρε­τες έ­ως γε­λοί­ες συ­νε­πα­γω­γές εί­ναι σ’ έ­να βαθ­μό δι­καιο­λο­γη­μέ­νες. Αλ­λά ε­νώ πε­ρι­μέ­νου­με α­πό τον πο­λύ­ξε­ρο ξε­να­γό του προ­γράμ­μα­τος Μα­νό­λη να βά­λει τα πράγ­μα­τα στη θέ­ση τους, δε­χό­μα­στε έ­να α­κό­μη, εκ των έν­δον αυ­τή τη φο­ρά, η­χη­ρό χα­στού­κι: «Μά­λι­στα, πή­ρα­με πολ­λά α­πό τη μου­σι­κή των Τούρ­κων. Με­τά τη μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή, οι Έλ­λη­νες Μι­κρα­σιά­τες μου­σι­κοί που εί­χαν έρ­θει στην Α­θή­να και τη Θεσ­σα­λο­νί­κη δη­μιούρ­γη­σαν έ­να μου­σι­κό εί­δος που εί­χε σα βά­ση του την τουρ­κι­κή μου­σι­κή (sic) με το μπου­ζού­κι και τον μπα­γλα­μά». Αυ­τό κι αν εί­ναι αυ­το­γκόλ!

Τι συμ­βαί­νει; Α­πλού­στα­τα οι υ­πεύ­θυ­νοι του βι­βλί­ου προ­φα­νώς δεν τρέ­φουν κα­μί­α ε­κτί­μη­ση για την ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Η μό­νη μου­σι­κή που α­ξί­ζει τον τί­τλο της σο­βα­ρής εί­ναι προ­φα­νώς η κλα­σι­κή, ά­ντε και οι με­γά­λοι Έλ­λη­νες συν­θέ­τες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι και η πα­ρα­κά­τω στι­χο­μυ­θί­α με­τα­ξύ ε­νός ξέ­νου φοι­τη­τή και του ξε­να­γού Μα­νό­λη (σ. 272): φοι­τη­τής: «Ά­κου να δεις, οι Έλ­λη­νες ά­φη­σαν τα μπου­ζού­κια και τα κέ­ντρα δια­σκέ­δα­σης και τρέ­χουν ό­λοι στο Μέ­γα­ρο», Μα­νό­λης: «Μάλ­λον έ­τσι εί­ναι. Τε­λι­κά, ο κό­σμος δι­ψά­ει για ποιό­τη­τα, ό,τι και να λέ­με». Το σύ­μπλεγ­μα κα­τω­τε­ρό­τη­τας του «μορ­φω­μέ­νου» Έλ­λη­να σε ό­λο του το με­γα­λεί­ο. Ποιό­τη­τα έ­χει μό­νο η μου­σι­κή του Με­γά­ρου. Η ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση δεν έ­χει προ­φα­νώς κα­μί­α ποιό­τη­τα. Εί­ναι μό­νο για τους κα­θυ­στε­ρη­μέ­νους Α­να­το­λί­τες που «δεν πά­νε Μέ­γα­ρο μέ­νουν με τον παί­δα­ρο» κα­τά το γνω­στό λα­ϊ­κό ά­σμα. Α­ντί ό­μως ν’ α­φή­σουν στην η­συ­χί­α τους την ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση, που ού­τε γνω­ρί­ζουν, ού­τε α­γα­πούν, ε­πι­μέ­νουν να α­σχο­λού­νται μα­ζί της α­να­πα­ρά­γο­ντας τις προ­κα­τα­λή­ψεις των η­μι­μα­θών αρ­χο­ντοχω­ρια­τών. Τε­λι­κά ό­μως η «γυ­φτιά» πή­ρε την εκ­δί­κη­σή της: στο Μέ­γα­ρο ει­σέ­βα­λαν και τα κλα­ρί­να και τα μπου­ζού­κια και μά­λι­στα ε­κεί γιόρ­τα­σε τα ε­βδο­μή­ντα της χρό­νια η με­γά­λη κυ­ρί­α του ελ­λη­νι­κού μας τρα­γου­διού, Δό­μνα Σα­μί­ου.

Ας ξα­να­γυ­ρί­σου­με ό­μως στο βι­βλί­ο. Πρώ­τα πρώ­τα, τα Γιάν­νε­να και η Ή­πει­ρος έ­χουν μια θαυ­μά­σια και πο­λύ πλού­σια μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Οι δρό­μοι της η­πει­ρώ­τι­κης μου­σι­κής εί­ναι τό­σο πε­ρί­πλο­κοι που, για έ­ναν α­ρι­στού­χο α­θη­να­ϊ­κού ω­δεί­ου, α­πο­τε­λούν συ­νή­θως δυ­σε­πί­λυ­το γρί­φο. Σκη­νο­θε­τι­κά λοι­πόν οι συγ­γρα­φείς του α­πο­σπά­σμα­τος θα έ­πρε­πε, τι­μώ­ντας αυ­τή την πα­ρά­δο­ση, να βά­λουν τους φι­λο­ξε­νού­με­νους φοι­τη­τές να γευ­τούν αυ­τή τη μο­να­δι­κή ε­μπει­ρί­α και ν’ α­κού­σουν κλα­ρί­νο κι ό­χι μπου­ζού­κι, που προ­φα­νώς έ­χει τό­ση σχέ­ση με τα Γιάν­νε­να ό­ση και ο Αλ­βα­νός Α­λή Πα­σάς με την Τουρ­κί­α. Εί­ναι και οι δύ­ο μέ­το­χοι της αυ­τής κουλ­τού­ρας, σε πε­ρι­φε­ρεια­κή ω­στό­σο σχέ­ση μα­ζί της, ό­χι κε­ντρι­κή.

Το ρε­μπέ­τι­κο τρα­γού­δι γεν­νή­θη­κε α­πό τους Έλ­λη­νες της Μι­κράς Α­σί­ας και σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά στην ελ­λη­νι­κό­τα­τη Σμύρ­νη και την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, δια­μορ­φώ­θη­κε ω­στό­σο στην Ελ­λά­δα. Το δε πο­λύ­πα­θο μπου­ζού­κι εί­ναι έ­να ελ­λη­νι­κό μου­σι­κό όρ­γα­νο. Α­πο­τε­λεί μο­να­δι­κό ελ­λη­νι­κό φαι­νό­με­νο και δεν υ­πάρ­χει σε κα­μί­α χώ­ρα της Α­να­το­λής. Εί­ναι κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα ε­ξέ­λι­ξη του λα­ού­του και ό­χι του σάζ ή άλ­λου περ­σι­κού ή α­ρα­βι­κού ορ­γά­νου. Ε­πί τη ευ­και­ρί­α, η μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση της Α­να­το­λής έ­χει ε­πι­δρά­σει στην ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή, η βά­ση της ω­στό­σο πα­ρα­μέ­νει η ί­δια και δεν εί­ναι άλ­λη α­πό την πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νη βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρό­κει­ται για τους αρ­χαί­ους ελ­λη­νι­κούς μου­σι­κούς τρό­πους, τον δώ­ριο, τον φρύ­γιο, τον λύ­διο, που χρη­σι­μο­ποιού­νται και σή­με­ρα ί­διοι κι α­πα­ράλ­λα­κτοι α­πό τους μπου­ζου­ξή­δες έ­στω και με τα τουρ­κι­κά και α­ρα­βι­κά τους ο­νό­μα­τα χι­τζάζ, ου­σάκ, κτλ. Χι­τζάζ, για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι ο βυ­ζα­ντι­νός ή­χος πλά­γιος του δευ­τέ­ρου. Δεν εί­ναι ε­πο­μέ­νως τουρ­κι­κός. Αν συ­γκρί­νει κα­νείς μου­σι­κο­λο­γι­κά τη «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυ­ρια­κή» και τον Α­κά­θι­στο Ύ­μνο θα βρει ό­τι εί­ναι βα­σι­κά έ­να κοι­νό μο­τί­βο. Η τουρ­κι­κή ε­πί­δρα­ση υ­πάρ­χει βε­βαί­ως. Α­πο­τε­λεί ω­στό­σο πε­ρι­φε­ρεια­κή, ό­χι κε­ντρι­κή πα­ρά­δο­ση και α­πο­τυ­πώ­νε­ται κυ­ρί­ως στο τσι­φτε­τέ­λι που πι­θα­νό­τα­τα το πή­ρα­με α­πό τους Τούρ­κους, γεν­νή­θη­κε ό­μως κι αυ­τό α­πό τον με­γά­λο πο­λι­τι­σμό της Α­να­το­λής που βρή­καν οι Τούρ­κοι ό­ταν έ­φτα­σαν στην πε­ριο­χή. Η τουρ­κι­κή λοι­πόν μου­σι­κή εί­ναι αυ­τή που έ­χει ως βά­ση της την πλού­σια το­πι­κή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση της πε­ριο­χής κι ό­χι το α­ντί­στρο­φο. Οι τουρ­κι­κοί μου­σι­κοί δρό­μοι α­πο­τε­λούν δά­νεια που τα προ­σάρ­μο­σαν κι αυ­τοί δη­μιουρ­γι­κά στις δι­κές τους δια­φο­ρε­τι­κές πα­ρα­δό­σεις. Υ­πάρχει για πα­ρά­δειγ­μα η πα­ρά­δο­ση των αι­ρε­τι­κών Δερ­βή­σι­δων, των Με­βλε­βί, των ζε­ϊ­μπέ­κη­δων κ. ά., που δεν ή­ταν βέ­βαια χρι­στια­νοί αλ­λά ού­τε και Τούρ­κοι. Ας μεί­νου­με ό­μως στα δι­κά μας. Κο­ντο­λο­γίς το ρε­μπέ­τι­κο εί­ναι τό­σο α­να­το­λί­τι­κο ό­σο εί­ναι και δυ­τι­κό. Εί­ναι κά­τι σαν την ε­νό­τη­τα των α­ντι­θέ­των. Αυ­τά λοι­πόν που βρί­σκει κα­νείς γραμ­μέ­να σε ό­λα τα βι­βλί­α για τη ρε­μπέ­τι­κη μου­σι­κή, τα α­γνο­εί και τα πε­ρι­φρο­νεί ο ε­πι­στη­μο­νι­κός υ­πεύ­θυ­νος των «Ελ­λη­νι­κών για κλα­σι­κούς φι­λο­λό­γους» και συμ­φω­νεί μάλ­λον με τον Λε­ω­νί­δα Κα­βά­κο που έ­χει δη­λώ­σει πως η έλ­λει­ψη (κλα­σι­κής προ­φα­νώς) μου­σι­κής παι­δεί­ας στους Έλ­λη­νες ο­φεί­λε­ται στην ε­πί­δρα­ση της τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ο­πό­τε για να κλεί­σει ο κύ­κλος που α­νοί­ξα­με: ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή παι­δεί­α = τουρ­κο­κρα­τί­α = Α­λή Πα­σάς = Γιάν­νε­να! Με δυο πα­πού­τσια πά­νι­να. Η α­συ­ναρ­τη­σί­α σε ό­λο της το με­γα­λεί­ο.

Κα­λύ­τε­ρα να στα­μα­τή­σω ε­δώ. Θα μπο­ρού­σα να γρά­φω α­στα­μά­τη­τα. Για­τί πί­σω α­πό το πι­κρό χιού­μορ, κρύ­βε­ται μια βα­θύ­τα­τη α­γα­νά­κτη­ση και θλί­ψη για την κα­τά­ντια μας: να ντρε­πό­μα­στε γι’ αυ­τό που εί­μα­στε και ν’ α­γνο­ού­με την ι­στο­ρί­α μας και τον πο­λι­τι­σμό μας. Α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, να τα πε­ρι­φρο­νού­με. Ε­μείς πά­ντως ο­φεί­λου­με να βά­λου­με τα πράγ­μα­τα στη θέ­ση τους.


Τά­σος Χα­τζη­α­να­στα­σί­ου*
*Ο Τά­σος Χα­τζη­α­να­στα­σί­ου δι­δά­σκει ελ­λη­νι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Πα­λέρ­μο ως α­πο­σπα­σμέ­νος α­πό τη Μέ­ση Εκ­παί­δευ­ση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ