του Σ. Γουνελά, από το Άρτδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009
Πρόσφατα, σε άρθρο του, ο Νίκος Ξυδάκης, αντιδρώντας στην οικονομική κρίση που ενέσκηψε ως λαίλαπα, τόλμησε μερικές διατυπώσεις που δεν τις συναντάμε συχνά στα δημοσιογραφικά έντυπα: «Η πυραμίδα που πέφτει κλονίζει εύθραστες δοξασίες. Ακόμη και οι χειραγωγούμενες, υπνωτισμένες μάζες μπορούν να δουν τώρα ότι η τυφλή πίστη στην παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά, στην τεχνολογία, στη διαρκή σωρευτική πρόοδο είναι μια φενάκη, ένας φονταμενταλισμός με εκκοσμικευμένο μανδύα. Πίσω απο τον μανδύα της επιστήμης και του ορθολογισμού, πίσω από τις παραδοχές και τις αξιώσεις του φιλελεύθερου ανθρωπισμού, πίσω από την ουσιοκρατική πίστη ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και ικανός να ορίσει όχι μόνο τη μοίρα του αλλά και όλη τη Φύση, βρίσκεται ο προτεσταντικός καπιταλισμός.[…] Ο νεωτερικός άνθρωπος δεν θέλει να καταλάβει τον κόσμο, θέλει να τον αλλάξει· είναι ταγμένος να δρα, να κολυμπά στη vita activa, όχι να στοχάζεται. Ο μοντερνισμός, ο μαρξισμός, ο καπιταλισμός συμμερίζονται πυρηνικά αυτήν την πίστη. Και συμβαδίζουν με τη Βιομηχανική Επανάσταση, με τους παγκόσμιους πολέμους, με τη γέννηση του προλεταριάτου, με τη μαζική εξολόθρευση του προλεταριάτου, με το ολοκαύτωμα· οι ναζί και οι φασίστες λάτρευαν την αλλαγή και την πρόοδο, τον χάλυβα και το Zyklon B» (Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008).
Η σημασία αυτών των διατυπώσεων έγκειται στο ότι δεν είναι δημοσιογραφικές, αλλά θίγουν πλευρές και όψεις που αφορούν την ιστορία του ανθρώπου, εκβάλλοντας στην περίοδο των Νεωτέρων Χρόνων ή της λεγόμενης Νεωτερικότητας, κατά την οποία (περίοδο) αναδείχτηκε περισσότερο αυτό που λίγο – πολύ ονομάζεται Οικονομοκρατία. Παρά τις γνωστές και σωστές αναλύσεις του Μαξ Βέμπερ για τη σύνδεση μιας μορφής του Χριστιανισμού (του Προτεσταντισμού) με τον Καπιταλισμό, φαίνεται πως πολλούς αιώνες πρίν, στην Ιταλία, είχε αναπτυχθεί μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, που δεν είχε φτάσει στις μετέπειτα επεξεργασμένες-καλλιεργημένες και “πολιτισμένες” όψεις της οικονομικής ανάπτυξης (αν τις θεωρήσουμε τέτοιες). Ωστόσο, φαίνεται πως προώθησαν μια πρώτη και λίγο πρωτόγονη, αν θέλετε, μορφή εμπορίου, που εξελίχθηκε σύντομα σε τραπεζικό σύστημα (βλ. Carlo Cipolla, Τρείς Απίθανες Ιστορίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1996). Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι πρώτες οικονομικές δραστηριότητες συχνά εναλλάσσονταν με ληστρικές παρόμοιες, με βεντέτες, με συγκρούσεις ανάμεσα σε φατρίες και οικογένειες, και με άλλα τέτοια, όπου φαίνεται πως κυρίαρχο στοιχείο είναι η επιβολή του πιο ισχυρού αλλά και η λυσσαλέα επιδίωξη να επικρατήσει η τάδε φατρία έναντι της δείνα, και ούτω καθεξής. Επειδή αυτά συμβαίνουν ανάμεσα στον δυτικό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, θα πρέπει να μας απασχολήσει η πνευματική διάσταση ή τα κύρια χαρακτηριστικά του πρώτου και της δεύτερης, οι διαφορές τους, καθώς και το στοιχείο που χαρακτηρίζει το πέρασμα απο τον ένα στην άλλη. Αυτό που αδυνατίζει στο πέρασμα αυτό είναι η θεϊκή διάσταση, όπως κι αν συλλαμβανόταν αυτή κι όπως κι αν την παρουσίασε η ρήξη ή το σχίσμα ανάμεσα στον Καθολικισμό και την προτεσταντική ανταρσία. Σταδιακά δηλαδή, και ήδη από τον Μεσαίωνα, έρχεται στο προσκήνιο ο άνθρωπος, προωθείται η αποστασιοποίηση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Ο Θεός ολοένα υψώνεται και σαν να αποχωρίζεται και από τον ίδιο τον Χριστό Χριστός ανθρωποποιείται όλο και περισσότερο, δίνεται έμφαση στην ανθρώπινη φύση του και αυτή η κατάσταση ετοιμάζει το νέο είδος ανθρώπου που εγκαθιδρύεται με τον Λούθηρο: τον άνθρωπο-άτομο, με ελεύθερη συνείδηση και με δυνατότητα πια, απαλλαγμένος απο παράδοση και πνευματική ιστορία, να (ξανα)έρθει σε σχέση με τον Θεό και να συνεχίσει την επίγεια ζωή του.
Αυτό το σχήμα έρχεται και σμίγει με την επιστροφή στην αρχαία Ελλάδα που πραγματοποιεί η Αναγέννηση. Από εκεί που έχουμε στο βάθος της χριστιανικής ιστορίας και στο κέντρο τον Θεάνθρωπο, τώρα, με τη βοήθεια των προ Χριστού αρχαιοελλήνων, βάζουμε στο κέντρο τον ανθρωπόθεο. Το κύριο γνώρισμα αυτού του ανθρωπόθεου είναι η ισχύς, είναι η δύναμη, είναι η κυριαρχία πάνω σε οτιδήποτε δημιουργημένο (κτίση), σε οτιδήποτε φυσικό, που όμως, από κοντά ή από μακριά, έφερε τη σφραγίδα του εκ Θεού δημιουργημένου.
Από τη στιγμή που ο ανθρωπόθεος αυτός συνδέει την καταξίωσή του στον νέο κόσμο με την εργασία και τις εξ αυτής απολαβές, προωθείται, ως κύριο στοιχείο στην οργάνωση της κοινωνίας αλλά και στην εξέλιξή της, η οικονομική δύναμη. Στην αρχή, αυτό γίνεται με τον Καλβινισμό, που συνδέει την κατάσταση του Χριστιανού ανθρώπου με την ενδοκόσμια άσκηση. Καθώς ο άνθρωπος αυτός, κατά τον Καλβίνο, είναι σχεδόν καταδικασμένος από τον Θεό, ένας αμαρτωλός προορισμένος να χαθεί, δεν του μένει, αν θέλει να βρει μια κάποια υποτυπώδη ελπίδα σωτηρίας, παρά να εργάζεται προς δόξαν Θεού, οποιαδήποτε εργασία κι αν κάνει, να δουλεύει, να προσεύχεται και φυσικά να συγκεντρώνει χρήματα, να αποταμιεύει. Από κει και πέρα, ο κόσμος, ο θεωρούμενος πολιτισμένος δυτικοευρωπαϊκός, γλιστράει στην Οικονομοκρατία, παρ’ όλο που είμαστε ακόμη αρκετά μακριά από την “Οικονομία της Αγοράς”. Η κατάσταση αυτή, που συνδυάζεται βέβαια με τη βιομηχανική έκρηξη, την επέλαση της μηχανής και την εγγλέζικη κλωστοϋφαντουργία (που δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς την καταπληκτική ποιότητα αγγλικού μαλλιού από τη μία, και την αποικιοκρατία από την άλλη), ανάγκασε τον Μαρξ, πιο πολύ στα Χειρόγραφα του 1844 παρά στο Κεφάλαιο, να αναλύσει την οικονομοκρατία-πλουτοκρατία και να μιλήσει για τη μετατροπή του ανθρώπου σε εμπόρευμα, σε πράγμα. Τον καιρό εκείνο, ο Μαρξ τελεί μεταξύ άλλων και υπό την επίδραση του Σαίξπηρ και γι’ αυτό τα “Χειρόγραφα” περιέχουν και πλευρές λιγότερο οικονομίστικες. Έτσι, σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, η βασική θέση είναι η “διαστροφή” της ανθρώπινης φύσης μέσω του χρήματος ή του πλούτου (θέση που θα μπορούσε να απηχεί ανάλογες πατερικές θέσεις αν τις γνώριζε, πράγμα που δεν συνέβη). Από τότε μέχρι σήμερα, θα τολμούσα να πω ότι η θέση αυτή εδραιώθηκε στον κόσμο και δεν νοείται πρόοδος πολιτισμού χωρίς ΧΡΗΜΑ στο κέντρο, χωρίς συναλλαγές (καθαρές ή ακάθαρτες). Μάλιστα, ύστερα από τη σύγκρουση καπιταλισμού – κομμουνισμού (μέσω Μαρξ), που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην επικράτηση της κεφαλαιοκρατίας στις μέρες μας, ολοένα και περισσότερο οι κοινωνίες παρουσιάζονται πεδουκλωμένες στην οικονομοκρατία και στη “διαστροφή” που επισύρει. Εδώ βρίσκεται το θεμέλιο των κρίσεων που εμφανίζονται κάθε τόσο, και που σήμερα, που η οικονομοκρατία επιδεινώθηκε μέσω οικονομίας της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης, προσβάλλει τους πάντες, μικρές και μεγάλες χώρες, και φυσικά ακόμη περισσότερο τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες. Όσο υπάρχει ενεργητικά η “διαστροφή”, που προανέφερε και που εντόπισε ο Μαρξ, δεν αλλάζει τίποτα. Μόνο μια ριζική ανατροπή του οικονομοκρατικού “συστήματος” (αν μπορούμε ακόμη να λέμε “σύστημα” μια απολύτως αναρχούμενη, ανήθικη και ασύδοτη κατάσταση) μπορεί να σημάνει αλλαγή των δεδομένων. Αυτό δεν μπορεί να ξεκινήσει παρά περιφερειακά. Μακριά από τα κέντρα οικονομοκρατίας και μόνο αν αντιστραφεί η εκτίμηση αξίας προσώπων και πραγμάτων. Όταν το κοριτσάκι που ακολουθεί τη διαδικασία μανεκέν-τραγουδίστρια-σταρ γίνεται εκατομμυριούχος στα είκοσί της χρόνια και ιδιοκτήτρια αλυσίδας καταστημάτων μόδας και καλλυντικών, με εκατομμύρια δολλάρια τζίρο, για ποια ρύθμιση της Οικονομίας θα γίνει λόγος; Η Οικονομία αυγατίζει πάνω σε άχρηστα, ανούσια και ανόητα προϊόντα και συνήθειες. Η κατάσταση που περιέγραψα είναι πολύ πιο ζοφερή. Δεν φαίνεται όμως, γιατί υπάρχει η βιτρίνα, η οποία εξαπατά, ανάμεσα στη διογκωμένη επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου και στα εκατομμύρια άχρηστων αντικειμένων που παράγονται αδιάκοπα και καταστροφικά, ενώ, την ίδια στιγμή, η κοινωνική υποκρισία μιλά για “αειφόρο ανάπτυξη”. Αν δεν συγκρουστεί ο άνθρωπος με τον ψεύτικο εαυτό του, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Είναι καιρός να βγούμε από τη νάρκη και την ύπνωση.
Ο Σωτήρης Γουνελάς είναι ποιητής-συγγραφέας