του Ν. Κοκόβλη, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Μια μέρα του 1919 οι καρδιές των Ελλήνων της Ιωνίας σκίρτησαν. Η αγκούσα της οθωμανικής κυριαρχίας, που τους βάραινε, εξαφανίστηκε.
Οι καμπάνες ήχησαν χαρμόσυνα. Οι άνθρωποι ύψωσαν ελληνικές σημαίες και ξεχύθηκαν στους δρόμους. Πανηγυρίζουν και τραγουδούν:
Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας
Βενιζέλε μας πατερά της φυλής
Ζήτω ζήτω η λευτεριά, ζήτω κι ο Λευτέρης
Τι είχε συμβεί; Ο Βενιζέλος επέστρεφε από την Ευρώπη κρατώντας στο χαρτοφυλάκιο του τη “Συνθήκη των Σεβρών”, μια διεθνή συμφωνία που παραχωρούσε στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος των παραλίων της Μικράς Ασίας και ο ελληνικός στρατός έφθανε στη Σμύρνη, σαν απελευθερωτής. Ζήτω ζήτω η λευτεριά, λοιπόν, ένα όνειρο του επί αιώνες υπόδουλου ελληνισμού της Μικρός Ασίας έγινε πραγματικότητα. Δυστυχώς όμως, για πολύ λίγο. Μόνο για τρία χρόνια. Τον Σεπτέμβρη του ’22 ήρθε η καταστροφή. Όσοι πρόλαβαν και γλίτωσαν από τη χαντζάρα των Τούρκων, πήραν τον δρόμο της φυγής. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι σφαγιάστηκαν και άλλοι τόσοι γλίτωσαν με την ψυχή στο στόμα.
Παιδί δύο χρονώ τότε, δεν ήμουν σε θέση να τυπώσω στο μυαλό μου κείνο το μεγάλο δράμα. Το μόνο καταγράφηκε στην πιο ακρινή γωνιά της μνήμης και έμενε αφού το άκουα να επαναλαμβάνεται στις διηγησεις, ήταν οι απεγνωσμένες κραυγές των διαλυμένων οικογενειών -που τα μέλη τους άλλα χάθηκαν, άλλα σφάχτηκαν κι άλλα βάδιζαν μαζί μας- τα θλιμμένα πρόσωπα, οι φορτωμένοι άνθρωποι με μπόγους στην πλάτη και τα μικρά παιδιά στην αγκαλιά να κλαίνε. Εμένα με κρατούσε ο πατέρας μου και την εξάμηνη αδελφή μου, την Παγώνα, η μητέρα. Και βαδίζαμε. Βαδίζαμε τρεις νύχτες να φτάσουμε στα παράλια ξέπνοοι, νηστικοί και διψασμένοι…
Και αν έλειπε ο Μαύρος Καβαλάρης, ο Νικόλαος Πλαστήρας που πρόβαλε αντίσταση με το ηρωικό σύνταγμά του, και καθυστέρησε την προέλαση των Τούρκων, ίσως δεν θα γλίτωνε κανείς. Στην απόγνωσή τους πολλοί καταριόνταν: Ας όψονται οι αίτιοι. Και αίτιους -όπως μου εξήγησε αργότερα ο πατέρας- θεωρούσαν κατά πρώτο την “καταραμένη Δεξιά” της εποχής εκείνης: το Λαϊκό Κόμμα και το Παλάτι. Και δεύτερο, τους Αγγλο-γάλλους συμμάχους που έσπρωξαν στην καταστροφή. Οι Γερμανοί, βγαίνοντας ηττημένοι από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγα μπορούσαν να κάνουν σ’ αυτή την περίπτωση. Όμως αυτοί ήταν που πρώτοι άρχισαν να οργανώνουν το τούρκικο στοιχείο και να το στρέφουν κατά των γκιαούρ -των άπιστων- γιατί ήθελαν να εκτοπίσουν τους Έλληνες που κατείχαν τα οικονομικά σκήπτρα στην περιοχή, για να μπορέσουν ύστερα αυτοί, μέσω της Μικρός Ασίας, να ανοίξουν δρόμο προς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής.
Μα πώς έγινε και από νικητές βγήκαμε ηττημένοι; Σύμφωνα με την άποψη του πατέρα, η Δεξιά έριξε τον Βενιζέλο, κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενη πως θα φέρει ειρήνη στον τόπο. Και όταν έγινε κυβέρνηση, αντί για ειρήνη, αντί να φέρει στρατό στα παράλια να φυλάξει τα εδάφη που μας είχαν παραχωρηθεί, δήλωσε κοφτά και με ώθηση των Αγγλογάλλων: “Εμείς θα πάμε τους Τούρκους στην Κόκκινη Μηλιά”. Και άρχισε μια εκστρατεία -με επικεφαλής τον άκαπνο διάδοχο Κωνσταντίνο- στα βάθη της Μικράς Ασίας, αποκόπηκε ο ελληνικός στρατός από τις πηγές στήριξης και ανεφοδιασμού του και τον κυνήγησε ο αντάρτικος στρατός του Κεμάλ, που τον ενίσχυσαν οι πάντες -από τον Λένιν που θεώρησε ότι η επίθεση των Ελλήνων στα βάθη της Ασίας αποτελεί κατακτητικό πόλεμο, έως τον Έλληνα Μποδοσάκη που του πουλούσε πυρομαχικά- βλέπεις το χρήμα δεν έχει πατρίδα… Την κρίσιμη δε στιγμή, τα έντυπα της Δεξιάς, όπως η Καθημερινή του Γ. Βλάχου, έριχναν το σύνθημα: “Οίκαδε”, δηλαδή “πίσω στα σπίτια μας”… Γι’ αυτό οι Μικρασιάτες πρόσφυγες λάτρεψαν τον Πλαστήρα που έσωσε όσους μπόρεσε.
Μόλις έφθασε ο τούρκικος στρατός στη Σμύρνη -το μεγαλύτερο τότε εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου- έβαλε φωτιά απ’ τη μια άκρη της πόλης, σκότωνε άντρες, ξεκοίλιαζε γυναίκες, έσφαζε παιδιά, από την άλλη ο πληθυσμός κατέβαινε αλαφιασμένος στο λιμάνι για να σωθεί. Σκηνές αλλοφροσύνης ακολούθησαν. Πολλοί έπεφταν στη θάλασσα και, κολυμπώντας, έφταναν στα πλοία του αγγλο-γαλλικού στόλου που ήταν αγκυροβολημένα. Μα-όπως μαθεύτηκε-καθώς έκαναν να ανεβούν, οι Άγγλοι ναύτες τους έκοβαν με το τσεκούρι
τα χέρια κι έπεφταν πάλι στη θάλασσα. Οι στόλαρχοι μπορούσαν, αν ήθελαν, να απειλήσουν τους Τούρκους και να σταματήσουν τη σφαγή. Δεν το έκαναν, είχαν αυστηρή εντολή να μην παραλάβουν κανέναν, να μη βοηθήσουν τον σφαγιαζόμενο πληθυσμό.
0 Νουρεντίν πασάς που κατέλαβε τη Σμύρνη κάλεσε σε τραπέζι τον Γάλλο διοικητή του στόλου. Ο τελευταίος τούτος καθυστέρησε στο ραντεβού. Και δικαιολογήθηκε πως η άκατος του φταίει για την καθυστέρηση. Η προπέλα της μπερδευόταν στα πτώματα που επέπλεαν… Κυνική ομολογία, που φανερώνει την έκταση της σφαγής.
Ο Νίκος Κοκοβλης ήρθε δύο χρονώ από τη Μικρά Ασία και μεγάλωσε στα Χανιά. Η γερμανική κατοχή τον βρίσκει φοιτητή στην Αθήνα. Από την πρώτη στιγμή συμμετέχει στους φοιτητικούς πυρήνες Αντίστασης. Τον Ιούνιο του ’41 κατεβαίνει στα Χανιά και συνδέεται με το ΚΚΕ. Αγωνίζεται ως στέλεχος του ΕΑΜ (μέλος της Επιτροπής Πόλης) και μετά την απελευθέρωση εκλέγεται γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Χανίων. Τον Οκτώβρη του 1946 συλλαμβάνεται, αλλά αφήνεται ελεύθερος ύστερα από κινητοποιήσεις των εργατών. Το 1947 περνάει στην παρανομία και βγαίνει στο βουνό, όπου γνωρίζεται με την Αργυρώ. Με τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, το 1949, και μέχρι το 1962, που δραπέτευσε στο εξωτερικό, είναι μαζί με την Αργυρώ υπεύθυνοι των παράνομων οργανώσεων στο νομό.
Η Αργυρώ Πολυχρονάκη-Κοκοβλη από·τη Δρακώνα Κυδωνιάς συμμετέχει στην Αντίσταση οργανωμένη στην ΕΠΟΝ. Το 1947 συλλαμβάνεται και κρατείται στη φυλακή. Αποφυλακίζεται ελλείψει στοιχείων. Αρχές του 1948 βγαίνει στο βουνό κι εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό. 0 Νίκος και η Αργυρώ γνωρίστηκαν στα βουνά. Τις τύχες τους τις ένωσαν μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, όταν από το 1950 ανασυγκροτούν και καθοδηγούν τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ στην πόλη. Μένουν καταδιωκόμενοι και επικηρυγμένοι μέχρι το 1962 (16 χρόνια) που δραπέτευσαν κρυφά στο εξωτερικό μαζί με τέσσερις ακόμα συντρόφους τους. ύστερα από εντολή της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Μετά έξι μηνών περιπέτειες έφθασαν στη Σοβιετική Ένωση όπου έζησαν 14 χρόνια. Επαναπατρίστηκαν το 1976. Ο Νίκος είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και η Αργυρώ Κοινωνικών Επιστημών και Δημοσιογραφίας.
Έχουν ακόμα γράψει από κοινού τα βιβλία: Βάσανα και καημοί, Στα βουνά της Κρήτης και στην παρανομία, ΕΣΣΔ. Προσδοκίες και πραγματικότητα, Μνήμες που ποτέ δεν σβήνουν.
Από το τελευταίο βιβλίο τους δημοσιεύουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.