Αρχική » Η φθορά του βυζαντινού κοινοτικού πνεύματος

Η φθορά του βυζαντινού κοινοτικού πνεύματος

από Άρδην - Ρήξη

του Σερ έντουιν Πήαρς, από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004

[ ] Ε­πι της Μα­κε­δο­νι­κης δυ­να­στεί­ας –δη­λα­δή α­πό το 867 ως το 1057– η αυ­το­κρα­το­ρί­α της Νέ­ας Ρώ­μης εί­χε φτά­σει στην πιο τέ­λεια α­νά­πτυ­ξή της. Πα­ντού υ­πήρ­χαν ση­μά­δια κα­λής δια­κυ­βέρ­νη­σης και με­γά­λης ευ­η­με­ρί­ας.

Η ε­ντύ­πω­ση που α­πο­κο­μί­ζει ο α­να­γνώ­στης των Βυ­ζα­ντι­νών χρο­νι­κο­γρά­φων της ε­πο­χής μέ­χρι τα μέ­σα του 12ου αιώ­να εί­ναι μια ε­ντύ­πω­ση ι­σχύ­ος, ε­πι­τυ­χί­ας και μιας κυ­βέρ­νη­σης με ε­λά­χι­στες αλ­λα­γές στην α­διά­κο­πη ευ­η­με­ρί­α της. Η ορ­γά­νω­ση της δια­κυ­βέρ­νη­σης της αυ­το­κρα­το­ρί­ας εί­χε βα­σι­στεί στα συ­μπα­γή θε­μέ­λια του ρω­μα­ϊ­κού διοι­κη­τι­κού συ­στή­μα­τος και της ελ­λη­νι­κής κοι­νο­τι­κής αυ­το­δια­κυ­βέρ­νη­σης. Α­πό την ε­πι­λο­γή του Βυ­ζα­ντί­ου ως πρω­τεύ­ου­σας εκ μέ­ρους του Κων­στα­ντί­νου μέ­χρι το 1057, ο κυ­βερ­νη­τι­κός μη­χα­νι­σμός εί­χε ερ­γα­στεί στα­θε­ρά και κα­λά. Ε­λά­χι­στες βί­αιες αλ­λα­γές εί­χαν ε­πέλ­θει. Υ­πήρ­χε α­σφά­λεια της ζω­ής και της πε­ριου­σί­ας και κα­λή α­πο­νο­μή δι­καιο­σύ­νης –βα­σι­ζό­με­νη σε μια νο­μο­θε­σί­α που ναι μεν εί­χε ει­σα­χθεί α­πό τη Ρώ­μη, αλ­λά εί­χε α­να­πτυ­χθεί στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη– έ­να σύ­στη­μα που εί­ναι το πλη­ρέ­στε­ρο που α­περ­γά­στη­κε πο­τέ ο αν­θρώ­πι­νος νους, έ­να σύ­στη­μα που α­ντέ­γρα­φε ά­με­σα ή υ­ιο­θέ­τη­σε η σύγ­χρο­νη Ευ­ρώ­πη και που α­πο­τε­λεί τη βά­ση των νο­μο­θε­σιών ό­λου του πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου. Ε­νώ η Νέ­α Ρώ­μη εί­χε με αυ­τό τον τρό­πο προ­σφέ­ρει στον κό­σμο έ­να σύ­στη­μα νό­μων που ή­ταν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ηγ­μέ­νο α­πό ε­κεί­νο της Πρε­σβύ­τε­ρης Ρώ­μης, η ί­δια πό­λη εί­χε α­να­πτύ­ξει και δια­μορ­φώ­σει τη χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α. Ο χρι­στια­νι­σμός και το Δί­καιο ή­ταν οι δε­σμοί που συ­νέ­δε­αν τα διά­φο­ρα τμή­μα­τα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Υ­πήρ­χε, ό­μως, του­λά­χι­στον στο ευ­ρω­πα­ϊ­κό τμή­μα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, έ­να πνεύ­μα που κα­θι­στού­σε τους κα­τοί­κους των πό­λε­ων και των ε­παρ­χιών αυ­τάρ­κεις και σε με­γά­λο βαθ­μό α­νε­ξάρ­τη­τους α­πό την κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Ά­παξ και οι κοι­νό­τη­τες προ­στα­τεύ­ο­νταν α­πό τους ε­ξω­τε­ρι­κούς ε­χθρούς, δεν εί­χαν α­νά­γκη άλ­λης προ­στα­σί­ας. Ε­πι­θυ­μού­σαν μό­νο να α­φε­θούν μό­νες τους, να τους ε­πι­τρα­πεί να ε­πι­δί­δο­νται στο ε­μπό­ριο ή να καλ­λιερ­γούν τις γαί­ες τους χω­ρίς να πα­ρε­νο­χλού­νται α­πό την κυ­βέρ­νη­ση. Εν γέ­νει, αυ­τή η ε­πι­θυ­μί­α γι­νό­ταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Υ­πό την ε­πί­δρα­ση της ορ­θο­δο­ξί­ας, του Ρω­μα­ϊ­κού Δι­καί­ου και του ελ­λη­νι­κού α­το­μι­κι­σμού, ό­πως ο τε­λευ­ταί­ος α­ντα­να­κλά­ται στο θε­σμό της κοι­νο­τι­κής αυ­το­δια­κυ­βέρ­νη­σης, εί­χε ση­μειω­θεί στα­θε­ρή πρό­ο­δος που εί­χε δια­κο­πεί ε­λά­χι­στες φο­ρές. Δεν υ­πήρ­ξε πο­τέ στην Ευ­ρώ­πη άλ­λη κυ­βέρ­νη­ση η ο­ποί­α ε­ξα­σφά­λι­σε για τό­σο μα­κρά πε­ρί­ο­δο πα­ρό­μοια πλε­ο­νε­κτή­μα­τα στους υ­πη­κό­ους της.

Ε­πί της Μα­κε­δο­νι­κής δυ­να­στεί­ας μια σει­ρά α­πό­λυ­των μο­ναρ­χών, που ή­ταν με­γα­λο­φυείς άν­δρες, προ­σέ­φε­ραν στη χώ­ρα α­σφά­λεια και πλού­το στο ε­σω­τε­ρι­κό και ε­πι­τυ­χί­α στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Ω­στό­σο, οι ί­διες οι ε­πι­τυ­χί­ες αυ­τών των αυ­το­κρα­τό­ρων έ­τει­ναν να α­πο­δυ­να­μώ­σουν την αυ­το­κρα­το­ρί­α. Ε­ξαι­τί­ας αυ­τών των ε­πι­τυ­χιών η ι­σχύς συ­γκε­ντρώ­θη­κε εξ ο­λο­κλή­ρου στα χέ­ρια των η­γε­μό­νων. Ο συ­γκε­ντρω­τι­σμός α­πέ­βη το δη­λη­τή­ριο της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Το πνεύ­μα του κοι­νο­τι­κού βί­ου ε­ξα­σθέ­νη­σε. Η προ­σή­λω­ση στην πα­τρι­κή πό­λη ή ε­παρ­χί­α έ­παυ­σε να υ­πάρ­χει. Ό­ταν έ­γι­νε προ­σπά­θεια να με­τα­φερ­θεί έ­να αί­σθη­μα το­πι­κι­σμού στην αυ­το­κρα­το­ρί­α, η τε­λευ­ταί­α εί­χε αρ­χί­σει να κα­ταρ­ρέ­ει με τα­χύ ρυθ­μό. Οι υ­πή­κο­οι της Νέ­ας Ρώ­μης, οι ο­ποί­οι κα­τοι­κού­σαν σε μα­κρι­νές ε­παρ­χί­ες, α­να­γνώ­ρι­ζαν την κυ­ριαρ­χί­α της, αλ­λά α­δια­φο­ρού­σαν έ­να­ντι των η­γε­μό­νων της αρ­κεί να μην ε­πω­μί­ζο­νταν με­γα­λύ­τε­ρα βά­ρη απ’ ό­τι οι πα­τέ­ρες τους.

Έ­τσι, ε­νώ η αυ­το­κρα­το­ρί­α εί­χε κα­τα­στεί ε­πι­φα­νεια­κά ι­σχυ­ρό­τε­ρη ε­πί της Μα­κε­δο­νι­κής δυ­να­στεί­ας, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­χε α­πο­δυ­να­μω­θεί, ε­ξαι­τί­ας της υ­πο­χώ­ρη­σης του κοι­νο­τι­κού και ε­παρ­χια­κού πνεύ­μα­τος. Το ί­διο συ­γκε­ντρω­τι­κό πνεύ­μα ε­ξα­κο­λού­θη­σε να υ­φί­στα­ται σε ό­λη τη διάρ­κεια της ύ­παρ­ξης της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Ί­σως ή­ταν α­να­πό­φευ­κτο υ­πό τις δε­δο­μέ­νες πε­ρι­στά­σεις να προ­τι­μη­θεί ο συ­γκε­ντρω­τι­σμός έ­να­ντι της το­πι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης εκ μέ­ρους των αυ­το­κρα­τό­ρων και να θριαμ­βεύ­σει τε­λι­κά. Κα­θώς δεν υ­πήρ­χαν οι σύγ­χρο­νοί μας α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κοί θε­σμοί, τύ­πος και δυ­να­τό­τη­τες τα­χεί­ας ε­πι­κοι­νω­νί­ας, η α­πο­λυ­ταρ­χί­α ή­ταν ο μο­να­δι­κός τρό­πος δια­κυ­βέρ­νη­σης ε­νός ε­κτε­τα­μέ­νου κρά­τους. Η τε­λευ­ταί­α θα μπο­ρού­σε να με­τρια­στεί α­πό την το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση, αλ­λά οι αυ­το­κρά­το­ρες έ­δει­χναν ε­χθρι­κοί έ­να­ντι ε­νός τέ­τοιου εν­δε­χο­μέ­νου. Οι κοι­νο­τι­κές Αρ­χές συ­νι­στού­σαν imperia in imperio και οι α­πό­λυ­τοι η­γε­μό­νες α­ντι­με­τώ­πι­ζαν δυ­σμε­νώς την εκ μέ­ρους τους α­νά­πτυ­ξη πνεύ­μα­τος α­νε­ξαρ­τη­σί­ας. Η χρη­σι­μο­ποί­η­ση ξέ­νων ως μι­σθο­φο­ρι­κών στρα­τευ­μά­των και εν πολ­λοίς και στο διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό της αυ­το­κρα­το­ρί­ας ο­φει­λό­ταν στην ε­πι­θυ­μί­α των αυ­το­κρα­τό­ρων να κα­τα­στούν α­νε­ξάρ­τη­τοι α­πό τους τα­ρα­χώ­δεις υ­πη­κό­ους τους.

Παρ’ ό­λα αυ­τά το κοι­νο­τι­κό πνεύ­μα δεν χά­θη­κε πο­τέ εξ ο­λο­κλή­ρου. Η πρό­ο­δος που εί­χαν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει οι μι­κρές ελ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες ο­φει­λό­ταν σε με­γά­λο βαθ­μό στην α­νά­πτυ­ξη αυ­τού του πνεύ­μα­τος το ο­ποί­ο έ­κα­νε τον ε­πι­κε­φα­λής κά­θε νοι­κο­κυ­ριού να α­δη­μο­νεί να τύ­χει της κα­λής προ­αί­ρε­σης των συ­μπο­λι­τών του και να χαί­ρει κα­λής ε­κτί­μη­σης στους κόλ­πους της κοι­νό­τη­τας στην ο­ποί­α α­νή­κε. Η με­γά­λη ε­πι­τυ­χί­α της Ρω­μα­ϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας και η μα­κρο­βιό­τη­τα του κλά­δου της ο ο­ποί­ος μας α­φο­ρά στο πα­ρόν ο­φεί­λο­νται στο γε­γο­νός ό­τι το κοι­νο­τι­κό πνεύ­μα εί­χε ε­πι­ζή­σει ε­πί πολ­λούς αιώ­νες με­τά α­πό την υ­πο­τα­γή των πό­λε­ων και των κω­μο­πό­λε­ων στην αυ­το­κρα­το­ρί­α. Στην ί­δια την πρω­τεύ­ου­σα, ο λα­ός δια­τη­ρού­σε πά­ντα την κοι­νο­τι­κή ορ­γά­νω­σή του και εί­χε συ­νή­θως λό­γο στην αλ­λα­γή των αυ­το­κρα­τό­ρων. Μέ­χρι την πτώ­ση της αυ­το­κρα­το­ρί­ας οι αυ­το­κρά­το­ρες ή­ταν α­να­γκαί­ο να ι­κα­νο­ποιούν τον πλη­θυ­σμό της πρω­τεύ­ου­σας. Παρ’ ό­τι δεν εί­χε ε­πί­ση­μη εκ­προ­σώ­πη­ση πέ­ραν ε­κεί­νης των ε­παγ­γελ­μα­τι­κών συ­ντε­χνιών ή ε­σνα­φιών, ο ό­χλος της πό­λης μπο­ρού­σε συ­νή­θως να ε­πι­τύ­χει το σκο­πό του με την α­πει­λή ε­ξέ­γερ­σης.

Ο α­πο­λυ­ταρ­χι­σμός εί­χε υ­πο­σκά­ψει βαθ­μιαί­α το κοι­νο­τι­κό πνεύ­μα, αλ­λά α­πό την άλ­λη πλευ­ρά με­τρια­ζό­ταν και ο ί­διος α­πό το φό­βο των μα­ζών της πρω­τεύ­ου­σας. Οι στρα­τιώ­τες εί­χαν α­πο­κο­πεί α­πό τους πο­λί­τες. Το Βυ­ζά­ντιο δια­τη­ρού­σε την κα­κή πα­ρά­δο­ση της πρε­σβύ­τε­ρης Ρώ­μης, η ο­ποί­α α­ντι­με­τώ­πι­ζε δυ­σμε­νώς κά­θε προ­σπά­θεια του στρα­τιώ­τη να γί­νει πο­λί­της. Κα­θή­κον των πο­λι­τών ή­ταν να πλη­ρώ­νουν φό­ρους και να προ­σφέ­ρουν ε­πι­στρά­τους και οι αυ­το­κρά­το­ρες βρή­καν στα­δια­κά πιο πρό­σφο­ρο το να ει­σπράτ­τουν χρή­μα­τα έ­να­ντι της στρα­τιω­τι­κής υ­πη­ρε­σί­ας και να βρί­σκουν στρα­τιώ­τες αλ­λού και ό­χι α­πό τους κόλ­πους του α­γρο­τι­κού και του ε­μπο­ρι­κού πλη­θυ­σμού της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Τε­λι­κά, α­πα­γο­ρεύ­τη­κε ου­σια­στι­κά στους Ρω­μαί­ους πο­λί­τες να φέ­ρουν ό­πλα. Οι τε­λευ­ταί­οι υ­πο­τάσ­σο­νταν σε Σλά­βους, Ι­τα­λούς, Βα­ράγ­γους και άλ­λους ξέ­νους, με­ρι­κοί α­πό τους ο­ποί­ους ή­ταν α­πλώς μι­σθο­φό­ροι ε­νώ άλ­λοι εί­χαν κλη­θεί να ε­γκα­τα­στα­θούν στη Ρω­μα­νί­α, προ­κει­μέ­νου να πα­ρέ­χουν στρα­τιω­τι­κά σώ­μα­τα τα ο­ποί­α θα κρα­τού­σαν τους Ρω­μαί­ους πο­λί­τες σε υ­πο­τέ­λεια. Ω­στό­σο, παρ’ ό­λες αυ­τές τις αλ­λα­γές, η α­ντίθε­ση των μα­ζών ή­ταν μια δύ­να­μη η ο­ποί­α έ­πρε­πε να λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη.

Α­πό­σπα­σμα α­πό το βι­βλί­ο του Σερ Έντου­ϊν Πή­αρ­ς: 1204, Η ά­λω­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, Εκ­δό­σεις Στο­χα­στής, Α­θή­να 2003, σσ. 23-26.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ