Της Ιωάννας Μαλλιότα από την ιστοσελίδα Ερανιστής
«Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός˙ ποτέ μου δε θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον, αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορία».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, επάγγελμα: Ποιητής
Στις 29 Απριλίου, γεννήθηκε και πέθανε ο σπουδαίος Αλεξανδρινός ποιητής Κ.Π. Καβάφης (1863-1933). Μπορούσε άραγε να προβλέψει τη ραγδαία και γενναία αναγνώριση που κέρδισε το έργο του επί των δικών μας ημερών; Ή εν τέλει ξεπέρασαν κατά πολύ και τις πιο τολμηρές προσδοκίες του;
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική».
(Όσο μπορείς, 1913)
“Ο Αλεξανδρινός”.
Σπάνια ένας συγγραφέας έχει συνδεθεί κατά τέτοιο απόλυτο και διαρκή τρόπο με τον τόπο διαβίωσής του, ώστε η προσωνυμία του να στεγάσει τον βίο του με ακρίβεια και επάρκεια. Ο “Αλεξανδρινός” έχει αμετάκλητα ταυτιστεί -κυρίως μέσω του έργου του- με την πόλη όπου γεννήθηκε, έζησε και πέθανε. Η Αλεξάνδρεια, βέβαια, δεν ήταν κάποια συνηθισμένη αιγυπτιακή πόλη˙ είχε ένα παρελθόν πλούσιο σε μνήμες και μεγαλειώδη φήμη. Το όνομά της ανακαλούσε όχι μόνο τον Μακεδόνα στρατηλάτη, Μέγα Αλέξανδρο, αλλά και το ελληνιστικό βασίλειο των Πτολεμαίων και τη ρωμαϊκή επικυριαρχία που ακολούθησε. Στο παρελθόν αυτό, το “ελληνικό” στοιχείο βρήκε τις πιο ανοίκειες προσαρμογές και ο Καβάφης το συνάντησε σε μια Αίγυπτο που μετά το 1882 ήταν κτήση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της ακμάζουσας ελληνικής παροικίας, ο Καβάφης υπήρξε η πιο σημαντική πνευματική προσωπικότητα, όπως αποδείχθηκε όχι εκ των υστέρων, αλλά όσο ζούσε.
Η γενέθλια πόλη του δεν ορίζει μόνον τον κύκλο του, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του. Την πέρασε στον κόσμο της γραφής, καθιστώντας την οικουμενική συνεκδοχή ή επιχειρώντας συσχετισμούς στους οποίους ανακαλείται το παρελθόν για να προκαλέσει συνειρμούς με το παρόν.
«Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις».
(Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον, 1911)
Θα λέγαμε πως η Αλεξάνδρεια συνέθεσε τον βίο και το έργο του, καθώς κυριάρχησε ως αναγκαία συνθήκη. Δάνεισε στον Ποιητή λάμψη και αίγλη από το παρελθόν της και ένα σημείο να σταθεί πολύτροπα προς τον κόσμο. Και ο Καβάφης με τη σειρά του, την έφερε στο προσκήνιο και της χάρισε ένα μέλλον στη λογοτεχνία που ξεπερνά την ιστορία και τη γεωγραφία.
«Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’ απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα».
(Φυγάδες, 1914)
Η οικογένεια Καβάφη
Ο Καβάφης, ναι μεν, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αλεξάνδρεια, όμως πραγματοποίησε δύο πρώιμα και μεγάλης διάρκειας ταξίδια. Αυτά προσδιορίστηκαν από ατυχείς περιστάσεις, όμως παράλληλα διαδραμάτισαν εξαιρετικά ευεργετικό ρόλο στη ζωή του.
Το 1870, πεθαίνει ο πατέρας του ποιητή, Πέτρος Καβάφης, επικεφαλής μεγάλου εμπορικού οίκου και η χήρα, Χαρίκλεια (Φωτιάδη) Καβάφη αναχωρεί το 1872 για την Αγγλία, όπου λειτουργούσε ένα παράρτημα της οικογενειακής επιχείρησης. Πέντε παιδικά χρόνια στην Αγγλία θα του εξασφαλίσουν όχι μόνο την τέλεια γνώση της γλώσσας (τα πρώτα του ποιήματα ήταν αγγλικά), αλλά και την οργανωτική εμπειρία με τον αγγλόφωνο πολιτισμό, τον συγχρονικό προσανατολισμό στην πορεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας της εποχής.
Το 1877 η οικογένεια Καβάφη επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όμως λίγο αργότερα αναγκάστηκε να ξαναφύγει, αυτήν τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, στον πατέρα της Χαρίκλειας. Οι αιτίες της φυγής, βέβαια, είναι τώρα πολιτικές: η οικονομική κατάρρευση της Αιγύπτου και οι επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων προμηνύουν δυναμικές αναμετρήσεις. Το 1882, δυο βδομάδες μετά την αναχώρησή τους, η Αλεξάνδρεια θα κανονιοβοληθεί από τον βρετανικό στόλο, προκαλώντας ζημιές και στο σπίτι της οικογένειας.
Τρία εφηβικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη θα περάσουν δημιουργικά και ευχάριστα. Οι ρομαντικές ποιητικές δοκιμές του βρίσκουν θερμή ενθάρρυνση στο οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ένα από τα κυριότερα αποκτήματα αυτής της περιόδου ήταν η άμεση επικοινωνία με τη διαχρονική παράδοση του ελληνικού πολιτισμού και η ενθουσιώδης προσέγγιση στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε μεσολαβητή ανάμεσα στον αρχαίο και σύγχρονο ελληνικό κόσμο.
Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια το 1885 και από τότε δεν την εγκατέλειψε ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα έως τον θάνατό του. Την ίδια εποχή άφησε την αγγλική υπηκοότητα, που κληρονόμησε από τους γονείς του και κράτησε την ελληνική, παραμένοντας Έλληνας της διασποράς.
«Εἶµαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ’ ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· µικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ µέρος τῆς παιδικῆς µου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν µεγάλος, ἀλλὰ γιὰ µικρὸν χρονικὸν διάστηµα. Διέµεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν µου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ τελευταία µου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώµενον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Δηµοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά».
Η κατάκτηση της ποίησης
Ο Καβάφης διέκρινε το ποιητικό του σώμα σε 3 μέρη: το φιλοσοφικό, το αισθητικό/ηδονικό και το ιστορικό. Το 1886 πραγματοποιούνται οι πρώτες του ελληνόγλωσσες δημοσιεύσεις: το πεζό «Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» και το ποίημα «Βακχικόν».
«Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω —
δος, δος να πίω!
Και αν ήναι δηλητήριον, και ανεύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!»
(Βακχικόν, 1886)
Έπειτα από τις δημοσιεύσεις αυτές, ακολούθησαν πέντε χρόνια σιωπής, αφιερωμένα στην επίμονη αναζήτηση νέων προσανατολισμών. Η σταδιοδρομία του στον χώρο της τέχνης αρχίζει ουσιαστικά στα 28 του έτη, το 1891, τότε που οι προσπάθειές του αποκτούν καλύτερη προοπτική και ο μέτριος ποιητής μετατρέπεται σταδιακά σε ιδιώνυμο αριστοτέχνη.
Από το 1891 έως το 1904 εργαζόταν πυρετωδώς για να στεριώσει την ποιητική του φήμη με δύο τρόπους: δημοσιεύοντας ποιήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και ετήσια ημερολόγια και διανέμοντας τα ποιήματά του ιδιωτικά ως μονόφυλλα, δημιουργώντας σταθερή φιλολογική βάση στην Αλεξάνδρεια.
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω».
(Τείχη, 1896)
Το 1904/5 κυκλοφόρησε μόνος του το πρώτο τεύχος που περιείχε 14 από τα πιο γνωστά ποιήματά του και το 1910 το δεύτερο τεύχος με 21 ποιήματα.
Έναν χρόνο αργότερα, το 1911, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη στροφή στην ποίησή του, καθώς ο ίδιος αποδεσμεύτηκε από τις βαριές επιρροές του ρομαντισμού, του παρνασσισμού και του συμβολισμού και άρχισε οριστικά να κατακτά τη προσωπική του ποιητική γλώσσα. Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναγνωρίστηκε ως σπουδαία ποιητική παρουσία στην Ελλάδα και την Ευρώπη με φανατικούς θαυμαστές, αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Ταυτόχρονα με την αλλαγή αυτή στην ποίησή του, άλλαξε και ο τρόπος ζωής του˙ αποσύρθηκε από την κοσμική δράση και έγινε περισσότερο ιδιωτικός, σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό την “ώριμη” περίοδο της λογοτεχνικής του πορείας.
«Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή – και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες – πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα».
(Θυμήσου, σώμα… 1918)
Ο ποιητής της Ιστορίας
Μέσα από το έργο του επιβεβαιώνεται η επικυριαρχία της Ιστορίας στην καβαφική απόπειρα να συγκροτηθεί ένα καινούριο και ξεχωριστό ποιητικό πεδίο˙ «ο Καβάφης και η Ιστορία», «ο Ιστορικός Καβάφης», «Ιστορία και Ποίηση»: όλες αυτές οι θεματικές ενισχύθηκαν πρωτογενώς από άμεσες ή έμμεσες δηλώσεις του ποιητή ότι τα ποιήματά του διακρίνονται σε «ιστορικά, ηδονικά και φιλοσοφικά» και ότι «αν δε γινόταν ποιητής, θα γινόταν ιστορικός». Εξ αρχής και ενδογενώς, λοιπόν, η καβαφική ποίηση συνδέεται με την Ιστορία ως πρωταρχικό συστατικό της ποιητικής γραφής.
«Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.–
Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ’ η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε».
(Τρώες, 1900)
Τα ιστορικά του ποιήματα, τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση. Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια, είναι οι τόποι όπου λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και με βάση το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή.
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου».
(Μάρτιαι Ειδοί, 1906)
Υπό μία κρατούσα έννοια, ο ιστορικός Καβάφης, είναι εγκυκλοπαιδικός Καβάφης. Μας μαθαίνει, κατά κάποιον τρόπο, ιστορία μέσω της ποίησης και ποίηση μέσω της ιστορίας. Το ένα δρα συμπληρωματικά στο άλλο και η ιστορία γίνεται ερμηνευτικό κλειδί για να κατανοήσουμε τη δική μας εποχή, για να συνειδητοποιήσουμε τους αόρατους παράγοντες που προσδιορίζουν τη ζωή μας και τη θέση μας μέσα στον κόσμο. Και αντίστροφα, η δική μας εμπειρία ζωής γίνεται, με τη σειρά της, ερμηνευτικό κλειδί, για να κατανοήσουμε το ήθος και το πνεύμα της μακρινής εκείνης εποχής. Γνωρίζουμε ή μαθαίνουμε το ιστορικό παράδειγμα και έτσι μαθαίνουμε το ποίημα -διαβάζουμε το ποίημα και κατόπιν αναζητούμε να κατανοήσουμε το ιστορικό παράδειγμα.
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
[…]
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν».
(Ιθάκη, 1910)
Στην ποίηση του Καβάφη η Ιστορία είναι ένα δυνατό χέρι που μας τραβάει στο παρελθόν, μας βυθίζει σε αυτό, μας αναγκάζει να αναμετρηθούμε μαζί του. Με μια μεγαλύτερη διερεύνηση, η ιστορία συνδέεται με τη φιλοσοφική (διδακτική) και την ερωτική (ηδονική) πλευρά της καβαφικής ποιητικής, αφού συχνά το παράδειγμα λειτουργεί, συνήθως αλληγορικά, για να υποδειχθεί ένα δίδαγμα ή να διατυπωθεί ένας στοχασμός. Μέσα από τον χρόνο της αναδύονται πρόσωπα, τόποι, γεγονότα που μετεωρίζονται ανάμεσα στον μύθο και την αφήγηση, επιχειρώντας να διεισδύσουν στο παρόν.
Η Ιστορία είναι ο τρόπος του ποιητή να αντιμετωπίσει το ζήτημα του Χρόνου και του Καιρού. Ο Χρόνος ορίζει τη μεταφυσική αγωνία που κάποτε γίνεται οδυνηρό αδιέξοδο, ενώ ο Καιρός ορίζει την ανθρώπινη κατάσταση, όπως πραγματώνεται μέσα από τον κόσμο. Μέσα από αυτά τα δύο, ο ποιητής τοποθετεί τα κυρίαρχα ανθρώπινα δράματα: τις περιπέτειες του έρωτα, τη ματαιότητα των παθών, τη δίψα για εξουσία, τα γυρίσματα της τύχης, την παρακμή του πολιτισμού και άλλα πολλά που αναφέρονται στην τάξη των όντων και των πραγμάτων.
«Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-
Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή».
(Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου˙ Ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ., 1918)
Το τέλος ενός σπουδαίου ποιητή
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η πορεία του Καβάφη έχει ήδη κορυφωθεί. Είναι πλέον διασημότητα εντός και εκτός Ελλάδας. Όπως όμως συμβαίνει στους ανθρώπους, μαζί με τη δόξα έρχονται συχνά τα γηρατειά, και μαζί μ’ αυτά, η αρχή του τέλους. Από διάφορες μαρτυρίες συγχρόνων του, μαθαίνουμε ότι κυκλοφορούσε ατημέλητος και έδινε την εντύπωση, παρά τη μεγαλειώδη φήμη του, ενός ανθρώπου σε γενική παρακμή. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν και τα σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ήδη από το 1930 είχε ενοχλήσεις στον λάρυγγα, όμως η κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές του 1932, οπότε διαγνώστηκε με καρκίνο. Με παρότρυνση φίλων πήγε στην Αθήνα τον Ιούλιο, με την υγεία του να βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Εκεί γνώρισε σημαντικούς λόγιους και λογοτέχνες, όπως ήταν ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, η Πηνελόπη Δέλτα, και ο κάποτε πολέμιός του, Γιώργος Θεοτοκάς.
«Ήταν ένα ανθρώπινο ερείπιο, αλλά ερείπιο επιβλητικό… Είχε μεγάλη αρχοντιά απάνω του, φυλετική και κοινωνική, και μαζί μεγάλη ευαισθησία, καλλιέργεια και σοφία. Δεν ήταν αρχοντιά του σπαθιού αλλά της τηβέννου, αρχοντιά που σου έφερνε στο νου επιφανείς και περισπούδαστους νομομαθείς, διπλωμάτες και λόγιους του παλιού καιρού, ελληνολάτρες και κοσμοπολίτες […]».
-Γιώργος Θεοτοκάς.
Ο ποιητής επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια τέλη Οκτωβρίου του 1932. Τον Νοέμβριο τύπωσε το τελευταίο του ποίημα με τίτλο «Μέρες του 1908» ενώ λίγους μήνες αργότερα ίσως έγραψε ή τελείωσε το ποίημα «Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας» το οποίο δεν πρόλαβε να τυπώσει και να διανείμει.
«[…]
Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε τὸ ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ˙
Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῆ.
Κι ὡραῖα τωόντι πρόκοψε τὸ τέμενος.
Δὲν ἄργησε καθόλου, καὶ φωτιὰ
μεγάλη κόρωσε: μιὰ φοβερὴ φωτιά:
καὶ κάηκε καὶ τὸ τέμενος κι ὁ Ἀπόλλων.
Στάχτη τὸ εἰδωλο˙ γιὰ σάρωμα, μὲ τὰ σκουπίδια.
Ἔσκασε ὁ Ἰουλιανός καὶ διέδωσε –
τἰ ἄλλο θὰ ἔκαμνε – πὼς ἡ φωτιὰ ἦταν βαλτὴ
ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐμᾶς. Ἄς πάει νὰ λέει.
Δὲν ἀποδείχθηκε˙ ἄς πάει νὰ λέει.
Τὸ οὐσιώδες εἶναι ποὺ ἔσκασε».
(Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας, 1932/3)
Παριστάνοντας τη ζωή του ανθρώπου σαν ένα ταξίδι προς την Ιθάκη με κίνητρο όχι τον τελικό στόχο, αλλά τη χαρά του ταξιδιού, την ευτυχία της μάθησης και της δημιουργίας, την προσγειωμένη και στωική ικανότητα για αγάπη στη ζωή με όσα δίνει, ο Καβάφης -θιασώτης της ειρωνείας- εν τέλει πέφτει θύμα ενός σπάνιου παιχνιδιού της μοίρας˙στις 29 Απριλίου του 1933, ανήμερα των γενεθλίων του, και σε ηλικία εβδομήντα ετών, εγκαταλείπει τα εγκόσμια, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά μοναδική για την παγκόσμια λογοτεχνία…
«Τί συμφορά, ἐνῷ εἶσαι καμωμένος
γιὰ τὰ ὡραία καὶ μεγάλα ἔργα
ἡ ἄδικη αὐτή σου ἡ τύχη πάντα
ἐνθάρρυνσι κ’ ἐπιτυχία νὰ σὲ ἀρνεῖται ˚
νὰ σ’ ἐμποδίζουν εὐτελεῖς συνήθειες,
καὶ μικροπρέπειες, κι ἀδιαφορίες.
Καὶ τί φρικτὴ ἡ μέρα ποῦ ἐνδίδεις
(ἡ μέρα ποῦ ἀφέθηκες κ’ ἐνδίδεις),
καὶ φεύγεις ὁδοιπόρος γιὰ τὰ Σοῦσα,
καὶ πιαίνεις στὸν μονάρχην Ἀρταξέρξη
ποῦ εὐνοϊκὰ σὲ βάζει στὴν αὐλή του,
καὶ σὲ προσφέρει σατραπεῖες, καὶ τέτοια.
Καὶ σὺ τὰ δέχεσαι μὲ ἀπελπισία
αὐτὰ τὰ πράγματα ποῦ δὲν τὰ θέλεις.
Ἄλλα ζητεῖ ἡ ψυχή σου, γι’ ἄλλα κλαίει ˚
τὸν ἔπαινο τοῦ Δήμου καὶ τῶν Σοφιστῶν,
τὰ δύσκολα καὶ τ’ ἀνεκτίμητα Εὖγε ˚
τὴν Ἀγορά, τὸ Θέατρο, καὶ τοὺς Στεφάνους.
Αὐτὰ ποῦ θὰ στὰ δώσει ὁ Ἀρταξέρξης,
αὐτὰ ποῦ θὰ τὰ βρεῖς στὴ σατραπεία ˚
καὶ τί ζωὴ χωρὶς αὐτὰ θὰ κάμεις».
(Η σατραπεία, 1905)
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
Κ.Π. Καβάφης, Άπαντα τα ποιήματα, Σ. Ιλίνσκαγια
Κ.Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα, Δ. Δημηρούλης
Αρχείο Καβάφη, Ίδρυμα Ωνάση
*Η Ιωάννα Μαλλιότα είναι φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.