Δεκαεπτά χρόνια ανταρτοπολέμου ενός πράσινου τρομοκράτη
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 149
Στις 3 Απριλίου του 1996, μια μικτή ομάδα δράσης από το FBI και την πολιτειακή αστυνομία της Μοντάνας επέδραμε σε μια μικροσκοπική ξύλινη καλύβα, σε δασική περιοχή κοντά στην κωμόπολη Λίνκολν. Στόχος τους ήταν η προσαγωγή ενός υπόπτου για βομβιστικές επιθέσεις σε διάφορα σημεία των ΗΠΑ που είχαν αφήσει πίσω τους τρεις νεκρούς και είκοσι τραυματίες.
Γ ια την διαλεύκανση της υπόθεσης οι ομοσπονδιακές αρχές είχαν αναγκαστεί να συγκροτήσουν ένα επιτελείο εκατόν πενήντα και πλέον ερευνητών από διάφορες υπηρεσίες και ειδικότητες, που εργάστηκε ακατάπαυστα για πάνω από μία δεκαπενταετία στην πιο μακρόβια και ακριβή επιχείρηση στην ιστορία των διωκτικών αρχών των ΗΠΑ.
Η καλυβούλα, που δεν είχε ηλεκτρικό ή τρεχούμενο νερό, έγινε φύλλο και φτερό και δεν άργησαν να βρεθούν διάφορα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως χαλύβδινοι σωλήνες, καλώδια, ξύλινα κουτιά και μια βόμβα έτοιμη για αποστολή σε κάποιο πιθανό θύμα. Επίσης, βρέθηκαν αναλυτικές σημειώσεις συνδεσμολογιών εκρηκτικών μηχανισμών, ημερολόγια με τις κινήσεις του υπόπτου και τετράδια γεμάτα με τις προσωπικές σκέψεις και την κοσμοθεωρία του.
Το πιο εκπληκτικό εύρημα όμως ήταν ο ίδιος ο ύποπτος. Μακρυμάλλης και αξύριστος, χωρίς να έχει πλυθεί για καιρό, αλλά ωστόσο ήρεμος, διαυγής και συγκροτημένος, ο Τεντ Καζίνσκυ απείχε κατά πολύ από τον τυπικό εξτρεμιστή των ακροδεξιών ομάδων πατριωτών. Το ίδιο βράδυ, ο δημοσιογράφος Νταν Ράδερ του CBS έπαιξε την είδηση στο βραδινό δελτίο του σταθμού και η Αμερική έμαθε για τον εκκεντρικό εκδικητή-φιλόσοφο και τη μονόπλευρη προσπάθειά του να αλλάξει τον ρου της ιστορίας στοχοποιώντας την τεχνολογία και τους θιασώτες της.
Ποιος ήταν όμως ο Τεντ Καζίνσκυ; Γεννήθηκε τον Μάιο του 1942 στο Σικάγο από Πολωνοαμερικανούς μετανάστες δεύτερης γενιάς. Η μητέρα του, σε συνέντευξή της το 1997, περιέγραψε πως σε ηλικία εννέα μηνών ο μικρός Τεντ παρουσίασε κνίδωση (μια ασθένεια που παρουσιάζει εκτεταμένα εξανθήματα) και αναγκάστηκε να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο για ένα μήνα με απαγόρευση της παρουσίας της μητέρας του, παρά τις διαμαρτυρίες της. Όταν εκείνη τον παρέλαβε στο τέλος του μήνα ήταν ένα διαφορετικό παιδί. Ο παιχνιδιάρικος και ανέμελος χαρακτήρας του είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί και δεν την αγκάλιασε και δεν έπαιξε ποτέ ξανά.
Μεγαλώνοντας, αποδείχτηκε άριστος μαθητής, πετυχαίνοντας 167 στο τεστ IQ στην πέμπτη δημοτικού και παρέκαμψε την έκτη τάξη. Στο γυμνάσιο κλείστηκε στον εαυτό του και βρήκε την κλίση του στα μαθηματικά, στη μελέτη των οποίων έπεσε κυριολεκτικά με τα μούτρα, περνώντας ατελείωτες ώρες κλεισμένος στο δωμάτιό του. Αποτέλεσμα της απίστευτης προόδου του ήταν να παρακάμψει και τη δευτέρα λυκείου και να αποφοιτήσει μόλις στα δεκαπέντε του χρόνια λαμβάνοντας πλήρη υποτροφία για το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στα δεκαέξι του, εν έτει 1958.
Στο Χάρβαρντ ο Καζίνσκυ συνέχισε την άριστη ακαδημαϊκή του πορεία, αλλά στο δεύτερο έτος επιλέχθηκε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα του καθηγητή ψυχολογίας Χένρυ Μάρεϋ, ο οποίος δούλευε παράλληλα για λογαριασμό της CIA στα πλαίσια του προγράμματος ελέγχου του νου Μ.Κ. Ούλτρα. Οι συμμετέχοντες συζητούσαν προσωπικές φιλοσοφικές απόψεις ανά δύο κι έπειτα έγραφαν εκθέσεις στις οποίες περιέγραφαν τα προσωπικά τους πιστεύω και φιλοδοξίες. Κατόπιν, οι εκθέσεις αυτές παραδίδονταν σε κάποιον ανώνυμο δικηγόρο, ο οποίος σε μετέπειτα συναντήσεις επιχειρούσε να υποτιμήσει και εξευτελίσει το «πειραματόζωο», κάνοντας συντονισμένες, σφοδρές και προσωπικά υβριστικές επιθέσεις εναντίον του –χρησιμοποιώντας ως πολεμοφόδια το περιεχόμενο των εκθέσεων– καθώς οι φυσιολογικές του αντιδράσεις καταγράφονταν μέσω ηλεκτροδίων. Τα πάντα κινηματογραφούνταν και οι αντιδράσεις θυμού και οργής των φοιτητών προβάλλονταν ξανά και ξανά.
Παρά ταύτα, ο Καζίνσκυ επιβίωσε, περνώντας πάνω από διακόσιες ώρες μέσα σε τρία χρόνια στο Χάρβαρντ ως πειραματόζωο και αποφοίτησε με άριστα από τη σχολή του το 1962. Αργότερα, μέσα από τη φυλακή, θα έγραφε ότι αυτά τα τρία χρόνια ήταν τα χειρότερα της ζωής του. Σε πέντε μόλις χρόνια, αρχής γενομένης το 1962, ο Τεντ Καζίνσκυ θα είχε λάβει το μεταπτυχιακό και διδακτορικό του δίπλωμα από το παν/μιο του Μίσιγκαν και το 1967 θα γινόταν ο νεώτερος αναπληρωτής καθηγητής της μαθηματικής σχολής του παν/μίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ.
Όλα έδειχαν πως πήγαιναν τέλεια για τον νέο πανεπιστημιακό, αλλά φαίνεται πως μέσα του έβραζε. Το 1969 παραιτήθηκε από τη θέση του στο Μπέρκλεϋ χωρίς καμία αιτιολογία και εξαφανίστηκε. Στα 1971, μετά από κάποιον καιρό στο σπίτι της μητέρας του, έχτισε μια υποτυπώδη καλύβα στα δάση κωνοφόρων έξω από το Λίνκολν της Μοντάνας και ζούσε μόνος κυνηγώντας, καλλιεργώντας τη γη και διαβάζοντας στη δημοτική βιβλιοθήκη της μικρής πόλης, χρησιμοποιώντας ένα παλιό ποδήλατο για τις μετακινήσεις του. Παρά ταύτα, ούτε εκεί ησύχασε. Μια μέρα, κάπου στα 1975, επισκεπτόμενος ένα από τα αγαπημένα του σημεία στο δάσος, βρήκε συνεργεία να κόβουν δέντρα και να φτιάχνουν ένα δρόμο. Εκείνη τη νύχτα έγραψε στο ημερολόγιό του: «Η απογοήτευσή μου δεν γνωρίζει όρια. Τέρμα η εκπαίδευση στις τεχνικές επιβίωσης. Ήρθε η στιγμή να επιτεθώ στο σύστημα. Εκδίκηση».
Αρχικά, ο Καζίνσκυ έκανε δολιοφθορές στα μηχανήματα των κατασκευαστικών εταιρειών στο δάσος, αλλά γρήγορα αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Ο στόχος ήταν το τεχνολογικό κατεστημένο που κατέστρεφε την άγρια φύση και, «οι κρούσεις έπρεπε να γίνουν στην καρδιά του θηρίου και όχι στα άκρα του». Η πρώτη βόμβα στάλθηκε το 1978 και θα ακολουθούσαν άλλες δεκαπέντε ως το 1995. Όσο ο καιρός περνούσε, οι αυτοσχέδιες βόμβες του, που ήταν τοποθετημένες σε ξύλινα κουτιά και φτιαγμένες από υλικά που μπορούσε να προμηθευτεί ο οποιοσδήποτε, βελτιώνονταν και γίνονταν ολοένα και πιο φονικές. Ταυτόχρονα, Ο Τεντ δούλευε πάνω στο μανιφέστο του, την κοσμοθεωρία του σχετικά με την «υποδούλωση των ανθρώπων από την τεχνολογία» και την «ανάγκη επιστροφής στην άγρια φύση».
Το καλογραμμένο μανιφέστο, με τίτλο, «Η βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της», στάλθηκε στους Νιου Γιορκ Τάιμς και την Ουάσιγκτον Ποστ με την υπόσχεση του τερματισμού κάθε τρομοκρατικής δραστηριότητας αν δημοσιευόταν αυτολεξεί, όπως και έγινε στις 19/9/95. Μάλλον, το FBI, μετά από δεκαπέντε και χρόνια στο σκοτάδι, αποφάσισε να παραβεί κάθε αρχή του και έδωσε το πράσινο φως για τη δημοσίευση, μήπως και κάποιος αναγνώριζε το στυλ γραφής του συντάκτη του μανιφέστου. Εκεί, ο Καζίνσκυ στάθηκε άτυχος. Δεν είχε υπολογίσει πως είχε και έναν αδελφό, στον οποίο είχε στείλει γραπτώς κάποιες εκτενείς σκέψεις του επί του θέματος πριν μία δεκαετία. Πόσο μάλλον που ο αδελφός του είχε και μια σύζυγο, η οποία ποτέ δεν χώνεψε τον Τεντ και τις εκκεντρικότητές του. Μάλλον θα έπαιξε ρόλο και το ένα εκατομμύριο της επικήρυξης για τον Γιουναμπόμπερ και ο Καζίνσκυ πιάστηκε στο δόκανο και βρέθηκε να εκτίει οχτώ φορές ισόβια χωρίς δικαίωμα αναστολής με τον επίσημο χαρακτηρισμό του ως παρανοϊκού σχιζοφρενή.
Κύκλοι του FBI έχουν αναφέρει πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο Καζίνσκυ να μην πιανόταν ποτέ με βάση τον τρόπο δράσης του και το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε στα αρχεία των διωκτικών αρχών, εκτός αν έκανε κάποιο «παλαβό» λάθος. Όσο για τον παρανοϊκό χαρακτήρα των απόψεων του Καζίνσκυ, ο καθηγητής πολιτικών επιστημών του UCLA, Τ. Ουίλσον, σχολίασε στον Νiου Γιόρκερ πως, «αν το Η βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της είναι το έργο ενός τρελού, τότε τα έργα πολλών πολιτικών φιλοσόφων, όπως των Τόμας Πέιν, Ζαν Ζακ Ρουσώ ή Καρλ Μαρξ είναι ελάχιστα πιο λογικά»…