Αρχική » Το εθνικό μετέωρο και οι βιβλιοθήκες

Το εθνικό μετέωρο και οι βιβλιοθήκες

από Άρδην - Ρήξη

του Στ. Μπεκατώρου, από το Άρδην τ. 17, Δεκέμβριος 1998 – Ιανουάριος 1999

Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν

Ν.Δ. καρουζος

ΟΣΟ ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ προς τη λήξη της χιλιετίας αντιμετωπίζοντας τις απαιτήσεις, υπέρογκες κάποτε, ενός οργανισμού ευρωπαϊκών κρατών όπου έχουμε ενταχθεί, απαιτήσεις κυρίως οικονομικής προσαρμογής σε επίπεδα που μήτε καν είχαμε φαντασθεί, ερχόμαστε ολοένα και πιο δραματικά πρόσωπο με πρόσωπο με τη θλιβερή κοινωνική, πολιτιστική και πνευματική μας καχεξία. Για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια δοκιμάζουμε ένα τόσο έντονο και παρατεταμένο στρίμωγμα, γι’ αυτό και αφυπνίζονται συνειδήσεις που πονούν τον τόπο, που νοιάζονται για τις πνευματικές παραδόσεις του έθνους και για τις παραδόσεις ενός λαού με πλούσιο ψυχικό και πνευματικό κόσμο. Το ζήτημα είναι να προσαρμοσθούμε στα οικονομικά και πολιτιστικά επίπεδα της Δύσεως, χωρίς όμως να αλλοιωθεί η εθνική μας ιδιοπροσωπία. Έχουμε να κερδίσουμε πολλά από τις κατακτήσεις των δυτικών λαών, αυτό όμως πρέπει να γίνει χωρίς να αφομοιωθούμε από τον ιστό της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά να συγκρατήσουμε τις ρίζες μας, για να διατηρήσουμε την πνευματική και ψυχική μας αυτονομία, που χαρίζει στον άνθρωπο την φυσιολογική άνθηση των δυνατοτήτων του.

Αυτό το στρίμωγμα φέρνει και άλλα καλά: δείχνει πόσο μετέωροι προχωρήσαμε σ’ αυτόν και στον προηγούμενο αιώνα και πόσο ακριβά επληρώσαμε τον μετεωρισμό μας και πόσο πιο ακριβά θα τον πληρώσουμε, αν συνεχίσουμε έτσι και στον αιώνα που έρχεται. Και μετεωρισμός μιας πολιτείας ανθρώπων δεν είναι άλλο από την έλλειψη σταθερών και διαρκών υποδομών, την έλλειψη στρατηγικής και σχεδιασμού στην υλική, την πολιτιστική και πνευματική ζωή τους.(…) Δεν θα σταθώ επίσης σε όσα αφορούν την πολιτική και την οικονομία – αυτό είναι πια κοινός τόπος. Θα σταθώ μόνο στην εκπαίδευση και την «λειτουργία» του πνευματικού μας πολιτισμού. Οι δυτικοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν συγκροτημένες κοινωνίες προσαρμοσμένες στην ψυχική και γεωγραφική τους ιδιαιτερότητα και να προχωρήσουν ύστερα στην υλική και πνευματική α-

νάπτυξη των κρατών τους. Σ’ εμάς τα πράγματα αυτά επεβλήθησαν εκβιαστικά από τις δυνάμεις που συνετέλεσαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση μας από τους Τούρκους. Η μόνη προσπάθεια που έγινε για μια ανάπτυξη στηριγμένη σε αυτόχθονα στοιχεία (κοινοτική διοίκηση, δίκαιο, κ.λπ.), έγινε από τον Καποδίστρια.(…)

Μετεωρισμός λοιπόν και στον τομέα της εκπαίδευσης και της παιδείας. Ουδέποτε υπήρξε σταθερή και διαρκής υποδομή και σοβαρός σχεδιασμός, που θα προσέφερε στον λαό μας ένα λειτουργικό και αδιάκοπα αναρρυθμιζόμενο εκπαιδευτικό σύστημα κι ένα σύστημα διαρκούς και υψηλού επιπέδου λαϊκής επιμόρφωσης. Προϋπόθεση για διάρκεια και σταθερότητα ενός συστήματος είναι η θεσμοθέτηση του και, όταν χρειασθεί, η μελετημένη αναθεσμοθέτησή του, που θα είναι μόνο διορθωτική, ποτέ ανατρεπτική του υπάρχοντος. Στη Δύση, και αργότερα στα κράτη του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, βασικό και λειτουργικό-συ-στατικό εργαλείο της μορφώσεως και καλλιέργειας του λαού ήσαν, τους δυο τελευταίους αιώνες, οι βιβλιοθήκες: στα κατώτερα και μέσα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα ερευνητικά κέντρα, στους τόπους εργασίας, στη συνοικία της μικρής και μεγάλης πόλης, ακόμη και στις φυλακές και στα νοσοκομεία(…). Στις βιβλιοθήκες και στην επιστημονική έρευνα, που αυτές εστήριζαν, έχει τη βάση της η σημερινή τεχνολογική πρόοδος. Δεν θα εξετάσω τα σκοτεινά και αρνητικά σημεία της προόδου αυτής, που σήμερα δέχεται τα πυρά της κριτικής για την καταστροφή που επροκάλεσε στον ηθικό και ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, καθώς και στο φυσικό περιβάλλον.

Πρέπει, όμως, να γίνει αντιληπτή στον τόπο μας η συμβολή των οργανωμένων βιβλιοθηκών στα θετικά επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού. Πρέπει να καταλάβουν οι πολιτικοί (που λαμβάνουν και τις αποφάσεις), οι εκπαιδευτικοί, οι μορφωμένοι γενικώς Έλληνες, διότι δεν το έχουν αντιληφθεί ή δεν ενδιαφέρονται να το αντιληφθούν, τι ακριβώς κάνει η βιβλιοθήκη σε μια συγκροτημένη κοινωνία -και τέτοια κοινωνία δεν έχουμε ακόμη στον τόπο μας- πώς οργανώνεται, πώς στελεχώνεται και πώς

λειτουργεί: δεν είναι ένα τραπέζι με κάποια ράφια βιβλίων κι έναν τυχαίο υπάλληλο που τα δανείζει για να διαβαστούν εντός ή εκτός του χώρου της. Είναι ένα πνευματικό ίδρυμα, ένα κέντρο, όπου οι χρήστες αποκτούν πνευματική καλλιέργεια, αλλά και συλλέγουν, επιλέγουν και επεξεργάζονται πληροφορίες που έχουν γίνει προσιτές σε αυτούς από ειδικευμένους, θεωρητικά και πρακτικά υπαλλήλους. Ειδικότερα, η βιβλιοθήκη που έχει ενταχθεί οργανικά και ατομικά στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει το εξής ευεργετικό αποτέλεσμα: ο δάσκαλος, η διδασκαλία, όλοι οι εκπαιδευτικοί παράγοντες γίνονται φορείς μιας δημιουργικής διαδικασίας, όπου οι διδάσκοντες έχοντας επίκεντρο τη βιβλιοθήκη εξοπλίζονται με το υλικό εκείνο (εγχειρίδιο, πληροφορίες, βοηθήματα, βιβλιογραφίες, κ.λπ.) με βάση το οποίο θα οδηγήσουν , αναλόγως της εκπαιδευτικής βαθμίδας, τον διδασκόμενο να καταφύγει και αυτός στη βιβλιοθήκη, όπου αυτενεργώντας και ο ίδιος θα κατακτήσει δημιουργικά και κριτικά την γνώση και την καλλιέργεια. Είναι, λοιπόν, ψευδεπίγραφη μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπως αυτή που μας παρουσιάζουν σήμερα, δίχως οργανωμένες λαϊκές και εκπαιδευτικές βιβλιοθήκες (…). Είναι αυτονόητος δε ο ρόλος της βιβλιοθήκης μέσα σ’ ένα ερευνητικό κέντρο: ιδού γιατί δεν υπάρχει έρευνα στην Ελλάδα.

*******

Διατύπωσα τους πιο πάνω απλοϊκούς στοχασμούς με αφορμή τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει το πολύτιμο βιβλίο της Σοφίας Παλαμιώτη. που μόλις εκυκλοφόρησε. (Λαϊκές Βιβλιοθήκες: οδηγός για την οργάνωση τους, Μ.Ι.Ε.Τ., 1998). Και αυτό διότι εκτός της ανυπαρξίας πολιτικής βουλήσεως για την οργάνωση και την ίδρυση πολυάριθμων βιβλιοθηκών σε όλη την Ελλάδα, είναι και η έλλειψη βιβλιοθηκονομιών γνώσεων, έγκυρης εκπαιδεύσεως βιβλιοθηκάριων, η έλλειψη δασκάλων βιβλιοθηκονομίας και έγκυρων εγχειριδίων που στερεί από το λαό μας ένα πρωταρχικό αγαθό υλικής και πνευματικής προόδου. Το μόνο έγκυρο εγχειρίδιο που είχαμε ίσαμε τώρα ήταν εκείνο που είχαν εκδώσει οι άξιες βιβλιοθηκάριοι Κάρι Λίτσα και Ρωξάνη Φέσσα (Η βιβλίοθήκη: οργόνωσις και λειτουργία. Ιδρυμα Ευγενίδου, 1970), που έθεσε τα ξένα πρότυπα, που σήμερα όμως έχουν εξελιχθεί πολύ, ενώ η πληροφορική έχει από χρόνια περάσει στη βιβλιοθήκη φέρνοντας επανάσταση στις μεθόδους και τη λειτουργία της. Ένα νέο εγχειρίδιο ήταν από χρόνια απαραίτητο, και πρέπει να σημειώσω ότι η Σοφία Παλαμιώτη, που έχει στήσει εκ του μηδενός δυο λαϊκές βιβλιοθήκες (Ελληνοαμερικανικής Ενώσεως και τη Δημοτική Καλλιθέας), που συνέβαλε αποφασιστικά στην εκ του μηδενός οργάνωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αθηνών (που ήδη στα χέρια του κ. Αβραμόπουλου τεμαχίζεται και διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη), που κοντά της έμαθαν σωστά τη βιβλιοθηκονομία απόφοιτοι κρατικών σχολών (με καθηγητές που οι πλείστοι ουδέποτε εδούλεψαν σε βιβλιοθήκη), που 30 χρόνια επάλεψε με τα χιλιάδες προβλήματα προσαρμογής των ξένων προτύπων στη δική μας πραγματικότητα, αυτή η γενναία γυναίκα του αγώνα και της αγωνίας,

είχε το βιβλίο αυτό έτοιμο εδώ και 12 χρόνια, αλλά ουδείς εκδότης θέλησε να το εκδώσει, μήτε ακόμη και η Ένωση των Εκδοτών μας που νοιάζονται πολύ για το γρήγορο και μεγάλο κέρδος (υπάρχουν ευτυχώς οι λαμπρές εξαιρέσεις που ολοένα πληθαίνουν)(…). Και το σημειώνω αυτό, για να τους παρακαλέσω – μαζί μ’ εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις και παρέχουν τα χρήματα – να ιδούν το βιβλίο της μεγάλης αυτής δασκάλας και αμέσως να κάνουν πέρα τους κομπογιαννίτες του λεγόμενου Εθνικού Κέντρου Βιβλίου που ξοδεύει τα χρήματα του λαού μας σε χαρτοκαμπάνιες, έρευνες και συνθήματα μιας χρήσεως (…). Οι εκδότες μας πρέπει να καταλάβουν καλά ότι μια πολιτική για το βιβλίο είναι πρωτίστως μια πολιτική για τις βιβλιοθήκες του λαού μας και όχι για την σίτιση συγγραφέων και “ειδικών” που δεν δίνουν δε-καράκι για την μόρφωση και την πρόοδο του – να “μπαλωθούν” μόνο γυρεύουν, όπως θα’ λεγε ο Καβάφης.

Ιδού γιατί το βιβλίο της Παλαμιώτη μπορεί να γίνει βιβλίο αναφοράς: διότι όντας ένα πολύ έγκυρο εγχειρίδιο που καθοδηγεί τον μαθητευόμενο αλλά και τον βιβλιοθηκάριο στην ορθή εφαρμογή των ξένων (αγγλοσαξονικών) προτύπων και στην προσαρμογή τους στη δική μας πραγματικότητα, θέτει τέρμα στους αυτοσχεδιασμούς όλων μας αλλά ιδίως καθιστά ανενεργούς όλους εκείνους τους ιδιοτελείς τσαρλατάνους, που κολλούν κάθε τόσο σε υπουργεία και ιδρύματα (…). Κάθε κεφάλαιο (βιβλιογραφική επεξεργασία του υλικού, μέσα, εσωτερικές εργασίες και κτίριο, μηχανοργάνωση) υποστηρίζεται από σύγχρονη ξένη και ελληνική βιβλιογραφία και αυτό προσδίδει κύρος στα γραφόμενα της συγγραφέως. Εν τέλει, μια γενική βιβλιογραφία δίνει την πορεία και τις μάχες της βιβλιοθηκονομίας εδώ στον τόπο μας μέσα από τις κυριότερες εργασίες και μελέτες Ελλήνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το μέρος της γενικής βιβλιογραφίας, όπου σχολιάζονται οι μελέτες/εκθέσεις ξένων ειδικών (κυρίως της UNESCO), που ε-κλήθηκαν από το 1962 μέχρι το 1986 εδώ και εθεωρήθηκαν, όχι περιέργως, απόρρητες, ενώ έξω εδημοσιεύτηκαν: οι ξένοι προτείνουν σχολές βιβλιοθηκονομίας, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (…). Η ορθή συμβουλή δεν ελήφθη υπ’ όψιν και το σημερινό Ε.Κ.Τ. στερείται κατευθύνσεως (…). Φυσικό αποτέλεσμα είναι να γονιμοποιούνται στον κήπο του ωραία κερδοφόρα μπουμπούκια!. (…)

Όπως είναι φανερό, το βιβλίο υπερβαίνει την αποστολή ενός τυπικού εγχειριδίου και εκφράζει την αγωνία και τον αγώνα ενός καλού γνώστη των πραγμάτων, ενός εμπειροτέχνη, που κάνει διαγνώσεις της άθλιας καταστάσεως και προχωρεί σε κρίσεις και συγκροτημένες ειδικές και γενικές προτάσεις για την μέγιστη αυτή κακοδαιμονία, τον μετεωρισμό μας, αυτόν που κρατεί τον τόπο στην πλήρη ακινησία. (..) Οι συγκροτημένες προτάσεις που κάνει (στον πρόλογο και στον επίλογο) σχηματίζουν δυο ομάδες: α) Νομοθεσία περί βιβλιοθηκών, β) Βιβλιοθηκονομικό Κέντρο: συμβουλευτικό όργανο που θα παρέχει στις βιβλιοθήκες, ενταγμένες εννοείται σε Εθνικό Δίκτυο Βιβλιοθηκών, ποικίλες υπηρεσίες, όπως οδηγίες για την οργάνωση και διοίκηση τους, για το κτίριο, την εσωτερική διαρρύθμιση κ.ά., για την τυποποίηση της βιβλιογραφικής επεξεργασίας των συλλόγων τους και τη σύνταξη καταλόγων για τη μηχανογράφησή τους (τομέας μέγιστης σημασίας, που η διευθέτηση του θα θέσει τέρμα στον σημερινό καταστροφικό αυτοσχεδιασμό και θα κάμει δυνατή την επικοινωνία μεταξύ των βιβλιοθηκών (…)), για την οργάνωση σεμιναρίων, την εκτύπωση έντυπων καταλόγων ή δισκετών με τη βασική συλλογή μιας βιβλιοθήκης.

Η συγγραφέας, στον πρόλογο της, προειδοποιεί κάθε καλόπιστο δημόσιο άνδρα, είτε σε κυβέρνηση ανήκει είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση (ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποιοι τέτοιοι ή ότι θα υπάρξουν στο μέλλον): “[…] η βιβλιοθήκη που θα επιδιώξει να λειτουργήσει με σύγχρονη μεθοδολογία, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ορισμένες προϋποθέσεις: έμπειρους βιβλιοθηκάριους και εκπαιδευμένο προσωπικό άλλων ειδικοτήτων, επαρκείς πόρους σε συνεχή επαυξανόμενη βάση, κατάλληλο κτίριο και άλλα πολλά. Αν οι περισσότερες βιβλιοθήκες, ειδικές, εκπαιδευτικές, δημόσιες, δημοτικές κ.ά. δεν εκσυγχρονίσθηκαν και δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σημερινού χρήστη-αναγνώστη, είναι ακριβώς επειδή λείπουν οι παραπάνω βασικοί όροι”. Πρέπει επίσης να επισημάνω, ότι στο παράρτημα προσφέρονται (σε μετάφραση της συγγραφέως) οι προδιαγραφές για τις λαϊκές βιβλιοθήκες της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ενώσεων Βιβλιοθηκών (IFLA) και το “Μανιφέστο” της UNESCO για τις λαϊκές βιβλιοθήκες. (…)

Χρησιμοποιώντας όρο του προλόγου της θα χαρακτηρίσω την Σοφία Παλαμιώτη “βιβλιοθηκάριο του στίβου” , που δεν έμεινε στη θεωρία αλλά καταξιώθηκε στην πράξη με τη δημιουργία κόσμου βιβλιοθήκης, όπως τον εδιδάχθηκε από ξένους και όπως τον οραματίσθηκε για την πατρίδα της. (…) Ύστερα από το μαχητικό της πέρασμα ως γ. Γραμματέως από την Ένωση Ελλήνων Βιβλιοθηκάριων (…) στο πλάι της Κατερίνας Θανοπούλου, ως Προέδρου, ύστερα από 30 χρόνων καθημερινή θητεία στη βιβλιοθήκη και 20 χρόνων αρθρογραφία στον Τύπο, με αγώνες για τη διάσωση βιβλιοθηκών και την καταξίωσή τους στην ελληνική κοινωνία (με αβέβαιο αποτέλεσμα), ύστερα από πολύχρονη διδασκαλία και συμμετοχή σε συνέδρια και ημερίδες, στην Ελλάδα και έξω, ολοκληρώνει τώρα την προσφορά της προς τον τόπο με το βιβλίο αυτό. (…) “Αν το σήμερα είναι θλιβερά αρνητικό, η Σοφία Παλαμιώτη αφήνει παρακαταθήκη για το αύριο.

Διότι, αν, όπως γράφει στον επίλογο της, “η βιβλιοθήκη […] είναι η επιστήμη του μέλλοντος” και αν “το βιβλίο, όπως η μουσική, δεν θέτει όρια στη φαντασία” και στον χώρο της βιβλιοθήκης “τα βιβλία μας μαγεύουν με τις μυστικές τους φωνές” και “μας παρασύρουν σε σκέψεις και σε όνειρα” και αν “όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν και βιβλία”, αφού, όπως η ίδια σημειώνει πιο πάνω, τα νέα ηλεκτρονικά προϊόντα – μέσα δεν έχουν διάρκεια στον χρόνο όσο το μη όξινο (acid – free) χαρτί, τότε, τότε, και το βιβλίο της ανήκει στο μέλλον του τόπου μας, διότι υπερβαίνει τον χρόνο, γιατί είναι στην ουσία τυπωμένο στο μη όξινο χαρτί της αγάπης και της αγωνίας της γι’ αυτόν. Εκτός αν ο τόπος, καθώς θέλουν κάποιοι να καταπείσουν τους κατοίκους του, δεν έχει πια μέλλον. Παραμένει και θα παραμένει μετέωρος μέχρι να πέσει στο χάσμα της καταστροφής. Ελπίζω αγωνιωδώς ότι αυτό δεν θα συμβεί. *

Ο συγγραφέας είναι βιβλιοθηκάριος, απόφοιτος της Σχολής Βιβλιοθηκονομίας των Τ.Ε.Ι. Εργάζεται επί 23 χρόνια σε βιβλιοθήκες του Δήμου Αθηναίων (Κεντρική και Λαογραφική).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ