Της Μαρτίν Μπυλάρ
Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2017
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου, Στράτος Ιωαννίδης | Από το Άρδην τ. 110 (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2017)
Σε λιγότερο από σαράντα χρόνια, ο πληθυσμός του Βιετνάμ έχει γνωρίσει μεγάλη βελτίωση στο βιοτικό του επίπεδο. Η πείνα έχει εξαφανιστεί, οι νέοι έχουν αγκαλιάσει τα κοινωνικά δίκτυα, οι οικογένειες παρακολουθούν τις νοτιοκορεατικές ή τις ιαπωνικές σειρές. Ωστόσο, οι συνθήκες εργασίας παραμένουν πολύ σκληρές και η οικονομία εξαρτάται όλο και περισσότερο από το εξωτερικό. Η ελπίδα της κυβέρνησης να σχηματίσει μια προνομιακή εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύει να ματαιωθεί.–
Με τα μαύρα του μαλλιά να πέφτουν στο μέτωπο, ο δυναμικός πενηντάρης με το λαμπερό μάτι, κ. Νγκουγέν Βαν Τιεν, ανήκει σε αυτούς που το Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ (ΚΚΒ) ονομάζει «στρατιώτες του θείου Χο στο μέτωπο της οικονομίας» – αναφερόμενο στον Χο Τσι Μινχ, τον ήρωα της ανεξαρτησίας και ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Αυτός καθοδηγεί τον αγώνα στο μέτωπο του ενδύματος, με πελάτες πολυεθνικές όπως η αμερικανική Gap, η ιαπωνική Uniqlo, η ισπανική Zara…, πράγμα για το οποίο είναι πολύ περήφανος.
Τον συναντάμε σε ένα από τα εργοστάσιά του που κατακλύζουν τα γύρω χωράφια, στο μεγάλο προάστιο του Bac Giang, που απέχει μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο από την πρωτεύουσα, το Ανόι. Στους τέσσερις διαδρόμους των μακρών υπόστεγων συσσωρεύονται μηχανές και εργάτες –κυρίως γυναίκες. Ένα ελαφρώς απόμερο κτίριο στεγάζει μικρά γραφεία. Υπάρχει επίσης ένας βωμός των πνευμάτων της Πατρίδας και της Τύχης, που εγγυώνται την ευημερία. Τέτοιους βωμούς θα βρούμε σε όλες τις εταιρείες που επισκεφθήκαμε, λιγότερο ή περισσότερο επιβλητικούς, έξω, ή, όπως αυτός, στην είσοδο της αίθουσας. Μερικές φορές καίνε μπαστουνάκια με θυμίαμα.
Ο κ. Νγκουγέν Βαν Τιεν είναι ο γενικός διευθυντής της επιχείρησης Bac Giang Garment Corporation (BGGC), άγνωστης στο βιετναμέζικο κοινό. Παρασκευάζουν μπουφάν, σακάκια και παντελόνια που προορίζονται για εξαγωγή. Δεν έχουν το δικαίωμα να τα πουλήσουν στην τοπική αγορά, ώστε να μην εκχυδαϊστούν οι μάρκες και έτσι να χάσουν την αξία τους: ο όρος αυτός περιλαμβάνεται στα συμβόλαια. Λες και οι εργαζόμενοι που κερδίζουν 3 έως 5 εκατομμύρια ντονγκ (μεταξύ 125 και 210 ευρώ τον μήνα) για έξι ημέρες εργασίας την εβδομάδα, θα μπορούσαν να πληρώσουν τέτοιου είδους ρούχα.
Εδώ και δέκα χρόνια, η εταιρεία BGGC είχε μόνο ένα εργοστάσιο και απασχολούσε μόνο τριακόσια πενήντα άτομα. Αυτό ίσχυε πριν την ιδιωτικοποίηση, λέξη που δεν προφέρεται ποτέ. Ούτε εδώ, ούτε οπουδήποτε αλλού. Μιλάνε άλλοτε για «κοινωνικοποίηση», άλλοτε για «μετοχοποίηση» και ενίοτε ακόμα και για «εθνικοποίηση». Περίεργη γλωσσική εκτροπή για να υποδηλωθεί ότι οι μετοχές δεν ανήκουν πλέον στο κράτος, αλλά στους μισθωτούς, που έχουν προτεραιότητα (αν μπορούν να αγοράσουν) και σε όλους όσους το «θέλουν». Η επιχείρηση μεταβάλλεται έτσι στο «το κοινό αγαθό όλων των Βιετναμέζων», σύμφωνα με την επίσημη ορολογία. Και αν, στο ξεκίνημα, η μοιρασιά μπορεί να φαίνεται δίκαιη, στο τέλος, εκείνοι που διαθέτουν το κοινωνικό κεφάλαιο και τους οικονομικούς πόρους παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. Τουλάχιστον, η εταιρεία έχει ευημερήσει, με τα πέντε εργοστάσιά της, τους δεκατέσσερις χιλιάδες μισθωτούς της και τις παραγγελίες της άφθονες.
Πριν, κατά την περίοδο της γενικευμένης κρατικοποίησης, οι εντολές προέρχονταν από τη Λαϊκή Επιτροπή και το υπουργείο Εμπορίου, που διευθύνονταν από το Κόμμα. Από το 1987 και μετά, με την «οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό», όπως λέγεται εδώ, τα πάντα ελέγχονται από τα σημαντικότερα δυτικά εμπορικά σήματα, από τον σχεδιασμό, μέχρι τα κουμπιά και τα νήματα που χρησιμοποιούνται, οι οποίοι επιβάλλουν τις τιμές τους. Χαρούμενος που έχει ξεφύγει από την «κρατική μέγγενη και τη γραφειοκρατία της», ο κ. Νγκουγέν Βαν Τιεν βγάζει το ηθικό συμπέρασμα του μύθου: «Κερδίζουμε χρήματα».
Όλες οι απόπειρες εξόδου από το σύστημα του παρελθόντος δεν είναι το ίδιο επιτυχημένες. «Οι περισσότερες μεγάλες δημόσιες εταιρείες, “μετοχοποιημένες” ή όχι, έχουν χάσει χρήματα», λέει ένας φημισμένος δικηγόρος, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Αυτό το πρώην κορυφαίο στέλεχος του κράτους ηγείται τώρα ενός μεγάλου δικηγορικού γραφείου που ειδικεύεται στο εμπορικό δίκαιο – μια πορεία που ταιριάζει απόλυτα με την εξέλιξη του Βιετνάμ. Βέβαια, από την έναρξη της πολιτικής της λεγόμενης «ανανέωσης» (doi moi), το 1986, κάποιες εταιρείες διακρίθηκαν, όπως η Vingroup –της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος είναι ο μοναδικός Βιετναμέζος που συμπεριλαμβάνεται στον μακρύ κατάλογο των δισεκατομμυριούχων που έχει καθιερώσει στις ΗΠΑ το περιοδικό Forbes– ή η υπ’ αριθ. μία εταιρεία τηλεφωνίας, Viettel, ή ακόμα η εταιρεία γαλακτοκομικών Vinamilk. Αλλά αυτό το οφείλουν σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Η πρώτη ευνοήθηκε από τις δημόσιες αγορές και από άνευ προηγουμένου παραχωρήσεις γης που της επέτρεψαν να συσσωρεύσει τεράστια κέρδη· η δεύτερη ανήκει στον στρατό και έχει προνομιακή πρόσβαση στους δορυφόρους και στις συχνότητες και η τρίτη ανήκει σε ξένες εταιρείες, μεταξύ των οποίων και ένα fund της Σιγκαπούρης.
Οι επενδυτές προτιμούν το Ανόι έναντι του Πεκίνου
Οι άλλες εταιρείες ανοίχτηκαν στην αγορά πολύ δειλά, αποφεύγοντας τον έλεγχο του κράτους, και παρουσιάζουν τεράστιες απώλειες – «ένα μείγμα ανικανότητας και διαφθοράς», διαβεβαιώνει ο δικηγόρος. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι εκείνο της PetroVietnam, πολλοί διευθύνοντες της οποίας αναγκάστηκαν να παραιτηθούν μετά από αβυσσαλέες απώλειες και αποδεδειγμένους χρηματισμούς. Γιατί η εξουσία που ασκείται από τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, τον κ. Νκουγέν Φου Τρονγκ, έχει προφανώς αποφασίσει να προχωρήσει σε μια σταυροφορία ενάντια στη διαφθορά, που υπονομεύει την καθημερινή ζωή των Βιετναμέζων και αποδυναμώνει μια οικονομία ολοένα και πιο ανοικτή στις κινήσεις των κεφαλαίων. «Οι Βιετναμέζοι επιχειρηματίες κολυμπούν πάντα σε μια πολύ μικρή λίμνη – τη λίμνη του διαβόλου», εξηγεί ο γαλλόφιλος δικηγόρος μας. «Τώρα, όμως, τις περιμένει ο ωκεανός». Ο θυελλώδης ωκεανός του ελεύθερου εμπορίου και του ανελέητου ανταγωνισμού.
Η κλωστοϋφαντουργική εταιρεία BGGC κάτι ξέρει: «Προκειμένου να ασκήσουν πίεση στο κόστος, ορισμένοι μεγάλοι πελάτες παίζουν το Βιετνάμ έναντι της Κίνας και τούμπαλιν», λέει ο διευθύνων σύμβουλός της, ο οποίος αναγκάστηκε «να κόψει από παντού», χωρίς να διευκρινίζει τι σημαίνει αυτό το «παντού». Έτσι, η Uniqlo έχει παγώσει τις προμήθειές της από την Κίνα παραχωρώντας την υπεργολαβία στο Βιετνάμ. Η Lever Style, ένας άλλος προμηθευτής του γιαπωνέζικου εμπορικού σήματος, μείωσε το κινέζικο εργατικό δυναμικό κατά ένα τρίτο και, μέχρι το 2020, θα παράγει στην εδώ πλευρά των συνόρων το 40% των πωλήσεών της, ενώ μέχρι πριν από έξι χρόνια ήταν παντελώς απούσα[1]. Από την αρχή της δεκαετίας, τα μεγάλα εμπορικά σήματα και οι υπεργολάβοι τους εγκαταλείπουν σταδιακά την Κίνα, όπως ο Ταϊβανέζος Που Τσεν (Nike, Adidas, Puma, Lacoste …), που έχει επενδύσει περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια στα βιομηχανικά πάρκα γύρω από την πόλη Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν), στον νότο της χώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Τρουόνγκ Βαν Καμ, αντιπρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Κλωστοϋφαντουργίας – Ενδυμασίας (εργοδοτικός οργανισμός, γνωστός ως Vitas), «το 65% των βιετναμέζικων εξαγωγών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων πραγματοποιούνται από εταιρείες με ξένα κεφάλαια ή από ξένους διευθύνοντες». Ένα μάλλον θετικό γεγονός, σύμφωνα με αυτόν τον ιθύνοντα, που μοιάζει πολύ περισσότερο με κάποιον σοβιετικό γραφειοκράτη της δεκαετίας του ‘70 παρά με αμερικανοποιημένο νεαρό επιχειρηματία, όπως συναντάμε αλλού. Ωστόσο, μας υπενθυμίζει ότι οι πρώτες απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις προήλθαν από τις τάξεις του Vitas, για να καλύψουν τις διαφοροποιημένες ανάγκες ενός νεαρού πληθυσμού που απορρίπτει την ομοιομορφία και «στον οποίο πρέπει να προσφέρουμε εργασία. Αυτός είναι ο μοναδικός μας πλούτος». Γι’ αυτό και η οργάνωσή του υπήρξε πρωτοπόρα.
Γι’ αυτόν, «η παγκόσμια οικονομία κινείται κατά κύματα μετεγκαταστάσεων. Αυτές ξεκίνησαν από την Ευρώπη για να πάνε προς την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα και στη συνέχεια πέρασαν στην Κίνα. Με την αύξηση των κινεζικών μισθών, φθάνουν τώρα στο Βιετνάμ, στο Μπαγκλαντές, στη Βιρμανία. Είναι ο φυσικός νόμος, αφού στόχος των επιχειρήσεων είναι το κέρδος. Αυτοί είναι κύκλοι δέκα ή δεκαπέντε ετών» – πράγμα που «μας δίνει τον χρόνο να εξειδικεύσουμε τους εργαζόμενους και να βελτιώσουμε τις αποδόσεις», μας λέει. Λες και ακούμε τον κ. Πασκάλ Λαμύ, τον καλό Γάλλο σοσιαλιστή και πρώην γενικό διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)…
Όπως και οι περισσότεροι οικονομικοί ηγέτες, ο κ. Τρουόνγκ Βαν Καμ βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη Διειρηνική Εταιρική Σχέση (Trans-Pacific Partnership, TPP) ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και έντεκα χώρες, η οποία θα έφερνε τον ουρανό με τα’ άστρα. Με λυρικό πάθος, άλλωστε, ο κ. Μπαράκ Ομπάμα τη χαρακτήρισε ως «την πιο προοδευτική εμπορική συμφωνία στην ιστορία»[2]. Ενθαρρυμένοι από τους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι βιομήχανοι της κλωστοϋφαντουργίας περίμεναν μια ιλιγγιώδη αύξηση του μεριδίου τους στην παγκόσμια αγορά – από 4%, σήμερα, στο 11% μέχρι το 2025· εκείνοι των ηλεκτρονικών, μια αύξηση των εξαγωγών της τάξης του 18%· ενώ οι ηγέτες του Βιετνάμ προέβλεπαν ρυθμούς ανάπτυξης από 0,8% έως 2% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία[3].
Αυτή η δελεαστική προοπτική συνέβαλε σημαντικά στην ταχύτατη αύξηση των ξένων εγκαταστάσεων τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, η λογική του μισθολογικού ντάμπινγκ έδωσε κίνητρο σε περισσότερους από έναν επενδυτές, όπως μας εξηγούν με συγκαλυμμένες εκφράσεις οι κκ. Σιμίζου Τατσούζι και Λα Βαν Τραν, το ιαπωνικό-βιετναμέζικο δίδυμο, επικεφαλής της ιαπωνικής εταιρείας Foster Electric, που μας υποδέχεται στο εργοστάσιό τους, όπου παράγουν μικρόφωνα (για την Apple iPhone) και ηχεία (για τους κατασκευαστές ξένων αυτοκινήτων): «Οι Βιετναμέζοι εργάτες είναι πολύ ανταγωνιστικοί. Στο ξεκίνημα, είναι λιγότερο καλά εκπαιδευμένοι, αλλά μαθαίνουν γρήγορα. Εδώ, απασχολούμε 30.000 άτομα και ο βασικός μισθός είναι περίπου 150 με 200 δολάρια τον μήνα, έναντι 650 δολαρίων κατά μέσο όρο στην Κίνα. Εξοικονομούμε πολλά χρήματα». Ένα πακτωλός, πράγματι. Όχι μόνο για τη Foster, η οποία μείωσε τα κινέζικα εργοστάσιά της, αλλά και και για τη Samsung, η οποία έχει επενδύσει 15 δις. δολάρια και απασχολεί 46.000 άτομα – μια πόλη μονάχη της. Ή ακόμα η Foxconn, η Apple, η Canon.
Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό κίνητρο. Η άνοδος των τελευταίων ετών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μειώσεις των τελωνειακών δασμών που προβλέπονται ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες έντεκα χώρες του Ειρηνικού, μέχρι την πλήρη κατάργησή τους, με ορίζοντα το 2025, στα πλαίσια της TPP. Πολλώ μάλλον που οι Αμερικανοί διαπραγματευτές θέσπισαν έναν αυστηρό κανόνα, τον λεγόμενο «εγχώριας προέλευσης», απαιτώντας ότι τα εξαγόμενα προϊόντα θα κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου στο Βιετνάμ, ή από στοιχεία που προέρχονται από τις χώρες-μέλη της περίφημης εταιρικής σχέσης, από την οποία η Κίνα έχει αποκλειστεί. Δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να συναρμολογούνται εδώ στοιχεία που κατασκευάζονται εκεί. Εξ ου και η ορμητικότητα που παρατηρήθηκε από την αρχή της δεκαετίας.
Χρυσή γέφυρα για τα ξένα κεφάλαια
Με τη βοήθεια της Ουάσινγκτον και της TPP, το Βιετνάμ εθεωρείτο ήδη το δεύτερο εργαστήριο στον κόσμο, έτοιμο να προβάλει εμπόδια στον προνομιακό αλλά και μισητό εταίρο του: την Κίνα, τον πρώτο προμηθευτή και πρώτο πελάτη του, αλλά επίσης και αντίπαλό του στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (που ονομάζεται «Ανατολική Θάλασσα» στο Βιετνάμ). Αυτή η συνθήκη ελεύθερου εμπορίου είχε μια σημασία τόσο πολιτική όσο και οικονομική[4]. Αλλά η εχθρότητα του κ. Ντόναλντ Τραμπ απέναντι σε αυτήν κινδυνεύει να αλλάξει τα δεδομένα. Την ημέρα εκείνη του Νοεμβρίου, μια μόνιμη γαλάζια ταινία καλύπτει την οθόνη της τηλεόρασης, διακόπτοντας το δελτίο ειδήσεων του CNN «λόγω ακατάλληλου περιεχομένου». Αργότερα, θα μάθουμε ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος κατακεραύνωνε τα «βιετναμέζικα προϊόντα χαμηλού κόστους» που απειλούσαν να εισβάλουν στην Αμερική. Ήταν απαραίτητο να απαλλαγούν τα αγνά αυτιά των Βιετναμέζων από αυτή τη χυδαία κατηγορία, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτοί παρακολουθούσαν το CNN…
Προς το παρόν, οι ηγέτες της χώρας ελπίζουν ότι η Walmart, η Nike, η Apple, η Microsoft και άλλοι θα μπορέσουν να επαναφέρουν στη λογική τον εκκεντρικό πρόεδρο και να επιβάλουν τουλάχιστον μια διμερή συνθήκη. Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός Νγουγέν Ξουάν Φουκ υπενθύμισε στην Εθνική Συνέλευση, στις 18 Νοεμβρίου, ότι το Βιετνάμ «είχε ήδη υπογράψει δώδεκα συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών» και ότι είχε την πρόθεση να «επιδιώξει οικονομική ενσωμάτωση», είτε με την TPP είτε χωρίς αυτήν. Επί του παρόντος, οι ξένες επενδύσεις προέρχονται κυρίως από την Ασία (με την εξής σειρά: Ιαπωνία, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα, Κίνα). Ο αρχηγός της κυβέρνησης υπολογίζει επίσης στη συμφωνία που υπεγράφη με την Ευρωπαϊκή Ένωση –χωρίς μεγάλη συζήτηση– και επικυρώθηκε από το γαλλικό Κοινοβούλιο, τον Ιούνιο του 2016.
Το Ανόι στηρίζει τις ελπίδες του για ανάπτυξη στο σύστημα «τα πάντα εξαγωγές» και στην άφιξη ξένων κεφαλαίων, στα οποία προσφέρει μια χρυσή γέφυρα: πλήρης απαλλαγή από φόρους για τέσσερα χρόνια και το ήμισυ των φόρων για τα επόμενα εννέα χρόνια, διευκόλυνση στην πρόσβαση σε γη (εις βάρος της γεωργίας), πρόσθετη βοήθεια από τις τοπικές κυβερνήσεις, διοικητικές απλουστεύσεις κ.λπ. Αυτό κάνει τη μηχανή να δουλεύει: ανάπτυξη 6,5% το 2016, ονειρικά ποσοστά, ακόμη και στην περιοχή. Αλλά αυτή η στρατηγική έχει ένα κόστος: την εξάρτηση. Οι ξένες εταιρείες πραγματοποιούν περισσότερα από τα δύο τρίτα των εξαγωγών: Για παράδειγμα, μόνη της η Samsung συγκεντρώνει το 60% των ηλεκτρονικών πωλήσεων στο εξωτερικό. Αρκεί να βήξει ο νοτιοκορεατικός γίγαντας (όπως με το μοντέλο Galaxy Note 7, του οποίου οι μπαταρίες αναφλέγονται) και ολόκληρο το Βιετνάμ συναχώνεται.
Αυξανόμενες περιβαλλοντικές ανησυχίες
Ο κ. Νγκουγέν Αν Ντουόνγκ, με τον οποίο συναντηθήκαμε στο Κεντρικό Ινστιτούτο Διαχείρισης (CIEM), ένα ερευνητικό κέντρο που εξαρτάται από το ισχυρό υπουργείο Σχεδιοποίησης, δεν αρνείται τους κινδύνους. Αν κατηγορεί το «νέο στρώμα πλούσιων και επιχειρηματιών Βιετναμέζων, που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους», αυτός ο νέος αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής εξηγεί χωρίς ενδοιασμούς: «Οι ξένες εταιρείες έχουν κεφάλαια και εμείς δεν έχουμε. Είναι προτιμότεροι οι ξένοι που επενδύουν στην παραγωγή από τους Βιετναμέζους που επενδύουν σε ακίνητα. Επιπλέον, αυτό δημιουργεί ανταγωνισμό με τις τοπικές επιχειρήσεις, γεγονός που τις ενθαρρύνει να βελτιώσουν τη διαχείρισή τους». Και συνοψίζει την κυρίαρχη σκέψη: «Αυτές οι άμεσες ξένες επενδύσεις [ΑΞΕ] συνιστούν πράγματι ένα στοίχημα για το μέλλον. Μ’ αυτές υπάρχει μια πιθανότητα να προχωρήσουμε, αλλά χωρίς αυτές είμαστε σίγουροι ότι δεν θα αναπτυχθούμε».
Πράγματι, πώς μπορεί κανείς να βγει από την υπανάπτυξη όταν δεν κατέχει ούτε κεφάλαιο ούτε τεχνολογία, αλλά διαθέτει έναν νεαρό πληθυσμό (μέσος όρος ηλικίας κάτω των 30 ετών), πολυάριθμο (53,8 εκατομμύρια άτομα σε ηλικία εργασίας), μορφωμένο (το 93,5% διαβάζει και γράφει); Οι αρχές του Βιετνάμ επενδύουν στο επικίνδυνο δόγμα που προκάλεσε τη δύναμη της Σιγκαπούρης, της Ταϊβάν ή της Κίνας: το χαμηλό κόστος εργασίας. Με μια διαφορά, σημειώνει ο Έργουιν Σβάισχελμ, διευθυντής του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ, στο Βιετνάμ: «Αυτές οι χώρες προστάτευσαν παρ’ όλα αυτά τις αγορές τους και επέβαλαν κανονισμούς. Ακόμα και σήμερα, είναι αδύνατο να κατέχει κανείς μια κινεζική εταιρεία στο 100% και ορισμένες επενδύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν μεταφορά τεχνολογίας. Όσο για το Βιετνάμ, είναι ανοιχτό σε όλους τους ανέμους. Δεν προβάλλει καμία απαίτηση σχετικά με την εγκατάσταση ή τη χρήση των εθνικών πόρων, καμία σύσταση». Και, προφανώς, δεν ελέγχει παρά ελάχιστα τις παραβιάσεις του εργατικού δικαίου, οι οποίες έχουν προκαλέσει πολλές συγκρούσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις (διαβάστε περισσότερα στο παρακάτω άρθρο).
Η επαγρύπνηση δεν είναι πολύ μεγαλύτερη σε ό,τι αφορά στους περιβαλλοντικούς κανόνες. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην υπόθεση Φορμόσα, που πήρε το όνομά της από την ταϊβανέζικη εταιρεία στην επαρχία Χα Τινχ, στο κέντρο της χώρας. Αυτή διέσπειρε στη θάλασσα τοξικά προϊόντα της χαλυβουργίας της: ρύπανση ακτών διακοσίων χιλιομέτρων, τόνοι νεκρών ψαριών, πάνω από σαράντα χιλιάδες αλιείς χωρίς δουλειά, μεγάλη απειλή για τον τουρισμό. Αρχικά, ο εκπρόσωπος της Φορμόσα στο Ανόι, ο κ. Τσου Τσουν Φαν, νιώθοντας επαρκώς προστατευμένος, δήλωσε: «Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Πρέπει να επιλέξετε ανάμεσα στα ψάρια, τις γαρίδες και το χαλυβουργείο»[5]. Δεν υπολόγισε όμως τους ψαράδες, των οποίων απειλούνταν η επιβίωση και οι οποίοι τον μήνυσαν. Ούτε τις μεσαίες τάξεις των πόλεων, που ανησύχησαν για την ποιότητα των τροφίμων, και διαδήλωσαν μαζικά στην πόλη Χο Τσι Μινχ. Η κυβέρνηση συνέλαβε ένα ή δύο άτομα φερόμενα ως αρχηγούς του κινήματος και προσήγαγε για λίγες ώρες δεκάδες διαδηλωτές· διέταξε αμέσως έρευνα, επέβαλε να δοθεί αποζημίωση στους ψαράδες και υποχρέωσε σε παραίτηση τον κ. Τσου Τσουν Φαν.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2009, η εκμετάλλευση ενός μεταλλείου βωξίτη από την κινεζική εταιρεία Chinalco είχε κινητοποιήσει τις μάζες, ωθώντας ακόμη και τον στρατηγό Βο Νγκουγέν Γκιαπ, ήρωα του πολέμου, να αρθρογραφήσει σχετικά με τους «σοβαρούς κινδύνους οικολογικής ζημιάς»[6]. Μάταια. Η δίψα για ανάπτυξη υπερίσχυσε.
Η δίψα για κατανάλωση έχει προκαλέσει τον κορεσμό των πόλεων με αυτοκίνητα και δίκυκλα, μέσα σε ένα απίθανο ανακάτεμα, καθιστώντας εντελώς αβέβαιη τη διάσχιση των δρόμων και τον αέρα ασφυκτικό. Ωστόσο, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους ενώσεις ή οργανώσεις ενάντια στη ρύπανση και για τη διατροφική ασφάλεια. Την άνοιξη του 2016, οι κάτοικοι του Ανόι κινητοποιήθηκαν για να αποτρέψουν την κοπή δεκάδων αιωνόβιων δέντρων – και το πέτυχαν. Ο κ. Λουόνγκ Νγκοκ Κουέ, νεαρός επιχειρηματίας, ειδικός στο λογισμικό, που γεννήθηκε στο Δέλτα του Μεκόνγκ, ελπίζει να συσπειρώσει «κατοίκους της πόλης και της υπαίθρου» ενάντια στην πιθανή άφιξη, με τις συμφωνίες των ελεύθερων ανταλλαγών, καλαμποκιού ή ρυζιού της Αμερικής, «αναγκαστικά γενετικά τροποποιημένων, και σίγουρα προϊόντα της Monsanto» –εταιρείας με πολύ κακή φήμη στο Βιετνάμ. Προς το παρόν, η ομάδα του συσπειρώνει στα κοινωνικά δίκτυα μερικές δεκάδες νεαρά άτομα. «Μπορούμε να συσπειρωνόμαστε γύρω από συγκεκριμένα θέματα, όπως η περίπτωση Φορμόσα, παρατηρεί ο κινηματογραφιστής ντοκιμαντέρ, Ντάο Ταν Χουγέν, αλλά όχι ακόμα για να στοχαστούμε πάνω στο ζήτημα του πώς να πραγματοποιήσουμε την ανάπτυξη μας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, και ταυτόχρονα να προστατεύσουμε τον χιλιόχρονο πολιτισμό μας, τις αξίες της αλληλεγγύης, του σεβασμού των γερόντων, τη σύνδεση μεταξύ των γενεών, την ηθική».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα επέλεξε να αναβάλει για αργότερα την απάντηση σε τέτοια ερωτήματα. Υπάρχουν πολλές διαφορές απόψεων, όπως φάνηκε από το 12ο συνέδριο, τον Ιανουάριο του 2016, κατά το οποίο απομακρύνθηκε ο πρωθυπουργός, που προωθούσε τις ιδιωτικοποιήσεις, και ενισχύθηκε η εξουσία του γενικού γραμματέα. Αλλά η συζήτηση αφορά μόνο στον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων και όχι στο περιεχόμενό τους: οι μεν πιστεύουν ότι πρέπει να τις επιταχύνουν και να χρησιμοποιήσουν τις συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών ως μέσο πίεσης για την αλλαγή των κανόνων και πρακτικών (εν αναμονή της TPP, εξήντα νόμοι σχετικοί με κοινωνικά και οικονομικά θέματα είχαν ήδη τροποποιηθεί)· οι δε πιστεύουν ότι πρέπει να επιβραδύνουν τον ρυθμό για να διατηρηθεί ο έλεγχος των αλλαγών. Η επιλογή συνοψίζεται στην εξής εναλλακτική λύση: μια ανεμπόδιστη οικονομία της αγοράς ή μια μετριοπαθής οικονομία της αγοράς. Όσο για τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό…
[1] «Οι Κινέζοι βιομήχανοι επιβιώνουν μετακομίζοντας στους ασιατικούς τους γείτονες», The Wall Street Journal, Νέα Υόρκη, 1η Μαΐου 2013.
[2] Jennifer Wells, «Will the TPP transform the garment manufacture in Vietnam: Wells», The Toronto Star, 6 Οκτωβρίου 2015.
[3] «Potential macroeconomic implications of the Trans-Pacific Partnership», Global Economic Prospects. Banque mondiale, Washington, DC, Ιανουάριος 2016
[4] Βλ. Xavier Monthéard, « Retrouvailles des États-Unis et du Vietnam», Le Monde diplomatique, Ιούνιος 2011.
[5] «Hécatombe de poissons: Formosa s’excuse, l’enquête continue», Le Courrier du Vietnam. Ανόι, 27 Απριλίου 2016.
[6] Βλ. Jean-Claude Pomonti, «Le Vietnam, la Chine et la bauxite», Planète Asie, 3 Ιουλίου 2009, http://blog.mondediplo.net