του Λαοκράτη Βάση, από το Άρδην τ. 91, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2013
εισήγησή μου χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι μια γενική και κατ’ ανάγκην ελλειπτική απόπειρα για την οικείωση με βασικές έννοιες του ελληνικού πολιτισμού και της αξιακής του βάσης. Στο δεύτερο, που αντιστοιχεί άμεσα στον τίτλο της, θα καταθέσω σκέψεις και απόψεις για το δυσανάγνωστο πολιτιστικό βάθος της κακής έκβασης της Μεταπολίτευσης, που τόσο οδυνηρά και με βασανιστικά αβέβαιο το μέλλον του βιώνει ο λαός μας. Στον επίλογο, τέλος, θα αναφερθώ εν συντομία στη διαρκή (και διαχρονική) επικαιρότητα και υπεροχή της ελληνικής πολιτιστικής φιλοσοφίας, στην αντιπαραθετική σύγκρισή της με τη δυτική πολιτιστική φιλοσοφία.
Πρώτο μέρος
Α. Θα ξεκινήσω το πρώτο μέρος, αυτό του εγκλιματισμού μας στα του ελληνικού πολιτισμού, με κάποιες κρίσιμες και χρήσιμες, θέλω να πιστεύω, παραδοχές:
Παραδοχή πρώτη
Ο ελληνισμός, στην πνευματική του διάσταση, δεν είναι θρησκεία και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους μεταφυσικής, ως αξιακό δηλ. σύστημα αναλλοίωτο στον χρόνο. Με την ίδια λογική, ο ελληνισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι (κλειστό) σύστημα ιδεών επίσης αναλλοίωτο στον χρόνο. Είναι φιλοσοφία ζωής, που προκαλεί τους καιρούς με τη διαχρονική της υπόσταση και την αντοχή της.
Παραδοχή δεύτερη
Η ελληνικότητα δεν είναι δόγμα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δόγμα, κλειστό δηλαδή σύστημα κανόνων, που ορίζουν πότε ένα έργο είναι ή δεν είναι ελληνικό και που γενικώς ξεχωρίζουν ό,τι το ελληνικό απ’ το μη ελληνικό. Η ελληνικότητα είναι μια ιδιαίτερη αίσθηση και ένα ιδιαίτερο άρωμα που αναδίδει η εξακολουθητικά δημιουργούμενη και διαμορφούμενη ελληνική πολιτιστική ταυτότητα «ως στάση ζωής και τρόπος του υπάρχειν» (Ζηζιούλας).
Παραδοχή τρίτη
Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ζωντανός πολιτισμός, ανοιχτός και πλουραλιστικός από τα πρωτοκύτταρά του, που συνυφαίνεται με έναν επίσης ανοιχτό και αδογμάτιστο τρόπο ζωής. Με δεδομένη τη συνέχειά του διαμέσου των αιώνων και των χιλιετιών, νοούμενη όχι απλοϊκά, ως γραμμική εξέλιξη δηλαδή, αλλά σε όλη της τη συνθετότητα, που δεν τη διασφαλίζουν κάποια κοινά και αναλλοίωτα πολιτιστικά στοιχεία, αλλά κάποια κοινά, ζωντανά και αενάως εξελισσόμενα, όπως το μαγικό υφάδι της γλώσσας μας. Η κάθε περίοδος του ελληνικού πολιτισμού (αρχαία, ελληνιστική, βυζαντινή, νεοελληνική) είναι μια νέα του φάση, με αναμφισβήτητες πολιτιστικές επιβιώσεις απ’ τις προγενέστερες, αλλά και με νέα πολιτιστικά στοιχεία που απαντούν στις εκάστοτε νέες ανάγκες, προδιαγράφοντας τα επόμενα βήματά του.
Παραδοχή τέταρτη
Η ζώσα πολιτιστική μας ταυτότητα, η σημερινή ελληνική πολιτιστική ταυτότητα, ως ζώσα ιδιαιτερότητα που τη συνθέτουν όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν τον λαό μας να ξεχωρίζει μεσ’ την ευρύτερη κοινότητα των εθνών, είναι ένα διαρκές, πολυδιάστατο, πολυσύνθετο και πολύχρωμο γίγνεσθαι, ασύμβατο με κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις.
Κάτω απ’ το ελληνικό πρόσωπό μας υπάρχουν τα πολλά ιδιαίτερα «πρόσωπά» μας, που συναιρούμενα το προσδιορίζουν. Ο Γιάννης Ρίτσος το εκφράζει με υπαινικτική μοναδικότητα (Τειρεσίας, Κέδρος, τόμος Δ΄):
Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, – όχι
προσωπεία. Πίσω από χίλια πρόσωπα
κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε
με θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς,
μ’ άλλους χρόνους,
για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας,
το βαθύ, το πικρό,
το αμετάβλητο,
το άφταιγο, το τιμωρημένο,
το μόνο δικό μας.
Παραδοχή πέμπτη
Οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες είναι συστατικά στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού κι η αλληλεπίδρασή τους, ο διάλογος δηλαδή των πολιτισμών, όρος της ύπαρξης και της εξέλιξής τους. Πολιτιστική καθαρότητα, στην κυριολεξία της, την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την πολιτιστική ιδιαιτερότητα ή και την πολιτιστική μοναδικότητα, ούτε ποτέ υπήρξε και ούτε μπορεί να υπάρξει, πολύ περισσότερο στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης των καιρών μας. Οι περί πολιτιστικής καθαρότητας αντιλήψεις, που συνήθως αναπέμπουν και σε φυλετικές καθαρότητες, είναι και αντιεπιστημονικές και επικίνδυνες. Η ανθρωπότητα έχει πληρώσει ακριβά, πληρώνοντας ακόμη και στις μέρες μας, εμμονές σε τέτοιες λογικές, που αντιστρατεύονται την αυτονόητη πλουραλιστική συνύπαρξη λαών και εθνοτήτων.
Που σημαίνει πως εμείς, ως φορείς ανοιχτού και οικουμενικού πολιτισμού, πρέπει να πορευόμαστε προς το μέλλον με ανοιχτά τα «παράθυρά» μας στον κόσμο, μακριά από αμυντικές λογικές περιχαράκωσης, παντελώς ασύμβατες με την οδυσσειακή ψυχή μας και τη βαθύτερη ουσία του πολιτισμού μας, αλλά και με κριτική πάντοτε προσέγγιση των ξένων πολιτιστικών στοιχείων. Κι είναι ως προς αυτό πολύ διδακτικός ο Μαχάτμα Γκάντι:
«Δεν θέλω να χτίσω τείχη γύρω απ’ το σπίτι μου, ούτε τα παράθυρά μου να σφραγίσω. Θέλω τα πολιτιστικά ρεύματα από όλα τα μέρη της γης να κυκλοφορούν στο σπίτι μου όσο πιο ελεύθερα γίνεται. Σε κανένα όμως απ’ αυτά δεν θα επιτρέψω να με παρασύρει».
Παραδοχή έκτη
Η πολυπολιτισμικότητα νοείται ως πολιτιστική πολυφωνία και πολλαπλότητα, ως πολιτιστικός πλουραλισμός και εναρμονισμένη συνύπαρξη πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, στο πλαίσιο όμως της δεδομένης (και κυρίαρχης!) εθνο/πολιτιστικής μας συλλογικότητας. Μ’ αυτό το περιεχόμενο προφανώς και είναι ένας αθώος όρος, που εκφράζει και προδιαγράφει τον σεβασμό όλων των πολιτιστικών χρωμάτων ως ανεκτίμητο πλούτο της ζωντανής πολιτιστικής πραγματικότητας. Όπως προδιαγράφει και την αναγκαιότητα του γόνιμου διαλόγου και της διαρκούς αλληλεπίδρασης των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων ως νόμου της εξέλιξής τους. Δεν είναι όμως πάντοτε αυτονόητως αθώα η επίκλησή της, καθώς, πολύ συχνά, πίσω απ’ τη φετιχιστική της προβολή, κρύβονται ύποπτες προσπάθειες αποδόμησης ενοχλητικών στη νέα τάξη πραγμάτων (και στην ισοπεδωτική ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης!) εθνο/πολιστικών συλλογικοτήτων.
Β. Ολοκληρώνοντας τον εισαγωγικό εγκλιματισμό του πρώτου μέρους της εισήγησής μου, απλώς θα αγγίξω τον αξιακό πυρήνα του πολιτιστικού μας προτύπου, προτάσσοντας λίγες σκέψεις για ό,τι θα αποκαλούσαμε φιλοσοφία αντιμετώπισης του πολιτιστικού μας προβλήματος.
β1. Λένε λοιπόν κάποιοι: «Κινδυνεύουμε, χάνουμε τη γλώσσα μας, τις αξίες μας, την ταυτότητά μας». Οπότε; «Οπότε άμυνα, τείχη, πολιτιστική κάθαρση και πολιτιστική απολύμανση, για να διαφυλάξουμε…την πολιτιστική μας καθαρότητα». Χωρίς να αγνοούμε τους κινδύνους, αλλά και χωρίς να αποδεχόμαστε κινδυνολογικές υπερβολές, γιατί πρέπει να συνεννοηθούμε και στα περί κινδύνων, καθώς δεν εννοούμε όλοι το ίδιο όταν μιλάμε για κινδύνους να χάσουμε την ταυτότητά μας, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την απλοϊκή λογική της αμυντικής περιχαράκωσης και τα συνεπαγόμενά της. Όχι γιατί δεν χρειάζεται άμυνα. Χρειάζεται. Αλλά άμυνα ανατροφοδοτική του αξιακού μας συστήματος. Που σημαίνει: παιδεία στη βαθύτερη και ουσιαστικότερη έννοιά της, ποιοτική ελληνική παιδεία. Κάθε άμυνα σε ξενοφοβική, καθαρτική και καθαρολογική βάση είναι αφελής και επικίνδυνη. Είναι αφελής, γιατί είναι σε κάθε περίπτωση ατελέσφορη. Κι αυτό όχι μόνο γιατί εξ αντικειμένου δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια άμυνα, ιδίως σε συνθήκες μιντιακής παγκοσμιοποίησης, αλλά ακόμα και αν μπορούσε να υπάρξει, καθώς, όπως ήδη σημειώσαμε, η διαρκής αλληλεπίδραση των πολιτισμών είναι νόμος και οξυγόνο της εξέλιξής τους. Είναι όμως και επικίνδυνη, γιατί, έστω και ασύνειδα σε κάποιες περιπτώσεις, εμπεριέχει τον ρατσιστικό ιό που μολύνει και αναιρεί τη βαθύτερη ουσία της αξιακής βάσης του πολιτισμού μας και της ζωής μας. Γι’ αυτό και λέμε όχι στη λογική της αμυντικής περιχαράκωσης και προπαντός όχι στον ομφαλοσκοπικό, στον αυτιστικό μεγαλοϊδεατισμό μας και στα νοσηρά παρεπόμενά του. Η μόνη άμυνα που χωράει στο μυαλό μου είναι η διά της ποιοτικής παιδείας ανατροφοδότηση της αξιακής βάσης του πολιτισμού μας και η διαρκής ενίσχυση της ποιοτικής πολιτιστικής δημιουργίας του λαού μας, ως του μόνου διαβατηρίου… που αναγνωρίζει η ιστορία και το μέλλον.
β2. Έρχομαι, μετά ταύτα, στο πολύ κρίσιμο ζήτημα του αξιακού μας πυρήνα, που αποτελεί τη βάση της πολιτιστικής, αλλά και της συνολικής επιβίωσης και ύπαρξής μας, καθώς ορίζει την άυλη υπόσταση και τα άυλα σύνορά μας στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον των ύπουλων καιρών μας.
Θα μπορούσαμε, ξεκινώντας απ’ το ιστορικό του βάθος, να πούμε πολλά για τις κλασικές αξίες, πολλά για την πολύ κρίσιμη ποιοτική διαφορά μεταξύ ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού στο θέμα της γνώσης, με δεδομένο ότι η ρωμαϊκή αντίληψη κληροδοτήθηκε στον δυτικό πολιτισμό. Όπως θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για την επίσης πολύ κρίσιμη φιλοσοφική θέση περί προσώπου, πατερική κληρονομιά της Ορθοδοξίας (με τη ρίζα της στην ελληνική αρχαιότητα), ευθέως αντιπαραθετική κι αυτή στο ατομικιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού.
Επειδή όμως τα χρονικά περιθώρια δεν μας το επιτρέπουν κι επειδή θα τα θίξω αυτά στο επιλογικό μέρος της εισήγησής μου, εδώ θα περιοριστούμε μόνο σε μια απλή και άνευ σχολίων αναφορά στις πολιτιστικές αντιλήψεις, ρήτρες του πολιτιστικού μας «συμβολαίου», που άντλησε ο καθηγητής Ερατοσθένης Καψωμένος μόνο απ’ τη μελέτη της νεοελληνικής ποίησης και που συνυφαίνονται με τρεις θεμελιώδεις ισορροπίες: τη μεταξύ ατόμου-φύσης, ατόμου-κοινωνίας και πολιτισμού-φύσης, χωρίς τις οποίες ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν έχει μέλλον.
Οι πολιτιστικές αυτές αντιλήψεις (βλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, Αναζητώντας τον χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, εκδ. Πατάκη) είναι:
• η ενότητα ανθρώπου-φύσης, που προδιαγράφει μια προωθημένη οικολογική φιλοσοφία
• η θεώρηση της φύσης ως πηγής όλων των αξιών, που συνεπάγεται την ισοτιμία των φυσικών και των ηθικών αξιών
• η ταύτιση κάλλους-αγαθού, έτσι που το ωραίο είναι αγαθό και το αγαθό είναι ωραίο
• η ενότητα υλικού και πνευματικού κόσμου, κόντρα στα δυϊστικά κοσμολογικά μοντέλα
• η σύνθεση ορθολογισμού-μυστικισμού, που δεν ταυτίζεται με την εργαλειακή περί ορθού λόγου αντίληψη της νεωτερικότητας
• η συνύπαρξη των αντιθέτων, που δέχεται το παράλογο και το τραγικό ως στοιχεία της ζωής
• η υπέρβαση της αντίθεσης ατόμου-κοινωνίας και η συνακόλουθη σύζευξη ατομικών και κοινωνικών αξιών.
Αν στα ευρήματα Καψωμένου προσθέσουμε: τις πολιτικές αξίες, όπως αυτές «επέζησαν» στις ελληνικές κοινότητες (θέμα που έχει αναδείξει σε μελέτες του ο Γιώργος Κοντογιώργης), τη φιλοξενία, με το αντιρατσιστικό της βάθος, το φιλότιμο, ως έκφραση βαθιάς αξιοπρέπειας και ευγενούς υπερηφάνειας, τη λεβεντιά, στην οποία συνυπάρχει η ευψυχία των αρχαίων και η αντρειοσύνη των νεώτερων Ελλήνων (και η οποία θέλει τον ήρωα να σκοτώνεται για τους άλλους και όχι να σκοτώνει τους άλλους, όπως οι Ράμπο του παγκοσμιοποιημένου αμερικανικού προτύπου), αλλά και τον καημό, με τον έρωτα για τη ζωή στο βάθος του, θα έχουμε αγγίξει τη βαθύτερη ουσία του αξιακού μας πυρήνα, που είναι η ανεκτίμητη μαγιά της ελληνικής πολιτιστικής πρότασης, στην αντίποδα του κυρίαρχου αμερικανοδυτικού καταναλωτικού πρότυπου ζωής.
Δεύτερο μέρος
Πριν περάσω στο δεύτερο και κύριο μέρος της εισήγησής μου, θα προτάξω μια διαπίστωση και δύο επισημάνσεις:
Η διαπίστωση: Έχουμε μια εκπληκτική πνευματική και πολιτιστική περιουσία, αναξιοποίητη όμως, για να μην πω και κακοποιημένη. Αποκαλούμε μεγαλόστομα τον πολιτισμό «βαριά μας βιομηχανία», χωρίς όμως να έχουμε ποτέ χαράξει πολιτιστική πολιτική βάθους και προοπτικής, που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έπρεπε να αποτελεί τη βάση της εθνικής μας στρατηγικής, που κι αυτή δεν υπάρχει. Αλλά και χωρίς, πολύ περισσότερο, να έχουμε εμβαθύνει σε ό,τι θα αποκαλούσαμε θεωρία Ελληνισμού, στη διαχρονική του διάσταση, χωρίς, εννοείται, μεταφυσικές δογματοποιήσεις και «ελληνοκεντρικές» αφελείς υπερβολές.
Πρώτη επισήμανση: Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις πολιτιστικές μας αξίες φετιχιστικά. Είναι η βαθύτερη ουσία της μεγάλης πνευματικής μας κληρονομιάς, αλλά και το απόσταγμα της σοφίας του λαού μας διαμέσου των αιώνων και των χιλιετών. Δεν υπάρχουμε όμως για τις αξίες, αλλά μέσα από τις αξίες και χάρη στις αξίες. Που σημαίνει πως δεν γίνεται να υπάρχουμε ως Έλληνες χωρίς τις αξίες μας. Είναι η ταυτοτική δύναμη του πολιτισμού μας και της ιστορίας μας.
Δεύτερη επισήμανση: Η κρίση που περνάμε προφανώς και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, οφειλόμενο μόνο σε ενδογενή αίτια. Το βάθος όμως και η έκταση της κρίσης οφείλεται πρωτίστως στα ενδογενή αίτια, στο ότι, δηλαδή, ως χώρα και ως κοινωνία, βρεθήκαμε ανοχύρωτοι μπροστά στα εξωγενή αίτια της κρίσης, που είναι και ευρωπαϊκή και παγκόσμια, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθούν οι αρνητικές τους επιπτώσεις. Ούτε, ακόμα ακόμα, κι ο καταναλωτισμός με όλα του τα συμπαρομαρτούντα, που κατά κύριο λόγο συνδέεται με τη βαθιά ηθικο/πνευματική κρίση της κοινωνίας μας, είναι ελληνικό φαινόμενο. Οι μεγιστοποιημένες όμως επιπτώσεις του είναι ελληνικό φαινόμενο.
Αλλά είναι καιρός να προσγειωθούμε στη ζοφερή μας πραγματικότητα και να προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το σκοτεινό βάθος της οδυνηρά βιούμενης κακής έκβασης της Μεταπολίτευσης. Θα προσπαθήσουμε, πολύ απλά, να αναδείξουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της χρεοκοπίας, τα πέραν των πολιτικο/οικονομικών, που είναι τα πολιτιστικά, τα σχετικά δηλαδή με το πνευματικό, ηθικό, αξιακό και ταυτοτικό έρμα της εθνικής μας συλλογικότητας. Χωρίς υπερβολή, μπορούμε να μιλήσουμε για μια κερκόπορτα στην πολιτιστική συνείδηση της κοινωνίας μας και του τόπου μας, πεπεισμένοι πως, χωρίς τη σωστή θεώρηση του πώς άνοιξε αυτή η κερκόπορτα, δεν θα συνειδητοποιήσουμε πραγματικά τι και γιατί μας συνέβη και μας συμβαίνει, με αυτονόητη την παραδοχή πως δεν άνοιξε μόνη της.
Προσπερνώντας, για την οικονομία του χρόνου, τον γρίφο της σχέσης πολιτικού-πολιτιστικού, με δεδομένο πάντοτε πως στο βάθος του το πολιτικό είναι και πολιτιστικό, όπως και το πολιτιστικό είναι πρωτίστως και πολιτικό, θα αρχίσω με μια πολύ σύντομη αναφορά στην πολύ προσφιλή σε όλους μας πολιτική διάσταση της τωρινής μας κακοδαιμονίας, μια πολύ σύντομη δηλαδή αναφορά στα πολιτικά αίτια της χρεοκοπίας μας.
α. Τα πολιτικά αίτια της χρεοκοπίας: Αποφεύγοντας, λοιπόν, κοινές και αυτονόητες διαπιστώσεις, θα περιοριστώ στο πολιτικό στίγμα της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας, του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, του συγκεκριμένου δικομματικού πολιτικού συστήματος, σε μεγάλο βαθμό οφειλόμενο και στο πώς αυτό λειτουργήθηκε. Καθώς από σύστημα μιας αφετηριακά οριοθετημένης διαχείρισης των κοινών, εννοώ την καραμανλικής επιλογής στρατηγική λογική «ελέγχου» της μεταχουντικής ελληνικής κοινωνίας με «δημοκρατικά» μέσα, μετέπεσε γρήγορα (πρωτίστως δια του Πα.Σο.Κ!) σε σύστημα νομής της εξουσίας, έτσι που, αντί να υπάρχει το πολιτικό σύστημα για την κοινωνία, υπήρχε η κοινωνία για το πολιτικό σύστημα της εναλλασσόμενης και αδηφάγου δικομματικής συγκυριαρχίας. Κι αυτό πώς; Πολύ απλά και χωρίς να υπεισέρχομαι στα «γιατί», με την ιδιοποίηση του κράτους απ’ τα δυο κόμματα εξουσίας και την ομηρεία της κοινωνίας απ’ το αδυσώπητο πλέγμα, απ’ τον πολύποδα κομμάτων εξουσίας και κράτους, με πλήρη ανατροπή της λογικής σχέσης κομμάτων-κράτους-κοινωνίας, έτσι που, όπως ήδη είπα, αντί να υπάρχουν τα κόμματα και το κράτος, με απολύτως διακριτές τις λειτουργίες τους, για την κοινωνία, να υπάρχει η κοινωνία για τα κόμματα εξουσίας και το ιδιοποιημένο απ’ αυτά ως λάφυρό τους κράτος, με μοιραία, εξ αυτού, τα αποτελέσματα που ζούμε. Γιατί, ούτως εχόντων των πραγμάτων και με τη φορά που αυτά προσέδιδαν στις εξελίξεις, η πολιτική σταδιακά μετέπεσε και ταυτίστηκε στη συνείδηση των πολλών με τη νομή και λαφυραγώγηση της εξουσίας, οι πολιτικοί με νομείς και επικαρπωτές της, ενώ η διαφθορά κατέστη, μοιραία, το καύσιμο λειτουργίας αυτού του τραγικά εκπεσμένου πολιτικού συστήματος. Αυτή η τόσο απλή και καίρια αλήθεια πόσο αναλύθηκε και πόσο αναδείχτηκε σ’ αυτό το ζοφερό τέλος της Μεταπολίτευσης; Αλλά και μαζί της, πόσο αναλύθηκε και πόσο αναδείχτηκε η αδυσώπητη ανάγκη να αποκατασταθεί, με ριζικές τομές στην πολιτική μας ζωή, η λογική σχέση κομμάτων-κράτους-κοινωνίας, έτσι που κόμματα και κράτος να υπάρχουν για την κοινωνία, όπως η στοιχειώδης (αστικο)δημοκρατική τάξη και δεοντολογία επιτάσσει; Πόσο ψάξαμε τις πραγματικές ρίζες της αχαλίνωτης και ανακυκλούμενης διαφθοράς, που είναι απότοκος της αμοιβαίας ηθικής έκπτωσης πολιτικού συστήματος και κοινωνίας; Η απάντηση είναι αυτονόητη, όχι όμως και το γιατί οδηγηθήκαμε σ’ αυτή τη μοιραία έκπτωση.
β. Τα πολιτιστικά αίτια της χρεοκοπίας: Έτσι όμως μπαίνουμε στην καρδιά του θέματός μας, που, όπως είπαμε, δεν είναι άλλη απ’ την αναζήτηση του βαθύτερου «γιατί» συνέβη ό,τι συνέβη, του πολιτιστικού δηλαδή «γιατί» (ηθικού, πνευματικού, αξιακού και ταυτοτικού), που προφανώς και συναρτάται, σε διαλεκτική σχέση αλληλοπροσδιορισμού, με το ήθος όλων μας, όσο κι αν, σχεδόν όλοι μας, όταν ψάχνουμε αυτό το «γιατί», κοιτάζουμε… απέναντί μας. Ελπίζω αυτή μου η νύξη να μην εκληφθεί ως υπαινικτική σύμπτωση με τον χυδαίο κυνισμό του «μαζί τα φάγαμε», στον οποίο και υποκρύπτεται η λογική του βιαστή πως …τα ‘θελε κι η βιασθείσα. Απλώς, επιδιώκοντας να ερμηνεύσω τα γεγονότα και όχι να καταλογίσω ευθύνες, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ και να μην αναζητήσω το κοινό βάθος αφενός της πολιτικής ενοχής, που άπτεται του πώς και γιατί η καθεστηκυία μεταπολιτευτική πολιτική τάξη έπραξε όπως έπραξε, διέπραξε δηλαδή το έγκλημα της χρεοκοπίας, και αφετέρου της δεδομένης κοινωνικής συνενοχής, που άπτεται του πώς και γιατί ο λαός μας, εμείς όλοι, «συνεργήσαμε» στο έγκλημα με πράξεις, ανοχές και παραλείψεις μας, λιγότερο ή περισσότερο. Γιατί, ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κανένας λαός δεν εκμαυλίζεται ανεπιγνώτως και εν υπνώσει. Κι αυτό σημαίνει πολλά, που πρέπει να τα ψάξουμε με αυτοκριτική γενναιότητα και προπαντός χωρίς να κοιτάζουμε μόνο… απέναντι. Σημαίνει, ας πούμε, μεταξύ πολλών άλλων: ρηχή πολιτική συνείδηση, υπονομευμένη και ρευστοποιημένη πολιτιστική συνείδηση, ελαστική ηθική συνείδηση, αμβλυμένη πατριωτική συνείδηση, ανύπαρκτο πνεύμα συλλογικότητας κι άλλα τέτοια παρόμοια. Χωρίς, εννοείται, όλα αυτά και όποια άλλα να εκλαμβάνονται ως απόλυτα μεγέθη, αλλά και χωρίς να αποσυνδέονται, κάθε άλλο, απ’ τα «ιζήματα», στο πολιτιστικό υπόστρωμα της μεταπολιτευτικής μας ζωής.
γ. Επί τον τύπον των ήλων: Αποπειρώμενος να θέσω τα δάχτυλά μου επί τον τύπον των ήλων κι αφού ξανατονίσω πως το πολιτιστικό μας πρόβλημα δεν προσεγγίστηκε ποτέ στην στρατηγική για τη συλλογική μας μοίρα διάστασή του:
Θα ήθελα να τονίσω το κρίσιμο κενό μακρόπνοης πολιτικής πολιτισμού στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, που, μετά την αρχική σωστή μετακίνηση από παρωχημένες στερεοτυπικές ακρότητες, ευτελισμένες και απ’ τη χουντική εφταετία της έτσι κι αλλιώς προβληματικής εθνικής μας ιδεολογίας, καλύφτηκε, σταδιακά και ηγεμονικά, περίπου ως επίσημο υποκατάστατο ιδεολογίας, από ένα ρεύμα προοδευτικοφανούς αποδόμησης παντός του ελληνικού με προσχηματική επένδυση εκσυγχρονισμού και ευρωπαϊσμού. Περάσαμε έτσι, για παράδειγμα, απ’ τον παρωχημένο ελληνοκεντρισμό στον αστιγματικό αντιελληνοκεντρισμό, για να θυμηθούμε τον Νάσο Βαγενά, απ’ τη νοσηρή προγονολατρία στην ακόμα πιο νοσηρή άρνηση της παράδοσής μας, απ’ την ανάγκη κριτικής θεώρησης των αφελειών της γραμμικής ιστορικής μας συνέχειας, στην πλήρη άρνηση της ιστορικής μας συνέχειας, διανθισμένη με «συνωστισμούς» στο λιμάνι της Σμύρνης (Ρεπούση) και «απώθηση» των Σουλιωτισσών στον γκρεμό του Ζαλόγγου απ’ τους ίδιους τους Σουλιώτες (Ψιμούλη). Μπορούμε, νομίζω, να σταθμίσουμε τη διαβρωτική λειτουργία αυτού του ρεύματος στη συνείδηση της κοινωνίας μας, ιδίως αν σκεφτούμε πως ήταν κυρίαρχο στα μεγάλα Μ.Μ.Ε., αλλά, απ’ τα μέσα της Μεταπολίτευσης και μετά, περίπου κυρίαρχο και στην πολύπαθη παιδεία μας.
Παρομοίως, θα ήθελα να τονίσω την καταλυτική διάβρωση του συνολικού αξιακού μας συστήματος απ’ τον καταναλωτισμό και τη συνακόλουθη υλικο/ευδαιμονιστική φιλοσοφία του, που θέλει το χρήμα και τα υλικά αγαθά στην κορυφή της κλίμακας των αξιών ως υπέρτατο σκοπό ζωής και τον άνθρωπο στη βάση της ως μέσο και πράγμα. Ο χρόνος δεν επιτρέπει την ανάλυση της ισοπεδωτικής επέλασης του καταναλωτικού προτύπου ζωής. Γι’ αυτό θα περιοριστώ να πω πως εδώ βρίσκεται το πιο κρίσιμο κλειδί για την ερμηνεία της συνολικότερης χρεοκοπίας μας, που είναι, το επαναλαμβάνω, πρωτίστως ηθική, πνευματική, αξιακή και εντέλει ταυτοτική χρεοκοπία. Στα ιζήματα του καταναλωτικού βυθού της μεταπολιτευτικής κοινωνίας μπορούμε να βρούμε όλες τις απαντήσεις: πρώτον για την εξαχρείωση της κοινωνίας μας, που πέρασε απότομα στον «καταναλωτικό παράδεισμο», ρευστοποιώντας με κυνική αφροσύνη μερίσματα των μελλοντικών γενεών, δεύτερον για την εξαχρείωση του πολιτικού μας συστήματος, που, αντί να βάλει χαλινάρι, καβαλίκεψε και επιτάχυνε τον καταναλωτικό κατήφορο, επιτείνοντας, ως σύστημα άγριας νομής της εξουσίας, όλες τις αρνητικές ροπές και όλα τα νοσηρά φαινόμενα της κοινωνίας μας (άκοπος πλουτισμός, λογική της ελάσσονος προσπάθειας, ρουσφέτι, βόλεμα, φοροδιαφυγή, αυθαίρετα και άλλα τέτοια παρόμοια) και τρίτον για την εξαχρείωση του Έλληνα, που, υπό την επήρεια της καταναλωτικής μέθης, έγινε αγνώριστος, άλλοτε πρωταγωνιστώντας, άλλοτε ανεχόμενος και αδιαφορώντας για το εξακολουθητικό βούλιαγμα στο μεταπολιτευτικό τέλμα, έκθετος στην κατακλυσμιαία και αποχαυνωτική υποκουλτούρα των Μ.Μ.Ε και όχι μόνο, με την παιδεία να μην οργανώνει την πολιτιστική μας άμυνα και με τους πνευματικούς μας ανθρώπους να μην ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών. Όχι πως τα όσα επισημαίνω είναι καθολικά, πως δεν υπάρχουν αντιστάσεις και αξόδευτο αξιακό υπόλοιπο στην καρδιά του πολιτιστικού μας κυττάρου. Πως δεν υπάρχει άσβηστη αξιακή καταγραφή στον «σκληρό δίσκο» της συλλογικής μας συνείδησης με το τρισχιλιετές ιστορικό και πολιτιστικό της βάθος. Ευτυχώς υπάρχουν αντιστάσεις, υπάρχει αξιακό υπόλοιπο, υπάρχει άσβηστη αξιακή καταγραφή στον σκληρό δίσκο της συλλογικής μας μνήμης και συνείδησης.
δ. Διά ταύτα: Σ’ αυτή την οριακή μας κατάσταση δεν πρέπει να αφεθούμε στη δίνη των καιρών και στην κακή μας μοίρα, σαν να είμαστε ένας ξοφλημένος λαός. Έχοντας στο πλάι μας τους αιώνες της ιστορίας μας, όπως το λέει ο Ελύτης, αλλά και πιστεύοντας στον ελληνισμό ως ιδέα της αξιοσύνης, της ελευθερίας και του ανθρωπισμού, όπως τον ορίζει ο Σεφέρης, να συνειδητοποιήσουμε καλά τι μας συνέβη και γιατί μας συνέβη, έτσι ώστε: υφαίνοντας νέο όραμα για το μέλλον του τόπου μας, νέο όραμα ελληνισμού, εμπλουτισμένο από έναν νέο πατριωτισμό και μια νέα συλλογικότητα, να χαράξουμε, διεμβολίζοντας το μεταπολιτευτικό παγιδευτικό δίπολο του νοσηρού ελληνοκεντρισμού, που γέννησε χρυσαυγίτες, και του εξίσου νοσηρού αστιγματικού αντιελληνοκεντρισμού, που γέννησε τη νεοταξική ατοπία των ψευτοπροοδευτικών, μακρόπνοη πολιτιστική πολιτική για τη θέση και την πορεία μας στην Ευρώπη και στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον, που θα είναι η βάση μας για μια αναθεμελιωτική, ανορθωτική και αναγεννητική στρατηγική μας στη δύσκολη ανηφοριά του 21ου αιώνα, με πρώτο ζητούμενο να βγάλουμε την τροϊκανή χανάκα απ’ τον λαιμό μας και να βγούμε σε μετατροϊκανό ξέφωτο. Γιατί, για να βγούμε, εντέλει, απ’ τον σκοτεινό λαβύρινθο της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας, χρειαζόμαστε οδηγητικό «μίτο», καμωμένο απ’ τη συλλογική μας «Αριάδνη» με «ίνες» απ’ την αξιακή μας παρακαταθήκη ή, έστω, απ’ το αξιακό υπόλοιπο της σκόρπιας ψυχής μας, που, παρ’όλες τις κακοποιήσεις που της επιφυλάξαμε, ο εσώτατος αξιακός της πυρήνας αντέχει ακόμη. Κι αν ισχύει πως στα δύσκολα οι λαοί κρατιούνται απ’ την ψυχή τους, εμείς, κι απ’ το υπόλοιπο της ψυχής μας αν κρατηθούμε, θα μπορέσουμε να σηκώσουμε κεφάλι και να βρούμε τη σωστή περπατησιά μας προς το μέλλον.
Επίλογος
Καθώς δεν έχω χρονικά περιθώρια να αναφερθώ στο πώς θα συμμαζέψουμε τη σκόρπια ψυχή μας, ενοχλημένος απ’ το κλίμα περιφρόνησης που, πολύ συχνά, εκπέμπουν εναντίον της χώρας μας άσπονδοι φίλοι μας στην Ευρώπη, με συνηγορία των ψοφοδεών της οργανικής μας διανόησης, θα μου επιτρέψετε την επιλογική παρέκβαση για να καταθέσω, ως νότα έλλογης υπερηφάνειάς μας, πως τούτος ο τόπος, ο τόπος μας, που τόσο κι οι ίδιοι έχουμε αδικήσει, εξακολουθεί να είναι ανεκτίμητο για όλη την ανθρωπότητα κοίτασμα πολιτισμού και να έχει ακόμα και τώρα εν δυνάμει ηγεμονικό πολιτιστικό λόγο ουκουμενικής εμβέλειας, που είναι μάλιστα και σηματοδοτικός μιας εναλλακτικής προς την κυρίαρχη της δυτικογενούς παγκοσμιοποίησης καταναλωτική φιλοσοφία ζωής. Για του λόγου το αληθές, θα δώσω, πολύ συνοπτικά (ελλειπτικά) και αντιπαραθετικά, το στίγμα των δύο αυτών φιλοσοφιών ζωής, της δυτικής (κράμα ρωμαϊκής και προτεσταντικής λογικής) και της ελληνικής, μέσα από τρία πολύ ενδεικτικά γνωρίσματά τους:
Α. Δυτική πολιτιστική φιλοσοφία
Τα τρία πολύ ενδεικτικά γνωρίσματά της είναι, πρώτον, η χρηστική αντίληψη για τη γνώση, που έρχεται απ’ ρωμαϊκή πνευματική κληρονομιά, δεύτερον, η καρτεσιανική νοησιαρχία και ο εργαλειακός ορθολογισμός, που έρχεται απ’ τη νεωτερικότητα, τρίτον, η ατομοκρατία ως συστατικό γνώρισμα των δυτικών κοινωνιών, επίσης νεωτερικής προέλευσης. Τα τρία αυτά ενδεικτικά γνωρίσματα, γιατί υπάρχουν κι άλλα, μόνο άσχετα δεν είναι από τη δογματική σύνδεση της γνώσης με την παραγωγή, απ’ τη θεοποίηση της παραγωγικότητας και του ανταγωνισμού, από την πρόταξη της οικονομίας και των αγορών, απ’ τον καταναλωτισμό και τον υλικό ενδαιμονισμό, από την ατομοκρατία και την ηθική της, από την υποκατάσταση της παιδείας από την πραγματιστική εκπαίδευση, κι άλλα τέτοια παρόμοια, που όλα μαζί, με συνακόλουθή τους την οικολογική σε πλανητικό επίπεδο ασφυξία, προδιαγράφουν αναποτρέπτως το πλήρες αδιέξοδο στην πορεία της ανθρωπότητας. Γιατί, ό,τι κι αν λέγεται, οι ράγες αυτού του δυτικού πολιτισμού και της «παγκοσμιοποίησης», που είναι το σημερινό στάδιο στην εξέλιξή του, οδηγούν μοιραία σε εφιαλτικό αδιέξοδο.
Β. Ελληνική πολιτιστική φιλοσοφία
Τα τρία πολύ ενδεικτικά γνωρίσματά της είναι, πρώτον, η γνώση ως μέσο για την αρετή και με συνακόλουθη την κατ’ αρετήν χρήση της, που έρχεται απ’ την αρχαία ελληνική κληρονομιά, δεύτερον, ο επίσης αρχαίος ελληνικός ορθός λόγος, που συνιστά εναρμόνιση νοητικών, βουλητικών και συναισθηματικών δυνάμεων, τρίτον, η περί προσώπου αντίληψη, που έρχεται από την ελληνική αρχαιότητα και την πατερική κληρονομιά, όπου το πρόσωπο, έννοια ενική και πληθυντική ταυτόχρονα, έχει ενσωματωμένη στην ουσία του την ετερότητα, προδιαγράφοντας κοινότητες συνανθρώπων και όχι αριθμητικά σύνολα ανταγωνιζομένων ατόμων (homo homini lupus!). Αν συνυπολογίσουμε τα τρία αυτά κρίσιμα γνωρίσματα με το σύνολο των κλασικών αξιών και με τις ρήτρες του νεοελληνικού πολιτιστικού προτύπου, προπαντός με τις τρεις θεμελιώδεις ισορροπίες, για τις οποίες έχουμε ήδη μιλήσει, μόνο αφελώς και ατόπως ελληνοκεντρική δεν θα θεωρηθεί η άποψη πως απ’ τον εσώτατο αξιακό πυρήνα όλων αυτών μπορεί να προκύψει εναλλακτική πολιτιστική φιλοσοφία ζωής και πολιτιστικές συντεταγμένες για να αντιπαλέψει η ανθρωπότητα τα πνιγηρά αδιέξοδα στα οποία τη σπρώχνει η κυρίαρχη δυτική φιλοσοφία της «παγκοσμιοποίησης» και του αμερικανοδυτικού καταναλωτικού προτύπου ζωής.
Που σημαίνει πως στο ελληνικό παράδειγμα ενυπάρχει, σε επίπεδο πολιτιστικής φιλοσοφίας πάντοτε, το αντίδοτο σε ό,τι θα αποκαλούσαμε δυτική παγκοσμιοποιητική εκτροπή, έστω κι αν, για πολλούς λόγους που εξηγούνται, δεν σταθήκαμε ικανοί να το αρθρώσουμε και θεωρητικοποιήσουμε πειστικά, να το αναδείξουμε και πολύ περισσότερο να κάνουμε πράξη ζωής το αξιακό του διατακτικό. Που είναι και ο θεμελιώδης όρος της αναθεμελιωτικής ανασύνταξής μας για να βγούμε κι εμείς απ’ το τροϊκανό χαντάκι που έχουμε «πέσει».
*Ομιλία στο «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
Αλιάρτου» (19.01.2013)