Αρχική » Αποστασιοποίηση και Ρήξη

Αποστασιοποίηση και Ρήξη

από Άρδην - Ρήξη

Από το Άρδην τ. 76, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2009

Τ ο Άρδην, μέχρι σήμερα, στα δεκατρία χρόνια της διαδρομής του, απέφευγε να τοποθετείται, σε προεκλογικές περιόδους, γύρω από τη μία ή την άλλη επιλογή, επενδύοντας μάλλον σε πιο μακρόχρονη ιδεολογική βάση και προοπτική. Σε αυτές τις εκλογές όμως θα αλλάξουμε στάση. Είναι καιρός να συνταχθούμε με τη μεγάλη κατηγορία των Ελλήνων οι οποίοι, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, αρνούνται να συμμετάσχουν σε ένα πολιτικό παιγνίδι και ένα πολιτικό σύστημα, φθαρμένο έως το κόκαλο, και μάλιστα τη στιγμή που η κρίση βαθαίνει και το καράβι μπάζει νερά από παντού.

Εκλογές εσωτερικού χώρου

Ήδη, τονίσαμε στη Ρήξη της 5ης Σεπτεμβρίου, πως οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου θα είναι εκλογές «εσωτερικού χώρου». Το κύριο ή αποκλειστικό διακύβευμα θα αφορά την «οικονομία» και τους καλύτερους τρόπους προσαρμογής στα κελεύσματα της Ε.Ε. και του νεοφιλελεύθερου διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Και αυτό εξυπηρετεί όλα τα κόμματα.
Και, όμως, όλοι γνωρίζουμε πως η βασική κακοδαιμονία αυτού του τόπου, από τότε που απέκτησε κρατική υπόσταση, συναρτάται με τον τρόπο ένταξής του στην παγκόσμια οικονομία και κοινωνία. Όλες μας οι επαναστάσεις υπήρξαν εθνικοαπελευθερωτικές, από το 1821 έως τους Βαλκανικούς, το ’40, και τον κυπριακό αγώνα. Η δικτατορία επεβλήθη το 1967 κυρίως για την Κύπρο και έφυγε εξ αιτίας της εισβο΄λής στην Κύπρο. Η μορφή και οι κατευθύνσεις της οικονομίας μας καθορίζονται από τον μεταπρατικό χαρακτήρα των αρχουσών ελίτ και τον τρόπο ένταξής μας στην παγκόσμια αγορά. Το γεγονός ότι δεν παράγουμε σχεδόν τίποτε και η οικονομία στηρίζεται στον τουρισμό, την οικοδομή, τα ναυτιλιακά εμβάσματα, ενώ οι εξαγωγές μας είναι ασήμαντες και οι εισαγωγές μας τεράστιες, καθορίζει και τον χαρακτήρα των κοινωνικών τάξεων και τη φύση των εσωτερικών αντιπαραθέσεων, οι οποίες «αφ’εαυτές» δεν μπορούν ποτέ να ξεπεράσουν τα όρια ενός κήπου «εσωτερικού χώρου». Αν οι εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις δεν συναντηθούν με την καθοριστική εξωτερική διάσταση, δεν μπορούν παρά να παράγουν δήθεν επαναστάσεις, τύπου Δεκεμβρίου του 2008, που στην πραγματικότητα δεν απειλούν ούτε το κοινωνικό καθεστώς, ούτε το καθεστώς της εξάρτησης.

Γι’ αυτό και όλα τα «κινήματα» στα όπαία πρωτοστατούν οι Αριστεριστές, ο Συριζα, το ΚΚΕ και ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός είναι κινήματα με περιορισμένες διαστάσεις, κατάλληλα μόνο για να ανακουφίζουν την ψευδή συνείδηση γερασμένων γραφειοκρατών. Το σύστημα στην Ελλάδα απειλείται μόνον όταν θίγεται η σχέση του με το καθεστώς της εξάρτησης και τα λοιπά είναι είτε αυταπάτες είτε μυθεύματα . Γι’ αυτό και Αμερικανοί, εκσυγχρονιστές, “σοβαροί” δημοσιογράφοι” τύπου Πρετεντέρη και επαναστάτες Εξαρχείων και Κολωνακίου, τον «αστό» Τάσσο Παπαδόπουλο μισούσαν κατάβαθα και όχι βέβαια τους “προλεταρίους” Αλαβάνο, Χριστόφια, ή Παπαρήγα. Οι εκλογές λοιπόν διεξάγονται χωρίς διόλου να θίγονται τα βασικά ζητήματα του ελληνισμού: το Σχέδιο Ανάν, που επανέρχεται με νέο περιτύλιγμα στην Κύπρο, με τις ευλογίες μιας κυριολεκτικά ενδοτικής κυπριακής ηγεσίας και του «υπουργείου από το Εξωτερικόν» της Ελλάδας. το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. και της αυξανόμενης επιθετικότητάς της έναντι της Ελλάδας. το Σκοπιανό, που κινδυνεύουμε να το χάσουμε μέσα από τον ίδιο τον ΟΗΕ. οι αρνητικές εξελίξεις στα ζητήματα των αγωγών και η στάση της Ρωσίας. η κρίση της παγκοσμιοποίησης, που στέλνει αλλεπάλληλα κύματα λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, κ.λπ., κ.λπ.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως δεν πρόκειται απλώς για μία επανάληψη των ιδίων, αλλά για μία επιδείνωση, όπου τα βασικά και καυτά ζητήματα παραμερίζονται και αποσιωπούνται, διότι όλες οι συνιστώσες του πολιτικού συστήματος αποτελούν φυτά εσωτερικού χώρου, και οι θύελλες τις οποίες προκαλούν είναι θύελλες μέσα σε ένα ποτήρι νερό. Εξάλλου, πώς μπορούν να λυθούν τα ζητήματα της φοροδιαφυγής ή της διάρθρωσης της οικονομίας αν δεν καταστραφεί το μεταπρατικό καθεστώς, που παράγει την ανάλογη μεταπρατική κοινωνική διάρθρωση;

Και σε αυτή την παγίδευση, δυστυχώς, έχει πιαστεί και ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, που, ενώ γνωρίζει πού βρίσκεται η καρδιά των ζητημάτων, βολεύεται με ένα ψευδεπίγραφο και επιδερμικό πολιτικό σύστημα. Εξάλλου και τον Καραμανλή, στις προηγούμενες εκλογές, η στάση του απέναντι στον Μπους στο Σκοπιανό τον εξέλεξε και όχι η ανικανότητά του στις πυρκαγιές ή ο συγχρωτισμός του με τα λαμόγια της παράταξής του.

Και, όμως, και αυτός στο τέλος ευθυγραμμίζεται με τη λοιπή ελίτ των παρασίτων και πρωτοστατεί στην αποσιώπηση.

Η φανερή γοητεία του νεο-οθωμανισμού

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία αναβαθμίζει αδιάκοπα τον ρόλο της στην περιοχή και αποκτά ηγεμονικά χαρακτηριστικά, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ένα αυξανόμενο μέρος της ελληνικής «ελιτείας» εμφανίζεται διατεθειμένο να «επαναλάβει» το «πείραμα» των Φαναριωτών, δηλαδή να ενταχθεί υπό την νεο-οθωμανική ομπρέλα, με αντίτιμο την αναβάθμισή της στα Βαλκάνια, ως υποτακτικός των Τούρκων.

Ξεχνούν όμως πως η ιστορία, δύστυχώς ή ευτυχώς, δεν επαναλαμβάνεται. Οι νεο-οθωμανοί του σήμερα δεν είναι οι Οθωμανοί του χτες. Ούτε και αντιστοίχως οι Έλληνες. Οι Έλληνες, μετά την Άλωση, μπορεί να ήταν πολιτικά και στρατιωτικά ηττημένοι, διατηρούσαν όμως το υψηλότερο πληθυσμιακό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο στην ευρύτερη περιοχή, ενώ οι Τούρκοι ήταν άξεστοι πολεμιστές. Αυτή η πραγματικότητα μετέβαλε το ελληνικό στοιχείο σε αναγκαίο συμπλήρωμα της οθωμανικής εξουσίας, που για τους ίδιους λόγους χρησιμοποιούσε –εξ ανάγκης– και τους Αρμενίους και τους Εβραίους. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Η Τουρκία διαθέτει δική της αστική τάξη και δική της πνευματική ελίτ, έχοντας απορροφήσει στον τουρκισμό ένα μεγάλο μέρος των παλιών χριστιανικών και ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Αντίθετα, οι Έλληνες έχουν ξεπέσει στα Βαλκάνια σε ένα δευτερεύον οικονομικό και πνευματικό μέγεθος, αλλά παραμένουν ανταγωνιστικοί προς την Τουρκία.
Η Τουρκία, παρά την πρόσφατη νεο-οθωμανική της ενίσχυση, παραμένει ευάλωτη στο εσωτερικό της από την παρουσία των Κούρδων και των Αλεβήδων, ενώ βέβαια δεν διαθέτει τα μεγέθη και την ισχύ της παλιάς οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό η ολοκλήρωση του νεο-οθωμανισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με απλή ένταξη της Ελλάδας σε μια «νεο-οθωμανική σφαίρα», όπως φαντασιώνονται ορισμένοι, αλλά προϋποθέτει την πλήρη υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η Τουρκία συνεχίζει τη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και την επιθετικότητα στο Αιγαίο, ανατρέποντας τα σχέδια των εγχωρίων φαναριωτών, που εμφανίζονται έτσι «οθωμανικότεροι» των Τούρκων.

Ο ελληνισμός και η νεο-οθωμανική στρατηγική έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση και αυτό δεν μπορούν να το ανατρέψουν ούτε ο Παπανδρέου, ούτε η Μπακογιάννη, ούτε ο Χριστόφιας, ούτε προφανώς κάποιοι διανοούμενοι, είτε του εκσυγχρονιστικού και «ανανεωτικού» χώρου, είτε του πατριαρχικού. Βέβαια μπορούν να κάνουν και κάνουν πολλά, δηλαδή μας αφοπλίζουν, κυριολεκτικά και ιδεολογικά, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Ωστόσο, δεν μπορούν, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια ακόμα, να άρουν εν τοις πράγμασι τους όρους του θεμελιώδους ανταγωνισμού ελληνισμού και τουρκισμού.

Σήμερα, απλώς αφήνουν την Τουρκία να προχωράει τις θέσεις της στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή, ενώ οι ίδιοι εμπλέκονται σε διαμάχες χωρίς αρχές για τη νομή της εξουσίας και την κατανομή της πίτας ενός παρασιτικού εισοδήματος, και ανοίγουν έτσι τον δρόμο σε μια αναπόφευκτη μελλοντική σύγκρουση.

Ένα καθολικό αδιέξοδο

Η Νέα Δημοκρατία, αφού απέτυχε παταγωδώς σε πολλαπλά πεδία, εμφανίστηκε διά του αρχηγού της ως η «υπεύθυνη δύναμη» που εκπροσωπεί τους «σοβαρούς επιχειρηματίες» και τις «ανάγκες της οικονομίας», στη γραμμή του διπόλου Βήμα-Καθημερινή/Πρετεντέρης-Παπαχελάς, οι οποίοι προωθούν τη γραμμή της συστράτευσης των υπεύθυνων αστικών δυνάμεων της χώρας, ακόμα και πιθανή συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων ή έστω τμημάτων τους. Και φαίνεται να εγκαταλείπει ακόμα και εκείνα τα μέτωπα που έδιναν στον Καραμανλή ένα στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι του ΓΑΠ, δηλαδή την έστω δειλά «εθνικότερη» πολιτική της, όπως φάνηκε στο Σχέδιο Ανάν, στο Βουκουρέστι για τα Σκόπια, στους αγωγούς. Η εμμονή στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και η ευθυγράμμιση με την ενδοτική Υπουργό Εξωτερικών του, μοιάζουν να ολοκληρώνουν την ενσωμάτωσή του στο σύστημα της εξάρτησης και του αφαιρούν κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα.

Το ΠΑΣΟΚ επενδύει στη φαντασιακή και φανταστική ικανοποίηση των αιτημάτων κάθε πικραμένου, ώστε να πάρει την εξουσία, «και… βλέπουμε», ενώ στην πραγματικότητα ετοιμάζεται για την ίδια πολιτική, ακόμα περισσότερο προσδεδεμένη στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών! Όσο για τους υπόλοιπους τομείς, τα πράγματα θα είναι ακόμα πιο απελπιστικά από ό,τι με τη Νέα Δημοκρατία: Αλιβιζάτος, Λιάκος, Δαμανάκη και όλη η παρέα των εθνομηδενιστών θα ολοκληρώσουν την άλωση της ελληνικής παιδείας, ενώ, στα εθνικά θέματα, είναι προφανές ότι η υποταγή στους Τούρκους και τους Αμερικανούς θα καταστεί επαχθέστερη. Εξ’ άλλου ήδη το ΠΑΣΟΚ δίνει και προεκλογικά δείγματα γραφής στα μεγάλα αφεντικά με τις θέσεις του Γιώργου για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και του Λοβέρδου για τα Σκόπια.

Το ΚΚΕ καλεί στην ανατροπή των οικονομικών «σχεδίων της πλουτοκρατίας», χωρίς βέβαια να τολμά να βάλει ζήτημα ανατροπής του παρασιτικού μοντέλου, και του συστήματος των επιδοτήσεων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ… επιμένει στα δικαιώματα των λαθρομεταναστών και την «οικολογική ζημιά» που προκαλεί ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης(!). Η στάση και των δύο κομμάτων στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης και της μαύρης εργασίας, την οποία τροφοδοτεί, θα πρέπει να συνδεθεί με την ίδια την ταξική φύση αυτών των «λαϊκών κομμάτων», πράγμα που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Το ΚΚΕ, ως κόμμα των μικρομεσαίων εργολάβων του κατασκευαστικού και οικοδομικού τομέα (πρώην οικοδόμων τεχνιτών καθώς και ενός αριθμού μηχανικών και μικροεπιχειρηματιών), είναι προφανές πως δεν θέλει και δεν μπορεί να θίξει τα συμφέροντα της ταξικής του βάσης, που απαιτούν την παρουσία των φθηνών λαθρομεταναστών. Και το ίδιο βέβαια συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου δεν είναι μόνο η πληθώρα μηχανικών, αρχιτεκτόνων και κατασκευαστών (και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΝ σε οικογενειακή κατασκευαστική εταιρεία συμμετέχει), που οδηγεί σε μια ανάλογη θέση, αλλά και η πληθώρα των διανοουμένων, ελευθέρων επαγγελματιών, που χρειάζονται τους λαθρομετανάστες για να τους καθαρίζουν τα σπίτια, να γεμίζουν νερό τις πισίνες τους, να κτίζουν τα εξοχικά τους στο Πήλιο και την… Φολέγανδρο, να φυλάνε τα παιδιά και τους ηλικιωμένους στις οικογένειές τους. Κατά συνέπεια, η «αντιρατσιστική» υστερία αυτών των κομμάτων, σε κάθε προσπάθεια να συζητηθεί έστω το πραγματικό και πιεστικό ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, δεν εκκινεί μόνο από την αριστερή παράδοση της αλληλεγγύης προς τους κατατρεγμένους, αλλά υποκρύπτει άλλα πολύ πιο «πεζά» κίνητρα.

Η αντιρατσιστική ιδεολογία στην Ελλάδα έχει καταντήσει να είναι ιδεολογία των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων κάθε είδους, που επωφελούνται από τη μαύρη εργασία και, επομένως, από τη διαιώνιση της λαθρομετανάστευσης. Αυτό συμβαίνει και στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία, και στον αγροτικό τομέα και τις κατασκευές, και στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες. Το ναρκωτικό της μαύρης εργασίας, που τροφοδοτεί καθημερινά η λαθρομετανάστευση, έχει επεκταθεί στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και ο «αντιρατσισμός» ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία των ελίτ, σε όλα τα κόμματα, από τον Παυλόπουλο έως τον Αλαβάνο. Έπρεπε να έλθει η οικονομική κρίση με την ανεργία και η διόγκωση των κοινωνικών συνεπειών της λαθρομετανάστευσης στα κέντρα των πόλεων και η εγκληματικότητα, για να αρχίσει να ενισχύεται ένα αντίστροφο ρεύμα, το οποίοι μάλιστα καρπώθηκαν οι όντως ρατσιστές του ΛΑΟΣ.

Το ΛΑΟΣ, το οποίο ψευδεπίγραφα εμφανίζεται ως πατριωτικό κόμμα, βολεύεται και αυτό σε μια πολιτική ατζέντα που θα αφορά μόνο τα εσωτερικά ζητήματα, επιμένοντας στη λαθρομετανάστευση και την εγκληματικότητα. Και αυτό διότι η πατριωτική διάσταση του κόμματος επικεντρώνεται σε δημοκοπίες γύρω από το Μακεδονικό, που είναι το «εύκολο» πεδίο παρέμβασης όλων των δημαγωγών μια και συγκινεί ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, εξ αιτίας των εξωφρενικών απαιτήσεων των Σκοπιανών, αλλά δεν βγάζει τσιμουδιά για το κεντρικότερο και δυσκολότερο ζήτημα του ελληνισμού, την Κύπρο. Και, μάλιστα, ο αρχηγός του δήλωσε πως στηρίζει τον ηγέτη του κυπριακού ενδοτισμού, Χριστόφια. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στην Ευρωβουλή έστειλε την κυρία Τζαβέλα, γνωστό στέλεχος όλων των νταβατζήδων, από τον Κόκκαλη έως τον Κυριακού, και «φίλη» της αμερικανικής πρεσβείας.

Τέλος, οι φοβεροί «Οικολόγοι» δεν κατάφεραν να παρέμβουν ούτε καν κατά τη διάρκεια των πρωτοφανών πυρκαγιών της Αττικής και κάηκαν σαν πυροτέχνημα, πριν καν μεγαλώσουν. Όσο για τον «δημοκρατικό πατριωτικό χώρο», τα πράγματα έχουν φθάσει σε τραγικό σημείο, όπως τα παρουσιάζουμε σε σχετικό κείμενο του Γ. Ρακκά.

Άκυρο ή αποχή

Γι’ αυτούς, και πολλούς άλλους λόγους, που περιλαμβάνουν την απόλυτη απαξίωση ενός διεφθαρμένου, έως το κόκαλο, πολιτικού συστήματος, οι πολίτες της χώρας επέλεξαν, σε μεγάλο ποσοστό, την αποχή από τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου. Επρόκειτο εν πολλοίς για μια συνειδητή πολιτική θέση, που εξέφραζε όχι μόνο την αηδία των πολιτών, αλλά, και εν μέρει, το αίτημα –εκφρασμένο με αρνητικό τρόπο– για μια νέα αρχή στη γερασμένη πολιτική πραγματικότητα της χώρας.

Είναι καιρός, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμιά ικανοποιητική εναλλακτική πρόταση, να συνταχθούμε με αυτή την εκπεφρασμένη βούληση, προκρίνοντας είτε την αποχή από τις εκλογές είτε την έκφραση της αποδοκιμασίας μας με λευκή ή άκυρη ψήφο. Μάλιστα, ως ένα βήμα συμβολής στη δυνητική συγκρότηση μιας νέας πολιτικής αντίληψης, θα προωθήσουμε και την εκτύπωση ενός άκυρου «ψηφοδελτίου» στο οποίο θα μπορούν να αναγνωριστούν πολλοί συμπολίτες μας.

Επί πλέον, η στήριξη αποπειρών χωρίς κανένα μέλλον και προοπτική θα πρέπει να αποκλειστεί για δύο ακόμα σοβαρούς λόγους.

Πρώτον, προϋπόθεση για να αρχίσει να συγκροτείται, επί τέλους, ένας σοβαρός και ελπιδοφόρος πολιτικός χώρος είναι ότι θα πρέπει κάποτε να τελειώσουμε τόσο με τα απομεινάρια του παρελθόντος, που εμποδίζουν, εδώ και χρόνια, οποιαδήποτε σοβαρή απόπειρα ανασύνθεσης, όσο και με διάφορες φαιδρές απόπειρες νεόκοπων παραγόντων για «πλασάρισμα» στο πολιτικό σκηνικό.

Δεύτερον, να εμποδίσουμε, ή έστω να δυσκολέψουμε κατά το δυνατόν, την απόκτηση αυτοδυναμίας από το πρώτο κόμμα. Και η υποστήριξη σχημάτων με προδιαγεγραμμένη αποτυχία και χωρίς σοβαρότητα, αυξάνοντας το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, ενισχύει, με βάση τον εκλογικό νόμο, το πρώτο κόμμα, που χρειάζεται μικρότερο ποσοστό για να επιτύχει αυτοδυναμία.

Αγαπητοί φίλοι, έξοδος.

Άρδην

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ